Κινηματογραφος

The Republic Redux: H rock ταινία για την Αθήνα

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τζέτζας και οι συντελεστές του φιλμ μας μιλούν πριν την online προβολή του στο athensvoice.gr
Δημήτρης Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 683
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Θυμάσαι πως έχεις δεις μια καλή ταινία, όταν συζητάς με την παρέα ή τη σκέφτεσαι μετά τους τίτλους τέλους. Το «The Republic» προβλήθηκε στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες τον Δεκέμβριο του 2015 ως «ακατάλληλο κάτω των 18» και απέκτησε γρήγορα τη φήμη ενός καλτ φιλμ. Διαφθορά, παιχνίδια εξουσίας, σωματεμπορία, ρατσισμός, βενζίνη, αίμα και τρόμος σε μια ιστορία άγριας εκδίκησης, με φόντο την Αθήνα της κρίσης. Με εφέ που δεν χάνουν σε αληθοφάνεια και ερμηνείες που σε κερδίζουν.

Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Γιάννης Στάνκογλου, Τάκης Σπυριδάκης, Ερρίκος Λίτσης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Αλεξάνδρα Χασάνι, Δημήτρης Λιόλιος, Πέτρος Λαούδης, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Κώστας Νικούλι, Μπάμπης Παπανικολάου, Νικόλαος Ρούσαλης, Σουλτάν Αμίρ, Kazuaki Shitamori, Αντώνης & Χάρης Μήτρου, Blaine Reinenger, Μάκης Παπαδημητρίου, Γιώργος Κιμούλης και Ζωή Λάσκαρη είπαν το «ναι» στον πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη και ανέλαβαν ρόλους που κάποιοι ίσως απέρριπταν.

Η πρώτη ταινία του Δημήτρη Τζέτζα θα προβληθεί τη Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου στις 22.00 αποκλειστικά στο athensvoice.gr, με αφορμή τα 15 χρόνια της ATHENS VOICE, ξεκινώντας το ελεύθερο ταξίδι της στον κόσμο του διαδικτύου ως «The Republic Redux».

«Πέρασαν τρία χρόνια από τότε που ανέβηκε και κατέβηκε το “The Republic” στις αίθουσες. Σε αυτό το διάστημα η ταινία ήταν άφαντη και πολλοί άνθρωποι την έψαχναν. Δεδομένου ότι είναι μια μοντέρνα και rock αθηναϊκή ταινία, με όλη τη βρώμα, τη γοητεία και τους χαρακτήρες της, δεν θα μπορούσε να βγει από κάπου αλλού online εκτός από την ATHENS VOICE. Είμαι χαρούμενος που μετά από τόσο καιρό μπορούμε επιτέλους να δώσουμε το “The Republic Redux” σε ένα ευρύτερο κοινό μέσα από ένα σεβαστό και ποιοτικό free press το οποίο ο κόσμος, 15 χρόνια τώρα, διαβάζει, εκτιμά και καταλαβαίνει» σημειώνει ο σκηνοθέτης. 

Λίγο πριν την online πρεμιέρα της, ο ταλαντούχος κινηματογραφιστής, που το μέλλον τού ανήκει, και το καστ της ταινίας κάνουν ένα flashback στα γυρίσματα, ανακαλούν μνήμες και λύνουν απορίες.

Θυμάσαι πώς άρχισες να σκέφτεσαι ότι θέλεις να γυρνάς ταινίες;
Λόγω της δουλειάς του πατέρα μου, μεγάλωσα μέσα σε τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά στούντιο. Μικρός, μαγευόμουν από τα κουμπάκια με τα λαμπάκια στις κονσόλες, τα ποντεσιόμετρα, τις κάμερες και τα μικρόφωνα. Ήθελα να μπορώ να τα χειρίζομαι. Ενθουσιαζόμουν επίσης από το ότι υπήρχε κόσμος που άκουγε ή έβλεπε ζωντανά κατά τη διάρκεια μιας μετάδοσης. Όλα όμως έγιναν πιο ξεκάθαρα, όταν είδα για πρώτη φορά σε ένα θερινό σινεμά το «Se7en» του Ντέιβιντ Φίντσερ.

«The Republic» ή, αλλιώς, μία ταινία που δίχασε τους κριτικούς αλλά έγινε καλτ στις συνειδήσεις των 10.000 θεατών που πήγαν στους κινηματογράφους να τη δουν. Γιατί αποφάσισες να τη διαθέσεις ελεύθερη στο διαδίκτυο;
Η ταινία δεν πήγε καλά εισπρακτικά και δεν είχε φεστιβαλική πορεία. Επίσης για αρκετό καιρό με εμπόδιζαν διάφορα συμβόλαια να τη διαθέσω ελεύθερη. Το να μείνει η ταινία σου στο κουτί είναι ό,τι χειρότερο. Υπάρχει κόσμος, όμως, που την αναζητά εδώ και καιρό και αυτό με συγκινεί. Στην αρχή ήμουν αρνητικός στην ιδέα να τη βγάλω ελεύθερη στο διαδίκτυο, με τον καιρό όμως αποδέχτηκα ότι με ενδιαφέρει πιο πολύ να είναι διαθέσιμη σε όποιον θέλει να τη δει.

Πώς έπεισες τη Ζωή Λάσκαρη να επιστρέψει στον κινηματογράφο μετά από 32 χρόνια και τι θυμάσαι από την παρουσία της;
Νομίζω πως η Ζωή κατά βάθος ήθελε να παίξει σε μία ακόμα ταινία, αλλά περίμενε τη σωστή στιγμή. Την προσεγγίσαμε μέσω μιας φίλης. Πληροφορήθηκε ότι ήμασταν μια παρέα από νέα παιδιά που είχαν ήδη εξασφαλίσει τη συμμετοχή γνωστών και καλών επαγγελματιών ηθοποιών και έτσι μας πήρε στα σοβαρά. Όλοι είχαν ενθουσιαστεί με την πιθανή συμμετοχή της και, αν αρνιόταν, θα ήταν πλήγμα στην ψυχολογία του γυρίσματος. Είχε όμως το θάρρος να το κάνει. Η σκηνή της ήταν μεγάλη και δύσκολη, πολλές γωνίες, πολλά πλάνα, πολλές δράσεις, μεγάλο συνεργείο και πολλοί ηθοποιοί σε ένα βρώμικο εργοστάσιο με ζέστη και υγρασία μέσα στην άγρια νύχτα. Η παρουσία της ηλέκτριζε κυριολεκτικά την ατμόσφαιρα και αυτό πιστεύω πως έχει αποτυπωθεί στη σκηνή.

Ποιο είναι το χειρότερο και ποιο το καλύτερο σχόλιο που άκουσες για το πρώτο σου φιλμ;
Άκουσα πολλά καλά και άσχημα σχόλια, από το ότι η ταινία είναι η καλύτερη περιπέτεια που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα έως ότι είναι ένα προβλέψιμο έργο που αντιγράφει καλύτερες αμερικάνικες ταινίες. Τα πιο έντονα σχόλια τα άκουσα στο ελληνικό φεστιβάλ του Λος Άντζελες, όπου κάποιοι ομογενείς προσβλήθηκαν. Με ρώτησαν σε πολύ υψηλούς τόνους πού τα έχω δει αυτά τα πράγματα στην Ελλάδα και μου είπαν ότι θα έπρεπε να ντρέπομαι ως Έλληνας και ότι εύχονται να μην τη δουν άλλοι Αμερικανοί και δημιουργηθούν λανθασμένες εντυπώσεις για τη χώρα. Γέλασα με την ψυχή μου εκείνο το βράδυ.

Το καστ της ταινίας απαρτίζεται από αγαπημένους ηθοποιούς αλλά και μορφές της Αθήνας. Με ποια κριτήρια τους προσέγγισες; 
Ήθελα ένα μείγμα από περισσότερο και λιγότερο αναγνωρίσιμους ηθοποιούς, μαζί με φίλους τους οποίους ήξερα ότι μπορώ να κάνω να παίξουν. Για τους υπόλοιπους, τα μόνα κριτήρια ήταν να είναι καλοί ηθοποιοί και να μοιράζονται τον ενθουσιασμό μας. Πρώτα βρήκαμε τον Τάκη Σπυριδάκη, του δώσαμε το σενάριο, του άρεσε και μας είπε το πρώτο ναι, δίνοντάς μας τη δόση αυτοπεποίθησης που χρειαζόμασταν εκείνη τη στιγμή. Μετά βρήκαμε τον Γιάννη Στάνκογλου, που και αυτός ενθουσιάστηκε με το σενάριο. Μετά απλά λέγαμε ότι έχουμε τον Τάκη και τον Γιάννη και ότι μιλάμε με τον Κιμούλη και ότι έχουμε σκοπό να καλέσουμε τη Ζωή Λάσκαρη. Έτσι άρχισε να μαζεύεται μια παρέα, που συνέχεια μεγάλωνε.

Πώς βρέθηκες στο Χόλιγουντ και πώς πήρες την απόφαση να επιστρέψεις στην Ελλάδα;
Σπούδασα σκηνοθεσία και φωτογραφία στο Σαν Φρανσίσκο, και όταν αποφοίτησα έπρεπε να δω τι θα κάνω επαγγελματικά. Βρέθηκα στο Λος Άντζελες να ψάχνω για δουλειά. Μια φίλη με πρότεινε για τη θέση βοηθού παραγωγής στο post production, σε μια ταινία του Τζέρι Μπρουκχάιμερ. Με πήραν στην ταινία και τελικά έμεινα εκεί σχεδόν πέντε χρόνια. Ξεκίνησα ως βοηθός γενικών καθηκόντων και έφυγα ως βοηθός μοντέρ και μέλος του σωματείου. Η απόφαση να γυρίσω ήρθε, όταν ένιωσα ότι το να δουλεύω σε μπλοκμπάστερ δεν είχε κάτι άλλο να μου προσφέρει εκτός από χρήματα. Πριν ακόμα γυρίσω έκανα δύο βίντεο κλιπ για τους Planet of Zeus, το «Leftovers» και το «Vanity Suit». Είδα ότι υπήρχε θετική ανταπόκριση και άρχισα να σκέφτομαι μια ταινία δράσης στην Αθήνα η οποία θα βασιζόταν σε μια φόρμα στιλιζαρίσματος της ελληνικής πραγματικότητας, όπως την έβλεπα εγώ.

«ΑΝ Η ΤΑΙΝΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 18, ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΑΝ Η ΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ».

Τι σου μαθαίνει το να δουλεύεις σε ένα μπλοκμπάστερ όπως «Οι Πειρατές της Καραϊβικής»; Ή σε μια ταινία με τον Νίκολας Κέιτζ;
Το πρώτο πράγμα που ακούς είναι «your life is over until the show is over». Τότε δεν υπήρχε ψηλότερο ταβάνι στη χολιγουντιανή κλίμακα από το να δουλεύεις σε μια ταινία του Τζέρι Μπρουκχάιμερ εκτός από το να δουλεύεις σε ταινία του Τζέιμς Κάμερον ή του Κρίστοφερ Νόλαν. Συνηθίζεις να τρως κάθε μέρα στις 12:30 ακριβώς και να δουλεύεις 18 ώρες την ημέρα, 7 ημέρες την εβδομάδα, μερικές φορές για μήνες και κάτω από πολλή πίεση. Έμαθα πολλά και δούλεψα με μερικούς πολύ σημαντικούς μοντέρ, όπως τον Μάικλ Καν, που έχει μοντάρει σχεδόν όλες τις ταινίες του Στίβεν Σπίλμπεργκ, και τον Μαρκ Γκολντμπλαντ, που έχει μοντάρει πολλές ταινίες του Τζέιμς Κάμερον. Και τους δύο τους έβλεπα ως γκουρού του μοντάζ.

Επικίνδυνα παιχνίδια εξουσίας, sex trafficking, θάνατος, αίμα και προβληματικές ζωές με φόντο την Αθήνα. Είναι τόσο άγρια αυτή η πόλη; Αισθάνθηκες πως κάπου υπήρξες υπερβολικός στη σκιαγράφηση των ηρώων της;
Η Αθήνα σφύζει από sex trafficking. Πρέπει να υπάρχουν χιλιάδες πορνεία, σχεδόν όλα παράνομα και τα περισσότερα σε κοινή θέα. Υπερβολή είναι ότι στην Αθήνα ένας άνθρωπος μπορεί να ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου μέρα μεσημέρι στην Ομόνοια ενώ ταυτόχρονα μετανάστες κρατούνται μαντρωμένοι σε καταυλισμούς, πρεζάκια πεθαίνουν σε πεζοδρόμια, κάποτε ευυπόληπτοι άνθρωποι ψάχνουν να φάνε στα σκουπίδια ενώ οι υπόλοιποι στύβονται από την καθημερινότητα είτε γιατί δεν πληρώνονται στην ώρα τους, είτε γιατί δεν πληρώνονται αρκετά, είτε επειδή απλά η χώρα δεν τους επιτρέπει να ζήσουν τη δυτική ζωή που ονειρεύονταν. Οι χαρακτήρες είναι εμπνευσμένοι από όλα τα άσχημα της ελληνικής κοινωνίας. Τους δημιουργήσαμε με τον Γιάννη Γεωργίου με αυτό το σκεπτικό και τους δώσαμε δική τους φωνή. Τους ακούσαμε και διακρίναμε ένα χιούμορ. Πολλές ατάκες ήταν απλά ξεκαρδιστικές. Όταν άρχισαν οι πρόβες οι ηθοποιοί το έπιασαν και έφεραν νέα πράγματα στο τραπέζι. Προσπάθησα να δημιουργήσω έναν πολύχρωμο κόσμο χρησιμοποιώντας τις ερμηνείες τους, τον ήχο, το χρώμα, τη μουσική και τα εφέ σε πολλά σημεία με υπερβολικό τρόπο, όπως σε ένα κόμικ.

Επέμενες μέχρι τέλους η ταινία να κυκλοφορήσει με σήμανση άνω των 18, κάτι που ισοδυναμεί με εμπορική αυτοκτονία. Το μετάνιωσες ή όχι; Πώς μαζεύεις τα κομμάτια σου μετά από μια αποτυχία στα εισιτήρια;
Αν η ταινία δεν ήταν άνω των 18, δεν θα ήταν η ταινία που είναι. Η ιστορία σχετίζεται με νταβατζήδες, λαμόγια, πολιτικούς, δημοσιογράφους, μπάτσους, βλαχο-υπερ-επιχειρηματίες και λούμπεν ελληναράδες γενικότερα. Πώς θα μπορούσαν να μη βρίζουν, να μην είναι βίαιοι; Ίσως η ταινία να είχε κάνει περισσότερα εισιτήρια αν ήταν politically correct και παραμυθένια, ίσως και όχι. Δεν θα ήταν όμως η ταινία που ήθελα να κάνω. Τα λίγα εισιτήρια δεν ήταν μεγάλη έκπληξη, πάντως, μας το έλεγαν από την αρχή.

Το «The Republic» διακρίνεται για τα εφέ αλλά και τον ήχο του, που διεκδικεί στα αυτιά μου ό,τι καλύτερο στο ελληνικό σινεμά. Πόσο απαραίτητα στοιχεία τα θεωρείς και γιατί;
Ο Ντέιβιντ Λιντς λέει ότι το σινεμά είναι 51% ήχος και 49% εικόνα. Άμα το λέει ο Ντέιβιντ, εγώ τι άλλο να πω; Στην ταινία χύθηκε επίσης άφθονο αίμα. Για τα ειδικά εφέ της μεγάλο ρόλο έπαιξε η συνεργασία μου με τον Προκόπη Βλασερό. Βρήκαμε πολλές κοινές αναφορές, όπως τις ταινίες του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και του Πολ Βερχόφεν. Τα εφέ είναι μια τέχνη από μόνη της, που ανοίγει πολλούς δρόμους δημιουργικά. Υπάρχουν σενάρια που βασίζονται εντελώς πάνω σε αυτά, και σενάρια που βασίζονται λιγότερο.

Πόσο σε άλλαξε και πώς η εμπειρία να φιλμάρεις αυτή την ταινία;
Κάθε μέρα γυρίσματος ήταν μια περιπέτεια με δυσκολίες, αλλά και γιορτή ταυτόχρονα. Έχοντας κάνει αυτό το γύρισμα πιστεύω ότι μπορώ να κάνω οτιδήποτε.

Ποιον κινηματογραφιστή θαυμάζεις περισσότερο; Και γιατί;
Θαυμάζω πολλούς, τον Ακίρα Κουροσάβα, τον Όρσον Γουέλς, τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, τον Ρομάν Πολάνσκι, τον Βέρνερ Χέρτζογκ, τον Ντέιβιντ Λιντς, τον Ίγκμαρ Μπέργκμαν, τον Μάρτιν Σκορσέζε, τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, περισσότερο από όλους όμως θαυμάζω τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Έκανε μόνο 14 ταινίες αλλά κάθε μία από αυτές αξίζει όσο ολόκληρες φιλμογραφίες άλλων σκηνοθετών. Ο Κιούμπρικ είναι ο θεός.

Σε ποια ταινία θα ήθελες να κουβαλάς έστω και τους καφέδες;
Κουβαλούσα καφέδες στο «National Treasure» με τον Νίκολας Κέιτζ και μου έφτασε αυτό. Αν μπορούσα να επιλέξω πού θα κουβαλούσα τότε καφέδες, θα προτιμούσα να ήταν σε κάποια ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ, των Κοέν ή του Πολ Τόμας Άντερσον.

Έχει σύνδρομο αντιαμερικανισμού και στο σινεμά αυτή η χώρα;
Δεν ξέρω. Δεδομένου ότι η Αμερική είναι η ισχυρότερη οικονομία του κόσμου είναι λογικό να εξάγει περισσότερο πολιτισμό από άλλες χώρες. Τα ήθη και τα έθιμα της Αμερικής είναι πλέον πιο γνωστά σε εμάς από ότι είναι τα δικά μας, διότι ο κόσμος καταναλώνει αμερικανικό ψυχαγωγικό προϊόν συνεχώς εδώ και δεκαετίες. Το σινεμά, πάντως, είναι η μεγάλη αμερικανική τέχνη. Οι αμερικανοί σινεφίλ καταλαβαίνουν την εικόνα και την τέχνη πίσω από αυτή. Στην Ευρώπη πιστεύω ότι αυτοί οι θεατές είναι πολύ λιγότεροι και στην Ελλάδα ακόμα λιγότεροι.

Τηλεοπτικές σειρές βλέπεις; Αν ναι, με ποια κόλλησες τελευταία;
Δεν βλέπω πολλές σειρές, δεν έχω πάντα τον χρόνο και την υπομονή. Αν μπορώ, προτιμώ να δω δύο ταινίες συνεχόμενα παρά να δω τέσσερα επεισόδια μιας σειράς. Μου αρέσουν διάφορες, πάντως. Είμαι μεγάλος φαν του Ντέιβιντ Λιντς και κατ’ επέκταση του «Twin Peaks», ο τρίτος κύκλος που βγήκε πέρυσι ήταν ό,τι καλύτερο έχω δει ποτέ σε σειρά και αδημονώ για τον τέταρτο. Πέρασα επίσης φανταστικά βλέποντας το «Cobra Kai». Θα με ενδιέφερε να κάνω μια κινηματογραφική σειρά στην Ελλάδα, αν έβρισκα τον κατάλληλο συνεργάτη στο σενάριο.

Ποιο βιβλίο θα ήθελες να μεταφέρεις στον κινηματογράφο;
Το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζισκίντ, που δυστυχώς έγινε ήδη ταινία. Ο σκηνοθέτης κατέστρεψε ένα βιβλίο του οποίου τα δικαιώματα είχαν προσπαθήσει να πάρουν ο Κιούμπρικ, ο Πολάνσκι και ο Σκορσέζε. Το βιβλίο, όμως, που θα ήθελα να μεταφέρω περισσότερο είναι ένα βιβλίο για τα εγκλήματα του Ρίτσαρντ Ραμίρεζ, γνωστού ως Nightstalker, serial killer στο Λος Άντζελες το 1984-85. Αυτή την ταινία την έχω ολόκληρη στο κεφάλι μου, αλλά έχει μια βασική δυσκολία. Θα ερχόμουν αντιμέτωπος με ένα σοβαρό ηθικό πρόβλημα που προκύπτει από την πρωταγωνιστική θέση του Ραμίρεζ και την ενδεχόμενη ηρωοποίησή του. Τα δικαιώματα του βιβλίου τα αγόρασε πριν λίγα χρόνια ο Τζέιμς Φράνκο με σκοπό να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει, αλλά δεν έχει γίνει τίποτα ακόμα. Δύσκολα θα πέρναγε αυτό το βιβλίο από στούντιο για χρηματοδότηση, αλλά θα μπορούσε να γίνει το καλύτερο serial killer φιλμ που έγινε ποτέ.

Τι έχει αλλάξει στο «The Republic Redux»; Ποιοι είναι οι επόμενοι σταθμοί του;
Δεν έχουν αλλάξει πολλά. Αφαίρεσα 7 λεπτά που δεν χρειάζονταν εξαρχής και έβαλα μερικά πλάνα που δεν υπήρχαν πριν. Η ιστορία και κάποιοι χαρακτήρες επωφελήθηκαν πολύ από την αφαίρεση αυτών των 7 λεπτών. Δεν υπάρχουν επόμενοι σταθμοί, θα βγει ελεύθερο στο ίντερνετ και θα κάνουμε ορισμένες ειδικές προβολές σε αίθουσες της Αθήνας, γιατί είναι διαφορετική η εμπειρία στη μεγάλη οθόνη με surround sound. Αν υπάρχει ανταπόκριση, μπορεί να την πάμε και στην επαρχία. Θα δούμε.

Βλέπεις να έρχονται καλύτερες μέρες για τους ανθρώπους του κινηματογράφου σε αυτή τη χώρα;
Οι περισσότεροι άνθρωποι που εργάζονται στο σινεμά δουλεύουν και στη διαφήμιση, την τηλεόραση και το θέατρο για βιοπορισμό – από το σινεμά δεν ζεις, γιατί σχεδόν κανείς δεν βλέπει τις ταινίες. Ο Γιώργος Λάνθιμος με τις επιτυχίες του στο εξωτερικό έβαλε την Ελλάδα στον χάρτη. Πλέον υπάρχουν 6-7 μεγάλου μήκους και 4-5 μικρού κάθε χρόνο που συμμετέχουν στα πιο σημαντικά φεστιβάλ. Στις αίθουσες, όμως, κάνουν πολύ λιγότερα από 10.000 εισιτήρια και παίζονται μόνο για μια-δυο εβδομάδες και αν. Πρώτο βασικό πρόβλημα είναι ότι το ευρύτερο κοινό δεν είναι σινεφίλ, θέλει παραμύθι, χαρά και μελόδραμα, όπως παλιά, και οι σημερινές ελληνικές ταινίες δεν έχουν τέτοια στοιχεία. Οι περισσότερες απευθύνονται σε πολύ συγκεκριμένο και φεστιβαλικό κοινό. Όμως για να στηθεί μια εγχώρια βιομηχανία χρειάζεται το ευρύτερο ελληνικό κοινό. Το κοινό για να πάει στο σινεμά θέλει να δει και λίγο θέαμα, που είναι το δεύτερο βασικό πρόβλημα, διότι για να έχεις production value θες χρήματα. Στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τη χρηματοδότηση των ταινιών και αυτό μας γυρίζει στο ότι δεν παράγεται ουσιαστικό revenue στο χώρο μας. Είναι ένας φαύλος κύκλος και εξαρτάται από το πόσο θέλουν δημιουργοί, παραγωγοί, διανομείς, φορείς, κριτικοί και το ίδιο το κράτος να συνεργαστούν και να ρισκάρουν προκειμένου να καλλιεργήσουν μια νέα κουλτούρα. Το μόνο που με προβληματίζει είναι πως είμαστε Έλληνες. 

THE REPUBLIC: ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥ ΦΙΛΜ ΜΙΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ATHENS VOICE ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥΣ

Προμηθέας Αλειφερόπουλος

«Το Republic είναι η μοναδική ταινία που έχω κάνει χωρίς ταυτόχρονα να απασχολούμαι με άλλες δουλειές. Είχα τέσσερις μήνες εντατικής προετοιμασίας, κυρίως σωματικής, έχασα 10 κιλά και εκπαιδεύτηκα από τους καταπληκτικούς αδελφούς Μήτρου στο νιντζούτσου. Τα ίδια τα γυρίσματα ήταν μακράν τα πιο απολαυστικά που έχω κάνει. Και αυτό οφείλεται πρωτίστως στο Δημήτρη που κρατούσε συνεχώς τη διάθεση για δημιουργία ψηλά και μάζεψε ετερόκλητους συνεργάτες για να υλοποιήσει την ταινία. Πολύς ιδρώτας, πολύ αίμα και μώλωπες, γέλιο και ξενύχτι. Μια μοναδικά δημιουργική φάση της ζωής μου».

Αλέξανδρος Λογοθέτης

«Το Republic ήταν για εμένα μια ευκαιρία να παίξω κάτι εντελώς διαφορετικό. Έναν χαρακτήρα σκοτεινό, γκροτέσκο. Έναν αντί-ήρωα. Η εμπειρία μου από την ταινία και τα γυρίσματα ήταν εξαιρετική. Η παραγωγή ήταν άψογη, από αυτές που μακάρι να γίνονταν πιο συχνά στην Ελλάδα. Όλοι οι συνεργάτες ήταν άψογοι, έγινε δουλειά που μέχρι τότε δεν είχα ξανά συναντήσει σε ελληνική παραγωγή. Όλες οι σκηνές μάχης ήταν χορογραφημένες από τους αδελφούς Μήτρου και σε συνεργασία με τον Δημήτρη Τζέτζα νομίζω ότι είναι από τις καλύτερες για να μην πω οι καλύτερες που έχουν γίνει σε ελληνική ταινία. Είναι νομίζω μια ταινία που στο είδος της δεν έχει γίνει άλλη στην Ελλάδα».

Γιάννης Στάνκογλου

«Ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία για εμένα, με ένα καστ εξαιρετικό από ηθοποιούς που θαυμάζω και μια παραγωγή που πραγματικά μας στήριξε για να κάνουμε όσο καλύτερα την δουλειά μας. Ευχαριστώ τον Δημήτρη Τζέτζα που μου έδωσε την δυνατότητα να ενσαρκώσω αυτόν τον χαρακτήρα μια και ήταν κάτι που δεν είχα κάνει στο παρελθόν».

Τάκης Σπυριδάκης

«Η συμμετοχή μου στην ταινία ήταν και είναι αναμφίβολα μια από τις πιο όμορφες στιγμές στην καριέρα μου. Ο κύριος Τζέτζας ήξερε με απόλυτη ακρίβεια τι ήθελε να κάνει αλλά και πως να το κάνει. Η ευγένεια και ο καλλιτεχνικός του σεβασμός ως προς όλους τους συνεργάτες του με έκαναν να φύγω όταν τελείωσε η ταινία με την αμφιβολία αν όντως έκανα το καλύτερο που μπορούσα σαν ηθοποιός για αυτή την ταινία και αυτή την συνεργασία. Το σίγουρο είναι ότι άφησε αυτό το κάτι που μένει μεταξύ μας και που είναι πέρα από τη δουλειά μας. Ακόμα και στις μέρες μας δεν είμαι σίγουρος ότι το κοινό βλέπει τις ταινίες που θέλει ή βλέπει τις ταινίες που θέλουν κάποιοι σερίφηδες της τέχνης που δυστυχώς ακόμα μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο για την τύχη μιας ταινίας. Δεν μπορούν όμως να τα βάλλουν με τον χρόνο που τελικά είναι ο μόνος που καθορίζει την αξία τους. Ο σκηνοθέτης συχνά πυκνά μένει τραγικά μόνος αγκαλιά με το έργο του. Ο κ. Τζέτζας δεν έχει να φοβηθεί τίποτα για αυτό, περιμένω σαν φίλος, σαν συνεργάτης, σαν θεατής, την επόμενη ταινία του. Θα είναι κάτι πολύ καλό για τον ελληνικό κινηματογράφο».

Ερρίκος Λίτσης

«Η ταινία παρουσιάζει ανάγλυφα τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα που κρύβεται κάτω από το χαλί: μίζες, εκβιασμοί, μαύρο χρήμα, πορνεία, ρατσισμός... Θα έλεγα ότι είναι μια σύγχρονη πολιτική ταινία μ' όλα τα στοιχεία της περιπέτειας, μπόλικο σασπένς, σκληράδα, έρωτα αλλά και χιούμορ! Στα γυρίσματα πέρασα εξαιρετικά γιατί και μου άρεσε ο ρόλος και υπήρχε πολύ καλή οργάνωση στο σετ και πολύ καλή σχέση με τους συναδέλφους».

Δημήτρης Λιόλιος

«Το τι νιώθω εγώ για την ταινία, δεν έχει τόσο σημασία όσο σημασία έχει το τι θα νιώθετε εσείς βλέποντάς την! Όσο για το πώς πέρασα στα γυρίσματα, θα ήθελα να περνάω τουλάχιστον έτσι, όμορφα, σε κάθε γύρισμα που κάνω! Ήταν υπέροχη εμπειρία!»

Μπάμπης Παπανικολάου, Planet of Zeus

«Μιας και δεν είμαι ηθοποιός, το να παίξω σε μια ταινία και μάλιστα τέτοιας ποιότητας και μεγέθους παραγωγής ήταν μια τρομερή εμπειρία. Δε σχετίζεται σχεδόν καθόλου με την πραγματική μου ιδιότητα, δηλαδή αυτή του μουσικού, οπότε αυτό έκανε την εμπειρία στα γυρίσματα ένα πρωτόγνωρο παιχνίδι. Λόγω αυτού άλλα και της τρομερής διαχείρισης και καθοδήγησης του Δημήτρη δεν υπήρξε άγχος ούτε μια στιγμή παρά μονό ενθουσιασμός».

Αλεξάνδρα Χασάνι

«Ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους που συμμετείχα. Μια πρωτόγνωρη εμπειρία και μια ευκαιρία να γνωρίσω αξιόλογους και ταλαντούχους συνεργάτες. Η ταινία στα γυρίσματα ήταν μια δοκιμασία όπου ένιωσα ότι ξεπέρασα όρια. Ήταν μια ομαδική δουλειά τόσο από τους ηθοποιούς όσο κι από τους ανθρώπους πίσω από τη κάμερα! Μια μοναδική συνεργασία με τη Ζωή Λάσκαρη!»

Ιωάννα Κολλιοπούλου

«Χαρά και τιμή που συμμετείχα στο Republic, μια ταινία με ονειρεμένο καστ και μια ομάδα επαγγελματιών με όρεξη για δράση. Από τις λίγες ελληνικές ταινίες που θίγουν το θέμα της διαφθοράς και μιλούν για τα παιχνίδια εξουσίας».

Σουλτάν Αμίρ

«Είναι μια ταινία που θίγει επίκαιρα κοινωνικά ζητήματα με σκληρό και ευφάνταστο τρόπο. Αισθάνομαι τυχερός που μου δόθηκε η ευκαιρία να συνυπάρξω σε ένα τέτοιο έργο δίπλα σε σημαντικούς ανθρώπους της υποκριτικής και ευχαριστώ τον Δημήτρη που πίστεψε σε εμένα».

Πέτρος Λαούδης

«Όταν ο Δημήτρης μου πρότεινε να παίξω στην ταινία, εξεπλάγην ευχάριστα διότι δεν είχα εμπειρία ηθοποιού πλην των συμμετοχών μου σε αρκετά video clips που είχε σκηνοθετήσει στο παρελθόν. Ήταν μια πρόκληση για εμένα. Στα γυρίσματα ο χαμός ο ίδιος. Η αδρεναλίνη στα ύψη, κούραση, ταλαιπωρία και ξενύχτι. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Δημήτρη για την ευκαιρία που μου έδωσε να συμμετάσχω στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τού καθώς και για την συνεργασία μου με τόσους πολλούς καταξιωμένους ηθοποιούς».

Κώστας Νικούλι

«Το The Republic για εμένα ήταν όλα τα παιδικά μου χρόνια σε μια ταινία. Όλες οι ταινίες δράσης και τα anime που είχα δει πιτσιρικάς έπαιρναν σάρκα και οστά και το πιο γαμάτο από όλα είναι ότι ήμουν μέρος τους. Από την εκμάθηση πάλης με τους Ninjutsu Senseis Χάρη και Αντώνη Μήτρου ως τα Special Effects του Προκόπη Βλασερού με τη σφαίρα στο κεφάλι, για εμένα ήταν η πραγματικότητα στα παιδικά μου χρόνια όταν έπαιζα κλέφτες και αστυνόμους».

Jordan Danelz, Διευθυντής Φωτογραφίας

«Ο Δημήτρης ήθελε το φιλμ να γίνει ένα πολύχρωμο καλειδοσκοπικό rollercoaster που συντρίβεται σε έναν υπόγειο κόσμο πολιτικής διαφθοράς και sex trafficking χρησιμοποιώντας ένα κινηματογραφικό ύφος που συνδυάζει ντοκιμαντέρ, pulp και δράση σε όλη την ταινία. Δώσαμε εσκεμμένα σε κάθε τοποθεσία και χαρακτήρα τη δική τους χρωματική παλέτα για να τραβήξουμε τον θεατή βαθύτερα στους αντίστοιχους κόσμους τους. Για εμένα ως διευθυντής φωτογραφίας, αυτή ήταν η πρώτη μου ταινία, όπου δεν μιλούσα την γλώσσα της. Ως οπερατέρ, αυτό φαινόταν σαν μια δύσκολη πρόκληση, αλλά γρήγορα διαπίστωσα ότι μου επέτρεψε να επικεντρωθώ περισσότερο στο υποδόριο συναίσθημα πίσω από τους ηθοποιούς και όχι στις ίδιες τις λέξεις. Μου έδωσε την ευκαιρία να εφαρμόσω μια πιο αρχέγονη κίνηση στις σκηνές».

Γιάννης Γεωργίου, σεναριογράφος

«Καλύτερο ντεμπούτο από το Republic ούτε στα όνειρα μου δεν θα είχα. Over the top δράση, απολαυστικοί Έλληνες σταρ, και ένας σκηνοθέτης αποφασισμένος να το γυρίσει πάση θυσία. Μια δουλειά για την οποία νιώθω πάντα περήφανος».

Προκόπης Βλασερός, Special Effects

«Το Republic κατέχει εξέχουσα θέση στην καρδιά μου. Κάθε μέρα ήταν τόσο δημιουργική που ανυπομονούσα να πάω στο σετ. Η συνεργασία μου με όλους τους συντελεστές της ταινίας ήταν άριστη και τα εφέ ήταν μια πρόκληση πολύ καλά μελετημένη.  Από προσθετικά, props και ομοίωμα βρέφους έως πυροβολισμούς, κοψίματα λαιμού και ανοιγμένα κεφάλια. Το κρου ξεχείλιζε δημιουργικότητα, κάτι που θεωρώ πως είναι εμφανές στον θεατή. Το Republic έθεσε έναν πολύ υψηλό πήχη στις ελληνικές ταινίες δράσης βλέποντας το και από καλλιτεχνική αλλά και από επαγγελματική σκοπιά. Ήταν χαρά μου που μου δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψω σε αυτήν την ταινία».

Μηνάς Λιάκος, Συνθέτης

«Όταν στην τρυφερή ηλικία των 20 ετών αποφάσισα να γίνω μουσικός δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα χρειαστεί να δουλέψω τόσο πολύ. Δεν πήγα ποτέ στα γυρίσματα στα οποία είχε πολύ κόσμο. Μετά ήμασταν δύο άνθρωποι στο post. Δυο άνθρωποι από το πρωί ως το βράδυ και επειδή δεν είχαμε ιδέα, πολλές φορές το μοντάζ καθόριζε τα μουσικά κομμάτια και ακόμα πιο πολλές φορές συνέβαινε το αντίστροφο. Αν δεν ήμασταν φίλοι με το Μήτσο πιθανότατα δεν θα μιλιόμασταν. Ευτυχώς είμαστε».

Χάρης & Αντώνης Μήτρου, Χορογραφίες Δράσης​

«Το γύρισμα της ταινίας ήταν απαιτητικό και πρωτοπόρο για την Ελλάδα. Προσπαθήσαμε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να εκπαιδεύσουμε τους ηθοποιούς στις πολεμικές τέχνες για να μπορέσουν να παίξουν οι ίδιοι στις σκηνές δράσης χωρίς doubles και το αποτέλεσμα μας δικαίωσε. Είμαστε περήφανοι γιατί η ταινία εκτός από υπέροχη ήταν μια φανταστική εμπειρία την οποία δεν θα ξεχάσουμε ποτέ».

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου, 12.00-14.00, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τζέτζας συζητά με τον Δημήτρη Αθανασιάδη και διαλέγουν τραγούδια από το σάουντρακ της ταινίας στο Athens Voice Radio 102.5, λίγες ώρες πριν την online προβολή της στο athensvoice.gr