Ο διεθνώς καταξιωμένος χορογράφος μιλάει για το νέο έργο του «Thrice», που θα δούμε στις 23/7 στο 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
26°

Ο γλύπτης Takis όπως τον έζησα: Ήξερε πάντα να σε πετά από ψηλά και να σου λέει «Μπορείς»
Γλύπτης Takis: Ο εικαστικός που έκανε την Τέχνη του όπλο, τη μοναξιά του σπίτι και το χρυσάφι του πάθος
Ήµουν δευτεροετής στο πανεπιστήµιο, το 1982, όταν µια νύχτα, αργά, ο Μίνως Αργυράκης, εν µέσω µιας βεγγέρας, θυµάται πως την εποµένη είχε υποσχεθεί στον παιδικό του φίλο Takis, µια βοηθό, που ξέχασε φυσικά να αναζητήσει. Ποτέ µου δεν είχα ξαναδεί τον Μίνω σε πανικό, φαινόταν ότι πολύ τον φοβόταν αυτόν τον Takis, που µόλις είχε καταφτάσει από το Παρίσι. Από όλη την οµήγυρη, πέφτει ο κλήρος σε µένα, καθώς ήµουν η µόνη γαλλοτραφής. «Μη φοβάσαι», µου λέει, «δεν θα σε πάρει, αλλά εγώ πρέπει κάποιον να του παρουσιάσω.
Θα µας ταΐσει ωραία κεφτεδάκια, θα φάµε, θα πιούµε και θα φύγουµε». Τον Takis ποτέ µου δεν τον είχα ακούσει, εξάλλου τι όνοµα κι αυτό για έναν τεράστιο, διεθνή γλύπτη, όπως µου τον είχε συστήσει ο Μίνως, σχεδόν µε µοµφή που αγνοούσα την ύπαρξη και το µέγεθός του. Την εποµένη, µετά από µια µαρτυρική διαδροµή –τρία λεωφορεία και µια µεγάλη ανάβαση, κάθετη σαν απογείωση–, προσγειωθήκαµε στην κορυφή του Γεροβουνού. Άραγε, Γέρικο ή Ιερό βουνό; Μια µεταλλική πόρτα µάς αποκάλυψε ένα στρογγυλό κτίσµα, από ακατέργαστο µπετόν µέσα έξω, δυσθεώρητα ψηλοτάβανο, χωρίς δωµάτια, ηµιτελές µέσα στη δική του προσωπική τελειότητα.
Έζησα πλάι στον γλύπτη Takis: Η Τέχνη, η μοναξιά και οι δαίμονες ενός μεγάλου Έλληνα που κατέκτησε το Παρίσι
Τι ζώδιο είσαι, δεσποινίς;
Η 19χρονη φοιτήτρια που ήµουν τότε, ποτέ της δεν είχε αντικρίσει κάτι ανάλογο και ούτε έµελλε να ξαναδεί στη ζωή της – ως τώρα τουλάχιστον. Στον κήπο δάση από «Σινιάλα» και «Λουλούδια» ορθώνονταν σχεδόν ως τα σύννεφα – σκληρά, ατσάλινα, µεταλλικά αλλά και εύθραυστα συνάµα, σαν µικρές πνοές ανέµου, σαν αναστεναγµοί. Στη µέση της βεράντας ένας κύριος βαρύς, κατηφής, σχεδόν αµίλητος, κάπνιζε αρειµανίως κοιτώντας στο πουθενά. «Τι ζώδιο είστε, δεσποινίς;» Μία και µοναδική ερώτηση. «Κριός». «Κριός είναι ο Ιόλας και ο γιος µου. Σας προσλαµβάνω». Ο Μίνως κοντεύει να πέσει από την καρέκλα του. Όπως µου λέει µετά: «Αυτός κρατάει τον λόγο του, δεν είναι σαν κι εµάς. Το εννοεί».
