Εικαστικα

Τι εκπροσώπηση χρειαζόμαστε στη Μπιενάλε της Βενετίας;

Περιμένοντας την ανακοίνωση της ελληνικής συμμετοχής στην Διεθνή Έκθεση Τέχνης της Βενετίας 2022, επιμελητές και καθηγητές καλών τεχνών που συμμετείχαν στη γνωμοδοτική επιτροπή καταθέτουν την άποψή τους για την εκπροσώπησή μας στον θεσμό

Ιωάννα Γκομούζα
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μπιενάλε Βενετίας: Γράφουν στην AV την άποψή τους για την εθνική εκπροσώπηση οι Μαρία Τσαντσάνογλου, Παντελής Χανδρής, Αγγελική Αυγητίδου και Δάφνη Βιτάλη

Ο φάκελος με την απόφαση της γνωμοδοτικής επιτροπής για την αξιολόγηση των προτάσεων που υποβλήθηκαν για την ελληνική συμμετοχή στην προσεχή Μπιενάλε της Βενετίας έχει κατατεθεί και είναι πλέον ζήτημα ημερών να μάθουμε ποιος καλλιτέχνης θα βρίσκεται στο εθνικό μας περίπτερο στα Τζαρντίνι το 2022. Περί τις 32 προτάσεις έφθασαν στη διαδικασία της γνωμοδότησης που, απ’ ότι μαθαίνουμε, κύλησε με «μια πρωτοφανή συναίνεση».

Ωστόσο, πέρα από την προσεχή διοργάνωση, η συζήτηση σχετικά με το τι (εθνική) εκπροσώπηση χρειαζόμαστε στην αρχαιότερη και πλέον διάσημη διετή διεθνή διοργάνωση τέχνης παραμένει σταθερά ενεργή στον καλλιτεχνικό χώρο. Περιμένοντας το όνομα του/της καλλιτέχνη που θα «κατοικήσει» το ελληνικό περίπτερο τον επόμενο χρόνο, ζητήσαμε από μέλη της επιτροπής (επιμελητές, καλλιτέχνες και καθηγητές σε σχολές καλών τεχνών της χώρας), τη γνώμη τους για το θέμα.

Μαρία Τσαντσάνογλου

Αναπληρώτρια γενική διευθύντρια MoMUS

Μαρία Τσαντσάνογλου © Λία Ναλμπαντίδου

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι διοργανωτές της Μπιενάλε της Βενετίας ενθάρρυναν τα κράτη να κτίσουν και να συντηρούν τα εθνικά τους περίπτερα και η Ελλάδα βρέθηκε μεταξύ των 30 προνομιούχων κρατών που σήμερα διαθέτουν τον δικό τους εκθεσιακό χώρο στα Giardini. To νεοβυζαντινού ύφους ελληνικό περίπτερο κτίστηκε το 1934 σε μια ταραγμένη περίοδο χρεοκοπιών κι απανωτών κινημάτων που οδήγησαν στην δικτατορία Μεταξά. Αλλά και η Ευρώπη δεν πήγαινε πίσω. Το 1934 ο Χίτλερ επισκέφθηκε την γερμανική έκθεση στην Μπιενάλε και είχε εκεί την πρώτη του συνάντηση με τον Μουσολίνι. Η τέχνη είχε αποκτήσει την δική της υψηλή θέση στην εθνικιστική παραζάλη. Ο Μουσολίνι επέβαλε το 1928 την ανάληψη της διοργάνωσης της Μπιενάλε από την εθνική κυβέρνηση αποσπώντας την από τις τοπικές αρχές της Βενετίας. Η Ελλάδα στις πρώτες συμμετοχές της προσπαθεί, χωρίς επιτυχία και με εσωτερικές συγκρούσεις, να οργανώσει ομαδικές αποστολές που να αποδεικνύουν ότι υπάρχουν νεωτεριστικές τάσεις στην σύγχρονη ελληνική τέχνη που να μπορούν να σταθούν δίπλα στους Γάλλους μοντερνιστές, τους οποίους ανταγωνίζονταν οι ευνοούμενοι του Μουσολίνι, Ιταλοί φουτουριστές.

Για την Μπιενάλε της Βενετίας έχει επανειλημμένα χρησιμοποιηθεί το προσωνύμιο «Ολυμπιακοί Αγώνες της Τέχνης», χαρακτηρισμός που προσδίδει άρωμα εθνικού ανταγωνισμού. Όμως, τόσο ο αθλητισμός όσο και οι εικαστικές τέχνες έχουν ιδεώδη που αναφέρονται σε πανανθρώπινες αξίες, την διαρκή υπέρβαση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου σώματος και την εξελισσόμενη καλλιέργεια του βλέμματος με στόχο την αντίληψη νέων πραγματικοτήτων, πέρα από αυτές που γνωρίζουμε ως υπαρκτές και αποδεκτές. Οι εικαστικές τέχνες χρησιμοποιούν μια κοινή πανανθρώπινη γλώσσα, που είναι πολύ πιο ισχυρή όταν είναι ελεύθερη παρά όταν περιχαρακώνεται από εθνικούς προσδιορισμούς. Ακόμη κι αν τα περίπτερα της Μπιενάλε της Βενετίας σήμερα λειτουργούν υπό εθνικές σημαίες, το εθνικό πρόσημο έχει επανειλημμένα αναθεωρηθεί και προσλάβει άλλες διαστάσεις. Αυτό θα μπορούσε – και εν μέρει συμβαίνει – να υποστηριχθεί νοηματικά από το γενικό θέμα της Μπιενάλε. Όταν το θέμα αναφέρεται ξεκάθαρα σε πανανθρώπινα ζητήματα, όπως λ.χ. στην επιλογή του Okwui Enwezor για την 56η Μπιενάλε «Όλα τα Μέλλοντα του Κόσμου», βλέπουμε περίπτερα να παρουσιάζουν έργα τέχνης που αναφέρονταν στην κλιματική αλλαγή, τον πόλεμο, την μετα-αποικιοκρατία, την άνοδο του εθνικισμού κ.ο.κ. είτε ασκώντας κριτική στο εθνικό τους παρελθόν είτε καταθέτοντας προτάσεις και προβληματισμούς για τον πλανήτη και το ανθρώπινο σύνολο. Συνήθως όμως, ο τίτλος της Μπιενάλε της Βενετίας είναι πολύ γενικός και χωράει μια ευρύτατη θεματική γκάμα που καλύπτει και τις εθνικές αποστολές που επέλεξαν την συμμετοχή τους προτού καν ανακοινωθεί το θέμα.

Η τέχνη είναι ελεύθερη, απελευθερωτική και μπορεί να τολμήσει το παραπάνω βήμα που δεν τολμά ο άνθρωπος στην καθημερινότητά του, δηλαδή να προβλέψει το ουτοπικό, να προειδοποιήσει για το δυστοπικό, να συγκρουστεί με φαινόμενα απολυταρχίας, ρατσισμού, απομόνωσης και λογοκρισίας. Υπό αυτή την έννοια, η Βενετία της Μπιενάλε θα μπορούσε ιδανικά να προσληφθεί ως μικρογραφία ενός ιδεατού κόσμου στον οποίο δεν προστατεύονται τα έθνη αλλά οι εθνικές μειονότητες και δεν αναδεικνύονται οι εθνικές ταυτότητες αλλά η ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού.

Ωστόσο, όσο αναχρονιστική κι αν ακούγεται η έννοια της εθνικής εκπροσώπησης, τα νέα κράτη που εγκαινιάζουν τα εθνικά τους περίπτερα αισθάνονται την ανάγκη να αποδείξουν με διαφορετικούς τρόπους ότι είναι παρόντα σ’ αυτή την παγκοσμιότητα της τέχνης. Θυμόμαστε λ.χ. την άκρως ενδιαφέρουσα παρουσία ιρακινών καλλιτεχνών σε μια φιλόξενη έκθεση με χιούμορ και αυτοκριτική υπό τον τίτλο «Welcome to Iraq» το 2013, ενώ ακόμα δεν είχε παύσει η εξέγερση που ακολούθησε την λήξη του πολέμου στη χώρα. Θυμόμαστε αντίστοιχα και το γιγαντιαίων διαστάσεων μπάνερ με την λέξη «Αζερμπαϊτζάν» ενώ στην έκθεση των Αζέρων καλλιτεχνών του 2011 κάποια τρισδιάστατα έργα που αναπαριστούσαν γυμνά είχαν λογοκριθεί και καλυφθεί ώστε να μην προκαλέσουν τους επίσημους κρατικούς εκπροσώπους. Θυμόμαστε πρόσφατα και το πρώτο περίπτερο της Γκάνας με τον εθνικά υπερήφανο τίτλο «Ghana Freedom» που αναφερόταν στο ιστορικό γεγονός της ανεξαρτησίας της χώρας από τους Βρετανούς το 1957!

Τα παλαιότερα κράτη προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να αποδείξουν την αντίδρασή τους στον αναχρονιστικό χαρακτήρα της εθνικής εκπροσώπησης. Θυμόμαστε την χειρονομία της Γαλλίας και της Γερμανίας να ανταλλάξουν καλλιτέχνες στα περίπτερά τους το 2013, ενώ το 2011 η Δανία, σε επιμέλεια της Κατερίνας Γρέγου, παρουσίασε μια διεθνή έκθεση καταστρατηγώντας συνειδητά την έννοια του εθνικού περιπτέρου.

Η Μπιενάλε της Βενετίας είναι μια ετεροτοπική πλατφόρμα στην οποία μπορεί κανείς να διαπιστώσει και να αναγνώσει προτάσεις για πανανθρώπινες αγωνίες που ξεπερνούν την έννοια της εθνικότητας και ταυτόχρονα την ανάγκη πρωτοεμφανιζόμενων χωρών να δηλώσουν την παρουσία τους καθώς και την προσπάθεια δημιουργίας αφηγημάτων που δεν είναι ευρωκεντρικά. Υπό αυτό το πρίσμα, η λειτουργία «εθνικών περιπτέρων» καθιστά την περιήγηση στην Μπιενάλε της Βενετίας πολύ ενδιαφέρουσα γιατί σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμα και στον ιδανικό και φαινομενικά ελεύθερο κήπο της τέχνης, η δημοκρατία δοκιμάζεται.

 

Παντελής Χανδρής

Εικαστικός καλλιτέχνης, αναπληρωτής καθηγητής Α.Σ.Κ.Τ.

Παντελής Χανδρής

Αν μέλημα μας είναι να εντοπίζουμε και να επιλέγουμε εκπροσωπήσεις που να αποδεικνύουν ότι η σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή της χώρας είναι υψηλού επίπεδου, θα πρέπει να κατανοήσουμε  ότι αυτό είναι ένα άχθος που δεν μπορεί να το επωμίζεται μόνον αυτός που επιλέγεται κάθε φορά να αντιπροσωπεύσει τη χώρα σε μια διεθνή έκθεση. Είναι ένα φορτίο που θα πρέπει να είναι επιμερισμένο, ένας στόχος, θα έλεγα, συλλογικός. Υπάρχουν θεσμοί, μουσεία, δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς, οργανισμοί, πολιτιστικά κέντρα, ιδρύματα τέχνης, που λίγο ως πολύ λειτουργούν σαν μικρά ή μεγάλα γαλατικά χωριά. Ευχής έργον θα ήταν να υπάρξει κάποια στιγμή η πολιτική βούληση, ανάλογη με αυτή που υπάρχει σε άλλες χώρες εδώ και δεκαετίες, για ένα ουσιαστικό στρατηγικό σχεδιασμό που σκοπός του θα είναι η δημιουργία μιας εθνικής πολιτιστικής πολιτικής που να αναδεικνύει, να προβάλει και να προωθεί τη σύγχρονη ελληνική  εικαστική  παραγωγή εντός αλλά και εκτός συνόρων. Αναφέρομαι και στο εντός  γιατί και σε αυτό έχουμε ένα πρόβλημα. Η χώρα μας έχοντας την δυνατότητα να προβάλλεται επί αιώνες παγκοσμίως παρουσιάζοντας  ένα ασυναγώνιστο αρχαίο πολιτισμό, ίσως θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο ή την πιθανότητα, η σύγχρονη ελληνική εικαστική παραγωγή να λειτουργήσει έστω συναγωνιστικά και δεν λέω ανταγωνιστικά, γιατί αυτό ακούγεται σαν κάτι το ανέφικτο.

