Εικαστικα

Η Λένα Κιτσοπούλου είναι αγρίως ρομαντική. Ευτυχώς!

Σκηνοθέτρια, ηθοποιός, λαϊκή τραγουδίστρια, λογοτέχνης, τώρα και ζωγράφος!

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 732
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη της Λένας Κιτσοπούλου με αφορμή την έκθεσή της «Between My Legs» που φιλοξενείται στην γκαλερί Breeder στο Μεταξουργείο.

Αυτήν, ας πούμε, τη Λένα Κιτσοπούλου, όπως το έχει στο μυαλό της χούι, πετριά, επιθυμία και αμανάτι καμία φορά, αν υπήρχε θεός, θα έπρεπε να την έχει κάνει και άντρα εκτός από κορίτσι. Περιπλανώμενες ψυχές, δύο σε ένα, στο φαρ ουέστ. Να κλωτσάει δίφυλλες πόρτες στο σαλούν για να μπει μέσα, να πίνει μεσκάλ με τον βλογιοκομμένο Χάρι, τον νάνο με το χοντρό δόντι και το τεράστιο χιούμορ. Που στο Μεταξουργείο, στην γκαλερί Breeder όπου ανταμώνουμε για να δω τις ζωγραφικές, τα κολάζ και τους σταυρούς - κατασκευές (λαμπατέρ;) της, καπνίζει σαν καουμπόισσα και στοκάρω τζούρες αποθέματα καπνού στα πνευμόνια μου σαν Ινδιάνος. Γαμώ τον αντικαπνιστικό μας –κιτσοπούλεια σύνταξη και μπινελίκια εκφορά λόγου– υποφέρουμε. Αλλά τον τηρούμε.

Τίτλος έκθεσης «Between My Legs». Παγωμένο Μεταξουργείο, καταφτάνει, καθόμαστε στα υπαίθρια τραπεζάκια μιας ταβέρνας καφετέριας - δυο διπλά εσπρέσο, κόστος τρία ευρώ- μέσα κολατσίζουν απόμαχες τραβεστί με μπριάμ και γιουβετσάκια, κουζίνα λαϊκή. Ντίβες του πεζοδρομίου κάποτε, τώρα άβαφες και αμακιγιάριστες να ενθυμούνται τα παλαιόθεν κλέη – έκπτωτες βασιλοπούλες, πλέον, που γράφουν τα τελευταία ένσημα, επιτηρώντας την κίνηση στα «σπίτια» της περιοχής και την εύτακτη «ροή». Μοιάζει με φαρ ουέστ το Μεταξουργείο, όπου για λίγο ακόμα θα κρέμονται στους τοίχους τα έργα της έκθεσης «Ανάμεσα στα πόδια μου».

Όλη η Αθήνα μοιάζει με φαρ ουέστ, το λένε και τα δελτία ειδήσεων με τα νέα της πόλης, που καμιά φορά βγαίνουν κάννες και εκσφενδονίζονται πυροβολημένοι μέσα από τις βιτρίνες. Προσφάτως και σε μια ταβέρνα της Βάρης με τα παιδιά από το Μαυροβούνιο, όχι μόνο στο Μεταξουργείο, χάος και αίματα παντού Άρχοντες, παράγοντες και σερίφηδες, Ζητάδες ή Δίας, μαφιόζοι, κυνηγητά, φάτσες, αφίσες κολλημένες σε κολόνες ΔΕΗ ή σε τζάμια κουρείων, μπαρ, αστυνομικών τμημάτων. Η πόλη σαν πεδίο σαλούν όπου συμβαίνουν όλα και ταυτόχρονα.

