Κινηματογραφος

«Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον»: Γιατί μας συγκλονίζει η ταινία του Netflix

Mία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς στη μικρή οθόνη

Δήμητρα Γκρους
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

«Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον»: Η ταινία σε παραγωγή του Netflix είναι κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Έρικ Μαρία Ρεμάρκ

Mία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς (η γερμανική πρόταση για τα επόμενα Όσκαρ), στην κορυφή της λίστας στις πιο δημοφιλείς ταινίες του Νέτφλιξ και ένας τίτλος που στις μεγαλύτερες γενιές μόνο άγνωστος δεν είναι. Το «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο» αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά ενός κλασικού, πολύ σημαντικού και επιδραστικού βιβλίου που κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1929. Ο συγγραφέας του, Έρικ Μαρία Ρεμάρκ, όταν ήταν 18 χρονών κατετάγη εθελοντικά στο δυτικό Μέτωπο στον Α΄ ΠΠ και έζησε από πρώτο χέρι τη φρίκη του πολέμου, την οποία λίγα χρόνια μετά περιέγραψε μέσα από την ιστορία του Πάουλ Μπόυμερ, που με μια παρέα συμμαθητών του βρίσκονται, όπως κι εκείνος, από τα θρανία στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Ήταν η πρώτη φορά που ο πόλεμος δεν παρουσιαζόταν σαν κάτι ηρωικό, αλλά έδειχνε την ψυχική και σωματική εκμηδένιση των απλών στρατιωτών, μέσα από τις σκέψεις, τα συναισθήματά και τα βιώματα του ήρωα στην κόλαση των χαρακωμάτων. Με λίγα λόγια, έδειχνε τι στα αλήθεια είναι ο πόλεμος για αυτούς που πολεμούν σε μια εποχή που εκατομμύρια άνθρωποι είχαν υποφέρει και θα υπέφεραν σύντομα ξανά από την καταστροφική δίνη δύο παγκοσμίων πολέμων. Έχοντας αφηγηματικές αρετές και χρησιμοποιώντας ρεαλιστική γλώσσα, δεν είναι παράξενο που το βιβλίο αγαπήθηκε τόσο από το κοινό της εποχής του όσο και από τους απογόνους τους (έχει πουλήσει 40 εκ. αντίτυπα ως σήμερα), ούτε ότι όταν ανέβηκαν οι ναζί στην εξουσία το ’33 κατέσχεσαν όσα αντίτυπα βρήκαν σε σπίτια και βιβλιοθήκες, τα έκαψαν και απαγόρευσαν την επανέκδοσή του. Στο μεταξύ, η ιστορία του Ρεμάρκ είχε προλάβει να γίνει σε ένα ακόμα πιο ευρύ κοινό γνωστή στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, μέσα από τη μεταφορά της στον κινηματογράφο το 1930, σε μία υπερπαραγωγή που έμεινε στην ιστορία ως μία από τις πλέον εμβληματικές αντιπολεμικές ταινίες κερδίζοντας δύο Όσκαρ, Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας, στην τρίτη μόλις απονομή στην ιστορία του θεσμού.

Περίπου έναν αιώνα μετά, η ίδια ιστορία ζωντανεύει ξανά στην ταινία του Eduard Berger, με τους Γερμανούς συντελεστές –αυτή τη φορά να έχουν πρωτοδιαβάσει το βιβλίο του Ρεμάρκ όταν ήταν νέοι. Θα κατάφερνε μια νέα ταινία να σταθεί αντάξια μιας τέτοιας κληρονομιάς; Ήταν μια πρώτη σκέψη που απαντήθηκε ήδη τις πρώτες μέρες που βγήκε στο Νέτφλιξ. «Τι είδαμε τώρα;» θυμάμαι κάποια σχόλια στο φέισμπουκ, και είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση που έχεις βλέποντας την ταινία που ακόμα και στη μικρή οθόνη (φανταστείτε στη μεγάλη) έχει πάνω σου μία σωματική επίδραση – σε κάνει να σφίγγεσαι και να παρακολουθείς το ψυχικό σύμπαν των ηρώων από πολύ κοντά, υπό τους ήχους μιας ηλεκτρισμένης, ανατριχιαστικής μουσικής.

