- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η πρώτη έκθεση του γλύπτη Takis στην Αθήνα – Η Πέγκυ Ζουμπουλάκη αφηγείται
Η Πέγκυ Ζουμπουλάκη θυμάται τον γλύπτη Takis: Από την έκθεση του ’74 μέχρι τις αστείες στιγμές της προσωπικής και επαγγελματικής τους σχέσης
Ακούω την Πέγκυ Ζουμπουλάκη να μου διηγείται στιγμές από τη συνεργασία της με τον Takis, η ώρα κυλάει ευχάριστα αυτό το ζεστό Σαββατιάτικο μεσημέρι στον χώρο της Γκαλερί, στην πλατεία Κολωνακίου. Ο χώρος είναι άδειος από κόσμο, μόνο τα γλυπτά του Καβαλλιεράτου και του Τρανού μάς κρατούν λίγη συντροφιά μέσα στη σιωπή τους.
Πολλά χρόνια πριν, το 1974, το ζεύγος Τάσου και Πέγκυς Ζουμπουλάκη εισήγαγαν για πρώτη φορά το αθηναϊκό κοινό στον κόσμο του Takis, με μια μεγάλη έκθεση που έκανε πάταγο εκείνη την εποχή και που στην ουσία εγκαινίαζε τον νέο χώρο της Γκαλερί, ο οποίος είχε αγοραστεί ειδικά γι’ αυτό τον λόγο.
Σήμερα, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου διεθνή καλλιτέχνη και τις δύο μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις του Μουσείου Γουλανδρή σε Αθήνα και Άνδρο, ζήτησα από την Πέγκυ να μου διηγηθεί πώς οργανώθηκε η τότε έκθεση και να μου μιλήσει για τη σχέση που είχε το ζεύγος Ζουμπουλάκη με τον καλλιτέχνη. Ακούω τις υπέροχες ιστορίες της Πέγκυς, άλλες σοβαρές, άλλες αστείες, άλλες που γράφονται, άλλες που δεν γράφονται, διαλέγω να ξεκινήσω με την πιο αστεία.
Γλύπτης Takis: Ένα κόσμημα-μαγνήτης, ένας θεός της Τέχνης και μια ιστορία που μόνο η Πέγκυ Ζουμπουλάκη μπορεί να πει
Είμαστε στο 2002 και η Γκαλερί Ζουμπουλάκη παρουσιάζει τα κοσμήματα του Takis σε μια έκθεση με τίτλο «Sculptures to wear», τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς. Ήδη από τη δεκαετία του ’80 ο Takis ασχολείται μ’ αυτό τον κλάδο της Τέχνης, δημιουργώντας κοσμήματα από χρυσό, ασήμι, τιτάνιο, χαλκό, χωρίς να ξεχνά να ενσωματώνει εδώ κι εκεί υλικά πολύ πιο οικεία σ’ εκείνον, όπως οι μαγνήτες. Ένα τέτοιο κόσμημα από χρυσό και μαγνήτη προσφέρει ο Takis στην Πέγκυ Ζουμπουλάκη λίγο μετά το τέλος της έκθεσης.
Θυμάται η Πέγκυ: «Μου είχε χαρίσει ένα μαγνήτη-μπιζού για τον λαιμό, που είχε ένα σχήμα σαν μισό σουτιέν, ενώ δυο μικρές ράγες αιωρούνταν αφού τις τραβούσε ο μαγνήτης του σουτιέν-μπιζού. Έμελλε να έχει όμως μια αστεία εξέλιξη. Είμαι καλεσμένη στο σπίτι ενός φίλου με διάσημους προσκεκλημένους, τόσο διάσημους που ο φίλος βρίσκεται σε τρομερή αναστάτωση. Θεωρεί επιβεβλημένο να βγάλει από το σεντούκι όλα τα πολύτιμα σερβίτσια της μάνας του, με τις πορσελάνες και τα ασημένια μαχαιροπήρουνα, και να τα τοποθετήσει στον μπουφέ με τα εδέσματα.
Έχω φορέσει το μπιζού-μαγνήτη και καθώς πλησιάζω τον μπουφέ για να πάρω σαλάτα, σκύβω ελαφρά προς την πιατέλα και ξαφνικά, με τρομερή ταχύτητα, τα μαχαιροπήρουνα έρχονται και κολλάνε με πάταγο πάνω στο μπιζού. Γυρίζει ο οικοδεσπότης προς το μέρος μου και μένει ξερός, καθώς βλέπει όλο το σερβίτσιο της μαμάς κολλημένο στο μπιζού μου! Είχε πέσει τέτοιο γέλιο, θυμάμαι, που μετά οι φίλες μου με παρακαλούσαν να τις αφήσω να σφετεριστούν αυτή την ιστορία».
― Πώς όμως ξεκίνησε η συνεργασία του ζεύγους Ζουμπουλάκη με τον Takis;
Όταν στις αρχές του ’70 το Κέντρο Μπομπούρ έκανε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του Τakis στο Παρίσι, είχαμε πάει με τον άνδρα μου, Τάσο, και τον γιο μας, Θοδωρή, που πρέπει να ήταν 7-8 χρονών, για να τη δούμε. Όπως όλοι, μείναμε με το στόμα ανοιχτό με τα έργα –με τα «Μαγνητικά», με τα «Σινιάλα»–, αλλά εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι ο Θοδωρής είχε σταματήσει μαγεμένος μπροστά σε ένα έργο που έπαιρνες μαγνήτες, τους πέταγες και έμεναν στον αέρα. Το παιδί δεν ήθελε να φύγει.
Πιστεύω ότι τα παιδιά είναι συχνά πιο κοντά στη σύγχρονη Τέχνη απ’ ό,τι οι ενήλικες. Τότε ο Τάσος κι εγώ είχαμε συνεργασία με τον Ιόλα. Είπαμε στον Τάκη ότι θέλουμε να κάνουμε μια έκθεσή του στην Ελλάδα. Ο Ιόλας μάς υποσχέθηκε ότι θα κάνουμε την έκθεση, όταν όμως το άκουσε ο Τάκης μάς έθεσε δύο απαράβατους όρους: «Για να γίνει η έκθεση σε ελληνική γκαλερί, πρέπει ο χώρος να είναι τεράστιος και να μου αρέσει.
Τότε χτιζόταν αυτή η πολυκατοικία στην πλατεία Κολωνακίου, που στεγάζει σήμερα την Γκαλερί. Μπήκαμε από μια μικρή είσοδο και βρεθήκαμε σε ένα τεράστιο χώρο που μας μάγεψε με το μέγεθός του, το φως του, τα ψηλά ταβάνια, τον μικρό κήπο στο βάθος. Αρχίζουμε αμέσως τις διαδικασίες για την αγορά του.
Το λέμε στον Ιόλα και εκείνος προτείνει: «Θα την πάρουμε μαζί!». Τελευταία στιγμή όμως το μετανιώνει κι έτσι με δανεικά καταφέραμε να την αγοράσουμε μόνοι μας. Αυτό έγινε το 1972, αλλά χρειάστηκαν 2 χρόνια μέχρι να τελειώσουν οι εργασίες
Ήρθε ο Τάκης, είδε τον χώρο, του άρεσε και έδωσε το πράσινο φως για να προχωρήσουμε στην έκθεση, η οποία εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 1974, με διοργανωτή την «Γκαλερί Ιόλας-Ζουμπουλάκη», όπως γράψαμε, επειδή ο Ιόλας είχε βοηθήσει πολύ για την πραγματοποίησή της. Η έκθεση που είχε τεράστια επιτυχία, παρουσίαζε πάρα πολλά από τα έργα που είχαν εκτεθεί και στο Μπομπούρ – «Μαγνήτες», «Σινιάλα», έργα μεγάλων διαστάσεων κ.ά.
Η έκθεση του Takis, παραδέχεται η Πέγκυ Ζουμπουλάκη σήμερα, σηματοδότησε μια ολόκληρη εποχή. «Άρχισε ο κόσμος να ενδιαφέρεται για πράγματα που τα έβλεπε για πρώτη φορά και που, ενώ ενδεχομένως δεν τα καταλάβαινε, εντούτοις τον γοήτευαν». Γι’ αυτό και στα εγκαίνια έγινε πανικός. «Η αίθουσα είχε τόσο κόσμο, που δεν μπορούσαν να κατέβουν ούτε τα σκαλιά. Γέμισε η πλατεία με κόσμο, γέμισε το Ελληνικό που ήταν δίπλα, ακόμα αμφιβάλλω για το πόσοι κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τα έργα του Τάκη εκείνη τη βραδιά. Δίπλα στον κόσμο και όλη η αφρόκρεμα της τότε κουλτούρας και όλη η ελληνική ελίτ –πολύ διαφορετική από τη σημερινή–, ο Ακριθάκης, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Ελύτης, για να θυμηθώ μόνο μερικούς».
Μέσα στις επόμενες δεκαετίες ακολούθησαν άλλες δύο εκθέσεις του Takis που έκανε η Γκαλερί Ζουμπουλάκη στην Αθήνα, η μία με τα μουσικά έργα του καλλιτέχνη και η άλλη με τα κοσμήματά του.
Η επαγγελματική τους σχέση γρήγορα εξελίχτηκε σε φιλία. «Πηγαίναμε με τον Τάσο και τον βλέπαμε στο σπίτι του στο Γεροβουνό. Σ’ ένα υπέροχο σπίτι που απέπνεε την ατμόσφαιρα ενός ανθρώπου τον οποίο έμοιαζε να τον ενδιαφέρει μονάχα η δουλειά του. Τότε ζούσε με τη σύντροφό του, την Ντο, μια πολύ συμπαθητική γυναίκα που τον φρόντιζε. Η Ντο είχε φτιάξει υπέροχα το σπίτι τους, είχε δαμάσει τον χαοτικό του χαρακτήρα, τον είχε οργανώσει με αξιοθαύμαστο τρόπο. Είχε και μεγάλη αγάπη προς την κόρη μας, τη Δάφνη», θυμάται η Πέγκυ.
«Πηγαίναμε σε εστιατόρια. Αργότερα που κατέβηκε στο σπίτι στο Κολωνάκι τα ραντεβού μας τα δίναμε στη Βιβλιοθήκη, εδώ στο καφέ της πλατείας, γιατί τότε έκανε δίαιτα ο Τάκης και πίναμε μόνο το κρασάκι μας. Μια μέρα ήρθε στο καφέ κρατώντας μια ζώνη μαγνητική, που μου την έκανε δώρο ισχυριζόμενος ότι θα διορθώσει τη μέση μου, επειδή του είχα πει ότι υποφέρω».
― Λένε ότι ο Takis ήταν πολύ σκληρός στις διαπραγματεύσεις του. Ίσχυε αυτό και για εσάς;
Ισχύει, ήταν δύσκολος. Εμείς βέβαια δεν είχαμε ποτέ τέτοιου είδους προβλήματα. Ο Τάσος, άνθρωπος ήρεμος και μειλίχιος, μπορούσε να χειριστεί θαυμάσια τον χαρακτήρα του Τάκη. Προσωπικά μιλώντας, τον Τάκη τον είχα σαν θεό. Μου άνοιξε έναν άλλο κόσμο για την Τέχνη, έναν άλλο ορίζοντα για να βλέπω την Τέχνη. Και αυτό θα του το χρωστάω για πάντα.
Μοιάζει συγκινημένη και είναι ειλικρινής. Στα δεκατόσα χρόνια που την ξέρω, στις άπειρες φορές που έχω επισκεφτεί το σπίτι της, το πιο καλαίσθητο σπίτι των Αθηνών, έχω δει έργα τέχνης να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν από τους τοίχους του με ταχύτητα φωτός. Ο τοίχος όμως που φιλοξενεί το θηριώδες έργο του Takis, ένα τεράστιο μαγνητικό τοίχο στο χρώμα του αυγού, μένει ακίνητο, αναλλοίωτο και αγέρωχο όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει.