Κινηματογραφος

Poor Things: Ποιος θα γελάσει τελευταίος;

Είναι η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «κωμωδία»;

Αντώνης Παγκράτης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Poor Things: Η παγκόσμια διάκριση με τη Χρυσή Σφαίρα για την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου - Σε ποιο είδος όμως ανήκει τελικα;

Εξεπλάγην όταν συνειδητοποίησα ότι η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, «Poor Things» βραβεύτηκε με τη Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία «Κωμωδία και Μιούζικαλ». Την προηγούμενη μέρα της σημαντικής παγκόσμιας διάκρισης, την είχα δει στην απογευματινή προβολή στην αίθουσα «Έλλη», στο κέντρο της Αθήνας. Λόγω της ώρας οι θεατές ήταν λιγοστοί και οι αντιδράσεις τους στα τεκταινόμενα της οθόνης περιορίζονταν στα επιδοκιμαστικά γέλια μιας συγκεκριμένης παρέας στην πλατεία του κινηματογράφου.

Μια, προ ημερών, εκτεταμένη συζήτηση με τον φίλο και συγγραφέα Νικήτα Σινιόσογλου, που είχε ήδη δει την ταινία, με είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ταινία δεν ήταν κωμωδία. Αυτό επιβεβαιώθηκε ιδίοις όμμασι. Καθ’ όλη τη διάρκεια δεν γέλασα ούτε μία φορά. Εξ ου και η έκπληξή μου όταν έμαθα για τη βράβευση στη συγκεκριμένη κατηγορία. Την επόμενη ημέρα, και αφού είχα διαβάσει για τη διάκριση της ταινίας, μια διαλογική επανεξέταση των σκηνών της με νεαρή φίλη μου, φώτισε τη σκέψη μου υπό διαφορετική οπτική. Όντως, o Ντάνκαν Γουέντερμπερν (Μαρκ Ράφαλο) ξελογιάζει τη μικρή πρωταγωνίστρια Μπέλα Μπάξτερ (Έμα Στόουν), βασιζόμενος στην αυτοπεποίθηση ενός ξέχειλου ανδρισμού και καταλήγει να την εκλιπαρεί να τον δεχτεί και πάλι κοντά της όταν εκείνη εργάζεται πια ως επαγγελματίας πόρνη. Η κινηματογραφική περιγραφή και η κατάληξη φαίνεται κωμική. Όπως ισχυρίζεται ο σκηνοθέτης Σήφης Βαρδάκης, ως κοινό τόπο ορισμού της κωμωδίας, το ελάττωμα ή το χαρακτηριστικό γνώρισμα ωθείται εις το έπακρο, στο τελικό του όριο. Το προφανές, το καθιερωμένο, καταργείται ή απειλείται σε τέτοιο βαθμό που καταπίπτει στο αντίθετο. Ο Λάνθιμος το προσπαθεί, εγώ δεν το αντιλαμβάνομαι.

Όλο το έργο επιπλέει σε ανάλογη ατμόσφαιρα, μια γκροτέσκα αισθητική που ορίζεται ως γελοιογραφική υπερβολή, για να τονιστεί το κακό και το άσχημο ή για να θιγεί η μέχρι πρότινος ανδρική κυριαρχία στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο τρόπος είναι σίγουρα κωμικός, έστω χονδροειδώς, αλλά και πάλι εγώ δεν το ένιωσα. Πρόκειται περί μιας προσωπικής συναισθηματικής αντίδρασης αδιαφορίας ή πλήξης προς τη συγκεκριμένη διήγηση ή αποτελώ ένα τυπικό παράδειγμα διαφορετικής αντιλήψεως και, κατ’ επέκτασιν, ψυχολογικά αδιάφορης προσεγγίσεως αυτού του είδους της κινηματογραφικής αφηγήσεως;

Ανέτρεξα στο πρώτο, παγκοσμίως, σύγγραμμα ταξινόμησης και αξιολόγησης των θεατρικών ειδών, στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη. Η μετάφραση είναι από το βιβλίο του Στέλιου Ράμφου «Μίμησις εναντίον Μορφής, εξηγήσεις περί της ποιητικής του Αριστοτέλους» (εκδόσεις Αρμός, 1992): «ή μεν κωμωδία έχει αντικείμενο μιμήσεως χειροτέρους, ενώ ή τραγωδία ανθρώπους ανωτέρους από εκείνους πού βλέπομε στον καθ’ ημέραν βίο». Η διάκριση είναι ξεκάθαρη: η κωμωδία ασχολείται με τους «κατώτερους», τα παθήματα και την ασχήμια τους. Στην αρχαία πόλη ο παιδευτικός χαρακτήρας του θεατρικού έργου δεν θα μπορούσε να αντέξει τίποτα περισσότερο από την υπόδειξη του κωμικού στοιχείου στον υποδεέστερο, στον άσχημο, στον φτωχό. Ο σπουδαίος άνθρωπος είναι εκείνος της τραγωδίας που αναμετράται με τη μοίρα του και κατά συνέπεια με τη μοίρα της ανθρωπότητας, δηλαδή της πόλεως.

