Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η φύση ως έμπνευση και προειδοποίηση: Φωτογράφοι που αφηγούνται ιστορίες του πλανήτη
Από τα δάση στη βιομηχανική σκόνη: Ο κόσμος μέσα από τα μάτια των φωτογράφων
Σε μια εποχή που η τεχνολογία κατακλύζει την καθημερινότητά μας, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που επιλέγουν να στραφούν προς τη φύση, να αφουγκραστούν τον παλμό της γης και να αιχμαλωτίσουν τις πιο αυθεντικές στιγμές της μέσα από την τέχνη της φωτογραφίας. Με βαθιά αγάπη για τη φύση και τις αμέτρητες ιστορίες που κρύβει, τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι κι ένα σακίδιο στους ώμους, διασχίζουν βουνά, δάση, ακτές και απομακρυσμένα μονοπάτια, αναζητώντας όχι μόνο την τέλεια εικόνα αλλά και τη σύνδεση με το φυσικό περιβάλλον. Γι’ αυτούς η φωτογραφία δεν είναι απλώς τέχνη. Είναι τρόπος ζωής.
Μέσα από τον φακό τους προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν το κοινό για την ομορφιά και τη σημασία της προστασίας του φυσικού κόσμου, να μεταφέρουν ένα μήνυμα: η φύση είναι πολύτιμη, ευάλωτη και άξια θαυμασμού. Το να είσαι ηθικά υπεύθυνος, να έχεις μια ηθική πυξίδα, αξίες είναι αποτέλεσμα του να μη σκέφτεσαι μόνο ατομικά αλλά και ως κομμάτι της κοινωνίας.
Δημιουργοί φωτογράφοι σήμερα γίνονται πρεσβευτές για το μέλλον και τις πραγματικές αξίες της ζωής και μας ευαισθητοποιούν σχετικά με τα πλεονεκτήματα διατήρησης της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Με έμφαση στην πολιτιστική εκπαίδευση, μέσα από την έκθεση των έργων τους προωθείται η υπεύθυνη κατανάλωση των πόρων, η κατανόηση της σημασίας του περιβάλλοντος και η ενίσχυση μιας συνειδητότητας κρίσιμης για τη μελλοντική υγεία και ευημερία των πολιτών, καθώς και για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Σε έναν όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο κόσμο, είναι ζωτικής σημασίας να επαναξιολογήσουμε και να προωθήσουμε τα τοπικά αγαθά ως πολιτιστική κληρονομιά και ως τον τρόπο για να εξασφαλίσουμε τη μελλοντική ευημερία της κοινότητας.
Η φωτογραφία του ποταμού Ουίν στη Γαλλία εκτέθηκε το 1858. Πρόκειται για το έργο για το οποίο είναι περισσότερο γνωστή η Γαλλίδα φωτογράφος Καμίλ Σιλβί. Ίσως η εξαιρετική αίσθηση ηρεμίας της εικόνας οφείλεται στο ποτάμι ή στον αινιγματικό ουρανό, ή ίσως στις απαλές σκιές στην επιφάνεια του νερού ή στα μεγαλοπρεπή δέντρα που εκτείνονται μέχρι τα σύννεφα. Ίσως στα χωράφια που εκτείνονται στο βάθος μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Η δύναμη της φωτογραφίας θα μπορούσε να είναι ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων.
Όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, στο Εδιμβούργο, οι κριτικοί επαίνεσαν την ομορφιά της και θαύμασαν τις λεπτομέρειες. Όπως έγραψε ο Βρετανός ιστορικός Μαρκ Χάουορθ Μπουθ στο βιβλίο του για τη φωτογραφία, οι κριτικοί έσπευσαν να αναδείξουν τη φωτογραφία στο επίπεδο της ζωγραφικής, με έναν απ’ αυτούς να την αποκαλεί «ισότιμη με έργο του Ολλανδού τοπιογράφου του 17ου αιώνα, Ερτ φαν ντερ Νέιρ, ο οποίος ήταν γνωστός για τους πίνακές του με σκηνές ποταμών». Η φωτογραφία βρισκόταν στα σπάργανα τη δεκαετία του 1850 και οι συγκρίσεις με τη ζωγραφική δεν ήταν ασυνήθιστες, καθώς οι κριτικοί άσκησαν πιέσεις για να κατανοήσουν το νέο μέσο.
