Φωτογραφια

Γκόλφω, 130 χρόνια μετά

Ο Γιώργος Παυριανός «ξαναγράφει» το περίφημο βουκολικό ειδύλλιο για κάθε φωτογραφία της Calliope
Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 864
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Γκόλφω 2023: Ο Γιώργος Παυριανός ξαναγράφει την «Γκόλφω» και συνοδεύει το κείμενό του με τις φωτογραφίες της Calliope

H «Γκόλφω» είναι ένα πολύ γνωστό δραματικό έργο που έγραψε ο Σπυρίδων Περεσιάδης το 1893. Έχει παιχτεί πολλές φορές στο θέατρο, έχει γίνει ταινία και τραγούδι και ήταν ένα έργο που το είχαν στο ρεπερτόριό τους όλα τα μπουλούκια, γιατί όπου παιζόταν σημείωνε πάντα επιτυχία. Θυμηθήκαμε αυτές τις υπέροχες, τις μοναδικές και τις τόσο παραδοσιακές και συγχρόνως τόσο μοντέρνες φωτογραφίες της Calliope. Κι όπως τις έβλεπα, μου ήρθε στο νου η «Γκόλφω», που φέτος συμπληρώνονται 130 χρόνια από τότε που γράφτηκε. Έτσι σκέφτηκα  να δώσω έναν ρόλο από την «Γκόλφω» σε κάθε μια από τις φωτογραφίες της Calliope και από κάτω έγραψα λεζάντες σε δεκαπεντασύλλαβο, στον αθάνατο αυτό ρυθμό της γλώσσας μας. Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η Calliope! Zήτω η Γκόλφω!

Η ιστορία των ασπρόμαυρων πορτρέτων της Calliope

Όλες οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες προέρχονται από τη δουλειά της διεθνούς φήμης φωτογράφου Calliope. Η φωτογράφος με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 είχε την ιδέα και την εκτέλεση ένος πρότζεκτ με θέμα την Ελληνική Επανάσταση και ήρωες σύγχρονους επώνυμους Έλληνες ντυμένους με παραδοσιακές φορεσιές που παραχώρησε το Λύκειο των Ελληνίδων. 

Η Καλλιόπη Καρβούνη έμενε εκείνη την εποχή μόνιμα στη Νέα Υόρκη και χρειάστηκε να ταξιδέψει αρκετές φορές προκειμένου να τραβήξει τα πορτρέτα, που κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τίτλο «Παραδοσικές φορεσιές - Λύκειον των Ελληνίδων» και χορηγό το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Όλα τα πορτρέτα της σειράς θα επανακυκλοφορήσουν σε βιβλίο από τις εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ τους προσεχείς μήνες.

Σημείωση: Η φωτογραφία του Γιώργου Παυριανού είναι του Γιώργου Καλφαμανώλη.

Γιώργος Παυριανός (Ποιητής)
Έλληνες, Ελληνόπουλα, κι εσείς Ελληνοπούλες
βάλτε τα πέτσινα μπουφάν, τις μπότες, τις κουκούλες
γιατί εδώ πάνω στον Χελμό κάνει κρύο και ψόφο
κι εγώ θα σας αφηγηθώ τι έπαθε η Γκόλφω.
Ήταν σκληρή και άδικη η μοίρα αυτής της μαύρης
και θα την πω τώρα εγώ, ο ποιητής, ο Παύρης.

Μαρία Ναυπλιώτου (Γκόλφω)
Στους παλαιότατους καιρούς, εκεί πάνω στις ράχες,
μια βλάχα ομορφότερη από τις άλλες βλάχες,
η Γκόλφω η πεντάμορφη, σαν έβγαινε για βρούβες
οι δρόμοι αναστενάζανε και δάκρυζαν οι ρούγες
γιατί είχε στήθος όμορφο, κορμί σαν κυπαρίσσι
και έβαζε καλλυντικά φτιαγμένα από τη φύση.
Ήταν φτωχιά και ορφανή και δούλευε υπηρέτρα
στον Ζήση, έναν άρχοντα, που είχε καρδιά σαν πέτρα.

Νίκος Αλιάγας (Ζήσης)
Ο  Ζήσης ήταν τσέλιγκας, ήτανε κτηματίας
και είχε μπόλικα λεφτά σε τράπεζα Ελβετίας.
Είχε ως χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
κι αν του εναντιωνόσουνα, σου 'σπαγε τα καρύδια.

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Σταυρούλα)
Αυτή είναι η γυναίκα του, η αυστηρή Σταυρούλα.
Την Γκόλφω τη βασάνιζε, την είχε κάνει δούλα.
Είχε η Σταυρούλα δυο παιδιά, την ντροπαλή Αστέρω
που ήταν συμπαθητική, αλλά λιγάκι υστέρω.
Γι’ αυτό η Σταυρούλα πήγαινε μέσα στον ελαιώνα
και διάβαζε ένα εξορκισμό σε μια αρχαία κολώνα
να γιατρευτεί η κόρη της, λίγο να ημερέψει
και να βρεθεί ένας Χριστιανός να την καλοπαντρέψει.

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (Κίτσος) 
Είχε επίσης κι ένα γιο, που τονε λέγαν Κίτσο
του άρεσε το ψητό αρνί, το σνίτσελ, το παστίτσιο
και όταν πρωτοαντίκρισε την Γκόλφω να αρμέγει
ένιωσε πόθο στην καρδιά και πάει και της το λέγει.
Η Γκόλφω τον αγνόησε, του γύρισε την πλάτη
μα αυτός την κυνηγά παντού να πέσουν στο κρεβάτι.

Κατερίνα Λέχου (Αστέρω)
Να κι η Αστέρω η ντροπαλή, η μοσχοαναθρεμμένη
που ήταν μελαγχολική και λίγο αλλοπαρμένη
Δεν έτρωγε σπληνάντερο, ούτε και κοκορέτσι
ήτανε vegan φαίνεται προτού να βγει η λέξη.

Σάκης Ρουβάς (Τάσος) 
Να και ο Τάσος ο βοσκός, του Ζήση το κοπέλι
που είναι ωραίος σαν θεός, κι είναι γλυκός σαν μέλι.
Αυτόν τον ερωτεύτηκαν η Αστέρω και η Γκόλφω
και θέλανε η καθεμιά να τις φιλάει στον κόρφο.
Αυτός την Γκόλφω ήθελε και όταν την θυμόταν
έπαιζε το σουραύλι του και την ονειρευόταν.

Μαρία Ναυπλιώτου (Γκόλφω)  - Σάκης Ρουβάς (Τάσος)
Κάποια στιγμή που βρέθηκαν, για να τη συγκινήσει
της λέει «Σ’ έχω ερωτευτεί» και πάει να τη φιλήσει.
Μα η Γκόλφω τον σταμάτησε, του είπε: «Παλληκάρι,
να κάνεις όρκο φοβερό, στον ήλιο, στο φεγγάρι
πως δεν θα μ’ αρνηθείς ποτέ, πως δεν πας με άλλη
και τότε θα σου δώσω εγώ τα πλούσιά μου κάλλη!»
Ο Τάσος της ορκίστηκε κι εκείνη ξαναμμένη
ό,τι είχε πιο πολύτιμο, του το ’δωσε η καημένη.
Έτσι έβγαλαν τα μάτια τους σ’ ένα μονό ντιβάνι
μα ύστερα του ζήτησε να βάλουν και στεφάνι.
Ο Τάσος τότε έπλεξε στεφάνι από λουλούδια
κι άρχισε να της τραγουδά δημοτικά τραγούδια.
Μα η Γκόλφω ήταν έξυπνη, δεν ήταν κουτορνίθι
και ήθελε να κρατηθούν τα έθιμα και τα ήθη.
«Θέλω να πάμε στον παπά, ψηλά στον Αη-Γιάννη
κι εκει ενώπιον του Θεού, θα βάλουμε στεφάνι!»

Σμαράγδα Καρύδη (Μαλάμω)
Σαν η Σταυρούλα έμαθε του Τάσου τα χαΐρια
και είδε την Αστέρω της πεσμένη στα σανίδια
την προξενήτρα έστειλε, που όλοι την λέγαν φίδι.
Πήγε αυτή και άνοιξε το στόμα σαν ψαλίδι
και του ’λεγε: «Τι όμορφος! Τι άντρας! Τι λεβέντης!
Εσύ από γιδοβοσκός θα γίνεις τώρα αφέντης!»
Και πες και πες και πες και πες η πονηρή Μαλάμω
τον Τάσο τον κατάφερε να τον δεχτεί τον γάμο.
Και ξέχασε τους όρκους του, και τον παλιό του πόθο
που είχε για την άτυχη, την όμορφη την Γκόλφω.
Έτσι της υποσχέθηκε να πάρει την Αστέρω
και η Μαλάμω έφυγε για όλα τα περαιτέρω.
Τότε η Σταυρούλα φώναξε τον Γιάννο τον ντελάλη
να βγει σε όρη και βουνά και με φωνή μεγάλη
να πει ότι θα παντρευτούν η Αστέρω και ο Τάσος
κι ότι μετά έχει γιορτή με τον Μαζώ στο δάσος.

Γιώργος Πυρπασόπουλος (Γιάννος) - Μαρία Ναυπλιώτου (Γκόλφω)
Η Γκόλφω ήταν στο άρμεγμα, δεν άκουσε τα νέα
μετά πήγε στις φίλες της και κάθησαν παρέα.
Εκεί ο Γιάννος έλεγε σε όλους για τον γάμο
κι όταν η Γκόλφω το άκουσε, έπεσε αμέσως χάμω.

Χρήστος Λούλης (Δήμος)
Ο Δήμος, ένα σοβαρό κι ωραίο παλληκάρι
που είχε γιδοπρόβατα, λειβάδια με χορτάρι
έτρεξε και τη σήκωσε την Γκόλφω απ’ τα τσιμέντα
της έδωσε να στυλωθεί ένα λικέρ με μέντα
και ύστερα της πρότεινε να παντρευτεί εκείνον
τώρα που όλοι ήξεραν πως μύρισε τον κρίνον.
Τότε η Γκόλφω γέλασε και είπε: «Φιλαράκι,
εγώ δεν θέλω παντρειές, θέλω να πιω φαρμάκι!»

Λυδία Κονιόρδου (Βάσω)  - Χρήστος Λούλης (Δήμος)
Κι όταν η Γκόλφω έφυγε, σηκώθηκε ο Δήμος
κι απ’ τη Βασίλω ζήτησε το χέρι επισήμως.
Είχε η Βασίλω χρήματα, ήταν παλιά αρτίστα
και είχε φτιάξει στο χωριό θιάσο και ορχήστρα.
Ο Δήμος στα θεατρικά είχε μεγάλη κλίση
κι έτσι τον έβαλε ευθύς να πρωταγωνιστήσει.

Κωνσταντίνος Κακανιάς (Περιηγητής)
Ένας γνωστός περιηγητής, που ήρθε απ’ την Αγγλία
όταν πληροφορήθηκε την τραγική ιστορία
ένιωσε μέσα στην καρδιά να τον τρυπάει βέλος
άνοιξε το μπλοκάκι του και έγραψε το τέλος:
«Η Γκόλφω φαρμακώθηκε, η Αστέρω ετρελάθη
κι ο Τάσος όταν σκέφτηκε και τα δικά του λάθη
ένα μαχαίρι δίκοπο έχωσε μες στον κόρφο
και είπε να τον θάψουνε παρέα με την Γκόλφω.
Οι άνθρωποι τους χώρισαν, τους έκαναν στην μπάντα
μα ο θάνατος τους ένωσε, θα είναι μαζί για πάντα!»