Το σάουντρακ του Volker Bertelmann είναι καταπληκτικό και προμηνύει τον τρόμο ήδη καθώς παρακολουθούμε τους νεαρούς στρατιώτες να μεταφέρονται σε καμιόνια την άνοιξη του ’17 λίγα χιλιόμετρα δυτικά από την πόλη τους στην κατεχόμενη Γαλλία, ανυποψίαστοι για το τι τους περιμένει. Κι ούτε καταλαβαίνουμε πότε, το πατριωτικό πνεύμα και ο αρχικός ενθουσιασμός που τους έχουν εμφυσήσει δίνουν τη θέση τους στον εφιάλτη, σε ένα σταχτί σκηνικό θανάτου, γεμάτο κρατήρες από βόμβες, ανατιναγμένα δέντρα και διαμελισμένα πτώματα. 

Καλωσήλθατε στην κόλαση.

«Μια ταινία που όλο σκοτώνονται» θα μπορούσε να πει ένας αδιάφορος θεατής και δεν θα είχε ακριβώς άδικο. Γιατί αυτό που κυρίως βλέπουμε είναι τους ήρωες να μπαινοβγαίνουν στις μάχες για να αμυνθούν ή να επιτεθούν, να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, ο ένας πίσω από τον άλλο, ο ένας δίπλα στον άλλο, υπακούοντας εντολές που καθώς τους σπρώχνουν με μια τυχαιότητα στον θάνατο μετατρέπουν τους ίδιους σε μηχανές θανάτου. Ο απόλυτος παραλογισμός διακόπτεται από στιγμιότυπα της ειρηνικής ζωής, όπως όταν διαβάζουν τα γράμματα των αγαπημένων ή όταν κλέβουν μια χήνα από μια γαλλική αγροικία για να μην πεθάνουν από ασιτία, ενώ κάποια πανέμορφα πλάνα από τη γαλλική ύπαιθρο μεσολαβούν σαν μικρές ανάσες από το σφίξιμο και τον τρόμο, ανακουφίζοντας στιγμιαία όχι μόνο τους ήρωες αλλά και εμάς τους θεατές. Κι αν υπάρχει πλοκή, αυτή χτίζεται ανεπαίσθητα αλλά μεθοδικά μέσα από τα χρονικά ορόσημα.

Η έκβαση του πολέμου έχει ήδη κριθεί, την άνοιξη του 1918 κάθε δύο εβδομάδες σκοτώνονται στο μέτωπο 40.000 Γερμανοί στρατιώτες, νούμερο ικανό να πείσει τους στρατηγούς για συνθηκολόγηση. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας ωστόσο διαδραματίζεται μόλις τις 4 τελευταίες μέρες. Όσο η συνθηκολόγηση βραδυπορεί χωρίς λόγο, ο ήρωας (κι εμείς μαζί του) αγωνιά να τελειώσει ο εφιάλτης  αν η ειρήνη έχει αποφασιστεί γιατί οι φονικές μάχες συνεχίζονται; Ακόμα και τα λεπτά παίζουν ρόλο, ακόμα και τα δευτερόλεπτα, οι στρατιώτες ρίχνονται στον θάνατο σε μια  επίθεση λίγο πριν τις 11 το πρωί στις  11/11, ώρα επίσημης λήξης του πολέμου. 

Έχουμε δει πολύ καλές αντιπολεμικές ταινίες τα τελευταία χρόνια, καμία όμως σαν αυτή. Στο «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο» δεν υπάρχει κάποια ένδοξη στιγμή που να καθορίζει την πορεία του πολέμου, όπως στη «Δουνκέρκη», ούτε κάποια αφηγηματική αποστολή, όπως στο «1917», όπου οι ήρωες πρέπει κάπου να πάνε, κάτι να καταφέρουν, και μέσα εκεί να χάσουν ή να μη χάσουν τη ζωή τους. Εδώ έχουμε μια επαναλαμβανόμενη λούπα θανάτου, τα συντάγματα των νεοσύλλεκτων στρατιωτών στέλνονται να σφαγιαστούν σε ένα μέτωπο που ελάχιστα μετακινείται στη μία ή στην άλλη πλευρά στα τόσα χρόνια πολέμου. Η απουσία δράσης συνοδεύεται και από την απουσία κάθε ίχνος ηρωισμού.

Ο πόλεμος από την οπτική των εισβολέων δεν έχει τίποτα το ηρωικό, καμιά ηθική δικαιολόγηση και κανένα αίσθημα που θα είχε ως πυξίδα την αγάπη για την πατρίδα και την υπεράσπιση της ελευθερίας. Τότε γιατί πεθαίνουν όλοι αυτοί; Στην ιστορία μας οι νεκροί των κακών δεν έχουν διαφορά από τους νεκρούς των καλών, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, ο Πολ και η παρέα του προσπαθούν απλώς να μην πεθάνουν. Σε μία από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας, αλλά και του βιβλίου, όταν ο Πολ μένει σε έναν κρατήρα από βόμβα πολλές ώρες με τον «εχθρό», έναν Γάλλο που έχει ο ίδιος τραυματίσει θανάσιμα, του λέει συντετριμμένος έχοντάς τον αγκαλιά όσο ψυχορραγεί: «Αν πετάγαμε τα τουφέκια και τις στολές, θα μπορούσες να είσαι αδερφός μου». 

“Είμαι νέος. Είμαι είκοσι χρονών. Μα από τη ζωή μονάχα την απελπισία έχω γνωρίσει, αυτή την αγωνία, το θάνατο και το πιο επιπόλαιο, το πιο παράλογο αλυσόδεμα της ζωής σε μια άβυσσο πόνου. Βλέπω να σπρώχνονται οι λαοί, να χτυπούν ο ένας τον άλλον και να σκοτώνονται δίχως να λένε τίποτα, δίχως να ξέρουν τίποτα, με τρέλα, πειθήνια κι αθώα».

Είναι ένα απόσπασμα του βιβλίου, και θα μπορούσε να είναι η μαρτυρία οποιουδήποτε από τους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στα χαρακώματα του δυτικού μετώπου, περίπου 3 εκ. στρατιώτες από τα 14 συνολικά του ΑΠΠ. Αλλά και οποιουδήποτε στρατιώτη οποιουδήποτε πολέμου.

Στο «Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο» η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος συναντούν την Ιστορία.

Ψάχνοντας πώς ένα βιβλίο από τη Γερμανία το 1928 γίνεται ταινία στις ΗΠΑ τόσο γρήγορα (1930) βρίσκω ένα ενδιαφέρον trivia. Το βιβλίο τράβηξε την προσοχή του μεγιστάνα του κινηματογράφου Carl Laemmle, ιδρυτή της Universal Pictures, ο οποίος διατηρώντας στενούς δεσμούς με την οικογένεια και τους φίλους του στη Γερμανία, ταξίδεψε στο Βερολίνο για να συναντήσει τον Ρεμάρκ και να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου. Είναι λογικό να σκεφτεί κανείς ότι για τους δύο δημιουργούς το μήνυμα ήταν να διαδώσουν τι σήμαινε το Κακό, όλοι να το δουν, όλοι να ξέρουν,  για να μην επαναληφθεί. Όπως και το ότι η απήχηση των έργων τους οφειλόταν στο ότι οι άνθρωποι είχαν την ανάγκη να το πιστέψουν, προφανώς κανείς τότε δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που θα ακολουθούσε λίγα χρόνια μετά.

Αν η σύγχρονη εκδοχή απομακρύνεται σεναριακά, είναι γιατί ο Berger ενσωματώνει στην ταινία του αυτό που ξέρουμε σήμερα, ότι οι όροι του τερματισμού του πολέμου οδηγώντας στην ταπείνωση τους ηττημένους άνοιξαν τον δρόμο για το δεύτερο Μεγάλο πόλεμο και ότι ο ένας τρόμος τελείωνε για να ανοίξει ένας ακόμα πιο αδυσώπητος κύκλος θανάτου και καταστροφής. Όπως έχει πει ο σκηνοθέτης, όλη η ταινία έγινε με τη γνώση ότι θα ακολουθούσε η λαίλαπα του ναζισμού, κάτι που βέβαια απουσιάζει από το βιβλίο και την πρώτη ταινία.

Αλλά και για εμάς, τους θεατές, η ταινία αυτή σήμερα θα ήταν ένα βλέμμα στην ιστορία, ή μια ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε τα χρόνια ειρήνης και ευημερίας που προσέφερε ο μεταπολεμικός κόσμος σε εμάς τους ευνοούμενους της Ιστορίας, αν δεν είχε ξεκινήσει ένας ακόμα πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος που συνεχίζεται αυτή τη στιγμή που μιλάμε (η παραγωγή της ταινίας ξεκίνησε ένα χρόνο πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην ελεύθερη, δημοκρατική Ουκρανία). Βλέποντας τη φρίκη δεν μπορείς να μην έχεις στο μυαλού σου ότι το κακό επαναλαμβάνεται για πρώτη φορά μετά από 80 χρόνια το ίδιο καταστροφικό και αδυσώπητο για εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους και ότι μία ολόκληρη χώρα πολεμάει για την ελευθερία της και την επιβίωσή της – αλλά ο ηρωισμός, είπαμε, υπάρχει μόνο στην πλευρά των αμυνόμενων, όλο το υπόλοιπο δεν είναι παρά μια λούπα θανάτου δικαιολογημένη από ψέματα. Η ταινία είναι καταπληκτική, αλλά σου αφήνει ένα πικρό αίσθημα ότι το μάθημα δεν ήταν αρκετό.

