Εικαστικα

Αλέκος Φασιανός: «Αισθάνομαι με χρώματα»

Η εξομολόγηση για τη ζωγραφική, τη ζωή και τη φιλοσοφία του στην ATHENS VOICE

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 772
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Αλέκος Φασιανός έφυγε από τη ζωή στα 87 του χρόνια - Η συνέντευξη για τη ζωγραφική και τη ζωή του στην ATHENS VOICE.

Ένας από τους πιο εμβληματικούς Έλληνες ζωγράφους, που σφράγισε με το έργο του την εποχή του και την ιστορία της ζωγραφικής, έφυγε από τη ζωή την Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022. Τον Φεβρουάριο του 2021, με αφορμή το τιμητικό παράσημο που έλαβε από τη Γαλλική Δημοκρατία, σε μια συνέντευξή του στην ATHENS VOICE μας μίλησε για τη ζωγραφική του, όσα καθόρισαν τον ίδιο και το έργο του, και τη φιλοσοφία του στη ζωή.


O Αλέκος Φασιανός πρόσφατα τιμήθηκε με παράσημο του Διοικητή της τάξης των Γραμμάτων και των Τεχνών - Commandeur de l'ordre des Arts et des Lettres από τη Γαλλική Δημοκρατία. Αυτή είναι η ύψιστη τιμή που μπορεί να δοθεί σε καλλιτέχνη από τη γαλλική κυβέρνηση για την προσφορά του στις τέχνες και τα γράμματα. «Όταν δεν ζωγραφίζω, είμαι δυστυχής» έχει πει. Γεννήθηκε το 1935, στη γραφική Πλάκα, κάτω από την Ακρόπολη, στον ναό των Αγίων Αποστόλων, καθώς ο παππούς του ήταν ιερέας. Έζησε την Κατοχή, τον Εμφύλιο, αργότερα ταξίδεψε πολύ. Τα έργα του φιλοξενήθηκαν σε σημαντικούς χώρους της γαλλικής πρωτεύουσας, όπως το Κέντρο Πομπιντού και η Γκαλερί του Ιόλα, ενώ του δόθηκε η ευκαιρία να εικονογραφήσει ποίηση μεγάλων δημιουργών, όπως του Απολινέρ και του Αραγκόν. Το Παρίσι, η πόλη που έζησε 35 ολόκληρα χρόνια, του πρόσφερε τη δυνατότητα να αναδείξει το πολυδιάστατο ταλέντο του και να καταξιωθεί διεθνώς. Η αγάπη του για την ποίηση βρήκε γόνιμο έδαφος στην πόλη του Φωτός. Οι ποιητές καθόρισαν το προσωπικό του ιδίωμα και σημαντικοί από αυτούς υπήρξαν φίλοι του.

Ο ίδιος θεωρεί ότι ο Μόραλης είχε τη μεγίστη επιρροή επάνω του τόσο ως δάσκαλος, καλλιτέχνης, όσο και ως άνθρωπος. «Απ’ αυτόν μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα, να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων και των αντικειμένων εξαιτίας του φωτός. Όμως πάντα σκεφτόμουνα τους Αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα ή άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες. Μου άρεσε επίσης η γιαπωνέζικη τέχνη και η ινδική ζωγραφική-ταντρική. Όμως δεν είχα τη μυστικοπάθεια. Άρχισα να ζωγραφίζω πάλι ανθρώπους με στολή και παράσημα μέσα σε κήπους. Δεν είχαν καμιά κίνηση, ήταν ανέκφραστοι και κρατάγανε λουλούδια. Αργότερα οι μικρές αυτές φιγούρες των ανθρώπων με τις στολές που έκανα άρχισαν να διαλύονται, να γίνονται τα όντα τα χρωματιστά με τα λουλούδια γύρω-γύρω, άλλοτε καλά, άλλοτε τρομερά. Και τώρα αυτά πού ζωγραφίζω κρατούν φλεγόμενα σπαθιά, όπως οι βυζαντινοί Άγιοι. Είναι όμως πλάσματα απόκοσμα, της δικιάς μου φαντασίας, όπως προήλθαν μέσα από τις σκοτεινές εκκλησίες. Μου αρέσει η κόκκινη μάζα ή η μπλε, όχι όμως αφηρημένη. Τo χρώμα πρέπει πάντα να έχει μια σημασία», έγραφε το μακρινό 1964 έχοντας βρει την εικαστική του γραφή.

Σήμερα, διανύοντας την όγδοη δεκαετία της ζωής του, απάντησε στις ερωτήσεις μας: Για τον πόλεμο του ’40, που ήταν παιδί και πόσο τον καθόρισε το σκοτεινό εκείνο κλίμα. Για το πώς μπορεί η κλασική αρχαιότητα, η ελληνική χριστιανική παράδοση, οι βινιέτες µε βυζαντινά σύμβολα να συνδυαστούν με την απόλυτη ελευθερία ενός ποδηλάτη που καπνίζει. Για την τέχνη και για το κατά πόσο ταυτίζεται με τις ιστορικές περιόδους σαν δημιουργός. Για το παρεΐστικο πνεύμα στο ατελιέ της Καλλιθέας, τις συναθροίσεις φίλων και τις σουρρεαλιστικές παραστάσεις, τις παρέες και τη θερμή αποδοχή από ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων αλλά και τη μοναχική πορεία του εικαστικού. Για την Αθήνα και για το πώς αισθάνεται που είναι αναγνωρίσιμος, που στον σταθμό Μεταξουργείο του αθηναϊκού μετρό δεσπόζουν τα έργα του και τα μοιράζεται με χιλιάδες μάτια κόσμου κάθε μέρα. 


«Έχω μνήμες από τον πόλεμο του ’40. Θυμάμαι με πόση λαιμαργία έφαγα μια πατημένη σταφίδα που βρήκα στον δρόμο. Πόσες ώρες περνούσα ξαπλωμένος, ακίνητος, μικρό παιδί, για να αντέξω την πείνα να μη λιποθυμήσω. Τα σκάγια που βρίσκαμε στους δρόμους και παίζαμε με αυτά. Την πρώτη φορά που δοκίμασα σοκολάτα. Μου την πρόσφερε ένας Γερμανός αξιωματικός. Τον συνάντησα τυχαία και από τον φόβο μου την έφαγα αμέσως, γιατί νόμιζα ότι θα με σκότωνε αν δεν την έτρωγα. Αηδίασα από την άγνωστη γεύση. Αυτό βέβαια αργότερα άλλαξε. Όσα διαδραματίζονταν γύρω μου ήταν σαν ζωντανό μυθιστόρημα, ίσως λόγω του νεαρού της ηλικίας. Παρά την τραγικότητα των γεγονότων διέγειραν τη φαντασία μου. Έβλεπα τους στρατιώτες σαν γίγαντες... κρυβόμουν κάτω από ένα τραπέζι και έβλεπα οράματα. Επιθυμώ τα έργα μου να αποπνέουν γαλήνη, ανάταση ψυχής. Γιατί όχι χαρούμενα χαμόγελα! Δεν θα μετέφερα σ’ αυτά κάποια σκοτεινή πλευρά της ιστορίας. Έναν πόλεμο, πόνο, ψυχική κατάρρευση. Έχω ζωγραφίσει κάποιους αξιωματικούς, αλλά μόνο σαν εικόνα με την στολή και τα γαλόνια τους. Έχω ζωγραφίσει στο ίδιο έργο αρχαίο Έλληνα πολεμιστή, φουστανελά, σημερινό στρατιώτη, ναυτικό και παπά. Όλοι ηρωικοί. Με εορταστική διάθεση. Σαν τους δρομείς. Ο ένας παραδίδει τη σκυτάλη στον επόμενο.

» Νέος ακόμα βρέθηκα σε διάλεξη του Δ. Πικιώνη, τον οποίο άκουσα να λέει: Να χτίζετε με τα υλικά που βρίσκετε μπροστά σας. Αυτό με έκανε να συνειδητοποιήσω πολλά και για τη δική μου τέχνη. Η χρήση των φυσικών υλικών στη δόμηση θα έπρεπε να είναι η πρώτη λύση. Η ανάγκη οδηγεί στην καλύτερη λύση στους λαϊκούς οικισμούς, εκεί που χτίζουν με τα χέρια τους, με ό,τι έβρισκαν γύρω τους, χώμα, πέτρες, πλίνθους που έφτιαχναν μόνοι τους. Είναι καλό να παραδειγματίζονται οι αρχιτέκτονες και από τους λαϊκούς οικισμούς, όπως ο Le Corbusier και άλλοι μεγάλοι του 20ού αιώνα που, πριν σχεδιάσουν, έβλεπαν την αρχιτεκτονική του κάθε τόπου, το κλίμα, τη φύση. 

» Η πόλη εξελίσσεται, σαν ζωντανός οργανισμός. Ποτέ δεν μένει ακριβώς η ίδια. Δεν έχει νόημα να επιστρέφω. Έχτισα βέβαια ένα κτίριο για να βάλω κάποια έργα μου, εκεί που άρχισα να δημιουργώ. Εκεί που ήταν το πατρικό. Αυτό ήταν ένα είδος επιστροφής. 

» Ο ποδηλάτης είναι ένας σύγχρονος αρχαίος Έλληνας, ή μπορεί να προέρχεται από το Βυζάντιο. Οι άνθρωποι παραμένουν ίδιοι. Οι ενδυμασίες και κάποιες πεποιθήσεις και συνήθειες αλλάζουν. Εκφράζω τον άνθρωπο του σήμερα, ο οποίος φέρει τη μνήμη όλων όσων προηγήθηκαν. Έχει μεγαλώσει στον ίδιο τόπο με τα ήπια βουναλάκια και το γαλάζιο της θάλασσας, αλλά αντί για χιτώνα και χλαμύδα φορά γραβάτα και φαρδιά παντελόνια και τρέχει ελεύθερος όχι με το άλογό του αλλά με το ποδήλατο ή τη μηχανή του. Όσο για το χρώμα, υπήρχε ανέκαθεν. Οι πόλεις, οι ναοί, τα δωμάτια οι άνθρωποι, είχαν χρώματα. Τα κτίρια, τα ενδύματά τους. Απλά στη ζωγραφική μου μπορεί να δείτε μπλε καρπούζια ή κόκκινους ανθρώπους. Το κάνω, γιατί αισθάνομαι με χρώματα. Δείχνω τα αισθήματά μου, όταν επιλέγω χρώμα. 

» Δεν ταυτίστηκα ποτέ με κάποια ιστορική περίοδο, όπως έκανα και με τα εικαστικά ρεύματα. Δεν ακολούθησα κανένα. Είμαι σαν τη μέλισσα. Μαζεύει γύρη από πολλά λουλούδια και φτιάχνει το δικό της μέλι. Έτσι ακριβώς. Παίρνω στοιχεία που θεωρώ αιώνια και φτιάχνω το δικό μου. Προσπαθώ να αφήσω το λιθαράκι μου.

Ο  γνωστός ποιητής Λουί Αραγκόν, φίλος του Αλέκου Φασιανού στο Παρίσι και ένθερμος συλλέκτης των έργων του, έλεγε για αυτόν: «Αυτός που τ’ όνομά του γράφω, που έμαθα να λέω τ’ όνομά του, αυτός, ο Φασιανός, ω Φασιανέ! Θυμάμαι τις πρώτες μέρες, όταν μου άρχισε η έκπληξη, ήταν ένας νέος τρόπος ν’ αγαπάς…». Ο δημιουργός κληρονόμησε απ’ τους μακρινούς προγόνους του την αίσθηση της υλικής μακαριότητας, την υπολογισμένη τους γαλήνη, τον νατουραλισμό τους, τη δίψα τους για το απόλυτο, παραδέχονταν οι επώνυμοι Γάλλοι φίλοι του και συμπλήρωναν με αγάπη γνωρίζοντάς τον καλύτερα: «Ακούραστο τζίνι, σκαθάρι των πόλεων και των αγρών, ο Φασιανός είναι πανταχού παρών. Πριν καλά καλά διαβεί μια πόρτα, τον βρίσκεις λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, να χαιρετά σε κάθε παράθυρο, να λέει στον καθένα κι από κάτι, κι ύστερα να εξαφανίζεται έτοιμος να ξεπεταχτεί σαν διαβολάκος από ένα άλλο κουτί. Έχει μια δόση ρακοσυλλέκτη ο Φασιανός, κάτι σαν περιέργεια του πρωτόγονου που το μάτι δεν κουράζεται να ανακαλύπτει, τα πάντα γι’ αυτόν είναι θέαμα»

» Δεν κατάλαβα ποτέ ότι είχα μοναχική πορεία. Μπορώ να ζωγραφίσω όπου και όταν το επιθυμήσω. Μπροστά σε φίλους, σε παρέες, με απλά μέσα. Αλλά και τις ώρες που μένω μόνος στο ατελιέ μου, έχω τις ιδέες μου, τις σκέψεις, τις εικόνες να με συντροφεύουν. Αντάλλαξα ιδέες και είχα γνήσια φιλία με συγγραφείς, ποιητές, στο Παρίσι και στην Ελλάδα. Εικονογράφησα τα ωραία συγγράμματά τους. Υπήρχε πνευματική δημιουργία που έβγαινε αβίαστα. Έμπνευση και αλληλεπίδραση. 

Ο  Οδυσσέας Ελύτης έγραφε για το έργο του: «Τυχαίο δεν είναι ότι σε μια στιγμή που οι περισσότεροι καλλιτέχνες με απελπισία είχανε καταθέσει τα όπλα μπροστά στη χιλιομεταχειρισμένη παραστατική ζωγραφική, εκείνος, για να ’χει ακριβώς διατηρήσει σε συνεχή κατάσταση ανταρσίας την ιδιότυπη αθωότητά του, επέτυχε να διαχύσει ένα είδος δροσιάς που οι κουρασμένοι των σημερινών μεγαλουπόλεων, όχι χωρίς κάποιαν έκπληξη, αποδεχθήκανε σαν ευεργετική ανοιξιάτικη βροχούλα. Βέβαια, χρειαζόταν γι’ αυτό ένας θαυματοποιός. Και ο Φασιανός, μικρός ή μεγάλος, έδειξε ότι είχε τον τρόπο να βγάζει από το καπέλο του κουνέλια και σημαίες –στην περίπτωσή του φουμαδόρους και ποδηλάτες– με μια ευκολία που θα τη χαρακτηρίζαμε σαν επικίνδυνη αν, τις περισσότερες φορές, η ίδια του η χειρονομία δεν ήταν τόσο αυθόρμητη και πειστική».

» Η εικαστική δημιουργία κατ’ εμέ επιτελεί τον σκοπό της, όταν ο θεατής ταυτιστεί για κάποιο λόγο με το έργο. Όταν του θυμίζει κάτι από τη ζωή του, του αγγίξει την ψυχή, τον ανυψώνει, προκαλεί τα ευγενή αισθήματα. Υπό αυτή την έννοια, η χαρά μου είναι η επικοινωνία με τους ανθρώπους μέσω των έργων μου. Και η αναγνωσιμότητα έχει αξία, όταν καταφέρεις να προσφέρεις κάτι. Κάποτε, ένας οδηγός ενός τεράστιου οχήματος μου φώναξε: “Κύριε Φασιανέ, κοιτάξτε με! Δεν μοιάζω με τα πρόσωπα των έργων σας; Μου αρέσουν. Μου δίνουν χαρά! Θέλω να έρθω να σας βρω. Να με ζωγραφίσετε!”. Ένας άλλος μου έλεγε: “Πόσο γλαφυρά αποδώσατε το νησί... και φαίνεται ότι ο άνεμος φυσά... Σαν να είμαι στο νησί μου, το καλοκαιράκι. Σας ευχαριστώ”. Αυτό είναι η μαγεία. Να ταυτίζονται με τα έργα μου.