Όταν λοιπόν κλήθηκα να συμμετάσχω στη γνωμοδοτική επιτροπή και έχοντας μάθει να βάζω στην άκρη τις παραπάνω σκέψεις μιας και είμαι καλλιτέχνης, σαν επιθυμία είχα να εντοπίσω ένα εικαστικό έργο που να εμφανίζεται ως προϊόν στοχασμού και πρωτότυπων χειρισμών της εκφραστικής του γλώσσας· να κατατίθεται με αυθεντικότητα, άρτια ποιητική δεινότητα και ωριμότητα. Ένα έργο που θα  δημιουργεί τομή στο αδιέξοδο του κοινότυπου, κάτι που  χαρακτηρίζει πολλά από τα τρέχοντα γλωσσικά ιδιώματα και τους  αντίστοιχους εφήμερους και επιδερμικούς κοινωνικούς σχολιασμούς της σύγχρονης τέχνης. Ένα έργο που υποβάλει, όταν εκδιπλώνει, τα νοήματα του και το ενσωματώνει ο θεατής, χωρίς να του επιβάλλεται. Ένα έργο που θα αποτελεί για τον θεατή μια εμπειρία αναστοχασμού της ανθρώπινης κατάστασης στη σύγχρονη εποχή, σε επίπεδο πνευματικό αλλά και συναισθηματικό. Μια αιφνίδια συνάντηση, ένα συμβάν, που θα έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει έναν «συν-κινημένο» θεατή.

Δάφνη Βιτάλη

Eπιμελήτρια, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

Δάφνη Βιτάλη

Το θέμα της εθνικής εκπροσώπησης στη Μπιενάλε της Βενετίας έχει απασχολήσει εδώ και δεκαετίες τους επιμελητές που ασχολούνται με τη σύγχρονη τέχνη διεθνώς. Ορισμένα κράτη έχουν κατά καιρούς αμφισβητήσει το ζήτημα της εθνικής εκπροσώπησης, κοιτάζοντας για καλλιτέχνες πέρα από τα σύνορά τους και επιχειρώντας μια «μετα-εθνική» παρουσίαση αποδομώντας την κληρονομιά της εθνικής συμμετοχής. Στην ερώτηση που τίθεται εδώ, θα ξεκινούσα λέγοντας ότι καταρχάς θεωρώ τη στάση αυτή ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Σε μια εποχή κατά την οποία οι καλλιτέχνες μετακινούνται διαρκώς και εκθέτουν από χώρα σε χώρα, το δίκτυο των οποίων είναι τόσο διευρυμένο και ανοιχτό, καθώς και σε στενό διάλογο με το παγκόσμιο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, οφείλουμε να κοιτάμε όχι τόσο την καλλιτεχνική εξέλιξη στο τοπίο μιας συγκεκριμένης χώρας – όπως ενδεχομένως συνέβαινε σε άλλες εποχές – αλλά να κοιτάμε τις καλλιτεχνικές τάσεις και κατευθύνσεις διεθνώς και να συνδιαλεγόμαστε με αυτό.

Το θέμα της «εθνικής» εκπροσώπησης είναι με μία έννοια ξεπερασμένη, καθώς θεωρώ ότι αναγνωρίζουμε πλέον τον εαυτό μας σε διαφορετικά επίπεδα και συσχετιζόμαστε με διαφορετικές πραγματικότητες. Άλλωστε η παρούσα πανδημία έκανε ορατό πόσο αλληλένδετος είναι ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος μας και ότι πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε μέσα από κοινές προσλαμβάνουσες και όχι στενά εθνικές. Τα φανταστικά και κατασκευασμένα σύνορα που προορίζονται για να καθορίσουν την καλλιτεχνική εγχώρια σκηνή δεν έχουν πλέον σημασία. Σημασία έχει οι Έλληνες ή/και ξένοι καλλιτέχνες που εκθέτουν στο ελληνικό περίπτερο να αρθρώνουν κάτι σύγχρονο και σε διάλογο με τον κόσμο όπου ζούμε. Βέβαια, πιστεύω ότι μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να υπάρξει και μια ενδιαφέρουσα πτυχή της κοινωνικής ή πολιτικής ταυτότητας μιας χώρας που να εμφανίζεται και να αναδεικνύεται μέσω της τέχνης, και αυτό έχει σίγουρα ενδιαφέρον και σημασία όταν συμβαίνει.

Έτσι το ερώτημα που θα έθετα θα ήταν: Τι είναι αυτό που θα θέλαμε να παρουσιάσουμε σήμερα στο χώρο του ελληνικού περιπτέρου και τι είναι αυτό που θα θέλαμε ο επισκέπτης να συλλογιστεί μέσω των έργων; Η τέχνη έχει μια χρησιμότητα, σίγουρα δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αλλά οφείλει να μας κάνει να βλέπουμε, να σκεφτόμαστε, να αφουγκραζόμαστε και να «μετατοπιζόμαστε» λίγο από εκεί που βρισκόμαστε. Η σύγχρονη τέχνη αποτελεί ένα εκπληκτικό μέσο για να μας κάνει να συλλογιζόμαστε γύρω από παγκόσμια ζητήματα, επίκαιρα αλλά και διαχρονικά θέματα και έχει σημασία να επιλέγουμε και να παρουσιάζουμε αυτό το οποίο έχουμε ανάγκη να διαπραγματευτούμε και να επικοινωνήσουμε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Αγγελική Αυγητίδου

Αναπληρώτρια καθηγήτρια, Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών, Σχολή Καλών Τεχνών, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

Αγγελική Αυγητίδου

Η Μπιενάλε της Βενετίας είναι ένας θεσμός με παγκόσμια απήχηση, από τους παλαιότερους και πιο σημαντικούς θεσμούς τέχνης. Πιστεύω πως η εθνική εκπροσώπηση σε έναν τέτοιο θεσμό χρειάζεται ν’ αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή της χώρας και την ιδιαιτερότητά της. Είναι εξάλλου δύσκολη η διάκριση σε ένα παγκόσμιο καλλιτεχνικό τοπίο που αναζητεί το νεωτερικό, κυριαρχείται από τάσεις και μόδες και έχει ακόμη και χαρακτηριστικά χρηματιστηρίου. Βέβαια, η πλέον αναγνωρίσιμη ελληνική ταυτότητα συνδέεται με το ελληνικό παρελθόν κι αυτό ακριβώς το βάρος επιβάλλει ένα είδος αυξημένης εγρήγορσης, ώστε να αποφεύγεται η εύκολη, κοινότοπη αναφορά σε αυτό το παρελθόν.

Η Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας 2022 προετοιμάζεται σ’ ένα τοπίο στο οποίο παγκοσμίως κυριαρχεί το ζήτημα της πανδημίας. Η κρίση της πανδημίας ήταν και κρίση της τέχνης. Η πανδημία επηρέασε τις τέχνες διαταράσσοντας προγράμματα, τη σχέση με το κοινό, τους θεατές ή τους συμμετέχοντες. Ακυρώσεις, αβεβαιότητα και οικονομική επισφάλεια για τους καλλιτέχνες ήταν μερικά από τα επακόλουθά της. Η πανδημία υπενθύμισε όμως σε όλους μας την αλληλεξάρτησή μας, τη σύνδεσή μας με τους άλλους, πέρα από εθνικά σύνορα, ενώ παράλληλα ανέδειξε ανισότητες σε παγκόσμια κλίμακα. Οι καλλιτέχνες αντέδρασαν σε αυτό το νέο πλαίσιο εφευρίσκοντας νέες διόδους επικοινωνίας, αναδεικνύοντας ζητήματα κοινής ζωής, ψηφιακής παρακολούθησης και εικονικής (συν)ύπαρξης. Το ζήτημα της συνύπαρξης, η διατάραξη της σωματικής εμπειρίας, η ταυτόχρονη αίσθηση απομόνωσης και σύνδεσης μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας και η οικολογική (ολιστική) προσέγγιση του κόσμου είναι θέματα που πιθανόν θα δούμε να τίθενται στα έργα της προσεχούς Μπιενάλε. Η εθνική μας συμμετοχή έχει την ευθύνη να ανταποκριθεί στο παρόν της χώρας, ένα παρόν αντιθέσεων και ανομοιογένειας με ένα βαρύ παρελθόν, συμβάλλοντας στον παγκόσμιο διάλογο για τους τρόπους να ζούμε μαζί.