Βασίλης Καρακατσάνης
Βασίλης Καρακατσάνης
Εικαστικα

Βασίλης Καρακατσάνης: Αν ο Αλμοδόβαρ ήταν Έλληνας και ζωγράφος

Χρώμα, ανατρεπτικά αντικείμενα και αισθητική που σε συνεπαίρνει
Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Βασίλης Καρακατσάνης και η ολοζώντανη ματιά του σε μια μορφή Τέχνης που γεμιζει τον χώρο με αισιοδοξία, κομψότητα και αληθινή αγάπη 

Προς το τέλος της λαμπρής δεκαετίας του '80, ενώ δούλευα στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ταχυδρόμος», μου τηλεφώνησε ένας άγνωστος άνθρωπος: «Γειά σου, λέγομαι Ηλίας και έχω ένα φίλο ζωγράφο που κάνει μια ωραία έκθεση και θα ήθελα πολύ να την δεις…», μου είπε ο άγνωστος άνθρωπος. Η έκθεση ήταν στην διάσημη τότε γκαλερί «3ο Mάτι», στο Κολωνάκι, κοντά στο γραφείο και στο διαμέρισμα που έμενα τότε, κάτω από το σπίτι της φίλης μου της Ελένης, δεν χρειαζόταν να τρέχω στην άλλη άκρη της πόλης, οπότε πέρασα μια μέρα να την τσεκάρω.

Και περίπου δεν έφυγα ποτέ.

Η έκθεση είχε τίτλο «Ρούχα», μια καταπληκτική και σέξυ δουλειά του Βασίλη Καρακατσάνη, του καλλιτέχνη. Ο οποίος ήταν εκεί, πιάσαμε την κουβέντα, συνεχίσαμε την κουβέντα στο Μετς σε κάποιο μπαρ με ποτά και τσιγάρα, γίναμε φίλοι. Όσο φίλοι μπορεί να γίνουν δύο νέοι άνθρωποι, τρελαμένοι με τις δουλειές, τις καλλιτεχνίες και τα γκομενικά τους. Αλλά κάπως μείναμε φίλοι από αυτούς που επικοινωνούν μία στις τόσες, και πάντα έχουν κάτι να πούνε ο ένας στον άλλον.

Πάντα έχουν κάτι να προσθέσουν στο οικοδόμημα που λέγεται «φιλία», ή ανθρώπινη σχέση, ή επικοινωνία. Ένας πίνακας από τα «Ρούχα», το «Βρεγμένο Τισερτ», που μου χάρισε ο Βασίλης Καρακατσάνης τότε, με συνοδεύει από σπίτι σε σπίτι και πάντα οι άνθρωποι στέκονται να τον κοιτάξουν χαμογελώντας, καταλαβαίνοντας πόσο σέξι είναι, ακόμα κι όταν δεν έχουν καμία σχέση με Τέχνη: τα έργα του Βασίλη Καρακατσάνη σε γοητεύουν, είσαι-δεν είσαι σχετικός, δεν απαιτούν ερμηνεία, σε αρπάζουν με το πρώτο βλέμμα. Δεν χρειάζεται κάποιος να σου πει, «Να, εδώ δείχνει ένα μπλουζάκι που κάποτε το φορούσε ένα νέο παιδί με γερά μπράτσα και δεν το φοράει πια, και είναι κρίμα, ή, ήταν τέλεια τότε που το φορούσε». Δεν χρειάζεται να σου πει κανένας τίποτα για κανένα έργο του Καρακατσάνη.

Αλλά θα σας πω μερικά πράγματα ζορ-ζορνά, για να πάρετε μια ιδέα.

Πήγα σε πολλές εκθέσεις του Βασίλη Καρακατσάνη από τα '80ς και μέχρι σήμερα, και ήταν – είναι – η μία καλύτερη από την άλλη: ο Βασίλης Καρακατσάνης έχει στο ενεργητικό του 104 ατομικές εκθέσεις, κι έχει συμμετάσχει σε αμέτρητες ομαδικές («Άστο, που να τις μετρήσω τις συμμετοχές μου σε ομαδικές εκθέσεις, είναι αμέτρητες, ούτε η Ζωζώ Σαπουντζάκη!») λέει. Γιατί εκτός από τρομερό ταλέντο, ο Καρακατσάνης έχει και δικό του, τρομερό επίσης, χιούμορ.

