Ανδρέας Πετρουλάκης: Ο εργάτnς του εφήμερου
© Τάσος Ανέστης
More in Culture

Ανδρέας Πετρουλάκης: Ο εργάτης του εφήμερου

«Ό,τι κάνω γεννιέται το πρωί και πεθαίνει το ίδιο βράδυ»
yannis-papadopoulos
Γιάννης Χ. Παπαδόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 953
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

O Ανδρέας Πετρουλάκης, πολιτικός γελοιογράφος στις μεγαλύτερες εφημερίδες και σε πλήθος εντύπων εδώ και δεκαετίες, μιλάει για την άδοξη τέχνη του.

Η συνέντευξη που ακολουθεί μπορεί να σας φανεί ασυνήθιστη. Συνήθως μιλάμε με κάποιον επειδή βρίσκεται στην επικαιρότητα για κάποιον λόγο. Στην περίπτωση του Ανδρέα Πετρουλάκη, του ανθρώπου που μας κάνει καθημερινά να γελάμε αυτό δεν ισχύει. Μπορεί ο ίδιος να λέει πως η τέχνη της γελοιογραφίας είναι η πλέον άδοξη, καθώς γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, στην πραγματικότητα όμως η δουλειά του Πετρουλάκη δεν αποτυπώνει απλώς την επικαιρότητα, χαρακτηρίζεται πάντα από την επικαιρότητα. Συναντήσαμε, λοιπόν, αυτόν τον εργάτη του εφήμερου και μιλήσαμε μαζί του ένα πρωινό Κυριακής στο Παγκράτι, ξεκινώντας να συζητάμε ακριβώς γι’ αυτό: το εφήμερο στοιχείο της γελοιογραφίας.

― Κύριε Πετρουλάκη, καθώς ερχόμουν, σκεφτόμουν πως αυτή θα είναι μια περίεργη συνέντευξη. Συνήθως έχω στα χέρια μου κάποιο πρόσφατο βιβλίο, κάποιο άλμπουμ, κάτι που έφτιαξε ο συνεντευξιαζόμενος. Εδώ δεν έχουμε κάτι τέτοιο. Έχουμε ένα μεγάλο σώμα από εφήμερα σκίτσα.

Είναι η πιο άδοξη τέχνη.

― Γιατί άδοξη;

Γιατί «ό,τι κάνω γεννιέται το πρωί και πεθαίνει το ίδιο βράδυ». Η γελοιογραφία είναι αυτό ακριβώς. Οι καλύτερες γελοιογραφίες είναι αυτές που ζουν μία μέρα. Που έχουν τον παλμό της ημέρας. Που προκαλούν ένα αντανακλαστικό γέλιο ανθρώπων που συμμετέχουν, ας πούμε, στο ίδιο παραμύθι. Μετά δεν έχει διάρκεια, ζωή.

― Κι όμως. Ξεφυλλίζοντας άλμπουμ με γελοιογραφίες σας από τα 90s, με έπιανα να γελάω συχνά.

Ναι, αλλά πρέπει να τα θυμάσαι. Και είναι άχαρο να σ’ τα θυμίζουν για να γελάσεις. Οι περισσότεροι δεν τα θυμούνται.

― Γι’ αυτό και δεν βγάζετε πια άλμπουμ;

Ναι. Και όλα τα άλμπουμ στο πόδι τα έβγαλα. Δεν είχα καμιά ιδιαίτερη διάθεση να τα βγάλω. Μερικά τα έβγαλα νέος, άλλα με πίεσαν φίλοι να τα βγάλω. Το βρίσκω λίγο άχαρο. Ούτε οι εκθέσεις μού αρέσουν ούτε τα λευκώματα. Αυτό που μου αρέσει είναι να κάνω ένα ωραίο σκίτσο αύριο.

― Ισχύει αυτό που λένε ότι «είσαι τόσο καλός όσο το επόμενό σου σκίτσο»;

Καταρχάς –αυτό είναι προς απόδειξη– είμαι τόσο καλός όσο το τελευταίο μου.

― Πώς μπήκατε σ’ αυτή τη δουλειά;

Υπηρετούσα στο Πολεμικό Ναυτικό. Τα ταξίδια ήταν τρομερά πολυήμερα. Έναν μήνα το κάθε ταξίδι. Διάβαζα, ζωγράφιζα και, καθώς προέρχομαι από μια πολύ πολιτικοποιημένη γενιά, διάβαζα και εφημερίδες. Είμαστε η γενιά της Μεταπολίτευσης, ήταν πολύ μέσα στη ζωή μας η πολιτική. Οπότε, ο χώρος μού ήταν πολύ οικείος. Πάντα είχα τη λόξα της εφημερίδας, της πολιτικής, της επικαιρότητας και επίσης διάβαζα φανατικά κόμικς. Και φυσικά τις γελοιογραφίες των παλαιότερων, που από πολύ μικρή ηλικία προσπαθούσα να αντιγράψω: τον Κώστα και τον Βασίλη Μητρόπουλο, τον Κυρ, τον Ηλία Σκουλά. Έτσι λοιπόν, εκείνο το καλοκαίρι στο Ναυτικό, προσπαθούσα να αποδώσω πρόσωπα της τότε επικαιρότητας με γελοιογραφικό τρόπο, σε πολύ πρώιμο στάδιο φυσικά, καμία σχέση με τον τρόπο που το κάνω σήμερα. Ήταν όμως τότε τα πρόσωπα της πολιτικής επικαιρότητας πρόσωπα μεγάλου διαμετρήματος: Καραμανλής, Παπανδρέου, Φλωράκης, Μητσοτάκης, Κύρκος. Πολιτικοί που, αν έκανες ένα σκίτσο γι’ αυτούς, προσέλκυε το κοινό μόνο και μόνο ο πρωταγωνιστής. Ειδικά τα χρόνια που ξεκίνησα εγώ, είχαμε τον Ανδρέα Παπανδρέου, έναν «μάγο» της πολιτικής, που έκανε εντυπωσιακές κινήσεις. Ο Τύπος δεν βαριόταν ποτέ μαζί του, ήταν πολύ πρόσφορο το έδαφος. Τώρα νομίζω ότι για έναν νέο συνάδελφο είναι πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα. Πολύ πιο λίγοι οι πρωταγωνιστές.

― Και όχι τόσο «γελοιογραφήσιμοι»;

Μερικοί είναι, αλλά έχει μεγάλη σημασία και το βεληνεκές που έχουν στη δημόσια ζωή. Αν έχεις, για παράδειγμα, έναν γραφικό υφυπουργό ενός όχι και τόσο σημαντικού υπουργείου και κάνεις ένα καλό σκίτσο, οι μισοί δεν ξέρουν το πρόσωπο και οι άλλοι μισοί δεν ξέρουν το γεγονός.

― Νιώθετε πως είναι είδος προς εξαφάνιση η δουλειά του γελοιογράφου;

Το βασικό πρόβλημα είναι η συρρίκνωση των εφημερίδων: χαμηλά μπάτζετ, μικρός αριθμός εφημερίδων και σελίδων. Πολλοί θεωρούν τη γελοιογραφία πολυτέλεια, εγώ θεωρώ ότι ένας καλός γελοιογράφος είναι σημαντικό asset για μια εφημερίδα, ακόμα και για μια ολιγοσέλιδη ή χαμηλής κυκλοφορίας εφημερίδα. Αυτό έχει ως συνέπεια πολλοί συνάδελφοι να μη δημοσιεύουν ή να δημοσιεύουν στο ίντερνετ ή να κάνουν παραπλήσιες δουλειές. Κάτι που ίσως προκάλεσε και μια επιπρόσθετη ανάπτυξη των κόμικς.

― Ξεκινήσατε στο «Βήμα» το 1985;

Στο «Αντί» πρώτα, το 1984, για ένα μικρό διάστημα κάνοντας κόμικς κοινωνικά, όχι πολιτικά, και το 1985 πήγα στο «Βήμα».

― Έχετε συμπληρώσει, λοιπόν, 40 χρόνια ως γελοιογράφος.

Μη λέμε νούμερα, παρακαλώ. (γέλια) Το «Αντί» ήταν ένα περιοδικό ελεύθερης έκφρασης πολλών ανθρώπων, και ερασιτεχνών. Ήταν ένα πολύ ανοιχτό έντυπο. Ήμουν τότε πιτσιρικάς και έγραφε ο Χρήστος Παπουτσάκης, ο εκδότης του περιοδικού, στην ταυτότητα «Σκίτσα: Ιωάννου, Καλαϊτζής, Πετρουλάκης». Έζησα μια αυταπάτη μ' αυτό. Θεώρησα ότι ήμουν ήδη γελοιογράφος. Το επάγγελμα αυτό είναι παράξενο. Δεν μπορείς να πεις «θέλω να γίνω γελοιογράφος».

― Αυτή η γενναιοδωρία του Χ. Παπουτσάκη σάς βοήθησε να σταθείτε στα πόδια σας ως γελοιογράφος;

Όχι, καθόλου. Ίσα ίσα. Σ’ ένα τεύχος δημοσιευόταν κάτι δικό μου, σε δύο δεν δημοσιευόταν. Ήταν ένα άναρχο περιοδικό. Κάποια στιγμή μάζεψα κάποια σκίτσα και τα έστειλα σε διευθυντές εφημερίδων. Και απάντησε ο Ψυχάρης.

― Πώς ήταν ο Ψυχάρης;

Για τον Ψυχάρη έχουν ειπωθεί διάφορα πράγματα. Δεν τον έζησα για μεγάλο διάστημα ώστε να έχω μια στέρεη άποψη. Ήμουν και μικρός, οπότε ίσως να μην μπορούσα να εκτιμήσω πράγματα και καταστάσεις. Εμένα με βοήθησε πολύ πάντως. Ήταν και υποστηρικτικός και διδακτικός με έναν τρόπο. Δεν με απόπαιρνε. Μου έλεγε: «Αυτό δεν μπορούμε να το πούμε».

Ή για μια έκφραση έλεγε: «Δεν μιλάει έτσι ο Καραμανλής. Τι το βάζεις αυτό στη γλώσσα του Καραμανλή; Δεν θα το έλεγε ποτέ έτσι». Τέτοια πράγματα, που για μένα ήταν άγνωστα, δεν μπορούσα καν να τα φανταστώ. Δημοσίευε τακτικά τα σκίτσα μου στο «Βήμα», το οποίο τότε ήταν ημερήσιο, μετά έγινε εβδομαδιαίο. Στο μεταξύ άρχισα να καταλαβαίνω ότι ήθελα να μείνω σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί ξεκίνησα με μια αντίληψη ερασιτέχνη. Σιγά σιγά όμως μου άρεσε. Σκεπτόμουν πως, αν δημοσίευα μόνο μία φορά την εβδομάδα στο Κυριακάτικο πια «Βήμα», δεν υπήρχε περίπτωση ούτε εγώ να ωριμάσω ούτε να γίνω γνωστός, οπότε πήγα και του είπα: «Κύριε Ψυχάρη, θα φύγω». «Πού θα πας;» «Στην “Αυγή”». Ο Ψυχάρης μού είπε τότε: «Είσαι παιδί του “Βήματος”, δεν μπορείς να δουλεύεις και στο “Βήμα” και στην “Αυγή”. Είσαι πολύ μικρός ακόμα, αλλά, αν θέλεις να γυρίσεις στο “Βήμα”, μπορείς». Πήγα στην “Αυγή”, που τότε τη διηύθυνε ο Γιάνναρος.

― Ανήκατε, όπως είπατε πριν, στη γενιά του Πολυτεχνείου. Αισθανόσασταν πιο οικεία σ' αυτόν τον χώρο;

Πολιτικά τότε είχαμε όλοι, ας το πούμε, μια αριστερή «πετριά». Δεν ήμουν ποτέ κομματικά ενταγμένος, αλλά γενικά υπήρχε μια ροπή των νέων μετά τη Μεταπολίτευση προς την Αριστερά. Μου ήταν πολύ φιλικός ο χώρος, και στο Πανεπιστήμιο μ’ αυτά τα παιδιά έκανα παρέα. Πήγα έτσι, δοκιμαστικά κι έμεινα δεκαπέντε χρόνια. Την «Αυγή» της εποχής αυτής την αγάπησα, αγάπησα τους ανθρώπους, με τους οποίους διατηρώ ακόμα στενές σχέσεις. Δεν είναι βέβαια στον χώρο της Αριστεράς πια οι περισσότεροι απ' αυτούς. Τη θεωρώ μεγάλο σχολείο. Όταν αργότερα ήρθε στην εξουσία η κυβέρνηση Τσίπρα, η προϋπηρεσία μου στην «Αυγή» με βοήθησε να δω πιο καθαρά. Είχα πια και μεγαλύτερη ωριμότητα για να καταλάβω ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν την προπαρασκευή για να αναλάβουν την κεντρική εξουσία. Ήταν πολλοί από αυτούς χρήσιμες αιρετικές φωνές. Η συμβολή τους και η συνεισφορά τους ήταν συχνά πολύτιμη όταν ήταν στην εξουσία άλλα κόμματα: ήταν οι μόνοι που μιλούσαν συχνά για οικολογία, για δικαιώματα. Το πρόβλημα ήρθε όταν αυτά αποτέλεσαν την κεντρική ύλη της πολιτικής. Ήξερα ενστικτωδώς ότι δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν.

― Μπήκατε πολύ νεαρός σε μια πολύ μεγάλη εφημερίδα, όπως το «Βήμα». Τι σας είχε εντυπωσιάσει τότε;

Είχα μάθει από τους πρώτους ότι ο Παπανδρέου δεν θα πρότεινε Καραμανλή για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά Σαρτζετάκη. Το έμαθα πριν το μάθουν πολιτικοί! Είχα πάει εκείνο το πρωί του Σαββάτου στην εφημερίδα και έκανα ένα σκίτσο που έδειχνε ότι ο Παπανδρέου θα πρότεινε Καραμανλή, και ο Ψυχάρης, που ήταν φίλος του Κουτσόγιωργα και είχε μάθει τι θα συνέβαινε, μου αποκάλυψε ότι θα πρότεινε τον Σαρτζετάκη. Είχα τρελαθεί. Έπαιρνα τηλέφωνο τους φίλους μου, τους το έλεγα και δεν με πίστευαν. Είναι βέβαιο πως δεν το ήξεραν ούτε πολύ υψηλόβαθμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Τότε είπα θα μείνω στις εφημερίδες. Ένιωσα ότι εδώ είναι το κέντρο των εξελίξεων. Έπαιξε μεγάλο ρόλο αυτό για μένα. Είχα βέβαια και άγνοια κινδύνου, με την έννοια ότι δεν λογάριαζα και σε όλη μου τη ζωή να δουλεύω ως γελοιογράφος. Στην αρχή είχα νοοτροπία ερασιτέχνη. Το έκανα για τον εαυτό μου. Γούσταρα. Μου λέγανε και οι φίλοι μου: «Τι λες, ρε μεγάλε! Δημοσιεύεις στο “Βήμα”;» (γέλια). Είχε βάλει και μερικά σκίτσα μου στο πρωτοσέλιδο ο Ψυχάρης, οπότε, ξέρεις, στον στενό μου κύκλο είχε γίνει χαμός. Μου άρεσε όλο αυτό. Άλλωστε επαγγελματικά το μέλλον μου δεν εξαρτιόταν από αυτό τότε. Αυτό συνέβη πολύ αργότερα. Το λέω και στα νέα παιδιά που ζωγραφίζουν κι έρχονται και μου λένε «Θέλω να γίνω γελοιογράφος». Δεν ξέρεις αν μπορείς να γίνεις γελοιογράφος. Είναι μερικά επαγγέλματα στα οποία δεν ξέρεις αν μπορείς να ανταποκριθείς.

― Τι χρειάζεται να έχει ένας γελοιογράφος;

Χρειάζεται να έχει μια πολιτική αντίληψη. Αν μιλάμε για πολιτικούς γελοιογράφους. Να έχει αίσθηση του χιούμορ. Να ζωγραφίζει κάπως καλά, γιατί το σκίτσο είναι εργαλείο, πρέπει να αποδίδει τις εκφράσεις των προσώπων, τις κινήσεις των σωμάτων, τον περιβάλλοντα χώρο, έστω και ελλειπτικά. Πρέπει ο αναγνώστης να λάβει αστραπιαίες πληροφορίες. Δεν είναι να εξηγήσεις κάτι, γιατί μέχρι να εξηγήσεις, πάει το αστείο, έφυγε. Πρέπει κάποιος, με το που δει το σκίτσο, να εγκλιματιστεί αμέσως – πού βρίσκεται, ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές και σε τι κατάσταση βρίσκονται. Το σκίτσο είναι το τρένο, είναι ο τρόπος που θα βάλεις τον αναγνώστη σε μια δεκτική κατάσταση, ώστε να δεχτεί το αστείο ή ό,τι άλλο θέλεις να πεις.

― Στην «Αυγή» μείνατε 15 χρόνια. Και το 2000 περάσατε από την «Αυγή» στην «Καθημερινή», σ’ έναν χώρο πολύ διαφορετικό, μια εφημερίδα δεξιού προσανατολισμού, ενίοτε συντηρητική. Πώς το αποφασίσατε;

Κι όμως δεν ήταν έτσι. H«Καθημερινή» είναι ένας χώρος με μεγάλη ελευθερία, με μεγάλο σεβασμό στη δουλειά σου, με μια εσωτερική ησυχία και μια μακρά παράδοση, που πέρασε μεν από χίλια μύρια κύματα, αλλά είναι μια ώριμη αστική εφημερίδα, με μεγάλη δεκτικότητα στο να φιλοξενήσει μια γκάμα απόψεων διαφορετικών από τις κυρίαρχες του συντηρητικού χώρου. Όταν πήγα στην «Καθημερινή» είχε ήδη πολλούς δημοσιογράφους με αριστερές καταβολές, που ήταν όλοι τους πολύ αρμονικά ενταγμένοι. Μέχρι και σήμερα αποτελούν μερικά από τα εμβληματικά ονόματα της εφημερίδας. Δεν δυσκολεύτηκα απ’ αυτή την άποψη.

Άλλωστε στο διάστημα, που ήμουν στην «Αυγή», δούλεψα και σε άλλες εφημερίδες και περιοδικά – στην «Πρώτη», στο «Έθνος», στη «Μεσημβρινή», στον «Επενδυτή», στο «Κλικ», στο «ΜΕΝ», στο «Μετρό», στη «Γαλέρα». Ήμουν καλά στην «Αυγή», δεν ήθελα να φύγω. Όμως γύρω στο 2000 άρχισα να νιώθω ότι η «Αυγή» ήταν ένας «στενός» χώρος. Πολιτικά είχε αρχίσει να χάνει την αίγλη και την πνευματικότητα που είχε παλαιότερα. Οι συνεργάτες υψηλού επιπέδου άρχισαν λίγο λίγο να αραιώνουν. Εκείνη τη στιγμή της καριέρας μου ένιωσα πως δεν μου έκανε καλό η «πάνδημη» αποδοχή από ένα πολύ μικρό κοινό. Έβρισκα ανταπόκριση και έξω απ’ αυτό, αλλά πρακτικά, όταν έχεις ένα συγκεκριμένο κοινό που σε ακολουθεί πολλά χρόνια, δεν θα σου μάθει τι είσαι. Δεν θα σου μάθει ποιος είσαι. Σε καθησυχάζει, κι αυτό δεν είναι σωστό. Ήταν εν πολλοίς η αίγλη ενός μικρόκοσμου, κάτι που επαγγελματικά δεν είναι καλό. Έτσι λοιπόν πήγα στην «Καθημερινή».

― Αλλάξατε, λοιπόν, εφημερίδα το 2000. Είχατε να αντιμετωπίσετε αφενός το άγχος της αλλαγής περιβάλλοντος αφετέρου το γεγονός ότι στην εξουσία βρισκόταν μια κυβέρνηση που προετοίμαζε μεγάλες μεταρρυθμίσεις και έργα και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Ευρώπη. Ήρεμα τα πράγματα γενικά. Πώς ήταν εκείνη η περίοδος. Μπορούσατε να τη γελοιογραφήσετε με ευκολία;

Κάθε φορά που απευθύνεσαι σ’ ένα καινούργιο κοινό αγχώνεσαι, γιατί νιώθεις πως έχεις προσωπική επαφή με τον κάθε αναγνώστη σου, κι όταν αλλάζεις μέσο –αυτό στη δική μου περίπτωση δεν ισχύει απολύτως– νιώθεις ότι απευθύνεσαι σε ξένους, που πρέπει να σε μάθουν από την αρχή. Έχεις διαρκώς την αμφιβολία αν τη γλώσσα που οι άλλοι καταλάβαιναν θα την καταλαβαίνουν και οι καινούργιοι. Η γελοιογραφία, όντας ένα ελλειπτικό είδος, θέλει κι έναν εκπαιδευμένο αναγνώστη, κι εγώ δεν ήξερα ποιοι απ’ αυτούς ήταν και ποιοι δεν ήταν.

Πάντως τις εποχές που είναι ήρεμα τα πράγματα, μπορώ να πω ότι μπορείς να κάνεις καλύτερες γελοιογραφίες. Άλλωστε κάνεις καλύτερα σκίτσα για προσωπικότητες που συμπαθείς παρά γι’ αυτούς που σε θυμώνουν.

― Δεν δείχνετε να «μισείτε» τους πρωταγωνιστές σας.

Καθόλου. Όποιος μισεί τους πρωταγωνιστές του δεν κάνει καλές γελοιογραφίες. Δεν χωράει μίσος σε όλο αυτό. Το χιούμορ δεν πρέπει να έχει βαρβαρότητα ή εχθροπάθεια, δεν πρέπει να είναι τοξικό. Δεν υπάρχει χιούμορ σ’ αυτές τις συνθήκες. Οι γελοιογραφίες είναι αστεία ανθρωπάκια, επομένως με κάποιον τρόπο, ακόμα κι αν τους αντιπαθείς, τους κάνεις συμπαθείς. Πρέπει να είσαι προσεκτικός σε αυτό. Για παράδειγμα, σε σκίτσα για τη Χρυσή Αυγή –όχι μόνο εγώ, κι άλλοι– δεν αποτυπώναμε τα πρόσωπα των χρυσαυγιτών με ακρίβεια και με ανθρώπινα χαρακτηριστικά, γελαστά, έκπληκτα κ.λπ. Τα έκανα πάντα θυμωμένα, απωθητικά. Δεν ήθελα να συμβάλω στην εξοικείωση του κόσμου με αυτά τα πρόσωπα. Αυτή τη στάση την είχα μόνο απέναντι σε εχθρούς της δημοκρατίας. Όποιος είναι εχθρός της δημοκρατίας, στα σκίτσα μου αποκλείεται να γίνει συμμέτοχος στο αστείο. Θα γίνει στόχος του αστείου. Δεν θα είναι αυτοί τα συμπαθητικά ανθρωπάκια που συμμετέχουν σε ένα σκετς. Αν αυτό αντίστοιχα το έκανες σε πρωθυπουργούς, πολιτικούς, δημόσια πρόσωπα κ.λπ., στην ουσία μεγάλο μέρος της ύλης σου θα ήταν ποτισμένο με μίσος. Δεν υπάρχει χιούμορ εκεί. Παρ’ όλα αυτά, αυτούς που μπορεί να συμπαθούσα περισσότερο ενδεχομένως να μπορούσα να τους ψυχρογραφήσω και καλύτερα, ίσως να μπορούσα να αναδείξω και κάποιες ανατροπές, κάποιες αστείες πλευρές. Το καλύτερο βέβαια είναι να μην ταυτίζεσαι. Να έχεις μια απόσταση. Και γενικά δεν μ’ αρέσει να έχω σχέσεις με πολιτικούς, μετά δεν μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου.

― Η πιο δύσκολη περίοδος για εσάς σε αυτό το επάγγελμα ποια ήταν;

Υπήρξαν και υπάρχουν δύσκολες περίοδοι, όταν είχαμε ένα ομοιόμορφο πολιτικό σκηνικό που σχοινοτενώς τραβούσε επί εβδομάδες και μήνες. Με τον Ανδρέα Παπανδρέου δεν γινόταν ποτέ. Ο άνθρωπος ήταν μάγος της πολιτικής και χαρισματικός πρωταγωνιστής της γελοιογραφίας.

― Τηλέφωνα από πολιτικούς δέχεστε συχνά;

Οι περισσότεροι έχουν την εμπειρία και την εξυπνάδα, ακόμα και δίκιο να έχουν, να μην τα βάλουν μ’ έναν γελοιογράφο. Οι περισσότεροι σε παίρνουν να σου πουν συγχαρητήρια γι’ αυτό που έκανες εναντίον του άλλου. Μπορώ να πω ότι ένας άνθρωπος ο οποίος συστηματικά μάζευε ο ίδιος γελοιογραφίες, όχι κάποιος γραμματέας, ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Μου έλεγε πάντα διάφορα ωραία λόγια και ότι, όταν θα τελείωνε τη θητεία του, θα έκανε μια μεγάλη έκθεση με γελοιογραφίες που τον αφορούσαν στην Ελευσίνα. Καταλάβαινες ότι επρόκειτο για έναν ευφυή άνθρωπο, λάτρη της γελοιογραφίας, αγαπούσε το χιούμορ. Κρατούσε ακόμα και τις γελοιογραφίες που τον «διέλυαν». Δεν πρόλαβε να το κάνει. Ελπίζω να το κάνει η οικογένειά του. Όλα τα σκίτσα υπάρχουν. Επίσης ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ζητούσε γελοιογραφίες. Εκτιμούσε τις καλές γελοιογραφίες.

― Φοβηθήκατε κάποια στιγμή με αφορμή κάποιο σκίτσο ή κάποιο άρθρο σας;

Ο φόβος ο πραγματικός είναι αν έκανες λάθος. Αν έχεις πίστη σε αυτό που κάνεις, δεν υπάρχει φόβος. Προφανώς αυτές τις δεκαετίες είχα κατά καιρούς αμφιβολίες για κάποια σκίτσα, αποδείχθηκε όμως ότι ποτέ δεν ήταν κάτι σοβαρό. Υπάρχουν άλλα που ξέρω ότι θα προκαλέσουν και προκάλεσαν τηλεφωνήματα, απειλές, μηνύσεις. Μου ζητούσαν εκατομμύριο ο ένας, εκατοντάδες χιλιάδες ο άλλος. Ποτέ δεν τους φοβήθηκα αυτούς. Είχα πίστη σ' αυτό που έκανα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα