Κινηματογραφος

Γιώργος Λάνθιμος στους ΝΥΤ: Πώς υλοποιεί τα σκηνοθετικά του οράματα

Μια ματιά στις πρακτικές του βραβευμένου σκηνοθέτη από τους New York Times

Νικολέττα Σταμάτη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι γνωστός για τις σκοτεινά σουρεαλιστικές και αμήχανα αστείες σκηνές που εντάσσει στις ταινίες του. Όπως σχολίασε και στο The New York Times Magazine ο Ευθύμης Φιλίππου, ο οποίος έχει γράψει το σενάριο σε τέσσερεις ταινίες του Λάνθιμου (Κυνόδοντας, Άλπεις, Ο αστακός, Ο θάνατος του ιερού ελαφιού), οι ιστορίες του έχουν ως αφετηρία την παρατήρηση καταστάσεων που υφίστανται στην πραγματικότητα, «Παίρνουμε αυτές τις καταστάσεις και τις μεγαλοποιούμε, τις μεγεθύνουμε, ώστε να περιγράψουμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια την ουσία της αρχικής μας σκέψης. Το αστείο είναι ότι όσο και αν προσπαθούμε να τραβήξουμε τα πράγματα, η πραγματικότητα είναι πάντα μακράν πιο υπερβολική».

Το στοιχείο αυτό, βέβαια, δεν έχει πάντα την θετική αποδοχή του κοινού. Χαρακτηριστικό είναι ότι αν κοιτάξουμε τις ταινίες του στο Amazon, αυτές έχουν 2-2,5 αστέρια, αφού οι βαθμολογίες του κοινού μοιράζονται στο 1 και στα 5 αστέρια. Έτσι, καταλήγουμε να βλέπουμε κριτικές υπέρμετρα αρνητικές, όπως «Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να δείχνουν περισσότερο ξένοι και αφύσικοι – ούτε περισσότερο αποκρουστικοί – σε εμένα, από όσο θα μου φαίνονταν τρία κεφάλια με εντόσθια ζώων για μαλλιά», αλλά και άλλες που εξυμνούν τον Λάνθιμο, «Εάν είσαι θεατής χαριτωμένων ταινιών, αυτή η ταινία δεν είναι για εσένα. Εάν βλέπεις γλυκανάλατες ταινίες ή τα μέσα blockbusters, μείνει μακριά. Δεν θα μπορέσεις να κατανοήσεις μία ταινία, όπως αυτό το αριστούργημα. Ο δημιουργός έχει μία φρέσκια ματιά, που εμβαθύνει στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και αποκαλύπτει στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, σε σχέση με τις πιθανές κοινωνικές συμπεριφορές».

Από την άλλη, οι επαγγελματίες κριτικοί στην πλειοψηφία τους έχουν καλά λόγια να πουν για τον Λάνθιμο, την «ευφυΐα» του, τα «αριστουργήματα» του και το «ανέκφραστο» πνεύμα του. Ο τελευταίος χαρακτηρισμός, βέβαια, ενοχλεί ιδιαίτερα τον σκηνοθέτη, ο οποίος δεν μπορεί να καταλάβει το νόημα πίσω από αυτόν, «Κάθε φορά που οι άνθρωποι βλέπουν ένα συναίσθημα που δεν είναι τρομερά συναισθηματικό, το αποκαλούν ανέκφραστο. Στην πλειοψηφία της η υποκριτική είναι μελοδραματική, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που βλέπεις όντως στους ανθρώπους».

Ο σκηνοθέτης θυμάται με ιδιαίτερη αγάπη τις μέρες που δημιουργούσε ταινίες στην Ελλάδα, αν και περιοριζόταν πολύ οικονομικά, «Οι άνθρωποι στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα γενναιόδωροι: Αν τα πηγαίνεις καλά με τους άλλους, οι άνθρωποι γύρω σου θα σου δώσουν πολλά περισσότερα από όσα ίσως θα σου έδιναν διαφορετικά, πολλά περισσότερα από όσα είναι αναμενόμενο να σου δώσουν».

Στοιχεία από τα σκηνοθετικά του χρόνια στην Ελλάδα συνεχίζει να κρατάει μέχρι και σήμερα, παρά το κατά πολύ μεγαλύτερο πλέον budget των ταινιών του. Χαρακτηριστικό είναι ότι συνεχίζει να προτιμά το φυσικό φως – θεωρεί του εξοπλισμούς για τα φώτα σπατάλη χρόνου και χρήματος - και δέχεται με χαρά τις απρογραμμάτιστες καιρικές συνθήκες μέσα στις σκηνές του, ενώ το μακιγιάζ και το φτιάξιμο των μαλλιών στις ταινίες του είναι από ελάχιστα έως μηδενικά. Αυτό ως αποτέλεσμα έχει τα γυρίσματα να είναι ιδιαίτερα ήρεμα και να αποπνέουν ένα αίσθημα οικειότητας, αφού δεν χρειάζεται να γίνει καμία διακοπή για ανανέωση του μακιγιάζ ή για διόρθωση του φωτισμού.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σκηνοθετικής διαδικασίας, που ακολουθεί ο Λάνθιμος, είναι η εκμετάλλευση των ενστίκτων των ίδιων των ηθοποιών. Αντιπροσωπευτικό είναι το σχόλιο του Κόλιν Φάρελ (Ο αστακός, Ο θάνατος του ιερού ελαφιού) στο The New York Times Magazine: «Εάν θες να τον εκνευρίσεις (σε βαθμό βλασφημίας), κάν’ του ερωτήσεις για το παρελθόν ενός χαρακτήρα». Η ηθοποιός και γυναίκα του, Αριάν Λαμπέντ (Άλπεις, Ο αστακός), συμπλήρωσε: «Ο Γιώργος δεν εξηγεί τα πράγματα, ούτε καν στους ηθοποιούς και πραγματικά δεν είναι συνηθισμένοι σε αυτό. Ωστόσο, μετά βιώνουν αυτή την εμπειρία και ανακαλύπτουν ότι τα κενά που έχουν για την ιστορία του χαρακτήρα τους οδηγούν στο να έχουν περισσότερο χώρο για την δική τους φαντασία, τα δικά τους λάθη, τις δικές τους αμφιβολίες, και νομίζω ότι γι’ αυτό οι ηθοποιοί είναι καταπληκτικοί στις ταινίες του Γιώργου. Συμμετέχουν».

Όσον αφορά την τελευταία του ταινία, «The Favourite», είναι χαρακτηριστική η περιγραφή της Ολίβια Κόλμαν (Βασίλισσα Αν) και της Ρέιτσελ Βάις (Σάρα Τσέρτσιλ) για τις τρεις βδομάδες προβών, που προηγήθηκαν των γυρισμάτων, κατά τις οποίες τους έβαλε να πηδάν από χαλί σε χαλί και να δένουν τους εαυτούς τους: «Μας έβαζε να κάνουμε όλων των ειδών τα πράγματα, ώστε να μην σκεφτόμαστε το νόημα αυτών που λέγαμε. Ήταν μοναδικό» αναφέρει η Κόλμαν, ενώ η Βάις προσθέτει, «Ο καλύτερος τρόπος να το περιγράψω είναι ότι περνάς εντελώς στο ασυνείδητο, στο ενστικτώδες. Εάν με ρώταγες μετά τι έγινε μόλις τώρα, δεν θα μπορούσα να σου απαντήσω. Και βασικά, η εμπειρία μου όταν παρακολούθησα αυτή την ταινία δεν είχε καμία σχέση με άλλες ταινίες, σε αυτήν ήμουν εντελώς έκπληκτη με το τι έκανα. Συνήθως όταν γυρίζεις κάτι έχεις μία αίσθηση του τι έχεις κάνει, αλλά με τον Γιώργο δεν έχεις απολύτως καμία αίσθηση. Αν αυτό βγάζει νόημα».

Όσοι έχουν παρακολουθήσει μέχρι τώρα την ταινία μιλάνε για κάτι νέο για τον Λάνθιμο, αλλά ίσως και πιο εύπεπτο σε σύγκριση με τις προηγούμενες ταινίες του. Όπως σημειώνει και η συγγραφέας Αλεξάνδρα Κίλμαν, η αισθητική του Λάνθιμου εδώ εντάσσεται σε ένα ιστορικό πλαίσιο, το οποίο περιβάλλεται από την αίσθηση του απόμακρου, ένα περίπλοκο σύστημα τρόπων και κανόνων και μία ισχυρή καταπιεστική δύναμη, σε συνδυασμό με το πρόσωπο που την διαχειρίζεται. Η εντονότερη, ωστόσο, διαφορά με τις προηγούμενες ταινίες συναντάται στο κέντρο της, το οποίο απομακρύνεται από το «απάνθρωπο» στοιχείο των προηγούμενων και πηγάζει από ανθρώπινες ροπές, όπως η μοναξιά, η λαγνεία και η χειραγωγισιμότητα.

Το «The Favourite» προσφέρει αρκετές στιγμές πηγαίου γέλιου και δίνει την αίσθηση μίας εύθυμης ταινίας. Αυτό, όμως, αλλάζει όσο η πλοκή προχωράει, αφού αυτό που στην αρχή φαίνεται αστείο και διασκεδαστικό καταλήγει να είναι η ουσία όλης της σκληρότητας και του περιορισμού, που καταβάλει τη ζωή των χαρακτήρων. Όπως και ο σκηνοθέτης σχολιάζει: «Οι χαρακτήρες δεν είναι τόσο αβοήθητοι σε αυτή την ταινία, όσο στις άλλες. Αλλά είναι και πάλι παγιδευμένοι».