H Καμίλ Σιλβί τράβηξε τη φωτογραφία από μια γέφυρα του ποταμού μια καλοκαιρινή μέρα, όχι μακριά από τη γενέτειρά της, στο Νοζάν λε-Ροτρού στη βόρεια Γαλλία. Χρησιμοποίησε δύο εκθέσεις για να δημιουργήσει τη σύνθετη φωτογραφία – μία για το πρώτο πλάνο και μια άλλη για τον ουρανό. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιούνταν συνήθως στην πρώιμη περίοδο της φωτογραφίας, ειδικά στις φωτογραφίες τοπίων, για να αποτυπώνουν ομοιόμορφα τις λεπτομέρειες σε μια σκηνή όπου υπάρχουν περιοχές φωτός και σκότους σε αντίθεση. Όπως έχουν επισημάνει οι σύγχρονοι ιστορικοί της φωτογραφίας, μια τέτοια προσέγγιση αποτελεί υπενθύμιση της εγγενούς τεχνητότητας του μέσου. Η φωτογραφία αν και παρουσιάζει μια κατασκευασμένη πραγματικότητα, διαθέτει εκπληκτική ομορφιά και είναι βυθισμένη στη νοσταλγία που προκαλεί διαχρονικά το συναίσθημα.
Ο Γκιστάβ λε Γκρέι ήταν η κεντρική φυσιογνωμία στη γαλλική φωτογραφία της δεκαετίας του 1850, ένας καλλιτέχνης πρώτης τάξεως, δάσκαλος και συγγραφέας. «Είναι η βαθύτατη επιθυμία μου η φωτογραφία, αντί να εμπίπτει στον τομέα της βιομηχανίας, του εμπορίου, να συμπεριληφθεί στις τέχνες. Αυτή είναι η μοναδική, αληθινή της θέση και προς αυτή την κατεύθυνση θα προσπαθώ. Εναπόκειται στους ανθρώπους που είναι αφοσιωμένοι στην πρόοδό της να βάλουν αυτή την ιδέα σταθερά στο μυαλό τους», έλεγε. Απολάμβανε τις καλλιτεχνικές προκλήσεις του τοπίου περισσότερο από τη ρουτίνα της προσωπογραφίας σε στούντιο, δημιούργησε μερικά από τα πιο δημοφιλή και αξιομνημόνευτα έργα του στο Δάσος του Φοντενεμπλό και μια σειρά από δραματικές και ποιητικές θαλασσογραφίες που του έφεραν διεθνή αναγνώριση στα μέσα της δεκαετίας του 1850, με μια μεγαλύτερη φωτογραφική μηχανή και γυάλινα αρνητικά.
Με τις φωτογραφίες του Φοντενεμπλό αποδίδει έμφαση στα εφέ του φωτός και της σκιάς. Αντί να φωτογραφίζει τις ευγενείς, γερασμένες βελανιδιές για τις οποίες ήταν γνωστό το δάσος, επικεντρώθηκε στους φαινομενικά ασήμαντους θάμνους που ξεπηδούσαν από τον κορμό ενός δέντρου. Στρέφοντας τη φωτογραφική του μηχανή στο φως, σε αντίθεση με τους γενικά αποδεκτούς κανόνες της καλής φωτογραφικής πρακτικής, ο Λε Γκρέι γιορτάζει μια στιγμιαία επιφοίτηση παρατήρησης, μια λαμπερή επίδειξη φωτός και ζωής, που αποδίδεται στις χρυσές αποχρώσεις που χαρακτηρίζουν τις εκτυπώσεις του από τα μέσα της δεκαετίας του 1850.
Οι αεροφωτογραφίες του Ντέιβιντ Μέιζελ ασχολούνται με την αισθητική και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των ριζικά τροποποιημένων από τον άνθρωπο τοπίων. Σαν αφηρημένοι πίνακες, ανταποκρίνονται σε καταστροφικά γεγονότα κλιματικής αλλαγής, όπως πυρκαγιές και πλημμύρες. Οι εικόνες του, χωρικά ασαφείς, περιγράφουν έναν κόσμο που έχει αναδιαμορφωθεί πλήρως από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Εστιάζει στις μαζικές μεταλλευτικές δραστηριότητες, στο πώς μεταμορφώνονται με καταιγιστικό ρυθμό από τις εξορυκτικές βιομηχανίες.
Οι τοποθεσίες που έχει φωτογραφίσει προβληματίζουν σχετικά με τη χρήση γης, τη διατήρηση των πόρων και τη διαχείριση, αποδίδοντας εικόνες σοκαριστικές στα αλλοιωμένα τοπία, μια συντριπτική αίσθηση δυστοπίας. Ορυχεία ανοιχτού τύπου, χώροι τοξικών αποβλήτων, υλοτομία, αυτοκινητόδρομοι και άλλες σκηνές σηματοδοτούν το κόστος που έχουν αφήσει οι άνθρωποι στη γη. Σχήματα και μορφές στοιχειωτικά όμορφα, ταυτόχρονα μιλούν για τις καταστροφικές αλλαγές που προκάλεσε η πρόοδος του ανθρώπου και η επιδίωξη του κέρδους εις βάρος της φύσης.
Γοητευμένος από το μυστήριο και τη μεταμορφωτική δύναμη των ποταμών, καθώς και από τον ζωτικό τους ρόλο ως φυσικών οροσήμων, ο Σεμπάστιαν Μπούλτερ έχει αφιερώσει, από την παραμονή του στην Ελλάδα το 2018, ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής του πρακτικής στην απεικόνιση των ελληνικών ποταμών και του περιβάλλοντός τους. Σε μια προσπάθεια να διερευνήσει την τρέχουσα κατάσταση των ποταμών ανά την Ελλάδα, τα απομεινάρια τους, και σε ορισμένες περιπτώσεις να αισθανθεί την αόρατη παρουσία τους, ο Σεμπάστιαν Μπούλτερ έχει επισκεφτεί μια σειρά ποταμών, στο μέτρο που του έχουν επιτρέψει κάθε φορά οι καταστάσεις: ταξιδεύοντας με τα πόδια, με ποδήλατο, με αυτοκίνητο ή με βάρκα.
Έχει κολυμπήσει, βουτήξει και μια φορά έπεσε με αλεξίπτωτο στη Βοιωτία πάνω από την πεδιάδα της Κωπαΐδας, η οποία έχει σχηματιστεί από την αποξήρανση της ομώνυμης λίμνης και διασχίζεται από τον ποταμό Κηφισό. O Σεμπάστιαν Μπούλτερ έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής και του έργου του στους ποταμούς. Στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος τους χρησιμοποιεί και τους μεταχειρίζεται, τους ανακατευθύνει, τους διοχετεύει και τους ρυπαίνει. Ξεκινώντας από την αντίληψη των ποταμών ως κοινού δεσμού μεταξύ αυτών των τόπων, η προσέγγιση του Μπούλτερ αποτελεί ταυτόχρονα καλλιτεχνική δημιουργία, τεκμηρίωση και συναισθηματική κατάθεση.
Επιλέγοντας να εξοικειωθεί μαζί τους, να περπατήσει δίπλα, γύρω και μέσα στα ποτάμια, αναπτύσσει ατομικές ιστορίες γι’ αυτά, σύμφωνα με την εμπειρία του. Ορισμένα σημεία της αφήγησης είναι όμορφα, άλλα μάλλον ανησυχητικά, και μερικά φρικτά. Μας αναγκάζει να δούμε εκεί όπου δεν κοιτάμε, αποκαλύπτει κρυμμένα μέρη που οι περισσότεροι άνθρωποι αποφεύγουν να επισκεφτούν, από φόβο και υποψία για τους κινδύνους ή μερικές φορές απλώς λόγω της ασχήμιας που έχει δημιουργήσει το είδος μας – και μας φέρνει αντιμέτωπους με την ευθραυστότητα της ίδιας μας της ύπαρξης. Γιατί εξαρτιόμαστε από το νερό.
Τι είναι αυτό που γοητεύει τους ανθρώπους στα δάση; Ιστορίες από την παιδική ηλικία για δάση, αρκούδες, λύκους και μάγισσες σε ταξιδεύουν, τουλάχιστον υποσυνείδητα, μέχρι την ενηλικίωση, όταν πια αφήνεις πίσω σου την παιδικότητα. Ωστόσο, είναι σίγουρα αδύνατο να μπεις σε ένα κομμάτι δάσους οπουδήποτε στον κόσμο και να μη συγκινηθείς. H Γερμανορωσίδα φωτογράφος Νανά Χάιτμαν μας μεταφέρει πίσω στα παραμύθια της παιδικής ηλικίας, όπου η μαγεία και η φαντασία βασιλεύουν και το καλό και το κακό μάχονται επ’ άπειρον. Κέντρισε το ενδιαφέρον της και την ενέπνευσε η σλαβική λαογραφία όταν δημιούργησε τη σειρά «Hiding from Baba Yaga», στην οποία ανήκει αυτή η φωτογραφία.
Η μητέρα της είναι Ρωσίδα και ό,τι γνώριζε για τη χώρα προερχόταν κυρίως από ρωσικά παραμύθια και παιδικές ταινίες. Θέλοντας να ζήσει κάτι από τη χώρα η ίδια, ξεκίνησε να φωτογραφίζει κατά μήκος του ποταμού Γενισέι, του πέμπτου μεγαλύτερου ποταμού στον κόσμο, ο οποίος εκτείνεται από τα σύνορα με τη Μογγολία, μέσω της Σιβηρίας, ως τον Αρκτικό Ωκεανό. Καθώς ταξίδευε κατά μήκος του, είχε στο μυαλό της την Μπάμπα Γιάγκα, μια άτακτη μάγισσα στη σλαβική λαογραφία, που ζει στη μέση ενός δάσους και εμφανίζεται στο έργο Ρώσων ζωγράφων και εικονογράφων. Παρ’ όλα αυτά, όσο κι αν το έργο της εξερευνά τη μυθολογία της περιοχής.
Πρόκειται στην πραγματικότητα για το πώς είναι η ζωή για τους ανθρώπους που ζουν σ’ αυτή την πιο έρημη περιοχή. Θέματα από την κοινωνική και σωματική απομόνωση μέχρι τη σχέση των κατοίκων με τη γη χαρακτηρίζουν το έργο της. Ωστόσο, ανάμεσα στα πορτρέτα υπάρχουν τοπία, συμπεριλαμβανομένης αυτής της ατμοσφαιρικής εικόνας που τραβήχτηκε κοντά στην πόλη Μινουσίνσκ. Οι πυρκαγιές δεν είναι ασυνήθιστες σε τόσο πυκνά δασωμένες περιοχές. Η Νανά Χάιτμαν έχει πει ότι το καλοκαίρι του 2018 υπήρξαν πολλές πυρκαγιές στη Σιβηρία, λόγω του ξηρού και ζεστού χειμώνα που είχε προηγηθεί.
Κάτι στο απαλό φως και στον τρόπο που πέφτει στο φύλλωμα δίνει στη σκηνή μια ονειρική ποιότητα και για κάποιους μια νότα μελαγχολίας. Ταυτόχρονα, η ομιχλώδης ατμόσφαιρα σαν καπνός προσθέτει κάτι το δυσοίωνο στην ατμόσφαιρα. Οι ήσυχες αλλά δυνατές εικόνες της αιωρούνται ανάμεσα στο παραμύθι και στις πραγματικότητες ενός μεταβαλλόμενου κόσμου και αποτελούν μια όμορφη, αν και έντονη, υπενθύμιση της ευθραυστότητας της φύσης, αλλά και της ανθεκτικότητας και της διαχρονικής ομορφιάς της.
Για πάνω από 50 χρόνια, ο φωτογράφος Μιτς Έπσταϊν ερμηνεύει το εύρος και την πολυπλοκότητα της αμερικανικής ζωής και τη σχέση μας με το αστικό και φυσικό περιβάλλον μέσω του ποικίλου έργου του. Η εκπληκτική ανθεκτικότητα, η κλίμακα και η μεγάλη διάρκεια ζωής των δέντρων αποτελούν τη βάση της συνεχιζόμενης σειράς του «Old Growth». Από τις πιο ογκώδεις σεκόγιες μέχρι τα πιο αρχαία φθαρμένα και δύσβατα πεύκα, τα οποία μπορούν να ζήσουν περισσότερα από 4.000 χρόνια, απαθανατίζει αιωνόβια δέντρα.
Το 2017 ταξίδεψε σε όλη τη χώρα αναζητώντας τα παλαιότερα γνωστά δέντρα, σφενδάμους με μεγάλα φύλλα, έλατα, βελανιδιές, σημύδες λευκά πεύκα, κέδρους και φαλακρά κυπαρίσσια, σεκόγιες και άλλα είδη προς εξαφάνιση που έχουν επιβιώσει από μια παλαιότερη περίοδο, ένα κρίσιμο αρχείο των δέντρων, καθώς τα συνεχώς συρρικνούμενα ενδιαιτήματά τους απειλούνται ολοένα και περισσότερο εν μέσω της κλιματικής κρίσης. Ταξίδεψε σε απομακρυσμένες τοποθεσίες στις ΗΠΑ για να βρει αρχαία αυτοφυή δέντρα και να καταγράψει τι κινδυνεύουμε να χάσουμε λόγω της κλιματικής αλλαγής. «Φωτογραφίζω την αιώνια φύση και το χαμένο θαύμα. Σήμερα βλέπω τόση ομορφιά, αλλά και τρόμο.
Η φύση φαίνεται να επαναστατεί ολοένα και περισσότερο ενάντια στον άνθρωπο. Τυφώνες, πλημμύρες… Αντιμετωπίζουμε κάτι δαντικό, που τρομάζει και ταυτόχρονα εκπλήσσει. Δεν είμαι επιστήμονας ούτε κοινωνιολόγος ούτε πολιτικός, αλλά είναι σαφές ότι οι πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι όπως νομίζαμε, και τώρα ο τρόπος ζωής μας υφίσταται μια αναδιάταξη. Αναζητώ το χαμένο θαύμα, τις στιγμές αντίστασης, αλλά και την ικανότητα των οικοσυστημάτων να παραμένουν σε ισορροπία για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχω επιλέξει το φορμά 8x10. Είμαι υπέρ της αργής, πιο στοχαστικής φωτογραφίας. Οφείλουμε να κοιτάξουμε βαθιά, ακόμα και με το κόστος του αποπροσανατολισμού: το να χαθούμε σημαίνει να ωριμάσουμε» δηλώνει.
Ο Τζόελ Στέρνφελντ στο «American Prospects» καταγράφει ένα περιβάλλον ήρεμων, σκληρών και ανήσυχα όμορφων σκηνών που συνάντησε στους δρόμους των ΗΠΑ. Έχουν περάσει τέσσερις δεκαετίες από τότε που ξεκίνησε τη σειρά το 1977 και αυτές οι φωτογραφίες παραμένουν επίκαιρες. Οι συχνά ειρωνικές εικόνες του, όπως ένας πυροσβέστης που ψωνίζει μια κολοκύθα σ’ έναν πάγκο στην άκρη του δρόμου, ενώ ένα σπίτι φλέγεται στο βάθος, μια σειρά από αεροπλανοφόρα που παρατάσσονται στον ορίζοντα πίσω από μια γυναίκα που κάνει ηλιοθεραπεία με μπικίνι σε μια παραλία της Φλόριντα.
Η ευαισθησία του διαμορφώθηκε στην παιδική ηλικία. Μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, φύτεψε έναν μικρό κήπο για να καλλιεργεί μπιζέλια, σε ηλικία μόλις τριών ετών. Στα επτά του, ενώ οι φίλοι του έπαιζαν μπάλα στον δρόμο, αυτός χάζευε φωτογραφίες από χωράφια, δάση και ρυάκια στο περιοδικό «Outdoor Life». Ήταν επίσης το μόνο παιδί στη γειτονιά του στη Νέα Υόρκη που είχε μια αλεπού για κατοικίδιο, την οποία αγόρασε ως δώρο στον εαυτό του. Στα 11 του χρόνια, διάβασε Χένρι Ντέιβιντ Θόρο και ανακάλυψε, με μια αίσθηση απόλυτης ανακούφισης, ότι δεν ήταν μόνος. Το έργο του είναι διαχρονικό, διαφωτιστικό και συγχρόνως επειγόντως προειδοποιητικό, καθώς οι άφθαρτες ιστορίες του επιβιώνουν μέσω της φωτογραφικής τους αναπαράστασης, αποτελώντας σημαντικό αρχείο για το μέλλον.
Ο Ιταλός καλλιτέχνης Ολίβο Μπαρμπιέρι είναι γνωστός για τη δημιουργία φωτογραφιών που αποσταθεροποιούν την κατανόησή μας για τη σχέση της ανθρωπότητας τόσο με το αστικό όσο και με το φυσικό περιβάλλον. Παρουσιάζει ένα μοναδικό θέαμα μεγάλων πόλεων όπως η Ρώμη, το Λας Βέγκας, η Σαγκάη και η Νέα Υόρκη στις φωτογραφίες του μετατρέποντας τις αχανείς μητροπόλεις σε απλά μοντέλα. Υιοθετώντας τη μέθοδο φωτογράφισης από ελικόπτερο, παίζει με την ιδέα της κλίμακας, για να αναλογιστεί την ψυχαγωγική αξία που αποδίδουμε πλέον σε φυσικά φαινόμενα όπως οι καταρράκτες και τα βουνά και να αναδείξει την ασάφεια κάθε όρασης, αναγκάζοντάς μας τελικά να εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ πραγματικότητας και αναπαράστασης.
Ο Τζον Ντίβολα εργάζεται σε μισοεγκαταλειμμένους χώρους. Η παρουσία του και τα μέσα του είναι όπως ακριβώς οι ίδιοι οι χώροι, σε μετάβαση από τη μία κοινωνική χρήση στην άλλη. Χρησιμοποιεί flash με μπλε ή έγχρωμες ζελατίνες, εφέ πολλαπλών εκθέσεων ή τοποθετεί αντικείμενα στους χώρους, δημιουργώντας μια αίσθηση ακτινοβολίας, μυστικισμού και σύγκρουσης ανάμεσα σε φύση και εγκατάλειψη. Οι εικόνες του είναι καταγραφές παρελθοντικών γεγονότων, ντοκουμέντα πραγμάτων που έγιναν πριν από τη λήψη τους.
Παρ’ όλα αυτά, το καθένα είναι επίσης ένα γεγονός από μόνο του. Οι εικόνες κατεστραμμένων σπιτιών είναι αναπόφευκτες στις μέρες μας. Κτίρια που καταστράφηκαν από πυρκαγιές, πλημμύρες και βόμβες στοιχειώνουν τις ζωές μας. Πώς ένας φωτογράφος μπορεί να πλαισιώσει την εγκατάλειψη μετατρέποντάς τη σε τέχνη; Η έκθεση «Το φάντασμα στη μηχανή», η οποία καλύπτει όλη την καριέρα του Τζον Ντίβολα, εγκαινιάστηκε καθώς οι πυρκαγιές μαίνονταν στο Λος Άντζελες.