Ωμότητα και τραύματα, επιζώντες από τύχη, αλλά και απρόσμενες χειρονομίες καλοσύνης, ρομαντισμός που ανθεί στους ερειπίωνες, ξεφλουδισμένα υπέργηρα κτίρια κοντράστ με τις νέες αστραφτερές κατασκευές – κάπου εδώ μένει και η νέα πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας, ε; Βλαμμένοι, πειραγμένοι και λογικοί, νάρκισσοι και ωραίοι, κακάσχημοι ή σακάτηδες, γέροι επιδειξίες στα πάρκα, μοντέλα, σταρς στην ΤιΒί, ευτοπία, δυστυχία, όλα γυρίζουν σαν τρελά, άμαξες και ρόδες που πάνε στο πουθενά. Της Αθήνας αλλά και του Between my Legs: Πριαπικοί σάτυροι και γριές ή κοριτσάκια ψόφια για κουτούπωμα ή μαστίγιο, απαιτητικοί εραστές, αφέντρες, σκλάβοι, κτητικοί πορνόγεροι και άμαθοι - άμαχοι ονειροπόλοι που βρέθηκαν στο όργιο κατά λάθος, τέτοια απεικονίζονται στους πίνακες της έκθεσης.

Σάρωσα τις εικόνες καθώς την περίμενα να φτάσει για τη συνέντευξη. Ζωή; Σεξ και βία; Γκαρσονιέρες των οργίων; Σαλονάκια όπου η αστική παρακμή μάκρο και μίκρο πάει σύννεφο κι άντε μην πω τι τρώει ως και το κουνούπι, εκτός από ατσάλι; Εκδοχές «ζωής» όπως την ορίζει και τη ζει ο καθένας μας, υπεραναλυτικώς ή υπερανωμάλως, αλλά οι ήρωες της έκθεσης Κιτσοπούλου παίζουν το θέατρο στο πιο βιτσιόζικο. Στα έξω μας ή στα μέσα της, μιας και το θέμα μας είναι η Λένα Κιτσοπούλου, σκηνοθέτρια, ηθοποιός, λαϊκή τραγουδίστρια, λογοτέχνισσα και τώρα και ζωγράφος.

Όπως «διηγείται» τις εποποιίες και τις παραμέτρους της, τα συμβάντα και τα «έτσι της». Στην τέχνη της, είτε ξεκινά να γράφει θεατρικό ή διήγημα, ή εδώ στους καμβαδες της πάνω σε μια λευκή επιφάνεια - άσπρο πράγμα - άβαφος πίνακας - χαρτί, σίγουρα συμβαίνουν μεγαλύτερα και αγριότερα πράγματα από ό,τι στην ίδια τη ζωή. Με λέξεις σενάρια και εικόνες θρυμματισμένες φτιάχνει τον κόσμο – δομεί τη γλώσσα της. Διαθλασμένα, διαστρεβλωμένα, διασκευασμένα, ζωές στο επικίνδυνο σαλούν του μυαλού της.

The world is sad. Μεγαλύτερα όνειρα, μεγαλύτερα σημεία και ερωτική χημεία και τέρατα και τέρματα. Πράγματα βέβαια που στην πραγματική ζωή δεν συμβαίνουν ούτε για πλάκα, είπαμε, είναι άγρια εκεί έξω αλλά όχι κι έτσι, εδώ στην έκθεση της Κιτσοπούλου συμβαίνουν και γκαζώνουν και γαζώνουν κατά ριπάς: φαλακροί με τεράστια πέη και ξεχειλωμένα βυζιά, επιδειξίες και ακόρεστες σεξομανείς τηλεφρικαρισμένες νοικοκυρές, στρατόκαβλοι σάτυροι με γαλόνια ή στολή παραλλαγής πάνω και κάτω με το σλιπάκι, κι ο παππούς παίρνουν με το φανελάκι; Παππούδες να δεις που παίρνουν, παίρνονται, δίνουν μάτι, παίρνεις μάτι. Φουλ της άνομης λαγνείας. Οι πίνακές της είναι ένα βέβηλο γλέντι, τα διαμερίσματα βογγούν από πάσης φύσεως «ηδονές». Η ζωγραφική της είναι άναρχη αλλά και πολύ συγκροτημένη, ο εξπρεσιονισμός της πάει χέρι-χέρι και πινελιά και κοπροραπτική κολάζ με μια ανάπηρη, λιωμένη σαν ροζ κραγιόν ποπ αρτ, λαϊκός Τσαρούχης και κοσμοφρίκ Μπέικον, μπράβο θάρρος, να χαρώ εγώ «αφήγηση» και χαίρε κόνσεπτ ακόνσεπτο. Στην παρούσα καλλιτεχνική έκθεση παρουσιάζεται περιεχόμενο αυστηρώς ακατάλληλο, σεξουαλικές σκηνές, εκθέματα που μπορεί να προκαλέσουν ενόχληση, βωμολοχική φρασεολογία. Θες να καβλώσεις; Έλα να με νιώσεις, το εργαλείο μου είναι αγριεμένο, το κάπνισμα καταστρέφει την υγεία, πάρε ένα πνεύμονα φίλου. Μαύρο χιούμορ.