Στο Γεροβουνό
∆εν ήταν η ανάγκη της επιβίωσης που µε έβαλε, από τις 6 το πρωί την επόµενη µέρα, στην περιπέτεια του Γεροβουνού, στη µέση µιας ακατοίκητης, υποβαθµισµένης και άγονης περιοχής, που τότε στέγαζε κάποιους φτωχούς µεροκαµατιάρηδες και στα περίχωρά της καταυλισµούς Ροµά. Αυτή που, απ’ όλες τις περιοχές της Αττικής, επέλεξε ο ζάµπλουτος Παριζιάνος εικαστικός για να χτίσει το παράξενο παλάτι του, το οποίο είχε κάτι από διαστηµόπλοιο. ∆εν ήταν ότι δεν µπορούσα να πω όχι. Ήταν ότι ο πρώτος παγκόσµια «µαγνητικός» γλύπτης διέθετε τη δύναµη του πιο ισχυρού ηλεκτροµαγνήτη. Το Όχι δεν υπήρχε ως απάντηση για τον Takis. Αν είχες τα κότσια να το πεις, θα έπρεπε να το πληρώσεις ακριβά και µε όλη την εκδικητικότητα του Σκορπιού, όπως θα διαπίστωνα στη συνέχεια.
Παιδί µου, θα αυτοκτονήσω
Οι επαγγελµατικές µου υποχρεώσεις ποτέ δεν καθορίστηκαν ακριβώς. Γρήγορα συνειδητοποίησα πως ο Takis είχε φοβία µε το τηλέφωνο, µε τους λογαριασµούς και µε οτιδήποτε πρακτικό αυτής της ζωής. Αν του πήγαινες τη ∆ΕΗ νωρίς το πρωί, πάθαινε υστερία – οι λογαριασµοί έπρεπε να εµφανίζονται µε τρόπο, µετά το πρώτο ποτήρι κρασί του µεσηµεριανού του. Για κάθε τηλέφωνο έπρεπε να προετοιµαστεί ψυχολογικά, βηµατίζοντας πάνω κάτω σαν θηρίο σε κλουβί, προετοιµάζοντας µέσα του τον διάλογο.
Στον υπόλοιπο χρόνο έπρεπε να βάλω µια τάξη στα ατελιέ του. Εκεί, ανάµεσα σε αράχνες και περιττώµατα τρωκτικών, άρχισα να ανακαλύπτω σκισµένες σελίδες, παλιά σηµειωµατάρια, γραµµένα µε µια ιερογλυφική γραφή-οπτικό αριστούργηµα, που όµως αποκάλυπτε έναν άνθρωπο ο οποίος δεν είχε περάσει από σχολείο και ποτέ του δεν έµαθε ορθογραφία. Οι πίσω του σελίδες, θραύσµατα ζωής. Σπαρακτικής, σχεδόν τροµακτικής. Σιγά σιγά έµαθα να τα αποκρυπτογραφώ, να τα µεταγράφω. Πολλές δεκαετίες αργότερα, έµελλε να τα συνθέσω στην αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Το βράδυ, όταν έφευγα, τον έβρισκα ολοµόναχο, µε ένα ουίσκι πλάι στο τζάκι του, να ακούει στη διαπασών την «Τραβιάτα» µε την Κάλλας. Ήταν µια µοναξιά που σου ξέσκιζε την ψυχή. Σιγά σιγά άρχισε να µε καλεί να µοιραστώ ένα ποτήρι µαζί του. ∆εν είχα βάλει ποτέ αλκοόλ στο στόµα µου, αλλά τον φοβόµουν πολύ για να αρνηθώ. Μια τέτοια βραδιά, σπάει τη σιωπή του µε ένα: «Παιδί µου, θα αυτοκτονήσω». Ήταν της µόδας τότε οι τάσεις αυτοκτονίας, µας έδιναν µοιραίο στιλ, αυτός όµως ένιωσα ότι το εννοούσε.
Και από κείνη τη στιγµή, έγινε το προσωπικό µου στοίχηµα: να µην τον αφήσω να το κάνει. Γι’ αυτό ποτέ δεν τον «θαύµασα». Γιατί από την αρχή ήξερα πόσο τρωτός και απέραντα απελπισµένος ήταν. Με µισούσε που περνούσα καλά, που διασκέδαζα, που ξενυχτούσα. Όταν ήξερε πως θα βγω το βράδυ, την εποµένη, όταν, άγρυπνη από τις 6, έφτανα µετά από όλη την περιπέτεια στο βασίλειό του, µε περίµενε στην πόρτα λέγοντας: «Έπρεπε να είσαι εδώ στις 8. Είναι 8 και 3, δεν σου ανοίγω, να φύγεις». Και φυσικά, δεν άλλαζε γνώµη. Εκείνος, έλεγε, δεν ήξερε να ζει και δεν κατάφερε ποτέ να το µάθει. Μόνο να σκέφτεται και να κάνει τέχνη. Και αυτό δεν τον έκανε ποτέ ευτυχισµένο.
Ένας γκάγκστερ µε Cerutti
Όσα τον έκαναν ευτυχισµένο: ένα δείπνο µε καλό κρασί και καλή παρέα, στην Coupole, στην Closerie des Lilas, ενίοτε στον Βιετναµέζο της γειτονιάς. Αποκλειστικά. Οι πειραµατισµοί δεν του άρεσαν. Κάθε πρωί έφτιαχνε την ίδια νερόβραστη σούπα, νερό και τραχανά, µνήµη από τα χρόνια της πείνας. Μια ρέγκα που κάπνιζε σε εφηµερίδα – µια φορά έβαλε φωτιά στην κουζίνα. Οι ελιές και η λακέρδα. Η σιέστα του. Οι ατέλειωτες ταινίες που έβλεπε καθηµερινά. Με προτίµηση στις γκαστερικές. Έκλεβε κόλπα, κατά βάθος τ’ όνειρό του ήταν να είναι γκάγκστερ και να φοράει Cerutti, την αγαπηµένη φίρµα της Μαφίας. Το καθηµερινό του περπάτηµα, δεκάδες χιλιόµετρα µε κείνο το ταχύ, νευρικό βήµα, µε τον τεράστιο διασκελισµό και τους σκυφτούς ώµους και το τσιγάρο πάντα κολληµένο στα χείλη. Κατάπινε τα χιλιόµετρα σαν να τον κυνηγούσαν.
Οι δικές του µαργαρίτες
Μια µέρα, άνοιξη ανθισµένη, περπατούσαµε στον Πύργο Βασιλίσσης. «Τι βλέπεις γύρω σου;», µε ρωτάει. Εγώ έβλεπα µόνο λουλούδια. «Είναι τα “Λουλούδια” µου, από δω τα εµπνεύστηκα». Ποτέ δεν είχε πάει ο νους µου πως οι ατσάλινοι «µίσχοι», µε το δυσθεώρητο ύψος και τα γρανάζια, ήταν η δική του εκδοχή µιας µαργαρίτας. Τα λιβάδια της –ελάχιστης– παιδικής του ξενοιασιάς. «Τέχνη κάνεις µε ό,τι έχεις δίπλα σου», αυτό µου έµαθε. Εγώ αντικατέστησα την τέχνη µε τη ζωή, που µου πήγαινε καλύτερα. Και όταν ξεκίνησε, νηστικός και απένταρος, µε κρίσεις επιληψίας από την πείνα, το µόνο που µπορούσε να βρει µε ελάχιστες δεκάρες, ήταν άφθονα σιδερικά, αποµεινάρια του πολέµου, στις µάντρες του Κόκκινου Μύλου. Μ’ αυτά τα σιδερικά και τους µαγνήτες κίνησε ξυπόλητος για το Παρίσι.
Τέχνη για να εκδικηθεί
Στην ουσία, ο Takis έκανε τέχνη για να εκδικηθεί: τους αστούς διανοούµενους καλλιτέχνες του Μπραζίλιαν που τον χλεύαζαν και τον περιφρονούσαν, τη µητέρα του για την τρυφερότητα που του στέρησε, την κατάρρευση της οικογένειάς του που του στέρησε τη µόρφωση, τον πόλεµο που του στέρησε την τροφή, τις γυναίκες που του στέρησαν την αγάπη τους, γιατί δεν είχε παπούτσια να φορέσει. Έκανε τέχνη για να την πετάξει στα µούτρα των αστών και των πλουσίων, τους οποίους µισούσε θανάσιµα. Για κείνα τα χρόνια δεν ήθελε να µιλάει. Η πληγή ήταν πάντα ανοιχτή µέσα του, µια πληγή που εκδηλωνόταν µε έναν αιώνιο πυρετό. Το βλέµµα του είχε πυρετό, τα τεράστια, υπέροχα χέρια του πάντα έτρεµαν, όλη του η ύπαρξη έκρυβε πόνο, ταραχή και µια απίστευτη λαχτάρα να πάρει το αίµα του πίσω. Όλες οι επιτυχίες ήρθαν στα πόδια του. Το αίµα του δεν το πήρε ποτέ πίσω. Η κρύα εκδίκηση δεν σε χορταίνει ποτέ.
Το χρυσάφι µε καβλώνει
Όλη του η ζωή ήταν µια δυστοπία, που την πάλευε µε µελέτες και θεωρίες και µε ατέλειωτες ηθεληµένες στερήσεις. Με σιδερένια υγεία, κάθε τρεις και λίγο αποφάσιζε να κόψει το τσιγάρο και το φαγητό, απλά επειδή ήταν ό,τι αγαπούσε περισσότερο στον κόσµο. Ο τρόπος που το έκανε, µαζοχιστικός, ένα ατέλειωτο αυτοµαστίγωµα, καθώς πάντα επέλεγε για όλα το πιο δύσβατο µονοπάτι. Μαζί του έπρεπε όλοι να λιµοκτονούµε, µετρώντας µε µαθηµατική ακρίβεια τις θερµίδες ενός µαρουλόφυλλου. ∆εν ξέρω αν τελικά αγαπούσε περισσότερο τη δόξα ή το χρήµα, γιατί όταν τον γνώρισα ήταν ήδη χορτασµένος από επιτυχία. Από χρήµα δεν χόρτασε ποτέ. Το χρήµα ήταν για κείνον µια απόδειξη αγάπης και εκτίµησης.
Κάποτε αποφάσισε να κάνει κοσµήµατα στην Ελβετία. Από καθαρό, σαν ήλιο, χρυσάφι. Για καιρό πηγαινοερχόµασταν µε τις τσάντες γεµάτες ράβδους χρυσού και νοµίζω πως ποτέ δεν τον είδα πιο χαρούµενο. Μια µέρα απλώσαµε τη φρέσκια παραγωγή στο κρεβάτι του Richemond, του πιο εκλεκτού ξενοδοχείου της πόλης. ∆εκάδες ολόχρυσα κοσµήµατα απλωµένα παντού κι εκείνος να χορεύει ολόγυρα µε µια σαµπάνια στο χέρι, µεθυσµένος από τη θέα τους. «Το χρυσάφι µε καβλώνει». Το ίδιο ευτυχισµένος ήταν όταν έφτασε στο σπίτι η προκαταβολή µιας µεγάλης αγοράς. ∆εν ξέραµε πού να βάλουµε τόσο χρήµα: έκανε σαν µωρό όταν κατεβάσαµε κάθε κατσαρόλα και τηγάνι και το γεµίζαµε ως πάνω µε δολάρια.
Μπορώ να σας δω µόνο στις 5 το πρωί και µόνο για µισή ώρα
Τη δόξα, πάλι, τη χρησιµοποιούσε αλλιώς. Με καψόνια που υποσυνείδητα χρησιµοποιούσε ως ερωτήσεις. Πόσο µεγάλος πιστεύεις ότι είµαι; Ή, για να χρησιµοποιήσω τον δικό του τρόπο έκφρασης, όταν τον έπιανε η µεγαλοµανία να µιλά για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο: «Πόσο τεράστιος πιστεύεις ότι είναι ο Takis;». Επειδή όλα, ακόµη και τα πιο απλά, τα στριφογύριζε µέσα από περίτεχνους, βασανιστικούς λαβύρινθους, θα αρκούσε απλά να ρωτήσει: «Πόσο µ’ αγαπάς;».
Όπως όταν το γαλλικό κράτος του έκανε τη µεγάλη τιµή να εγκαινιάσει το ολοκαίνουργιο Μουσείο του Jeu de Paume, µε µια τεράστια αναδροµική του. Ο διευθυντής του, ένας κουλ νεαρός διανοούµενος και µεγάλη µορφή της Ιστορίας της Τέχνης, θαρρώ πως δεν ήξερε πού έµπλεκε όταν του το ζήτησε. Η ζωή της οµάδας του και η δική του, για δύο χρόνια, µέχρι τα εγκαίνια, µεταµορφώθηκε σε βασανιστήριο. Σε κάθε συνάντηση που του ζητούσαν έβαζε και µια µεγαλοπρεπή απαίτηση: «Μπορώ να σας δω µόνο στις 5 το πρωί και µόνο για µισή ώρα». Εκείνοι τον ευχαριστούσαν και απλά ερχόντουσαν στις 5 το πρωί, φρέσκοι, χαµογελαστοί και µε ζεστά κρουασάν.
«Για να έρθω στα γραφεία σας, θέλω να µου στείλετε λιµουζίνα». Στη δεδοµένη ώρα, µια αστραφτερή λιµουζίνα περίµενε έξω από το σπίτι του. Στα εγκαίνια, τελευταία στιγµή τους ξεφούρνισε πως δεν πρόκειται να εκτεθεί ως έργο τέχνης µπροστά στα πλήθη και πως θέλει να του ετοιµάσουν ένα δωµάτιο υπερυψωµένο, µε θέα στην έκθεση, σαµπάνιες και χαβιάρι µπελούγκα, µε ζεστά µπλινίς. Όλα έγιναν όπως τα επιθύµησε. Οι Γάλλοι αντιµετωπίζουν τον καλλιτέχνη τουλάχιστον σαν Θεό, οι ιδιοτροπίες και οι εκκεντρικότητες δεν τους πτοούν όταν πίσω τους µπορούν να αναγνωρίσουν µια πανανθρώπινη Αλήθεια.
Με το τέλος της έκθεσης, ο Takis νοίκιασε µια τεράστια βίλα πάνω στη θάλασσα, σε µια εξοχή του Μόλυβου της Μυτιλήνης, έβγαλε τέσσερα αεροπορικά για τον διευθυντή και την οικογένειά του και τους την παρέδωσε για ένα µήνα, ώστε να κάνουν τις διακοπές τους. Είχε φροντίσει να έχουν αυτοκίνητο, µαγείρισσα, υπηρετικό προσωπικό. Είχαν απαντήσει στο «πόσο µ’ αγαπάς». Και η αγάπη τον Takis τον έκανε αλοιφή. Όπως µπορούσε να τον εξοργίσει ή να τον βυθίσει στην κατάθλιψη κάθε χαµένη αγάπη.
Η Ντο
Όταν τον γνώρισα, µόλις τον είχε εγκαταλείψει η Ντο, η πεντάµορφη Γερµανίδα τελευταία γυναίκα του. Ο Takis είχε πιστέψει πως η Ντο δεν θα έφευγε ποτέ από κοντά του. Αυτή, για είκοσι χρόνια, ήταν ο τοίχος ανάµεσα σε κείνον, τον κόσµο και την καριέρα του. Είχε αναλάβει µε απόλυτη γερµανική οργανωτικότητα όσα εκείνος έτρεµε: έχτισε την καριέρα του, τον νοικοκύρεψε, τον έβαλε να αγοράσει σπίτια, τα διακόσµησε, τα οργάνωσε, άνοιξε λογαριασµούς στις τράπεζες.
Μαζί της πέρασε από τη ζωή του αιώνιου νοµάδα-πλάνητα, που κοιµόταν εδώ κι εκεί, στο αστικό, έστω και εκκεντρικό, στάτους του επιτυχηµένου παγκοσµίως καλλιτέχνη. Κάποτε εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει κανένα µήνυµα. Ο Takis την περίµενε κάθε µέρα. Και κάθε µέρα βυθιζόταν πιο πολύ στο σκοτάδι. Κατά βάθος δεν άντεχε άλλη µια «προδοσία», αλλά ούτε και το γεγονός πως πλέον έπρεπε να σηκώνει µόνος του το τηλέφωνο. Τότε πηγαινοερχόµασταν στο Παρίσι.
Άδειο σπίτι
Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, φτάνουµε από το αεροδρόµιο και µου δίνει τα κλειδιά του να ανοίξω – φυσικά του ήταν κάτι σαν άθλος να ξεκλειδώσει µια πόρτα. Εκείνη τη στιγµή θα ’θελα από µια µικροκαµωµένη Ελένη να γίνω το Σινικό Τοίχος, να µπω µπροστά, να του κρύψω τη θέα, να µη δει. Και οι τρεις όροφοι ενός µαγικού διαµερίσµατος άδειοι. Μόνο µια ψάθινη λερωµένη µοκέτα από τοίχο σε τοίχο, µόνο ένα σκούρο περίγραµµα στους τοίχους, εκεί όπου άλλοτε κρεµόντουσαν έργα τέχνης αµύθητης αξίας, έργα των φίλων του και εξίσου διάσηµων ζωγράφων.
Η Ντο είχε αδειάσει όλο το σπίτι όσο έλειπε. Είχε αδειάσει την κοινή τους ζωή. Είχε αδειάσει όλα όσα έχτισαν µαζί. Τον είχε αδειάσει. Κάπνισε ένα πακέτο τσιγάρα πηγαίνοντας πάνω κάτω, σιωπηλός σαν ταύρος που µόλις έχασε τα κέρατά του. Από τότε αγάπησε τα ξενοδοχεία. Νοίκιαζε σουίτες σε κάθε πόλη, πάντα στο καλύτερο, στο ακριβότερο, στο πιο µπαρόκ, στο πιο ιστορικό. Αναπτύσσοντας θεωρίες για τη σηµασία του room service στη ζωή του ανθρώπου.
Από το Κάιρο στο Ασουάν
Μέσα του πάντα κάτι πάλευε: τα µυστήρια της ζωής και του θανάτου, τη φθορά, την ευτυχία, το βαθύτερο νόηµα, το «υπερπέραν». Έκανε τα πάντα, τα δυνατά και τα αδύνατα, για να κοπάσει µέσα του τον πυρετό, να χαρίσει στην ανθρωπότητα τις ανακαλύψεις του. Όσο µεγάλωνε, η Τέχνη από µόνη της δεν του ήταν αρκετή. Για την ακρίβεια, της είχε γυρίσει την πλάτη. Τον βοηθούσαν οι Ορφικοί, ο Πλάτωνας, µετά η Αίγυπτος. Φορτωµένοι βιβλία, ξεκινούσαµε το ετήσιο προσκύνηµα, από το Κάιρο ως το Ασουάν. Πάντα είχε έναν δικό του τρόπο να βλέπει τους Αιγύπτιους θεούς σαν δικούς του ανθρώπους, εξωγήινους, µε το βλέµµα πάντα ψηλά, στον πλανήτη που έχασαν.
Αυτό το ετήσιο ταξίδι ήταν σαν επίσκεψη στους τάφους των µόνων συγγενών που αναγνώρισε ποτέ. Έµενε για ώρες µέσα στη Μεγάλη Πυραµίδα, πιστεύοντας ακράδαντα στον µαγνητισµό και τη θεραπευτική της δύναµη. Ρόλος µου να καταγράφω. Κοσµοθεωρίες που έµπλεκαν µέσα τους όλο το ταξίδι, από τους Ασσύριους ως τη δική του εσωτερική πάλη. Οι θεωρίες γινόντουσαν πράξη, στον κήπο του Γεροβουνού έσκαβε τάφους, έµενε µέσα ζωσµένος χειροπόδαρα µε µαγνήτες, που πίστευε πως τον οδηγούσαν σε ένα µείγµα από Υγεία και Αθανασία.
Πλάι στον Μιτεράν και τον Ζακ Λανγκ
Παιδευόταν και µας παίδευε, θέλοντας να µας χαρίσει την αθανασία. Για κείνον ο καλλιτέχνης έπρεπε να είναι µύστης, ακούραστος εργάτης στην ανακάλυψη του µυστηρίου που είναι ο άνθρωπος. Σακατεµένος εκείνος, πάλεψε να βρει µια θετική απάντηση για όλους µας. Τελικά, µας έδωσε πολλά. Αλλά όχι αυτά που νόµιζε. Πλάι του διδάχτηκα τη φιλία, την προσφορά και τα όρια-που δεν υπάρχουν. Ήξερε πάντα να σε πετά από ψηλά και να σου λέει «µπορείς!». Όπως όταν ανέλαβε ένα τεράστιο κρατικό έργο, ένα δάσος από τα «Φωτεινάσινιάλα» του, στον άξονα των µεγάλων µνηµείων της πόλης του Παρισιού.
Το φως τους, σηµατοδοτούσε την από βορρά είσοδο στην Πόλη του Φωτός. Ύψιστη τιµή, την οποία καταχάρηκε για λίγο και την ανταπέδωσε µε ένα πρόχειρο σκιτσάκι βιαστικά καµωµένο. «Πάρτε και κάντε το», ήταν η εντολή σε µένα και τον βοηθό του, τον εικαστικό Χρήστο Τζίβελο. Ακόµη και σήµερα δεν ξέρω πώς κατάφερα να τα βγάλω άκρη µε τις έρευνες, τις απίστευτες µελέτες που χρειάστηκε να γίνουν, να µάθω τις ορολογίες, να δουλεύω πλάι στον Μιτεράν και τον Ζακ Λανγκ, στα 20 µόλις χρόνια µου και µε κανέναν επίσηµο τίτλο στο βιογραφικό µου. Ένα «µπορείς!» κυκλοφορεί από τότε και για πάντα στο αίµα µου.
Η δωρεά του Γεροβουνού στο κράτος
Από νέος, δεν έβαλε ποτέ νερό στο κρασί του. Από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του και το πέρασµά του από τη Νέα Υόρκη, πάλεψε για τα δικαιώµατα των καλλιτεχνών, µε επαναστατικές για την εποχή performances, όπως όταν έκλεψε τα έργα του από το Moma, για να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώµη. Και πάντα, όση αναγνώριση και να εισέπραξε, µέσα του κατοικούσε µια δυσπιστία για τους εµπόρους, τις γκαλερί και τα µουσεία. Όπως κατοικούσε και µια αιώνια πίστη και αφοσίωση σε όσους τον βοήθησαν στα δύσκολα πρώτα χρόνια.
Ήθελε να βοηθήσει τους νέους καλλιτέχνες, να τους δώσει ένα βήµα. Και κάπως έτσι, αποφάσισε να δωρίσει το Γεροβουνό στο κράτος, να το µεταµορφώσει σε Ίδρυµα για τις τέχνες και τις επιστήµες. Γολγοθάς µπλεγµένος µέσα σε µια ανούσια γραφειοκρατία, που δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ χωρίς τη βοήθεια της Μελίνας και της Μένης Μαλλιώρη. Το είχε σκυλοµετανιώσει πολλές φορές, αλλά δεν ήταν και από κείνους που θα άφηναν κάτι ταπεινό στα µάτια του, όπως ένα αφηρηµένο «κράτος», να µην κάνει το δικό του.
Όταν τα καταφέραµε, ως διευθύντρια αποφάσισα να το εγκαινιάσουµε µε µια µεγάλη έκθεση νέων Ελλήνων καλλιτεχνών. ∆ούλεψα σκληρά και µε αυταπάρνηση ώστε να γίνουν όλα σωστά, πιστεύοντας πως του ετοιµάζω το µεγαλύτερο δώρο. Πως κρύβοµαι πίσω από το όνειρό του για να του το προσφέρω σαν µια απτή πραγµατικότητα. Και όλα πήγαν περίφηµα. Χιλιάδες κόσµος στα εγκαίνια. Μια µαγεία, να βλέπεις τα έργα των παιδιών να µπλέκονται µε τα δικά του «Σινιάλα», µε τη δική του ζωή. Μια αόρατη σκυτάλη ανάµεσα στο Τώρα και το Μετά, καµωµένη από πολλές διαφορετικές διαλέκτους για να εκφράσεις την Τέχνη.
Την επόµενη ηµέρα, περίµενα µε καρδιοχτύπι σαν καλή κόρη το «µπράβο» του µπαµπά. Βρήκα µπροστά µου όλα τα ηφαίστεια της γης σε έκρηξη. Αυτή την εισβολή στο προσωπικό του ιερατείο, δεν την άντεξε. Το πρωθύστερο είναι δύσκολο να το αντιµετωπίσεις. Μέσα από την εκδήλωση µιας βραδιάς είδε το Μετά από κείνον να ξετυλίγεται τρισδιάστατο µπροστά του. «Τι µου κουβάλησες όλους τους µαντραχαλαίους εδώ µέσα;», µου πετάει για τους καλλιτέχνες που ένθερµα ήθελε να βοηθήσει. Και αυτό, θαρρώ, ήταν χειρότερο και από τον θάνατο. Η σκυτάλη των νέων αγοριών. Η ζήλια του αρσενικού Σκορπιού, που µέσα από τον καθρέφτη των επόµενων βλέπει πως δεν είναι πια ο ωραίος σαν Έλληνας, ο παράξενος και πυρετώδης Γανυµήδης, που τόσο λάτρεψαν και προστάτεψαν οι ιέρειες της τέχνης των Παρισίων και της Νέας Υόρκης. Μου απαγόρευσε ρητά κάθε δηµόσια εκδήλωση.
Αυτός ήταν ο γλύπτης Takis: Μοναχικός, ιδιοφυής, εκρηκτικός και πάντα απρόβλεπτος
Αν µάθω ότι κάνεις παρέα µε την Ελληνιά...
Τα καψόνια ήταν το αγαπηµένο του παιχνίδι, η διασκέδασή του. Ο συλλέκτης που εξέφραζε ενδιαφέρον να αγοράσει ένα έργο του έπρεπε να καταθέσει ένα αστρονοµικό ποσό στην τράπεζά του, µόνο και µόνο για να µπορέσει να δει τα έργα του. Η διαπραγµάτευση ήταν άλλο ένα µαρτύριο για τον πελάτη, τον συλλέκτη, τον γκαλερίστα. Ο κύκλος του περιλάµβανε ελάχιστους ανθρώπους. Όποιος κι αν ήσουν, ό,τι κι αν ήσουν, δεν υπήρχε περίπτωση να τον συναντήσεις και είχε πολλούς προσβλητικούς τρόπους στο µανίκι του για να αποκρούει όσους τολµούσαν να του πιάσουν κουβέντα. Όταν ζούσαµε στο Παρίσι, µου το είχε δηλώσει ευθαρσώς: «Αν µάθω ότι κάνεις παρέα µε την Ελληνιά, θα σε στείλω πίσω µε το πρώτο αεροπλάνο».
Σιχαινόταν τα «γκέτο», την παροικία, τον χριστιανισµό, τις εθνικότητες, τους πλούσιους, τους βολεµένους, τις οικογένειες. Τον εαυτό του τον ήθελε µόνο «Πολίτη του κόσµου». Αγαπούσε τους απλούς ανθρώπους, τους λαϊκούς, τους παράξενους, τους έξω από τα όρια. Μα πιο πολύ απ’ όλα, τα κορίτσια. ∆εν τον ένοιαζε αν ήταν όµορφα ή έξυπνα. Αρκεί να κυκλοφορούσαν παντού γύρω του, σαν υπόσχεση ζωής, σαν οµορφιά, σαν «µαθήτριες». Το σεξ δεν ήταν ποτέ ο στόχος του. Εκείνος ήταν άντρας παλιάς κοπής και µαζί άντρας εξωγήινος και µάλλον, τελικά, ντροπαλός. Τον έρωτα τον προτιµούσε διάχυτη αύρα, ρέουσα ηδονή, µια κλεφτή µατιά µιας νεράιδας που παίρνει το µπάνιο της στην πισίνα του. Του έφτανε αυτό. Το διάχυτο, το πλατωνικό.
Ο Εκείνος
Και τα κατάφερε να φύγει όπως ήθελε. Περιτριγυρισµένος από νιάτα και οµορφιά. Κάποτε, από λάθος των γιατρών, που δεν πήραν χαµπάρι το πρόβληµα µε τον θυροειδή του, κατέληξε σε κώµα, στην Εντατική. Όταν πήγαµε να τον δούµε, κάτω από τα σεντόνια έβγαινε ένας καπνός. Θορυβηµένοι νοµίσαµε πως κάτι έπαθε κάποιο µηχάνηµα. Πλην, όµως, όχι. Απλά, µε τρόπο που δεν καταλάβαµε ποτέ, στην Εντατική µπήκε µε τα τσιγάρα του, τα οποία κάπνιζε αρειµανίως. Τότε πίστεψα πως δεν θα πεθάνει ποτέ. Και κάπως έτσι έγινε. ∆εν τον έκλαψα, δεν τον θρήνησα, δεν µου έλειψε. Γιατί στα είκοσι, κοντά, χρόνια µαζί του, είχα γίνει Εκείνος.
Δειτε περισσοτερα
Τι συμβαίνει όταν ανοίγουν τα στούντιο και ο θεατής περνά το κατώφλι της δημιουργίας;
Τρεις ωραίες ιστορίες σε μια πρόσκληση εγκαινίων – κι ένα νησί όνειρο
Η μεγαλύτερη ανάπλαση της νεότερης Ελλάδας χτίζεται πάνω σε στρώματα ιστορίας
Μια αναδρομή στη ζωή της απόλυτης ντίβας της μαύρης αμερικανικής μουσικής λίγο πριν τη συναυλία της στο Καλλιμάρμαρο
Μια μεγάλη εξομολόγηση για τη μουσική, τη ζωή του, την Πάρο και το νέο του άλμπουμ «Τα Θαλασσινά του Πάριου» που έγινε ο No.1 δίσκος του καλοκαιριού σε πωλήσεις