- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σπασμένη Φλέβα: Πώς η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη έγινε η σινεφίλ έκπληξη του 2025
Ξεπέρασε τα 141.000 εισιτήρια και δείχνει έναν άλλο δρόμο για τον ελληνικό arthouse κινηματογράφο
Η «Σπασμένη Φλέβα» του Γιάννη Οικονομίδη ξεπέρασε τα 141.000 εισιτήρια και απέδειξε ότι το ελληνικό arthouse μπορεί να βρει μαζικό κοινό.
Υπάρχουν χρονιές που το ελληνικό σινεμά μοιάζει να παίζει σε δύο παράλληλα σύμπαντα: από τη μία, οι «σίγουρες» εμπορικές συνταγές – τηλεοπτικής κοπής επιτυχίες, βιογραφίες–αγιογραφίες, εθνικοπατριωτικά πονήματα που ξέρουν να γεμίζουν αίθουσες. Από την άλλη, οι ταινίες που βαφτίζονται «σοβαρές» και, μαζί, καταδικάζονται προκαταβολικά σε έναν στενό κύκλο: περιορισμένες προβολές, λίγο buzz, λιγότερα εισιτήρια. Η επιτυχία της νέας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, «Σπασμένη Φλέβα», δεν ήρθε για να επιβεβαιώσει κάτι ήδη γνωστό. Ήρθε για να διαταράξει μια βολική ισορροπία. Για χρόνια, το ελληνικό σινεμά είχε μάθει να λειτουργεί με σαφείς ρόλους: άλλες ταινίες «για τον κόσμο», άλλες «για τους λίγους». Άλλες για το ταμείο, άλλες για το κύρος.
Η «Σπασμένη Φλέβα» του Γιάννη Οικονομίδη, έχοντας ξεπεράσει τα 141.000 εισιτήρια μέχρι στιγμής, δεν ακύρωσε αυτές τις κατηγορίες με θεωρητικό τρόπο· τις άδειασε στην πράξη. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν πρόκειται για μια ευχάριστη σύμπτωση, αλλά για μια συλλογική συμπεριφορά: άνθρωποι που πήγαν να δουν μια «βαριά», δραματική, ρεαλιστική ταινία – και δεν το μετάνιωσαν.
Η «Σπασμένη Φλέβα» και το ρήγμα ανάμεσα στο arthouse και το ευρύ κοινό
Μια σοβαρή ελληνική ταινία προσέλκυσε το κοινό με τρόπο που καμία άλλη δεν είχε κάνει μέχρι πρότινος. Για χρόνια ακούγαμε πως το κοινό «φοβάται» τον ρεαλισμό, πως η σκοτεινή πλευρά της καθημερινότητας «διώχνει», πως το arthouse είναι από τη φύση του εσωστρεφές. Η «Σπασμένη Φλέβα» –το πιο ρεαλιστικό φιλμ του Οικονομίδη μέχρι σήμερα– έσπασε τα κλισέ με το πιο απλό επιχείρημα: την εμπειρία της αίθουσας. Έναν θεατή που δεν χειραγωγείται, δεν πατρονάρεται, δεν του εξηγούν τα πάντα. Μια ταινία που δεν τον υποτιμά.
Ο Γιάννης Οικονομίδης, όπως φαίνεται και από τον τρόπο που μιλά για τη δουλειά του, αντιμετωπίζει το σινεμά σαν «εκστρατεία». Δηλαδή σαν κάτι συλλογικό, επίπονο, ριψοκίνδυνο, όχι σαν προϊόν. Στο φιλμ αυτό η κινηματογραφική γλώσσα είναι ατόφια: οι ηθοποιοί δεν «παίζουν» ρόλους, κατοικούν ανθρώπους· η κάμερα δεν ωραιοποιεί, ούτε καταγγέλλει, παρατηρεί· ο ήχος δεν διακοσμεί, απειλεί· το μοντάζ δεν χαρίζει ανάσες από ευγένεια, τις κόβει όταν πρέπει. Κι έτσι το αποτέλεσμα γίνεται αυτό που συχνά ξεχνάμε ότι μπορεί να είναι μια ελληνική ταινία: μια πλήρης, στιβαρή εμπειρία.
Η κοινωνική διάσταση της επιτυχίας φαίνεται και εκτός αιθουσών. Η ταινία έγινε αντικείμενο συζήτησης, όχι μόνο κριτικής. Σε παρέες, στα social media, στη δουλειά, στο οικογενειακό τραπέζι. Δεν μιλάμε για ένα φιλμ που «άρεσε σε όλους», αλλά για μια ταινία που ενόχλησε και αποθεώθηκε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανάρτηση της Ελένης Ράντου, που με λίγες φράσεις αποτύπωσε αυτό που πολλοί ένιωσαν: «Πόσο επικίνδυνος είναι ο απελπισμένος Ελληνάρας; Μια κινητή βόμβα. Περιμένεις πού θα σκάσει. Το ελληνικό σινεμά στα καλύτερά του. Είδα την ταινία προχτές και την κουβαλάω ακόμα μέσα μου». Δεν πρόκειται για κριτική, αλλά για μαρτυρία εμπειρίας – και ίσως εκεί βρίσκεται η ουσία.
Η «Σπασμένη Φλέβα» δεν αντιμετωπίστηκε ως προϊόν εβδομάδας, αλλά ως γεγονός που συνεχίζεται μετά την προβολή. Κάποιοι τη βλέπουν δεύτερη και τρίτη φορά, όχι για να «πιάσουν το νόημα», αλλά για να ξαναδοκιμάσουν το βάρος της. Αυτό λέει πολλά για το πώς μπορεί να λειτουργήσει μια ελληνική ταινία όταν αποκτά χώρο. Όχι ως διασκέδαση, αλλά ως εμπειρία που γράφει.
Σε αυτό το σημείο, έχει σημασία και η διαδρομή του ίδιου του Γιάννη Οικονομίδη. Όχι ως βιογραφικό κατόρθωμα, αλλά ως σταθερότητα στάσης. Από το «Σπιρτόκουτο» μέχρι σήμερα, ο σκηνοθέτης κινείται στο ίδιο πεδίο: μικροαστικά περιβάλλοντα, οικογενειακές εντάσεις, γλώσσα ωμή, χαρακτήρες που φτάνουν στα άκρα. Δεν προσαρμόστηκε ποτέ σε τάσεις, ούτε προσπάθησε να «μαλακώσει» για να γίνει αρεστός. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η επιμονή, σε βάθος χρόνου, φαίνεται να διαμόρφωσε και ένα κοινό, όχι πολυπληθές εξαρχής, αλλά εκπαιδευμένο να αντέχει και να ζητά κάτι παραπάνω από την επιφάνεια.
Η επικείμενη αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα από το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, με παράλληλο κινηματογραφικό αφιέρωμα, έρχεται σε μια στιγμή που η αναγνώριση δεν μοιάζει τυπική. Δεν έρχεται να «αποκαταστήσει» έναν δημιουργό που έμεινε στο περιθώριο, αλλά να συνομιλήσει με μια επιτυχία εν εξελίξει. Είναι μια θεσμική επιβεβαίωση ενός έργου που, ταυτόχρονα, δοκιμάζεται και επικυρώνεται στη δημόσια σφαίρα – στις αίθουσες, στο ταμείο, στη συζήτηση.
Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι αλλάζουν μαγικά οι ισορροπίες. Οι τηλεοπτικής κοπής επιτυχίες, οι βιογραφίες και τα εθνικά αφηγήματα θα συνεχίσουν να γεμίζουν τις αίθουσες. Το ελληνικό box office δεν μεταμορφώθηκε. Αλλά η «Σπασμένη Φλέβα» άνοιξε μια χαραμάδα: απέδειξε ότι υπάρχει χώρος και για ένα άλλο είδος σχέσης ανάμεσα στο κοινό και το ελληνικό arthouse. Μια σχέση λιγότερο φοβική, λιγότερο προκαθορισμένη.
Ίσως αυτό να είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της υπόθεσης. Όχι ότι «νίκησε» μια σοβαρή ταινία, αλλά ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας αναγνώρισε τον εαυτό του σε κάτι που δεν του χάιδεψε τα αυτιά. Σε μια εποχή υπερπροσφοράς εικόνων και γρήγορης κατανάλωσης, μια ταινία που βαραίνει και μένει δεν είναι αυτονόητη επιτυχία. Είναι ένδειξη ότι το κοινό, όταν του δοθεί η δυνατότητα, μπορεί να διαλέξει και κάτι που δεν ξεχνιέται εύκολα. Και αυτό, για το ελληνικό σινεμά, ίσως αξίζει να το προσέξουμε λίγο παραπάνω.