Σημαδεμένες και αποτυπωμένες από τον καλλιτέχνη, ετοιμόρροπες, ξεφλουδισμένες κατασκευές γίνονται καμβάδες γεμάτοι φαντάσματα. Είναι φωτογραφίες, αλλά και εγκαταστάσεις: Μνημεία για το τι έρχεται μετά το τέλος. Κολάζ χαρτιού, σπρέι και εικόνων ιδανικών πουλιών που δημιουργούνται από την τεχνητή νοημοσύνη ενισχύουν το συνολικό αποτέλεσμα στο οπτικό παζλ. Τι σημαίνει αυτό το έργο μισού αιώνα στον σημερινό κόσμο. Είναι ένα memento mori; Ένα μάθημα ή μια προειδοποίηση; Μπορούμε ακόμα να παίζουμε με τα καμένα, ξεπλυμένα κελύφη παλιών ζωών;
Από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 2000, ο Ρίτσαρντ Μίσραχ δημιούργησε μια σειρά από έργα μεγάλης κλίμακας αντιστρέφοντας ψηφιακά τα χρώματα για να δημιουργήσει αυτό που έχει περιγραφεί ως χρωματικά αρνητικά. Οι παράξενες, απόκοσμες σκηνές που απεικονίζει προκαλούν ανησυχία, βρίσκονται στα όρια της οικειότητας. Αυτό που νομίζεις ότι κοιτάς συχνά δεν είναι αυτό που φαίνεται. Ένα υπέροχο τοπίο, όπου ταυτόχρονα υπάρχει μια επίμονη αίσθηση μελαγχολίας και επικείμενης καταστροφής. Η ομορφιά στις φωτογραφίες του δεν είναι ποτέ απλή.
Συχνά συνδέεται με άβολες αλήθειες. Προσεκτικά σχεδιασμένες, οι φωτογραφίες του υπενθυμίζουν ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγει κανείς τις σκληρές πραγματικότητες που ο θεατής μπορεί να επιθυμεί να αγνοήσει, οι οποίες κυμαίνονται από το κόστος των πυρηνικών δοκιμών για το περιβάλλον έως τη ζημιά που προκαλείται από τη βιομηχανική ανάπτυξη και την πετροχημική παραγωγή. « Έχω καταλήξει να πιστεύω ότι η ομορφιά εμπλέκει τους ανθρώπους ώστε να δουν, ενώ διαφορετικά θα μπορούσαν να κοιτάξουν αλλού, σαγηνεύει, έχει τη δύναμη να παρακινήσει τους ανθρώπους να σταματήσουν».
Αναφερόμενος στην ιδέα των ραγδαία εξαφανιζόμενων παγόβουνων με έναν τόσο στοιχειωτικά όμορφο τρόπο, ο φωτογράφος επισημαίνει το καίριο ζήτημα της εποχής, την κλιματική αλλαγή. Υποστηρίζοντας πως η ομορφιά μπορεί να γίνει ένας πολύ ισχυρός μεταφορέας δύσκολων ιδεών, σε συνεργασία με την αρχιτέκτονα τοπίου Κέιτ Ορφ, δημιούργησε τη θεματική «Petrochemical America», αναφερόμενος σε ζητήματα υγείας και περιβάλλοντος που σχετίζονται με την εξάρτηση από το πετρέλαιο.
Με τη φωτογραφική του μηχανή, ο Βασίλης Λιάπης δεν απαθανατίζει απλώς εικόνες· αποτυπώνει συναισθήματα, στιγμές και την εύθραυστη ομορφιά του κόσμου γύρω μας. Για εκείνον, κάθε φωτογραφία είναι μια υπενθύμιση της ευθύνης μας απέναντι στον πλανήτη και στον άνθρωπο. Το κάλλος του τοπίου όπου σήμερα φωτογραφίζεται η ευτυχία ενός νέου ζευγαριού, αν δεν μεριμνήσουμε, αύριο ίσως να μην υπάρχει. Ο φακός του Βασίλη Λιάπη αγκαλιάζει την αρμονία. Πίσω από κάθε κλικ του υπάρχει και μια ελπίδα. Αν δούμε την ομορφιά, ίσως θελήσουμε να τη σώσουμε.
Η ευχή του είναι ξεκάθαρη: να ζήσει η νέα γενιά έναν κόσμο που δεν θα χρειάζεται να παλεύει για την επιβίωση του πλανήτη, αλλά να απολαμβάνει την αρμονία του. Δύο βλέμματα που συναντιούνται. Δύο άνθρωποι ενώνονται. Μια υπόσχεση που γίνεται αιωνιότητα. Ο γάμος δεν είναι απλώς μια τελετή, είναι η αρχή μιας κοινής ζωής, γεμάτης όνειρα, αγκαλιές και μικρές καθημερινές ευτυχίες. Το ζευγάρι δεν ποζάρει απλώς για τον φακό· ζει τη στιγμή με όλη του την καρδιά. Η φωτογραφία αποτυπώνει όχι μόνο τη χαρά της ημέρας, αλλά και το βάθος της αγάπης τους. Το βλέμμα λέει «σ’ αγαπώ», το χαμόγελο ψιθυρίζει «για πάντα μαζί». Γιατί το σπίτι τους δεν είναι μόνο ένα διαμέρισμα, μια γειτονιά ή μια πόλη.
Το σπίτι τους είναι ολόκληρος ο πλανήτης. Μέσα απ’ αυτούς γεννιέται μια ελπίδα: ότι η αγάπη που ενώνει ανθρώπους μπορεί να γίνει και η δύναμη που ενώνει την ανθρωπότητα. Ότι η νέα τους ζωή δεν θα χτιστεί εις βάρος της φύσης, αλλά μαζί της. Ότι θα φτιάξουν ένα μέλλον όπου το «μαζί» δεν αφορά μόνο το ζευγάρι, αλλά και το περιβάλλον, τα παιδιά που θα έρθουν, τις γενιές που ακολουθούν. Αυτός ο γάμος δεν είναι μόνο η αρχή μιας κοινής ζωής. Είναι και μια σιωπηλή υπόσχεση: Να αγαπάμε όπως αγαπιόμαστε – με φροντίδα, με σεβασμό, με διάρκεια. Γιατί αυτός ο πλανήτης, είναι το πρώτο και μοναδικό μας σπίτι.
Η Βασιλική Κουτσοθανάση δραστηριοποιείται στον χώρο της οπτικής επικοινωνίας, συνδυάζοντας την τέχνη με το κοινωνικό αποτύπωμα. Με όχημα τη φωτογραφία, τη γραφιστική και τις σύγχρονες μορφές storytelling, αναδεικνύει δράσεις, πρόσωπα και πρωτοβουλίες που υπηρετούν τη βιωσιμότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ευαισθητοποίηση. Εστιάζει σε φυσικά τοπία, βιώσιμα προϊόντα, και δράσεις πράσινης ανάπτυξης, αναπτύσσοντας οπτικές ταυτότητες, social media visuals και έντυπα υλικά με έμφαση στη λιτότητα, τη σαφήνεια και τη βιώσιμη αισθητική για να ενδυναμώσει οργανισμούς που κάνουν καλό στον κόσμο, προσφέροντάς τους εργαλεία οπτικής επικοινωνίας με αυθεντικότητα και σκοπό, ώστε να επικοινωνήσουν το όραμα και τις αξίες τους μέσα από σύγχρονο, αυθεντικό και περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένο περιεχόμενο.
Δειτε περισσοτερα
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Οι Κώστας Μηλιαράς και Γιώργος Παπακώστας μιλούν για το ντεμπούτο των The Dionysians «Να Κάψουμε το Χθες»