Κινηματογραφος

David Bowie: Γιατί το σχεδόν - ντοκιμαντέρ «Moonage Daydream» είναι σούπερ

Οι πρώτες εντυπώσεις από το φιλμ του Brett Morgen που θα προβληθεί τον Οκτώβριο

Μανίνα Ζουμπουλάκη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Moonage Daydream: Η Μανίνα Ζουμπουλάκη είδε την ταινία του Brett Morgern για τον David Bowie και μεταφέρει εντυπώσεις ως fan.

Η ταινία / ντοκιμαντέρ “Moonage Daydream” είναι… σούπερ, αν σου αρέσει ο Bowie όσο άρεσε και στον σκηνοθέτη της, Brett Morgen, ο οποίος παιδευόταν πέντε χρόνια, βασικά να τη μοντάρει: εκτός από τα φουτουριστικά, σουρεαλιστικά συνδετικά κομμάτια, η ταινία είναι μια πετυχημένη συρραφή συνεντεύξεων του Bowie, από το ξεκίνημα ως την ωριμότητά του, μαζί με σκηνές από συναυλίες, περιοδείες, βιντεοκλιπίστικα κομμάτια, live εμφανίσεις και προσωπικές του δραστηριότητες. Του Bowie, που όταν βρίσκεται στην οθόνη δίνει ένα νόημα στην ταινία, στην Τέχνη, στη μουσική και στη ζωή μας την ίδια – ήταν από τους καλλιτέχνες που ως θεατής, τους κοίταζες με ανοιχτό το στόμα, που τα έδιναν όλα, είτε τραγουδούσαν είτε έπαιζαν σε ταινίες. Κακώς το γράφω σε πληθυντικό: ήταν ένας μοναδικός καλλιτέχνης που «αιχμαλώτιζε το βλέμμα», και το αυτί, και το μυαλό σου.

Ή μπορεί να ήμουν τρελή φαν, και να είμαι ακόμα, όπως κι ο Brett o σκηνοθέτης. Που ξεφεύγει ώρες ώρες με την ταινία του, βάζει διάφορα δικά του, σκηνές από άλλες ταινίες για να εικονογραφήσει μουσικές που δεν χρειάζονται εικονογράφηση, και σε πιάνει μια μικρή ανυπομονησία, εσένα τον θεατή, λες «άστα αυτά τώρα και φέρε τον καλλιτέχνη, που είναι όλα τα λεφτά!»

Γιατί το κοινό ενδιαφέρεται για τον καλλιτέχνη, όχι για τους συνειρμούς που ο Bowie δημιουργεί στο μυαλό του σκηνοθέτη, πόσο μάλλον του θεατή, δηλαδή του κοινού. Όσο ο Bowie μιλάει, δίνει συνεντεύξεις, τραγουδάει και κάνει σώου, δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Μόλις φεύγει, παίρνεις (ανάσα) κι όταν λείπει πολλή ώρα από την οθόνη, κάνεις κλάκα-κλάκα το πόδι σου στο παρκέ, επειδή τον θέλεις πίσω. Θα ήθελες να ζούσε ακόμα, να μην είχε πεθάνει ο Bowie, και να έγραφε τραγούδια, ή να έπαιζε σε ταινίες, ή να καθόταν σπίτι του αλλά να είχες την ελπίδα ότι, επειδή ζούσε, θα τα έκανε όλα αυτά κάποια στιγμή…

Τέλος πάντων τον έχω δει live τον Bowie, το 1987, σε τεράστιο γήπεδο στο Ρότερνταμ (στο DeKuip), μαζί με 60.000 κόσμο: η μεγάλη, εκθαμβωτική, συγκλονιστική τουρνέ του, The Glass Spider Tour, η οποία περιλάμβανε «το μεγαλύτερο σετ περιοδείας που φτιάχτηκε ποτέ» - μια τεράστια φωτισμένη αράχνη με τα πόδια της στο κέντρο του γηπέδου. Ήμουν τόσο μακριά και πιθανότατα τόσο κόκκαλο, που έβλεπα στο πολύ βάθος μια γυαλιστερή χοροπηδηχτή φιγούρα να τραγουδάει αλλά είχα την βεβαιότητα ότι ήταν ο Bowie με σάρκα και οστά, μάλιστα με χρυσό λαμέ κοστούμι στο τελευταίο μέρος του σόου, και ασορτί χρυσές καουμπόικες μπότες. Δεν ήξερα περί glam rock, ούτε ότι ήταν η πρώτη περιοδεία στην οποία χρησιμοποιήθηκαν ασύρματα μικρόφωνα, ήταν ό,τι καταπληκτικότερο είχα δει ποτέ, και μέχρι το τέλος του σώου είχε κλείσει εντελώς η φωνή μου, δεν μπορούσε να πω ούτε “Let’s dance” ούτε ντιπ τίποτα.