Τώρα, άνοιξη του '25, που μιλάμε για την καινούργια του έκθεση, «Αστικά εργαλεία» (το επόμενο βήμα μετά τα υπέροχα «Αστικά Τοπεία» του), κι ενώ έχουμε συζητήσει πολλές φορές στο παρελθόν για τα βιογραφικά μας, ζητάω ένα φρεσκάρισμα στο δικό του:

«Λοιπόν, πάμε το βιογραφικό μου: Σχολή Καλών Τεχνών '76 - '82, όπου έκανα ζωγραφική, σκηνογραφία, Τέχνη του βιβλίου. Μετά πήγα στην Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης με υποτροφία της Ισπανικής Κυβέρνησης… το '85, ξανά με υποτροφία, του Συμβουλίου της Ευρώπης αυτή τη φορά, πήγα στη Βενετία, στο Centro Europeo, (και σπούδασα) συντήρηση αρχιτεκτονικών μνημείων…»

Άντε, γνωριζόμαστε τόσα χρόνια και δεν το ήξερα αυτό το κομμάτι σπουδών! Γελάει, «Βέεεεβαια, έχω κάνει σοβατζής, είμαι ο πρώτος στο σοβά, πρώτος στο μπογιάτισμα! Θα ήμουν, θα μπορούσα να είχα γίνει απίθανος εργολάβος οικοδομών, μπορώ να κάνω ό,τι μερεμέτι χρειάζεται… Έκανα τουλάχιστον, όλα τα μερεμέτια, γιατί τώρα μεγάλωσα, κουράζομαι, δεν αντέχω, δεν το σηκώνω πια». Του λέω να μην σκέφτεται ότι μεγάλωσε, να μην λέει «δεν το σηκώνω πια», μια χαρά είναι, και παραγωγικότατος, αλλά δεν ψήνεται, «Ε, τι (νόημα έχει) να μην το λέω, να μην λέω ότι μεγάλωσα, πονάει η μέση, είτε το λέμε είτε δεν το λέμε, εξακολουθεί να πονάει η μέση…»

Έχει κάνει πάρα πολλές εκθέσεις, σε όλο τον κόσμο, («….Στην Κύπρο, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ινδονησία, στον Ισημερινό, την Τουρκία, τη Δανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Γερμανία, παντού - είμαι πολύ ιντερνάσιοναλ!»)

Πώς και δεν αποφάσισε να κινηθεί έξω από την Ελλάδα, πως και δεν κυνήγησε την διεθνή καριέρα; Ξεφυσάει, επειδή είναι μια ερώτηση που προκύπτει συχνά.

«Άμα είσαι καλλιτέχνης και θέλεις να κάνεις διεθνή καριέρα, κακά τα ψέματα, δεν μένεις στην Ελλάδα. Η πραγματικά διεθνής καριέρα μου είναι η Κύπρος. Όλα τα άλλα δεν αποτελούν διεθνή καριέρα, αποτελούν προσπάθειες. Για να καταλάβεις… το 1990 η (γκαλερίστα και βαθιά γνώστης της Τέχνης) Βίκυ Δράκου με έστειλε στη Νέα Υόρκη, σε ένα ραντεβού που είχε κλείσει με πολλή δυσκολία η χρυσή μου, με την διάσημη γκαλερίστα Μάριον Γκούντμαν, ιδιοκτήτρια της ομώνυμης γκαλερί. Ήταν αυτή η δουλειά, αυτή η έκθεση που θυμάσαι, τα «Ρούχα». Η Γκούντμαν είχε ενθουσιαστεί με τη δουλειά, της άρεσε πολύ, ήθελε να στήσει την έκθεση στη Νέα Υόρκη, αλλά υπήρχε μία βασική προϋπόθεση: να έχω διεύθυνση κατοικίας στην Νέα Υόρκη. Να νοικιάσω ένα διαμέρισμα. Να έχω σπίτι εκεί. Ε, και δεν είχα. Δεν μπόρεσα. Έπρεπε να μετακομίσω στη Νέα Υόρκη, δεν ήθελα καθόλου…» (αναστενάζει) «Ήθελα να γυρίσω στην Αθήνα. Μάλλον κανένα γκομενικό θα με έτρωγε εκείνη την περίοδο, χαζο-γκομενικό της εποχής, ξέρεις…»

Πως δεν ξέρω, αλίμονο. Αναστενάζουμε παρέα.

