Κινηματογραφος

Ανασκόπηση 2020-Σινεμά: Η χρονιά που ήρθαν τα πάνω-κάτω

Ο ετήσιος απολογισμός του κινηματογράφου για την χρονιά που μας πέρασε

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 766
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Κωνσταντίνος Καϊμάκης κάνει τον απολογισμό του 2020 για τις ταινίες που κυκλοφόρησαν στο σινεμά

Το έτος μπήκε και βγήκε με τον ίδιο παράξενο τρόπο. Με έναν βασιλιά ιό που έσπειρε τον πανικό σε όλο τον πλανήτη και έκανε άνω κάτω τις ζωές όλων. Φυσικά το σινεμά δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Την πρώτη βδομάδα του χρόνου βγήκε στις ελληνικές αίθουσες το «1917». Το φιλμ του Σαμ Μέντες που θα κέρδιζε 3 βραβεία Όσκαρ λίγο καιρό αργότερα είναι τυπικό δείγμα του επικού, φανταχτερού αλλά και με ουσία σινεμά στην παράδοση του καλού (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) Χόλιγουντ. Η αληθινή (;) ιστορία που είχε ακούσει όταν ήταν παιδί ο σκηνοθέτης, ρίχνει φως σε μια ακαταμάχητη περιπέτεια από τις εσχατιές του Α΄  Παγκοσμίου Πολέμου. Μια άλλη αληθινή ιστορία, αυτή του σεναριογράφου Τζόζεφ Μάνκιεβιτς στο «Mank», επιχειρεί να ρίξει φως στα παρασκήνια του «Πολίτη Κέιν» αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να ρίξει αυλαία σε μια πολύπαθη χρονιά η οποία θα κρίνει πολλά για το μέλλον του Χόλιγουντ.

Ο Φίντσερ μέσα στη φούρια του να ασκήσει κριτικήστη βιομηχανία του θεάματος –της οποίας είναι αναπόσπαστο γρανάζι εδώ και χρόνια–, αποκαθηλώνοντας παράλληλα τον Όρσον Γουέλς, ξέχασε το κυριότερο: να πει μια στρωτή και κανονική ιστορία. Κάτι αντίστοιχο έπραξε κι ο Νόλαν με το «Τένετ» που επιχείρησε να χωρέσει την αντιστροφή του χρόνου στα κοστούμια της κατασκοπικής περιπέτειας αλλά κι η δική του ιστορία, παρά την άψογη ραφή των καρέ, έμπαζε από παντού. Το φιλμ βγήκε κανονικά στις αίθουσες μετά από το πρώτο κύμα του κορωνοϊού για να δώσει το φιλί της ζωής στον κόσμο του σινεμά, αλλά ο φόβος και οι συστάσεις των επιδημιολόγων για περιορισμένες επαφές περιόρισαν σημαντικά την εμπορική ισχύ του.

Ο καταιγισμός των υπερηρωικών μοντέλων της Marvel και της DComics στη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων έφερε μεν πολύ χρήμα στα αμερικανικά ταμεία αλλά ταυτόχρονα επέφερε και κορεσμό στο θεατή. Κάπως έτσι βρήκαν την ευκαιρία να αναδειχτούν δημιουργοί από διαφορετικές γωνιές του πλανήτη που σε άλλες εποχές θα ήταν απλώς ανακαλύψεις – προνόμια των ψαγμένων σινεφίλ. Μετά τον Ιάπωνα Χιροκάζου Κόρε Έντα που έδειξε το 2018 με τους «Κλέφτες καταστημάτων» ότι κάποιες οικογένειες δεν έχουν ανάγκη την συγγένεια αίματος για να ολοκληρωθούν με γερούς δεσμούς, τη σκυτάλη πήρε ένας Κορεάτης. Τα «Παράσιτα» του Κορεάτη Μπονγκ Τζουν-Χο σάρωσαν τα ταμεία όπου κι αν παίχτηκαν (στη χώρα μας ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2019 να παίζονται και μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020 είχαν φτάσει τα 135.000 εισιτήρια: ένα ασύλληπτο νούμερο για φιλμ που έχουν ως ταβάνι τα 50- 60.000 εισιτήρια) κι έγραψαν τη δική τους ιστορία σπάζοντας ένα αραχνιασμένο ρεκόρ στα Όσκαρ. Αναρωτιόμαστε αν σε κανονικές συνθήκες θα είχαμε ανακαλύψει φέτος κι άλλους Ασιάτες δημιουργούς που θα προσέφεραν κινηματογραφική πρωτοπορία μέσα από το σινεμά των ειδών. Η συναισθηματική αυταπάρνηση της «Εποχής της βροχής» του 35χρονου Άντονι Τσεν από τη Σιγκαπούρη, μιας ταινίας για την ταύτιση της μοναξιάς με την ερωτική συνενοχή, θα μπορούσε να ήταν μια τέτοια περίπτωση αν δεν υπήρχε το ανάλογου ύφους και θεματικής φιλμ από τη Δανία «Η βασίλισσα της καρδιάς» πριν από ένα χρόνο.

Με το παραπάνω σκεπτικό δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η πιο πρωτότυπη ταινία της χρονιάς –από όσες τέλος πάντων παίχτηκαν στο εγχώριο κινηματογραφικό κύκλωμα– είναι ο ανεξάρτητος «Φάρος» του πρωτοεμφανιζόμενου 30άρη Ρόμπερτ Έγκερς. Ένα ατμοσφαιρικό ποίημα για το σκοτάδι και τη σύγχυση που γεννιέται στο κλειστοφοβικό περιβάλλον των δύο φαροφυλάκων. Άθλος η χορογραφημένη σαιξπηρική ερμηνεία των Γουίλεμ Νταφόε και Ρόμπερτ Πάτινσον, ο οποίος χρόνο με το χρόνο δείχνει ότι είναι πολλά παραπάνω από το βαμπίρ αμόρε της Μπέλα στο «Twilight» ή ακόμη και τον επικείμενο «Μπάτμαν» που θα δούμε καλώς εχόντων των πραγμάτων του χρόνου τέτοια εποχή. Ο γοτθικός «Φάρος» είναι ένα αψεγάδιαστο αρχιτεκτονικό σχήμα γύρω από τη μανία της δύναμης και το κυνήγι της ηδονής, χτισμένος με γερούς αρχαϊκούς μύθους και ιστορίες βγαλμένες από τα βάθη της θάλασσας.

Σε ένα παράλληλο σύμπαν αλλά σε αντίστιξη με τον ανδροκρατούμενο «Φάρο», η «Έμα» του καταξιωμένου χιλιανού Πάμπλο Λαραίν μιλάει για τη γυναικεία χειραφέτηση με τρόπο που δεν έχει ξανασυμβεί στο σινεμά. Φιλμ φτιαγμένο με μια στιλάτη αγριότητα που σε συνεπαίρνει και καταφέρνει να είναι γήινο και ποιητικό μαζί, βάζοντας φωτιά στην οθόνη κάθε φορά που η εντυπωσιακή Μαριάνα ντι Τζιρόλαμο ξεκινά το επόμενο reggaeton της.

Στην Ευρώπη, οι εθνικές κινηματογραφίες ακολούθησαν την πεπατημένη. Ο γαλλικός μεγαλοϊδεατισμός που τους κάνει να νιώθουν το «Χόλιγουντ της Ευρώπης» εκφράστηκε με μια σειρά από ασήμαντες κωμωδίες και αστυνομικές περιπέτειες. Όποτε κάποιος γνωστός αλλά όχι απαραίτητα και καλός δημιουργός (οι περιπτώσεις των Ολιβιέ Ασαγιάς με το «Παιχνίδια ζευγαριών» και Κριστόφ Ονορέ με το «Οι χτύποι της καρδιάς μου») επιδιώκει να καταγράψει μια προσωπική ιστορία με γλυκόπικρο χαρακτήρα, χάνεται στα λημέρια μιας επιτηδευμένης αφήγησης γεμάτης εξυπνάδες και αμπελοφιλοσοφίες. Πάντως γαλλικό ήταν το καλύτερο animation της χρονιάς. Το αφοπλιστικό «Γιοσέπ» του κομίστα της Le Monde Ορέλ έφερε το ιστορικό και πολιτικό δοκίμιο στα μέτρα του κινούμενου σκίτσου με μια ιστορία από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γαλλίας του 1939 που «φιλοξένησαν» ισπανούς εξόριστους του φρανκικού καθεστώτος.

Οι Ισπανοί, από την άλλη, έχουν κατακτήσει με το σπαθί τους την εκτίμηση όλων και περισσότερων κινηματογραφόφιλων τα τελευταία χρόνια. Παρότι το τηλεοπτικό «Casa de papel» έκανε ζημιά με τους αμέτρητους κλώνους του σε μικρή και μεγάλη οθόνη, υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις με τους Όλιβερ Λάσε («Θα έρθει η φωτιά») και Ροδρίγο Σορογκογέν («Ο εξαφανισμένος») να προσφέρουν αιχμηρότητα και βάθος στα απλά και καλοφτιαγμένα κάδρα τους. Οι Ιταλοί δεν μπορούν να αποφύγουν το κόλλημα με τη σεξοκωμωδία καταστάσεων σε μια σειρά ασήμαντων φιλμ που όμως έφεραν κόσμοστις αίθουσες. Το άλλοθι των γειτόνων για την ποιότητα σήμερα ακούει στα ονόματα των Πάολο Σορεντίνο και Ματέο Γκαρόνε όταν δεν έρχεται από τις παλιοσειρές, όπως ο Μάρκο Μπελόκιο που ξέρουν να κάνουν καλό σινεμά ακόμη και στα 80 τους. Ο «Προδότης» του ηλικιωμένου Μπελόκιο διαθέτει φρεσκάδα και ενέργεια που θα ζήλευε και 25χρονος. Με φόντο μια τυπική –και αυθεντική– ιστορία για την Κόζα Νόστρα, εστιάζει στην αξία της συνείδησης και τη σημασία του να μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια, χωρίς να δίνει δεκάρα για την κινηματογραφική μεγαλοπρέπεια των μαφιόζων. Στη χώρα μας ο Γιάννης Οικονομίδης με την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» έδειξε πως μπορούν να συνδυαστούν αποτελεσματικά το καλλιτεχνικό με το εμπορικό σινεμά αλλά ο κορωνοϊός του έφραξε το δρόμο. Πάντως τα 35.000 εισιτήρια που μάζεψε σε δύο δόσεις, προ και μετά του αρχικού lockdown, δεν τα λες και άσχημα. Η ταινία που κατέκτησε την κορυφή του εγχώριου box office ήταν το «Χαλβάη 5-0» του Μάρκου Σεφερλή με τα 223.692 εισιτήρια. Ουδέν σχόλιον.

Άλλα φιλμ που ξεχώρισαν σε αυτό το τοπίο αβεβαιότητας και περιορισμού είναι το ρωσικό ψυχολογικό θαύμα «Ένα ψηλό κορίτσι» του Κάντεμιρ Μπαλάκοφ, το βρετανικό δράμα «Wild Rose» με ηρωίδα (απίθανη η Τζέσι Μπάκλεϊ) μια σκοτσέζα που ονειρεύεται να κάνει καριέρα ως κάντρι μουσικός, το τρυφερό σκηνοθετικό ντεμπούτο της Σάνον Μέρφι «Babyteeth». Από τις πολυδιαφημιζόμενες μεγάλες παραγωγές στο ύψος τους στάθηκαν οι «Μικρές κυρίες» της Γκρέτα Γκέργουικ, ιστορική αξία συνδυαζόμενη με αυθεντική ψυχαγωγία χαρακτηρίζουν τη «Δίκη των 7 του Σικάγου» του Άαρον Σόρκιν ενώ το καλύτερο ντοκιμαντέρ της σεζόν ήταν το «Αντρέι Ταρκόφσκι - Σινεμά σαν προσευχή». Στα συν και το «Κατηγορώ» του Πολάνσκι που χρησιμοποιεί την υπόθεση Ντρέιφους για να αναδείξει υποδειγματικά τους μηχανισμούς κατασκευής μίσους και ρατσισμού απέναντι σε κάθε τι διαφορετικό και ξένο. Απογοητευτικός ο νέος Τέρενς Μάλικ («Μια κρυφή ζωή»), τραγικό πέρα ως πέρα το μιούζικαλ «Cats» του σκηνοθέτη του «Λόγου του Βασιλιά» Τομ Χούπερ, χωρίς καμιά αξία ο «Τιμώμενος επισκέπτης» του Ατόμ Εγκογιάν.

Κλείνουμε τον ετήσιο απολογισμό μας για το σινεμά με την ευχή να γίνουμε όλοι λίγο πιο σοφοί μέσα από αυτή την περιπέτεια και να μας δοθεί ξανά η δυνατότητα να κάτσουμε και πάλι δίπλα-δίπλα στα καθίσματα μιας σκοτεινής αίθουσας.