Στον σύγχρονο κόσμο, ακόμα και ο ανώτερος μπορεί να διακωμωδηθεί. Η παρατήρηση της σκηνοθέτριας Εύας Στεφανή προσιδιάζει καλύτερα στα σημερινά ειωθότα: «κωμωδία είναι η φανέρωση ενός εαυτού που είναι κρυμμένος στον καθωσπρεπισμό του», όπερ, μεθερμηνευόμενο ως το καθρέφτισμα ενός κρυφού εαυτού στην οθόνη ή στη σκηνή. Εδώ, ο νεότερος κόσμος συναντάται πλαγίως με τον παλαιό: «Ή κωμωδία είναι, καθώς είπαμε, μίμησις εύτελεστέρων άνθρώπων, όχι όμως κατά πάντα τα ελαττώματα, αλλά κατά την ασχήμια, εφ’ όσον ή ασχήμια γίνεται καταγέλαστη. Το κωμικό είναι λάθος ή ασχήμια ανώδυνη, όχι φθαρτική· αίφνης, το κωμικό προσωπείο μορφάζει στην ασχήμια του χωρίς νά έκφράζει πόνο», γράφει ο Αριστοτέλης στο 5ο κεφάλαιο της Ποιητικής. Σε μια απαραίτητη παρέκβαση πρέπει να τονίσω ότι οι εξηγήσεις του Στέλιου Ράμφου είναι σημαντικά πλουσιότερς και όποιος διαβάσει το βιβλίο θα αισθανθεί συγκίνηση με την κατανόησή τους.

Η κωμωδία σε απαλλάσσει από τον πόνο χαλαρώνοντας τους δεσμούς με το τραγικό. Αλλά, επαναλαμβάνω, δεν ένιωσα τίποτα από τα δύο στο «Poor Things»: δεν διέκρινα κάποιο κρυμμένο κομμάτι του εαυτού μου στην απαξιωτική εμφάνιση όλων των ανδρικών ρόλων, δεν είδα κάποια ασχήμια καταγέλαστη, ούτε και κάποια φθαρτική. Οι βρεφικές σωματικές και ψυχολογικές αντιδράσεις του ενήλικου σώματος της Μπέλα Μπάξτερ, υπό την παραμορφωτική ματιά του ευρυγώνιου φακού που προσιδιάζει στην οπτική ενός ψαριού ή στην περιορισμένη εικόνα μέσω κλειδαρότρυπας, με άφησαν πληκτικά αδιάφορο, χωρίς αίσθημα ταυτίσεως, αποτροπιασμού, γελοιότητας ή τραγικότητας. Οι δε κοινωνικές προεκτάσεις των ενεργειών τής πρωταγωνίστριας —ούτως η άλλως, οι υπόλοιποι ρόλοι είναι παραπληρωματικοί του κεντρικού, με την τελική μεταμόρφωση του κακού συζύγου σε κατσίκα ενώ η Κίρκη είχε μετατρέψει τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια με την κρυφή ελπίδα να τον απομονώσει και να τον κρατήσει δικό της— αναδεικνύουν ένα είδος δικαιοσύνης: αυτή η δικαιοσύνη μεταφέρει την ανθρωπινότητά μας στα πρώτα στάδια της παλαιολιθικής ύπαρξης.

Όμως το αρχικό ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο. Η διαμετρικά αντίθετη ανάγνωση ενός έργου είναι προσωπική αδυναμία ή έλλειψη αξιολογικού προτύπου; Αποδεχόμενοι ότι οι γενικεύσεις, οι ταξινομήσεις, οι κατατάξεις και οι αξιολογήσεις αντλούν την καταγωγή τους από την θεμελιώδη ιδέα του Πλάτωνα για την ύπαρξη των Ιδεών, δηλαδή τις ιδεατές πραγματικότητες των πραγμάτων, αν δεν μπορούμε να διακρίνουμε με σαφήνεια τι είναι αυτό που έχουμε κάθε φορά μπροστά μας, θα υποχρεωθούμε σε μια διαρκώς πιο αυτοπροσδιοριζόμενη και αυτοελεγχόμενη ζωή —κάτι που οδηγεί στα άκρα της αυτοαναφορικότητας. Θα γίνουμε κριτής του εαυτού μας και ως άλλη Μπέλα Μπάξτερ θα ενεργούμε κατά το δοκούν. Το ανθρώπινο υβρίδιο της ταινίας μεγαλώνει ακολουθώντας το ένστικτο και τις ορμές του, παραμένοντας παραδόξως παιδί, αφού η ενηλικίωση προϋποθέτει πλαίσιο αναφοράς εκτός ημών. Αντιστοίχως, η κοινωνική μας συμβίωση προϋποθέτει ορισμένες πνευματικές συμβάσεις που κάνουν πλουσιότερη τη συνεννόηση, αναβαθμίζοντας το ένστικτο σε πνευματική επιδίωξη, μορφοποιώντας τα όρια μας. Πρέπει να ξέρουμε τι σημαίνει κωμωδία γιατί αλλιώς δεν θα υπάρξει τελευταίος για να γελάσει.

Info: Το βιβλίο «Poor Things» του Άλισντερ Γκρέυ κυκλοφορεί από τις εκόδσεις Ελληνικά Γράμματα