«…Μετά, ήταν μια μεγάλη γκαλερί στο Άμστερνταμ, πήγα να τους δω, ήθελαν τη δουλειά μου, με είδε ο γκαλερίστας – μια αρχι-σνομπαρία… "Το όνομά σου, Βασίλη", ρώτησε, "για πες μου, είσαι Βούλγαρος ή Ρώσος;" Απάντησα ότι, όχι, είμαι Έλληνας. Στράβωσε αμέσως. "Δεν συνεργαζόμαστε με καλλιτέχνες από την Μέση Ανατολή", μου είπε περιφρονητικά. Και έφυγα. Ήταν ένα παγκάκι εκεί απέξω, κοντά στην γκαλερί, κάθισα κι έκλαιγα μόνος μου εκεί πολλή ώρα. Το παγκάκι αυτό, περνάω και το κοιτάζω κάθε φορά που πηγαίνω στο Άμστερνταμ, αλλά δεν κλαίω πια… Ναι, είχα αρκετές ευκαιρίες για να κάνω διεθνή καριέρα, δεν μου έκατσαν λόγω υπηκοότητας…». Ή λόγω γκομενικών, ή λόγω της Σκύρου, λόγω της Ελλάδας, της Αθήνας, ποιος ξέρει. «Κουλά!», συμπληρώνει, «Εντάξει. Δεν με πειράζουν. Μετά από τόσα χρόνια, και με την επιτυχία μου εντός σχεδίου πόλεως, είμαι καλά. Ναι, αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, ίσως δεν θα τις άφηνα αυτές τις ευκαιρίες. Νομίζω τουλάχιστον ότι δεν θα τις άφηνα…»

Μιλάμε λίγο για την προαναφερθείσα γκαλερίστα Βίκυ Δράκου (η οποία δυστυχώς δεν ζει πια), που τον βοήθησε πολύ στην αρχή της καριέρας του, όπως βοήθησε κι άλλους καλλιτέχνες μέσα από την γκαλερί της, το πρωτοποριακό για την εποχή «Drakos Art Center». Ο Βασίλης Καρακατσάνης είναι γενναιόδωρος με τους ανθρώπους, με αυτούς που τον βοήθησαν και όχι μόνο, στα λόγια αλλά και στα έργα. Χρωστάει πολλά στην Βίκυ Δράκου, λέει. Και σε άλλους γκαλερίστες με τους οποίους έχει συνεργαστεί, σχεδόν πάντα αρμονικά. Είναι καλός φίλος με τον Γιώργο Τζανέρη, της “Gallery Genesis”. Όσο μεγαλώνει και παρά τις διαμαρτυρίες του για την πονεμένη μέση του, δουλεύει όλο και πιο καλά, όλο και πιο ζωηρά και διαφορετικά, σα να παλεύει να ξεπεράσει τον εαυτό του – και ένα περίεργο πράγμα, το καταφέρνει κάθε φορά με κάθε φρέσκια του έκθεση.

Πάμε στην τωρινή του έκθεση, τα «Αστικά εργαλεία» του Βασίλη Καρακατσάνη: μια σειρά από λαμπερά, πολύχρωμα, σχεδόν ανάγλυφα (με την έννοια ότι βγαίνουν από τους πίνακες), και πάντα πανέμορφα έργα, ακόμα κι όταν πρόκειται για απλά, καθημερινά, χρηστικά αντικείμενα, ή μάλλον όταν απεικονίζουν/ενσωματώνουν στον μύθο τους (τα έργα λέμε) τα απλά χρηστικά αντικείμενα, από αυτά που έχουμε όλοι στα σπίτια μας… ή, τα πατροπαράδοτα, αυτά που χρησιμοποιούσαν οι μαμάδες, οι γιαγιάδες και προγιαγιάδες μας.

Τον ρωτάω πώς του ήρθε η ιδέα για τα «Αστικά Εργαλεία», για την συγκεκριμένη σειρά έργων με αυτό το περιεχόμενο και αυτόν τον τίτλο, και πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε η Σκύρος στην τελευταία του δουλειά:

«Το αστικό περιβάλλον, εσωτερικό ή εξωτερικό με απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια. Οι περισσότερες ενότητες της δουλειάς μου μέσα στα σαράντα δύο χρόνια της πορείας μου, έχουν, περιλαμβάνουν αυτή την έρευνα . Ίσως γιατί είμαι παιδί της πόλης που έμαθε ποδήλατο σε ταράτσα πολυκατοικίας, την δεκαετία του '60… Τα τελευταία είκοσι χρόνια απόκτησα ένα σπιτάκι στη Σκύρο. Εκεί το παιδί της πόλης ανακάλυψε την νοικοκυροσύνη των ανθρώπων σε μικρή κλίμακα, χωρίς ασανσέρ ή παρκέ ψαροκόκαλο των βιωμάτων μου. Οι επιδράσεις των περιόδων που ζω εκεί είναι πολύ πιο σημαντικές από ότι φανταζόμουν. Έτσι η Σκύρος πάντα σχεδόν καιροφυλακτεί στη δουλειά μου».

Ρωτάω αν εφάρμοσε τις γνώσεις του γύρω από την συντήρηση αρχιτεκτονικών μνημείων όταν βρέθηκε με το σπίτι στη Σκύρο. «Ναι, βέβαια, συντήρηση, βαψίματα, μερεμέτια, τα έκανα όλα αυτά. "Μουστρώματα" λέγονται, ήτανε κάτι ηλικιωμένες γυναίκες εκεί στο χωριό και μου είπανε, "θέλει μούστρωμα το σπίτι", "μούστρωμα" είναι το σοβάντισμα…»

Κοιτάζω ένα-ένα τα καινούργια έργα, η ζωντάνια των εικόνων όπως και τα μοτίβα του παραπέμπουν σε παραδοσιακά Ελληνικά χαλιά, πλακάκια και κεντήματα της Σκύρου, παρόλο που δεν έχω πάει στην Σκύρο, η επιρροή φαίνεται με την πρώτη ματιά. Αλλά ταυτόχρονα παραπέμπουν και σε Ελληνικά μεσο-αστικά σπίτια, αυτά που παλιά λέγαμε «μπουρζουά»…

«Ναι, έχει σπιτική μυρωδιά (η έκθεση). Είναι η καταγραφή των βιωμάτων μου και ειδικότερα των παιδικών μου. Το ασανσέρ, το καλοριφέρ, η συρταριέρα με τα κινέζικα βάζα και μπιμπελό, η μυρωδιά της λακ στα μαλλιά της μητέρας μου, η μυρωδιά του γυαλιστικού των ασημικών - ήταν το μπουρζουά της εποχής. Στη Σκύρο που λέγαμε πριν, τότε (την ίδια χρονική περίοδο) δεν υπήρχε ηλεκτρικό, αποχέτευση, και το νερό το κουβαλούσαν με στάμνες. Οι άνθρωποι μετανάστευαν στα αστικά κέντρα για το μπουρζουά. Το παρκέ πήγαινε μαζί με την Πανεπιστημιακή μόρφωση, την καλύτερη εργασία και την ασφάλεια της γειτνίασης με γιατρό και νοσοκομείο. Την άνοδο του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου δηλαδή. Δεν γινόταν όλα αυτά να ανήκουν σε μια μικρή κοινωνική τάξη. Στα "Αστικά εργαλεία", στη δουλειά μου αυτή, καταγράφω το όνειρο κάθε Έλληνα των δεκαετιών '50 - '60 - '70…»

Την έκθεση επιμελείται ο πολύ σημαντικός Δρ. Κώστας Πράπογλου, αρχαιολόγος - αρχιτέκτονας | επιμελητής εκθέσεων σύγχρονης τέχνης, οπότε παραθέτω λίγα λόγια από την δική του εισαγωγή στη δουλειά του Βασίλη:

«Για τον Καρακατσάνη, η πόλη είναι τόσο ένα σημείο αναχώρησης όσο και επιστροφής. Όπως λέει, είναι "η Αθήνα, όπως τη ζω, αλλά και όπως τη φαντάζομαι". Μετατρέπεται σε ένα ζωντανό αρχείο περασμένων ζωών, ένας χώρος όπου οι ατομικές και συλλογικές μνήμες συγχωνεύονται. Σε αυτόν τον χώρο, οι προβληματισμοί του για την οικογένεια και τα αφηγήματα διασποράς —ιδιαίτερα την ιστορία των γονιών του στην Αίγυπτο— συνδέονται με μια τελετουργία επιστροφής, απώλειας και επιθυμίας.

»Τα Αστικά Εργαλεία δεν είναι απλώς μια έκθεση εικόνων· είναι μια φιλοσοφική περιπλάνηση στο ρόλο του τοπίου στη διαμόρφωση των ταυτοτήτων μας, της μνήμης μας και της ηθικής μας πυξίδας. Με τις ζωντανές υφές των καμβάδων του, μας προσκαλεί να επαναπροσδιορίσουμε τα συνηθισμένα εργαλεία της καθημερινότητάς μας ως ισχυρές μεταφορές, γεμάτες ιστορία και νόημα. Έτσι, μας προκαλεί να αμφισβητήσουμε τους τρόπους με τους οποίους κινούμαστε στην πόλη και να εξετάσουμε τι κρύβεται κάτω από την επιφάνειά της (…). Η δουλειά του Καρακατσάνη υπαινίσσεται μια ποιητική οντολογία, όπου το αθέατο διαμορφώνει έναν πιο ουσιαστικό δρόμο από το αισθητό και το ορατό».

Αυτό που είναι φανερό όταν κοιτάζει κανείς τα έργα στην νέα δουλειά του Βασίλη Καρακατσάνη, είναι ότι ακόμα, όπως πάντα, όπως από τότε που ήταν νέος ζωγράφος, είναι τρελά ευτυχισμένος όταν δημιουργεί. Γελάει όταν το ακούει.

«Πριν καιρό με έσερναν με φορείο νοσοκομείου για την εντατική. Θυμάμαι μες τη θολούρα μου, να σκέπτομαι ένα ημιτελές έργο στο εργαστήριο μου και με το φόβο του θανάτου να λέω "τι κρίμα να μην προλάβω να το τελειώσω αυτό". Όταν συνήλθα, κατάλαβα την πετριά μου και τη "ζημιά" που προκάλεσε…»

(Ταυτίζομαι πάρα πολύ, γιατί κι εγώ, που δεν έχω σχέση με τα εικαστικά, όταν φοβάμαι μη τυχόν πεθάνω, σκέφτομαι τα βιβλία που δεν έχω γράψει ακόμα κι αυτά που έχω αφήσει στη μέση, στο χαοτικό ντέσκτοπ του υπολογιστή μου…)

Βλέπετε εδώ τα έργα του Βασίλη στις φωτογραφίες, μιλάνε από μόνα τους, χωρίς πολλά-πολλά – φανταστείτε πόσο πιο ζωηρά, ελκυστικά και ζωντανά είναι όταν τα βλέπει κανείς λάιβ, σπαρταριστά στους τοίχους της έκθεσης. Κατά κάποιο τρόπο ο Βασίλης Καρακατσάνης φιλοτεχνεί feel-good, αισιόδοξα και φωτεινά έργα που είναι ΚΑΙ σέξι με έναν ζωηρό, ελκυστικό και μαζί κομψό τρόπο, τα οποία έργα, στο βάθος τους, πατάνε σε παραδόσεις, νοσταλγίες και περασμένες δεκαετίες… ενώ είναι πάντα σύγχρονα, νεανικά, σφριγηλά και υπέροχα από όλες τις απόψεις.

Τι να κάνουμε, ο Βασίλης Καρακατσάνης είναι ο αγαπημένος μου καλλιτέχνης από τα '80ς μέχρι σήμερα – ποτέ δεν έχω βαρεθεί να κοιτάζω κανένα έργο του, πόσο μάλλον ένα οποιοδήποτε από τα καινούργια «Αστικά εργαλεία» του.

  • Βασίλης Καρακατσάνης, «Αστικά Εργαλεία», στην Gallery Genesis, Ιπποκράτους 121, Τ. 2117 100 566. Η διάρκεια της έκθεσης είναι από 8 ως 31 Μαΐου.
  • Η έκθεση είναι ενταγμένη στο This is Athens – City Festival που διοργανώνει ο Δήμος Αθηναίων τον Μάιο του 2025.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα