Κινηματογραφος

Κριτική ταινίας: Η χώρα των νομάδων (Nomadland)

Τρία όσκαρ για τα σύγχρονα «Σταφύλια της οργής». Μα γιατί το τραγούδι να είναι λυπητερό;

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 785
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κριτική για την ταινία «Η χώρα των νομάδων» της Κλόι Ζάο, με πρωταγωνιστές τους Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, Ντέιβιντ Στράδερν, Λίντα - Μέι, Σουάνκι.

Δεν είναι μόνο σπουδαία η ταινία της αμερικανοκινέζας Κλόι Ζάο που κατέκτησε το όσκαρ καλύτερης ταινίας για το 2020, αλλά και εξαιρετικά επίκαιρη και οπωσδήποτε χρήσιμη. Βασισμένη στο βιβλίο έρευνας της Τζέσικα Μπρούντερ «Nomadland: Surviving America in the Twenty-First Century», η ταινία της Ζάο θέτει θεμελιώδη ερωτήματα γύρω από τις ουσιαστικές αξίες της σύγχρονης ζωής ρίχνοντας παράλληλα τα βέλη της στους οικονομικούς κολοσσούς τύπου Amazon. Πρόκειται για ένα λιτό, ευαίσθητο και οξυδερκές road movie που χρησιμοποιεί την αίσθηση του ταξιδιού για να σχολιάσει με αφοπλιστική ειλικρίνεια τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες στις ΗΠΑ μετά από την κρίση του 2008 που οδήγησαν στην περιθωριοποίηση χιλιάδες πολίτες. Μέσα από τις αφηγήσεις των νεοάστεγων του «Nomadland» (οι περισσότεροι ηθοποιοί του έργου υποδύονται τους εαυτούς τους) που αποτελούν κομμάτι μιας συνταρακτικής εσωτερικής μετανάστευσης στην ιστορία των ΗΠΑ, η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη των μαύρων του αμερικανικού Νότου που «απέδρασαν» στις βορειοανατολικές πολιτείες στα τέλη του 19ου αιώνα, εντοπίζονται αναλογίες που συναντάμε και σε άλλες σύγχρονες κοινωνίες. Η Φραν της Φράνσις Μακ Ντόρμαντ είναι μια τυπική μικροαστή που από τη μια μέρα στην άλλη βρίσκεται όχι μόνο χωρίς δουλειά και σπίτι αλλά κυριολεκτικά στο κενό. Αναγκασμένη να βρίσκει συνεχώς ιδέες για να συνεχίζει (οι πατέντες της να βρει χώρο για να στριμώξει το νοικοκυριό της στο μικρό βαν της που έχει μετατρέψει σε τροχόσπιτο, η καθημερινή αγωνία εξεύρεσης φαγητού αλλά και ειδών πρώτης ανάγκης κ.ά.), η Φραν συνειδητοποιεί ότι από εδώ και πέρα ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί που κινδυνεύει να κοπεί ανά πάσα στιγμή. Η εσωτερικότητα της βραβευμένης με όσκαρ ερμηνεία της Μακ Ντόρμαντ καλύπτει την έλλειψη πλοκής στο φιλμ. Στο γεμάτο ένταση βλέμμα της συναντάμε το πείσμα και την περηφάνια ενός ανθρώπου που δεν το βάζει κάτω. Ενός ανθρώπου γεμάτου στωικότητα που χτυπήθηκε σκληρά από τη μοίρα και το χρεοκοπημένο σύστημα και τώρα ψάχνει να συνέλθει με ότι όπλα της απέμειναν. Όπως χαρακτηριστικά λέει κάποια στιγμή «δεν είμαι άστεγη απλώς δεν έχω σπίτι». Η ταινία δεν είναι μελό ούτε κραυγάζει. Παραμένει χαμηλότονη και ήρεμη ακόμη και στις πιο συγκινητικές στιγμές της –η εξομολόγηση της Λίντα Μέι που λίγο πριν από την τελευταία έξοδο επιθυμεί να γεμίσει «με όμορφες εικόνες»– προσπαθώντας να αφηγηθεί ψύχραιμα την ιστορία μιας γυναίκας που δούλεψε σκληρά (μεταξύ άλλων η Φραν υπήρξε ταμίας και αναπληρώτρια δασκάλα) και κάποια στιγμή είδε το σύστημα να της γυρνά την πλάτη. Τώρα λοιπόν που η ζωή της μοιάζει να χάνεται, «δεν χάνει ούτε λεπτό» σε ανούσιες καταστάσεις ή σχέσεις. Κι όπως λέει κάποια στιγμή «όσο μεγαλώνεις αποκτάς προσωπικότητα». Ποιος μπορεί να διαφωνήσει μαζί της;