Υ.Γ.  1 Το Δυτικό Μέτωπο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν το σύνολο των επιχειρήσεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το ξέσπασμά του τον Αύγουστο 1914, τα γερμανικά στρατεύματα σχημάτισαν το Δυτικό Μέτωπο αφού πρώτα εισέβαλαν στο Λουξεμβούργο και το Βέλγιο και απέκτησαν τον έλεγχο στις σημαντικές βιομηχανικές περιοχές της Γαλλίας. Η γερμανική εισβολή σταμάτησε μετά τη Μάχη της Μάρνης, κατά τη διάρκεια της οποίας οι δυο αντίπαλες πλευρές προχωρούσαν κατά μήκος των οχυρωμένων τάφρων (χαρακώματα) που υπήρχαν στην περιοχή και οι οποίες εκτείνονταν από τη Βόρεια Θάλασσα μέχρι τα ελβετικά σύνορα με τη Γαλλία, αυτά τα σύνορα άλλαξαν ελάχιστα στις αρχές 1917 και αργότερα το 1918. (Wikipedia) 

 Υ.Γ. 2 Το βιβλίο τελειώνει με τον ήρωα να  πεθαίνει σε αναρρωτική άδεια στο σπίτι του, «μια μέρα ήσυχη, σ’ όλο το μέτωπο και που το επίσημο ανακοινωθέν ανέφερε στερεότυπα: Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον». Στην ταινία το τέλος είναι διαφορετικό, η ουσία ωστόσο παραμένει η ίδια. «Ήταν πραγματικά ενδιαφέρον να μπορέσουμε να αναδείξουμε το ουσιαστικό μήνυμα του βιβλίου του Remarque, ότι δεν υπάρχει τίποτα ηρωικό στον πόλεμο» έχει πει ο Daniel Brühl, που είναι παραγωγός της ταινίας και υποδύεται τον Γερμανό επικεφαλής των διαπραγματεύσεων, Matthias Erzberger. Παράλληλα με την ιστορία των χαρακωμάτων παρακολουθούμε και ένα δεύτερο αφηγηματικό νήμα, την προσπάθειά του Γερμανού αντικαγκελάριου να μεσολαβήσει τη σύναψη ειρήνης με τους Γάλλους, κάτι που δεν υπάρχει στο βιβλίο του Ρεμάρκ. Ο Matthias Erzberger είναι ιστορικό πρόσωπο, αφού υπέγραψε τη συνθηκολόγηση κατηγορήθηκε ως προδότης που έσυρε τη Γερμανία σε ταπεινωτική ήττα και δολοφονήθηκε δύο χρόνια μετά στο Βερολίνο από τους εθνικοσοσιαλιστές.

Υ.Γ. 3 Όταν προβλήθηκε το «All Quiet on the Western Front» στο Βερολίνο, οι Ναζί τη χαρακτήρισαν «προσβολή της γερμανικής υπερηφάνειας» και για κάποιες μέρες βίαιος όχλος περιφέρονταν επιτιθέμενοι σε Εβραίους πολίτες προκαλώντας καταστροφές, μέχρι που η γερμανική κυβέρνηση την απαγόρευσε πιέζοντας και άλλες κυβερνήσεις να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Οι Ναζί βέβαια δεν κυνήγησαν μόνο την ταινία και το βιβλίο, αλλά και τον ίδιο τον συγγραφέα τον οποίο κατηγόρησαν ως «αντιπατριώτη». Ο Ρεμάρκ διέφυγε στην Ελβετία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. Το καθεστώς συνέλαβε την αδελφή του, ενώ στη δίκη ο δικαστής δήλωσε: «Σε καταδικάσαμε σε θάνατο επειδή δεν μπορούμε να συλλάβουμε τον αδελφό σου».