Ο Bowie, τι να λέμε, και από πού να αρχίσω – φαντάζομαι τα ίδια σκέφτηκε και ο σκηνοθέτης, (που επί πέντε χρόνια σκάλιζε αρχεία κι έβλεπε βίντεα, με την άδεια της οικογένειας): ο Bowie ήταν ένας συνολικά καλλιτεχνικός σούπερ σταρ που έγραφε και τραγουδούσε αριστουργήματα, που έβαζε φωτιά στη σκηνή, σε τεράστια στάδια, με χιλιάδες ανθρώπους να χτυπιούνται στις κερκίδες, με μπάντα θειική πίσω του, με σκηνικά που έβγαζαν μάτι, με την αράχνη να τρεμουλιάζει φορτωμένη φωτάκια, και ο ίδιος να κατεβαίνει από τον ουρανό σα τζίνι. Με ΑΥΤΗΝ τη φωνή, με ΑΥΤΗΝ την εμφάνιση και σκηνική παρουσία, με ένα ρεπερτόριο που μας είχε μουρλάνει εμάς τους νεαρότερους ακροατές/θεατές. Και συνέχισε να μας μουρλαίνει για πολλά χρόνια. Είχαν γράψει ήδη οι μεγάλε ςεπιτυχίες, “Ground control to Major Tom”,  τα τρία ”Low”- “Hero- “Lodger” (η συνεργασία με τον Brian Eno που έγινε η BerlinT rilogy), “Ashes to ashes”, το “Under Pressure” που ηχογράφησε με τους Queen το 1981, “Tonight”, το αμερικανικό σουξέ των “Absolute beginners”, ένα σωρό …. Και μετά ήρθαν τα “Never let me down”, το σκληρό συγκρότημά του Tin Machine (1988- 1992), και όλα αυτά τα κοιτάζω τώρα στο ιντερνέτ, σιγά μη θυμάμαι απέξω τίτλους με χρονιές μαζί, θυμάμαι τα τραγούδια, να τα ακούω, να τα τραγουδάω και να τα χορεύω παπί στον ιδρώτα, θυμάμαι σκηνές από την μεγάλη συναυλία στο Ρότερνταμ, αλλά τίποτε άλλο (ούτε πώς έφτασα και πως έφυγα από το Ρότερνταμ, ή που έμεινα, αν και έχω αφηρημένα στο μυαλό μου ένα υγρό Hotel Europa από αυτά που φιλοξενούσαν φτηνή πιτσιρικαρία των 80s σε όλη την κεντρική Ευρώπη). 

Η ταινία, που είναι ΣΑΝ ντοκιμαντέρ αλλά όχι ακριβώς και ούτε ακριβώς ταινία, έχει σκηνές από την συναυλία/περιοδεία, μάλλον από άλλα γήπεδα. Έχει κοντινά πλάνα του Bowie ενώ τραγουδούσε και χόρευε, και είδα επιτέλους μετά από τόσα χρόνια τι ακριβώς φορούσε, πώς επικοινωνούσε με τους μουσικούς, τις χορεύτριες και το κοινό… τα είχε λέει με μία από τις χορεύτριες, που έδειχναν σαν ακρίδες από μακριά αλλά ήτανε τέλειες (όπως είδα στην ταινία) από κοντά. Κι ενώ όλα αυτά τα πολλά χρόνια είχα διαβάσει εκατό συνεντεύξεις του Bowie, η φωνή του, από ανέκδοτες ηχογραφήσεις - συνομιλίες του με ραδιοφωνιτζήδες και τηλεπερσόνες, μαζί με τα όσα έλεγε… ήταν ο κορμός, η ουσία της ταινίας. Μα πόσο έξυπνος, τσαχπίνης, ευφάνταστος, ιδιοφυής, ταλαντούχος, σκληρά εργαζόμενος, αστείος, βαθύς, υπέροχος, φιλοσοφημένος, τολμηρός, πόσο αληθινά μεγάλος καλλιτέχνης ήταν. Μιλάει πολύ απλά και κανονικά για τον θεό και τον Βούδα, για τον θάνατο, για τη ζωή, για την Τέχνη - έχετε πάρει μια ιδέα, βγαίνει από την ταινία ο αληθινός Bowie, αυτός που μικρός έκοβε χαρτάκια με στίχους και τα ανακάτευε για να φτιάξει ένα τραγούδι («Όχι τυχαία… οι στίχοι έδεναν με άλλους στίχους σαν να τους αναγνώριζαν»). Και «Πόσο υπέροχη ήταν η ζωή μου, θα το έκανα ξανά όλο από την αρχή, για πλάκα!»

Μιλάει για τις μουσικές του επιρροές («Ποτέ δεν κατάλαβα τι λέει ο Fats Domino όταν τραγουδάει, δεν καταλαβαίνω την προφορά του») και η αλήθεια είναι ότι δεν προβαίνει σε αποκαλύψεις, δεν λέει για ντραγκς και γκομενικά ούτε για φίλους του ροκ σταρ(ς), δεν λέει πως έκοψε την κόκα και αν ήταν ποτέ γκέι/μπαισέξουαλ ή αν το έκανε για το σόου, για την τιμή των όπλων, δεν έχει «ζουμερά» η ταινία, θα απογοήτευε την μέση πρωινατζού…. Αλλά για τους φαν του Bowie, είναι ό,τι πρέπει. Και δεν μας φάνηκε μεγάλη, στα 140 λεπτά - αν είχε δύο-τρία-πέντε τραγούδια ακόμα, θα ήταν ακόμα καλύτερη…

8 trivia για τον David Bowie, 8 Ιανουαρίου 1947 -10 Ιανουαρίου 2016

  • Η πρώτη ηχογράφηση του “Spiders from Mars” έγινε το1971 με το συγκρότημα του Bowie, «Arnold Coms». Η δεύτερη και καλύτερη έγινε το 1972 στον δίσκο “Spiders from Mars” (“The rise and fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars”)
  • Ο Bowie απέκτησε δύο παιδιά, τον Duncan Jones (30/5/71,με την πάρα πολύ νούμερο Angie), που τον μεγάλωσε ο ίδιος και έγινε αξιοπρεπής σκηνοθέτης, και τη Lex (2000) με την τελευταία σύζυγο και μεγάλη του αγάπη, την Iman.
  • Την περιοδεία με την αράχνη την είδαν έξι εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο (6.000.001 μαζί με εμένα).
  • Το σκηνικό της περιοδείας, η αράχνη-γίγας, είχε ύψος 18,3 μέτρα και πλάτος 19,5 μέτρα. Για τους κλειστούς χώρους είχαν φτιάξει μια πιο συμμαζεμένη εκδοχή.
  • Στην Glass Spider Tour, κιθάρα έπαιζε ο Peter Frampton.
  • Έχει παίξει σε αρκετές ταινίες ο David Bowie: στο “Twin peaks fire walk with me” (του David Lynch, 1992), “The prestige” (Christopher Nolan, 2006, όπου έπαιζε τον Tesla), “The hunger” ( Tony Scott, 1983), “Merry Christmas MrLawrens” (Nagisa Oshima, 1983), “Absolute beginners” (Julien Temple, 1986)…και μερικές ακόμα, αλλά αυτές είναι οι τοπ. Σε όλες, είναι καταπληκτικός.
  • Οι στάχτες του σύμφωνα με την διαθήκη του σκορπίστηκαν στο Μπαλί, στην Ινδονησία.
  • Το 2022 ο David Bowie είναι ήδη ο καλλιτέχνης που έχει πουλήσει τα περισσότερα βινύλια τον 21ου αιώνα (“best - selling vinyl artist of the 21stcentury”)