Φωτογραφια

Θεσσαλονίκη, η Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων που χάσαμε

Μερικές σκέψεις με αφορμή την «Θεσσαλονίκη: Η Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων 1870-1920», στο Εβραϊκό μουσείο του Παρισιού

Γεωργία Πανοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σκέψεις για τη Θεσσαλονίκη που υπήρξε ένα μοναδικό σταυροδρόμι θρησκειών και πολιτισμών για αιώνες, με αφορμή μία έκθεση στο Παρίσι

Με την ευκαιρία του τέλους του Ραμαζανιού στις 10 Απριλίου λειτούργησε πάλι μετά από 102 χρόνια το Γενί Τζαμί στην Θεσσαλονίκη. Οι μουσουλμάνοι της Θεσσαλονίκης πήγαν μαζικά να προσευχηθούν. Στις 21 Απριλίου ολοκληρώθηκε, μετά από 8 μήνες η έκθεση «Θεσσαλονίκη: Η Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων 1870-1920», στο Εβραϊκό μουσείο του Παρισιού.

Η συμπόρευση για αιώνες χριστιανικών, εβραϊκών και μουσουλμανικών πληθυσμών στην Θεσσαλονίκη έληξε απότομα μεταξύ 1923 και 1945. Οι Μουσουλμάνοι έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών που αποφασίστηκε με τη συνθήκη της Λωζάνης – στην θέση τους εγκαταστάθηκαν χριστιανοί, συχνά τουρκόφωνοι, που ήρθαν από την Τουρκία που γεννήθηκε με την ίδια συνθήκη.

Η έκθεση «Η Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» για τη Θεσσαλονίκη στο Εβραϊκό μουσείο του Παρισιού

Οι Εβραίοι υπήρξαν από νωρίς θύματα διακρίσεων από το Ελληνικό κράτος και βεβαίως αποδεκατίστηκαν στο Ολοκαύτωμα δύο δεκαετίες αργότερα. Στην Ελλάδα είχαμε το μεγαλύτερο ποσοστό εξόντωσης από όλη την Ευρώπη, φθάνοντας σχεδόν το 90%. Η εβραϊκή κοινότητα από 100.000 μέλη που απαριθμούσε το 1913 σήμερα έχει περίπου 5.000 μέλη.

Στις φωτογραφίες της έκθεσης αυτό που εντυπωσιάζει δεν είναι τόσο η παρουσία των Εβραίων, που εντοπίζονται εκεί ήδη από τον 11ο αιώνα, ούτε βεβαίως των Μουσουλμάνων, που ήταν εκεί σε συνέχεια της οθωμανικής κατάκτησης. Εντυπωσιάζει η γενικότερη πολυπολιτισμικότητα που διέπνεε την Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα. Βλέπει κανείς πινακίδες σε γαλλικά, τουρκικά, ελληνικά, σε σεφαραδίτικα -που για ιστορικούς λόγους, τόσο μοιάζουν με τα ισπανικά. Οι άνθρωποι, ανάλογα με το πού κινούνταν, χρησιμοποιούσαν διαφορετική γλώσσα μέσα στην ίδια μέρα. Υπήρχε σεβασμός στον άλλον που είχε δημιουργηθεί μέσα από αιώνες συνύπαρξης. Όπως γράφουν οι επιμελητές της έκθεσης, για τους ξένους παρατηρητές ήταν δύσκολο να κατανοήσουν την έλλειψη εθνικής συνείδησης του ντόπιου πληθυσμού, γιατί, ηθελημένα ή μη, παραγνώριζαν την ιδιαιτερότητα αυτής της πόλης.

Η Θεσσαλονίκη άκμαζε τότε. Ήταν μία πόλη με βιομηχανία, βιοτεχνία και εμπόριο, παρήγε πολιτισμό, ήταν η πραγματική πύλη των Βαλκανίων στην Μεσόγειο. Για αυτό άλλωστε και αποτέλεσε μήλο της έριδος μεταξύ των εμπολέμων στους Βαλκανικούς πολέμους.

Καθώς η ελληνικότητα συνδέθηκε αποκλειστικά με την ορθοδοξία η Θεσσαλονίκη έγινε Ελληνική και χριστιανική με την εφαρμογή πολιτικών αφομοίωσης των πληθυσμών. Ήταν απαραίτητη πολιτική για να επιτευχθεί η εθνική συνοχή. Έχασε όμως σε πολιτισμικό πλούτο, και σε ανεκτικότητα. Μας πήρε 100 χρόνια να λειτουργήσει πάλι ένα τζαμί, ενώ πλέον υπάρχει πάλι Μουσουλμανικός πληθυσμός την περιοχή. Και τι να πούμε για τον αντισημιτισμό, που εξακολουθεί να είναι πληγή στην κοινωνία μας.

Αν και είχε εξαιρεθεί από την ανταλλαγή, η οικογένεια του παππού μου ήρθε στην Θεσσαλονίκη το 1927. Η προγιαγιά Μαρία ήταν ήδη χήρα με δύο μικρά αγόρια. Ο μεγάλος, ο παππούς μου ο Πέτρος, έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο κεραμοποιίας της οικογένειας Αλλατίνη, και έφτασε με τα χρόνια να γίνει αρχιμηχανικός. Έμεναν μέσα στο εργοστάσιο όπου μεγάλωσε αργότερα και η μητέρα μου. Η οικογένεια Αλλατίνη αγκάλιασε την δική μας και την βοήθησε σε πολλές δύσκολες στιγμές. 

Το 1943 ο παππούς έκρυψε και έτσι έσωσε τον φίλο του τον Τζάκο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ήταν αδελφικοί φίλοι έως τον θάνατό τους την δεκαετία του 2000 – τους θυμάμαι σε ατέρμονες συζητήσεις στο κόκκινο σαλόνι του σπιτιού. 

Δεν έμαθα ότι οι Αλλατίνη και ο κολλητός του παππού ήταν Εβραίοι, παρά μόνο μετά τον θάνατό τους. Για τους παλιούς, που έστω οριακά είχαν προλάβει μία διαφορετική κοινωνία -στην ανεκτική θρησκευτικώς Οθωμανική αυτοκρατορία!- η θρησκεία δεν ήταν διαχωριστική γραμμή.

Σήμερα η θρησκευτική μισαλλοδοξία που στο παρελθόν καλλιεργήθηκε και από το κράτος, από την ορθόδοξη εκκλησία και τη σχολική εκπαίδευση, μας έχει απομακρύνει από αυτά τα βιώματα των προγόνων μας. Η έκθεση στο Παρίσι μού θύμισε τι χάσαμε.