Κινηματογραφος

67ο Φεστιβάλ Βενετίας

Μαθήματα ιταλικών για το ελληνικό σινεμά

41550-195045.jpg
Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 315
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
8540-19586.jpg

Το φεστιβάλ της Βενετίας μπορεί να μην τυγχάνει της ίδιας κάλυψης (ή λάμψης) όσο αυτό των Καννών, η συμμετοχή –ή ακόμη περισσότερο η βράβευση– μιας ταινίας σ’ αυτό, όμως, δεν είναι κατόρθωμα μικρότερης σημασίας. Το γεγονός λοιπόν ότι η συμμετοχή τεσσάρων ελληνικών ταινιών στη φετινή διοργάνωση και η βράβευση της Αριάν Λαμπέντ, πρωταγωνίστριας του “Attenberg” της Αθηνάς Τσαγγάρη δεν χαιρετίστηκε με ανάλογες θριαμβολογίες όπως η συμμετοχή και η βράβευση του «Κυνόδοντα» πέρσι στις Κάννες μπορεί να μοιάζει με την πρώτη ματιά παράξενο, αλλά στην ουσία είναι μάλλον θετικό. Τα συγχαρητήρια βεβαίως εκφράστηκαν, τα μπράβο είναι δικαιολογημένα με το παραπάνω, όμως το ότι δεν είχαμε αντιδράσεις που να θυμίζουν (κατ’ αναλογία) την κατάκτηση του Εurobasket, δηλώνουν μάλλον μια καλοδεχούμενη ωριμότητα από τη μεριά του κινηματογραφικού κόσμου στη χώρα μας. Μια ωριμότητα που προέρχεται από το ότι επιτέλους η εξαίρεση μοιάζει να γίνεται ο κανόνας και ότι το ελληνικό σινεμά παύει να αποτελεί επαρχιακή έρημο, αλλά μοιάζει να κερδίζει μια θέση στο κέντρο του ευρωπαϊκού κινηματογραφικού ενδιαφέροντος. 

Το φεστιβάλ της Βενετίας, επιλέγοντας το “Αttenberg” της Τσαγγάρη και τη «Χώρα Προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα, τη μικρού μήκους “Casus Belli” του Γιώργου Ζώη και προβάλλοντας (την ήδη βραβευμένη στο Λοκάρνο) «Ακαδημία Πλάτωνος», έδωσε στο σινεμά της χώρας μας το χρίσμα του καινούργιου «ρεύματος». Ένα χρίσμα που επισημοποιήθηκε από το ενδιαφέρον των ξένων κριτικών και θεατών, από τη δημοσίευση σχετικών άρθρων σε έντυπα κύρους όπως το “Variety”, και φυσικά από μια ακόμη σημαντική βράβευση. Φυσικά όλα τα παραπάνω θα ήταν απλώς hype και ανούσια αν οι ίδιες οι ελληνικές ταινίες δεν άξιζαν με το παραπάνω τη θέση που κέρδισαν στη Βενετία. Τόσο το “Attenberg” (η ιστορία μιας κοπέλας που έρχεται σε επαφή με τον έρωτα και το θάνατο σε μια βιομηχανική κωμόπολη της επαρχίας), όσο και η «Χώρα Προέλευσης», ένα συγκλονιστικό πορτρέτο της διάλυσης της αγίας ελληνικής οικογένειας (και κοινωνίας) μέσα από την ιστορία μιας υιοθεσίας, όχι απλά βρήκαν τη θέση τους στο φεστιβάλ, αλλά υπήρξαν ανάμεσα στις  καλύτερες ταινίες που είδαμε στο φεστιβάλ. Όμως η πιο ενδιαφέρουσα παρατήρηση από την ελληνική επέλαση στη Βενετία, το πιο χρήσιμο συμπέρασμα που μπορεί να βγει από αυτή τη σταθερή πλέον παρουσία ελληνικών ταινιών στα ξένα φεστιβάλ, προέρχεται από «μέσα» κι όχι απ’ «έξω».  Γιατί κάθε έξωθεν καλή μαρτυρία, κάθε δημοσίευμα κι έπαινος, όσο κι αν είναι ευχάριστα ή σημαντικά, δεν μπορούν να χτίσουν μια κινηματογραφία, ούτε να δημιουργήσουν ένα ρεύμα. Οι μόνοι ικανοί να το κάνουν είναι οι Έλληνες κινηματογραφιστές που δείχνουν πλέον αποφασισμένοι να κοιτάξουν πέρα από τη στενή αυλή της ελληνικής πραγματικότητας, προτάσσοντας απέναντι στις οικονομικές αντιξοότητες και σε δυνάμεις μιας νεκροζώντανης συντήρησης την επιμονή και το ταλέντο τους. Και ταινίες που μπορούν να κάνουν τη διαφορά. 

Βενετία: τα Βραβεία 

Χρυσό Λιοντάρι: “Somewhere” της Σοφία Κόπολα Βραβείο Σκηνοθεσίας και Σε­ναρίου: “Balada Triste de la Trompeta” του Άλεξ ντε Λα Ιγκλέθια Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής: “Essential Killing” του Γέρζι Σκολιμόφσκι Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας: Βίνσεντ Γκάλο για το “Essential Killing” Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας: Αριάν Λαμπέντ για το “Attenberg” της Αθηνάς Τσαγγάρη Βραβείο Φω­τογραφίας: Μιχαήλ Κρίχμαν για το “Silent Souls” του Αλεξέι Φεντορτσένκο Βραβείο Καλύτερης Νεαρής Η­θοποιού: Μίλα Κούνις για το “Black Swan” του Ντάρεν Αρονόφκσι Ειδικό Βραβείο:  Στον Μόντε Χέλμαν  για το σύνολο του  έργου του

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