Αυτοί οι πίνακες, κολάζ, κατασκευές (λαμπατέρ;) από άλλον θα μπορούσαν να κοστίζουν εκατομμύρια, να μπαίνουν σε μουσεία, αλλά εδώ θα μπορούσαν και να βανδαλίζονται από αφιονισμένους χριστιανούς. Πικετοφορίες έξω από την Breeder κι έτσι, και η Κιτσοπούλου να είναι καταζήτουμενη και Wanted από πιστούς και ηθικολόγους: γυμνοί παπάδες σε άγρια στύση, διάθεση και προδιάθεση έργων ολίγον διεστραμμένη. Με ολίγη κι από κόκκινο: ξαναμένα μάγουλα, πρησμένοι όρχεις, αιδοία που κοκκίνισαν από την τριβή με τη σέλα του αλόγου, τελευταία ευκαιρία για να καλπάσετε προς Μεταξουργείο φαρ ουέστ και να δείτε το «Between my Legs». Ο χώρος είναι ιδιωτικός, εισέρχεστε με δική σας αποκλειστική ευθύνη. Άντε, πάμε να πούμε και τίποτα, σηκωνόμαστε από το ταβερνείο απέναντι και μπαίνουμε πάλι στη Breeder για τη συνέντευξη, και τι και πώς και άλλα διάφορα.

© Θανάσης Καρατζάς

Και ζωγράφος; Νέα τρέλα, ή παλιά αγάπη που δεν έβρισκε ανταπόκριση μέχρι να;
Πάντα ζωγράφιζα, από μικρή εκφραζόμουνα με τις εικόνες, έφτιαχνα δικές μου χειροποίητες στο σπίτι μου, σε χαρτάκια ή ακουαρέλες.Έστηνα και κάτι κόμιξ δικά μου φανταστικά, ως κι αφίσες έφτιαχνα για παραστάσεις στο σχολείο μου, άντε έλεγα τους συμμαθητές μου, άντε να κάνουμε κι ένα φανζίν περιοδικάκι, πέθαινα για εικόνες, με ιντρίγκαρε η ζωγραφική. Και μετά ήταν και το Γερμανικό σχολείο που πήγαινα και με ενθάρρυνε δημιουργικά, το ίδιο κόλλημα είχα κι αργότερα που πήγα στη θεατρική σχολή. Όμως, όταν άρχισα να πηγαίνω συστηματικά στη Σαντορίνη όπου έχω ένα σπίτι, εκεί ήταν που τρελάθηκα. Τα πρώτα χρόνια πήγαινα μόνο για διακοπές, ή για να γράφω, σιγά σιγά όμως χώθηκα δημιουργικά στα πράγματα του νησιού, εκεί πρωτοξεκίνησα και το τραγούδι, πρώτα σε ένα μαγαζί. Στην αρχή για ένα καλοκαίρι αλλά μετά ξανά το επόμενο Πάσχα, κι ύστερα κι άλλα καλοκαίρια, σε ταβέρνες, σε γάμους, σε πανηγύρια, πολλά καλοκαίρια έμεινα εκεί. Τώρα βέβαια η φάση τελείωσε αλλά τότε, πέρα από τα μουσικά, γνώρισα κεραμίστες, που είχα ανέκαθεν και τρέλα με τα εργαστήρια, καλλιτέχνες, ζωγράφους, τρύπωνα στα στούντιό τους και αυτό ήταν, ερωτεύτηκα τους πηλούς, τις κατασκευές, τα γλυπτά...

Περίμενε, αφού τόσο πολύ σου άρεσε η ζωγραφική, γιατί δεν έδωσες για Καλών Τεχνών και διάλεξες σπουδές θεάτρου;
Όλα ήθελα να τα κάνω μικρή, και θέατρο και Καλών Τεχνών, είχα πάει ως και σε φροντιστήριο σχεδίου. Έλεγα πως θα γίνω ή ζωγράφος ή ηθοποιός ή μουσικός ή τραγουδίστρια, χορεύτρια, άπειρα φυλλάδια σπουδών μαζεύονταν στο σπίτι μου, είχα μέγα μπέρδεμα στο τι να διαλέξω.Το θέατρο με κέρδισε γιατί είχε μια πολύ καλή ομάδα η Γερμανική Σχολή που ανέβαζε παραστάσεις, θυμάμαι.Πήγα και εξαιτίας μίας, μετά που τελείωσε και γύρισα σπίτι, έκλαιγα όλη τη νύχτα, εκεί έγινε το κλικ, ξεκαθάρισα μέσα μου κι όρμηξα.

Η οικογένειά σου σε ενθάρρυνε ή τσίνισε;
Φουλ ενθάρρυνση.

Να υποθέσω, μιας και λες πως πήγες στο Γερμανικό, πως οικονομικά θα το αντέχατε αν έλεγες πως ήθελες να σπουδάσεις έξω. Αλλά εσύ προτίμησες Αθήνα...
Ήμασταν μια μέση οικογένεια, ναι, μπορούσε να με στηρίξει, δυο γονείς εργαζόμενοι, ο πατέρας μου πολιτικός μηχανικός, η μάνα μου στο ναυτικό, καλοί για την εποχή μισθοί. Όχι τρελά λεφτά αλλά μια άνεση την είχαμε. Διάλεξα να μείνω στην Αθήνα γιατί από πάντα είχα μια διπολική σχέση μαζί της. Διπλή σχέση, αγάπη τρελή για το γλέντι, τα καφενεία, τα ρεμπέτικα τραγούδια, αυτό το να τα κάνουμε πουτάνα όλα σε μια νύχτα, να ξενυχτήσουμε και να ζήσουμε έντονα με ιντρίγκαρε. Το έξω της Αθήνας ήταν και είναι που με συνδέει ακόμα μαζί της, αλλά τότε ήταν και εφηβεία, ρεμπελιό, ηλικία που βρίζαμε και τους έξω, «έλα, μωρέ, τους ξενέρωτους». Στο Γερμανικό είχαμε και κάτι καθηγητές σκέτη απόγνωση με όλο το κοστουμάκι πακετάκι λουκ του Γερμανού, πέδιλο με κάλτσα, οργάνωση, πειθαρχία...

Σόρι, αλλά το έβλεπες σαν κόλαση το σχολείο;
Καθόλου, καθόλου, ήταν σχολειάρα, εκτός από τα μαθήματα είχαμε και τρομερές ορχήστρες, μας ταξίδευαν από πολύ μικρά παντού στη νότια Ευρώπη όπου υπήρχαν αντίστοιχα παραρτήματα, είχαμε τρομερό θέατρο αλλά και αθλητικά, μας φορούσαν και μετάλλεια, δίναμε μια και φεύγαμε ως και το Κάιρο εκδρομή με το σχολείο. Το έβριζα φυσικά το σχολείο, όπως κάθε νορμάλ έφηβος, αλλά αγάπησα και εκμεταλλεύτηκα μέχρι τελικής πτώσεως οτιδήποτε «εξωσχολικό» μου προσέφερε. Κι ήταν πάρα πολλά αυτά. Αλλά το χάος της Αθήνας, η ταραχή και η έξαψή της μου άρεσε απείρως περισσότερο από την προοπτική σπουδών έξω. Που πήγα και για ένα χρόνο στη Γερμανία για να σπουδάσω, να πάρει μπρος και η γλώσσα, στο Μόναχο. Γράφτηκα και στη Φιλοσοφική, είχα σκοπό να δώσω και για θέατρο αλλά δεν μου βγήκε. Ρε, ήμουνα κλεισμένη σε ένα δωμάτιο κι άκουγα λαϊκά τραγούδια κι έτρωγα μέλι Αττικής με παξιμάδια, τόσο που μου έλειπε το εδώ, ξενιτιά σκέτη φρίκη.

© Θανάσης Καρατζάς


Φάση Καζαντζίδης και στον σταθμό του Μονάχου;
Τέρμα. Και να φανταστείς ξαναβγήκα πάλι έξω στη Γερμανία, αλλά στα τριανταπέντε μου αργότερα, που με έπιασε μια κρισάρα κι είπα την παρατάω την Ελλάδα και όλα, και δεν ξαναγυρνάω εδώ.Όχι το θέατρο, αυτό ήταν η δουλειά μου. Απλά ήθελα να αλλάξω πίστα και νεύρα, θα κάνω ό,τι να ’ναι, είπα όταν έφυγα, θα πλένω πιάτα, αλλά θα πάω να ζήσω στο Βερολίνο κι ό,τι κάτσει. Κάθισα έξι μήνες, μπλέχτηκα πάλι με τα θέατρα, γιατί ήδη στην Ελλάδα είχα κάνει κάποιες γνωριμίες, όπως τον Άλμπρεχτ Χίρχε, από το Αμόρε, που με διάλεξε τότε που πήγα Βερολίνο και έπαιξα στο θέατρο Μαξίμ Γκόρκι. Έκανα πολλά– τρύπωσα σε πρόβες του Γκότσεφ του σκηνοθέτη, έζησα από μέσα σπουδαία θέατρα, όπωςτο Deutsches Theater και τη Volksbuehne, είδα σε πρόβες τρομερούς ηθοποιούς, δεν έχω παράπονο, γιατί τότε στο Βερολίνο μπήκα σε χώρους που και για τους Γερμανούς θα ήταν δύσκολο, έζησα γεμάτα και στην πρίζα. Αλλά, μωρέ, σαν συναίσθημα, σαν έρωτας, η Αθήνα πάντα με τραβούσε πίσω, εδώ, ως κι Αμερική που πήγα τέσσερις μήνες, στη Νέα Υόρκη, σε μια σχολή και ήμουνα έτοιμη να κάνω αίτηση για να μείνω εκεί, την εγκατέλειψα για να γυρίσω.

Έκανες και κάνεις πράγματα, αλλά εδώ στο «Between My Legs» τι παίζει; Με τον τίτλο κατ’ αρχήν, αλλά και τα έργα, πάει ο νους μου στο και στα ξέρεις τι...
Ξέρω πού, αλλά κάθε άλλο, απλώς είναι τραβηγμένη στα όρια οι εικόνες και οι φάσεις. Κοίτα, και πώς διάολο θα το γράψεις τώρα να δω, σε όλα όσα κάνω αυτό που με κινεί, είτε είναι ένα πρόβλημα που με καίει, είτε το υπαρξιακό μου, είτε το ερωτικό μου, αυτό που με ανάβει, που το αγαπώ, που κάνει το κεφάλι μου να φεύγει και να εκρύγνυται, ώστε να μην υπάρχει ούτε χρόνος ούτε τόπος, αυτό είναι που με τεντώνει. Η κάβλα μου για τα πράγματα, αυτό που με κάνει να βγαίνω εκτός εαυτού και να κάνω την τέχνη μου.Έτσι μου άρεσε πολύ ο τίτλος «Between My Legs» κι όλο αυτό το παιχνίδι με τα δύο φύλα, την ταυτότητα, την αναζήτηση της και τις αναζητήσεις μου γενικώς.

Κοίτα, πάντα πίστευα πως στα μισά σου έργα κάνει παιχνίδι αυτό το σκληρό, το in-your-face, μια συνθήκη βίας, κακοποίησης, πλήξης, εκφυλισμού των σχέσεων ή των αλλοτριωμένων και καταπιεσμένων επιθυμιών, πας ενάντια στις συμβάσεις και τα δεσμά. Αλλά νομίζω πως το άλλο μισό σου, είναι τρελός ρομαντισμός και επιθυμία για ελευθερία, καλοσύνη και γαλήνη.
Χαίρομαι που το λες.

Το πρωτογενές υλικό σου από πού πηγάζει; Η εικόνα, η αφορμή, το έναυσμα…
Μωρέ, είναι θέμα παρατηρητικότητας πρώτα από όλα αλλά και ενσυναίσθησης. Στον δρόμο, στο μετρό, στο λεωφορείο, αλλά και στην οικογένεια, και δεν μιλώ για τη δική μου, που ήταν μια χαρά, όμως σε όλους μας, κι αν όχι στη δικιά μας, αλλά σε κάποιου φίλου γνωστού μας, δεν υπήρχε και δεν υπάρχει πάντα κάτι άρρωστο και σάπιο; Μια παρενόχληση, μια βία, ένα πριόνισμα των φτερών, μια απαξίωση; 

© Θανάσης Καρατζάς


Ok, και το βρίσκεις, πέφτεις πάνω του, το παρατηρείς και το μεταπλάθεις. Κι αυτό το υπέρμετρα ρεαλιστικό in-your-face νομίζω πως το κατοχύρωσες σαν στιλ και ταυτότητα δικιά σου.Έγινε αποδεκτό, αν μου επιτρέπεις, υπάρχεις και δουλεύεις, υποθέτω, με μια μεγαλύτερη άνεση πια σε σύγκριση με παλιά ας πούμε, που ξεκινούσες και ήταν δύσκολα...
Μπα, ιδέα σου είναι, αν νομίζεις πως μου είναι εύκολα πλέον τα πράγματα. Καθόλου αποδεκτή δεν νιώθω, δεν το καταλαβαίνω αυτό που λες γιατί δεν έχω εισπράξει και καμιά τρελή αποδοχή από τον χώρο μου... Μιλάω για φορείς, συστήματα κ.λ.π., για πλαίσια και μυαλά τρελά που χρειάζεσαι να σε πιστέψουν ώστε να αναπτυχθείςδημιουργικά, να μη μηδενίζεις συνέχεια.

Εννοώ πως τώρα σε οτιδήποτε κάνεις βρίσκεις στέγη για να το βγάλεις και να το δείξεις.
Όχι, βρε, ακόμα υπάρχουν άνθρωποι του χώρου, σκηνοθέτες, αιθουσάρχες, που προβληματίζονται με μένα, τύπου εσένα τώρα με αυτά που κάνεις όπως τα κάνεις πού να σε βάλω! Μην τρως παραμύθι από το αν γράφονται κάποιες καλές κριτικές στον τύπο, κι έκανα και μερικά σουξέ, γιατί αν εξαιρέσω τη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, που έχω μαζί τους μια ανοιχτή πόρτα και κάναμε ή θα κάνουμε πράγματα, στο θέατρο ας πούμε, αλλού εκτός Στέγης, έχω να κάνω δύο χρόνια παράσταση. Που μου λες πως έγινα αποδεκτή! Δεν κάνω παράπονο, δεν κλαίγομαι, δεν είναι το στιλ μου να μεμψιμοιρώ, και χαίρομαι να μην με καταλαβαίνουν αυτοί που δεν τους καταλαβαίνω ούτε εγώ, απλώς πιάνουν πολύ χώρο αυτοί, έχουν γεμίσει το λεωφορείο και σπρώχνουν, αλλά χαίρομαι να μην είμαι mainstream, παίρνω πολλή αποδοχή από εκεί που τελικά θέλω να την πάρω, όχι, τελικά είναι πολύ δίκαια τα πράγματα και νιώθω τυχερή, στην τελική έμαθα τόσα χρόνια να βρίσκω ρωγμές και με τον τρόπο μου να κάνω ό,τι γουστάρω, να τώρα εδώ, που βρέθηκε η Breeder για τα έργα μου. Νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη και τιμή που με προσκάλεσε αυτή η γκαλερί. Αλλά δεν χτυπάει το τηλέφωνο έτσι όπως μπορεί να νομίζεις, πώς να σ' το πω...

Με βγάζεις άκυρο, Λένα, που πίστευα πως είσαι μέσα στις προτάσεις και το παιχνίδι, πως τα κατάφερες να κάνεις πράγματα χωρίς το άγχος της «δύσκολης» λόγω θεματολογίας.
Όχι, δεν είμαι μέσα σε παιχνίδια και προτάσεις και δίκτυα. Καθόλου. Ρε παιδάκι μου, έχω φίλους, ας πούμε, συναδέλφους, που όποτε αλλάζουν άνθρωποι στα πόστα των οργανισμών, χτυπούν τα τηλέφωνά τους στο διπλάσιο, όχι «με πήρε αυτός γι’ αυτό», όχι «τον πήρα εγώ για εκείνο». Εμένα τίποτα. Πιθανόν γιατί και δεν ξέρω πώς γίνεται, αφού δεν πήρα ποτέ τέτοια τηλέφωνα, αλλά και γιατί δεν με ενδιαφέρει να γίνεται έτσι. Μια χαρά ευτυχισμένη είμαι όμως και έτσι, καθόλου δεν παραπονιέμαι, να η Breeder, να η Στέγη, άνθρωποι στο εξωτερικό που με καλούν, ταξίδια, έργα μου και διηγήματα που μεταφράζονται, πολλά πράγματα που με κάνουν να υπάρχω αλλά και να αντλώ δύναμη για να συνεχίζω. Και χαίρομαι τελικά με όλη αυτή τη συνθήκη «δυσκολίας» γιατί δεν θεωρούμαι «δεδομένο». Ούτε από τον εαυτό μου. Χαίρομαι που δεν είμαι το δεδομένο. Τρελά. Δεν σου κρύβω όμως ότι και απογοητεύομαι και κοπιάζω πολύ για να αυτοφορτίζομαι, για να μην πεθαίνω, για να προσπαθώ συνέχεια να απομονώνομαι από ένα κακής αισθητικής περιβάλλον, το οποίο πολλές φορές στη χώρα που ζω απειλεί τον αέρα που αναπνέω και τα μάτια μου.

Εδώ, ποιοι ήρθαν και αν είπαν καλό λόγο σε συγκίνησαν ή κοβόσουνα για ένα μπράβο;
Ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Νίκος Καραθάνος, άνθρωποι που εκτιμώ, η λατρεία μου κι ο έρωτάς μου ο τρελός ο Άγγελος Παπαδημητρίου, που στο τεχνικό κομμάτι κιόλας, στην κορνίζα και στο καδράρισμα με συμβούλευσε.Στο ξύλο, στο πλαίσιο, τον έζησα δημιουργικά γιατί με κατεύθυνε πολύ ως προς αυτό.

Πίσω πάλι στην έμπνευση. Σε τι φάση πρέπει να βρεθείς, σε ποιους βαθμούς να βράζεις για να φτιαχτείς και να φτιάξεις;
Κοίτα εγώ είμαι του βασάνου γενικώς κι ακόμα αν κάτι δεν με κυνηγάει, εγώ εφευρίσκω ένα ακόμα και μέσα στο κεφάλι μου! Άπειρες φορές έβαζα τα κλάματα σε ένα μπαρ, ας πούμε, για μια σχέση ανύπαρκτη που τη σκάρωνε στο μυαλό μου! Πάντα παράφορα ερωτευμένη ήμουνα ακόμα κι όταν δεν ήμουνα ερωτευμένη! Θέλω ένα κίνητρο, μια απόγνωση ακόμα και κατασκευασμένη, αλλά έχω κι ένα κόλλημα με το παρελθόν, ανακαλώ π.χ.κάτι, ή κλαίω για αυτά που δεν έχω, αυτό είναι που με χαρακτηρίζει.Με κινητοποιεί αυτός ο πόθος και το ανεκπλήρωτο, η αναμονή, πέφτει η νύχτα και περιμένω να γίνει ένα θαύμα.Δεν παύω να πιστεύω πως κάτι θα συμβεί, γι’ αυτό και μου αρέσει πάντα να βγαίνω τις νύχτες έξω. Σαν λυκάνθρωπος!



Είσαι πολύ ρομαντικιά;
Νομίζω πολύ βαθιά, δεν κρύβομαι.Μέσα στα έργα μου, το δικό μου «Θα ήθελα», υπάρχει ο πόνος των πραγμάτων και των καταστάσεων, αλλά υπάρχει και η γλυκιά πλευρά.Έχω αιχμηρές σκηνές για την αγάπη και τον έρωτα αλλά έχει και τρυφεράδες, εντάξει, κυριαρχεί η σκληρή γλώσσα σε σημείο παρεξήγησης – οι γείτονές μου δηλαδή να πιστεύουν πως μπορεί να είμαι και μια που μαχαιρώνει γάτες, έλεος.Αλλά, που έχουν γραφτεί και διάφορα κακά για μένα, έχω το χάρισμα να κλείνομαι στον κόσμο μου και να απομονώνομαι.

Πώς το κάνεις αυτό;
Μπορώ. Είμαι εδώ σωματικά αλλά στο μυαλό μου ζω λες και είμαι μια εκδρομή, στην Κωνσταντινούπολη, ας πούμε!Δεν ανήκω κάπου, δεν θέλω, θέλω να κοιτάζω γύρω μου και να βλέπω τα πράγματαγια πρώτη φορά.

Και πώς ενημερώνεσαι, πώς παρακολουθείς τι συμβαίνει; Από τις ειδικές ειδήσεις νέα για τον «κλάδο» σου ή γενικού περιεχομένου, τύπου η Τάνια Τσανακλίδου δήλωσε πως επιθυμεί μια αιματηρή επανάσταση, ή ο Τσιτσιπάς σαρώνει στα τουρνουά, που ξερω πως μικρή έπαιζες και λίγο τένις...
Αυτά από σένα τα μαθαίνω σήμερα! Και όλα τα νέα γενικού και ειδικού, όπως λες, μου τα λένε οι φίλοι μου που ενημερώνονται και μου μεταδίδουν. Και μετά αν κάποιο μου κάνει κούκου γκουγκλάρω κι εγώ κι εντρυφώ περισσότερο. Ούτε σόσιαλ έχω να μπαίνω και να κοιτάζω, άλλη αρρώστια, απέχω, είμαι σαν να είμαι ογδόντα χρόνων σ’ αυτό το θέμα, μου λένε καλά δεν είδες αυτό που σήκωσε αυτό ή είπε το άλλο κι έγινε χαμός. Δεν άκουσες τι έγινε με εκείνη την παράσταση; Λέω, μπα, από εσάς το μαθαίνω, εγώ κινούμαι σε άλλα πλαίσια.

Τον Τσιτσιπά, δηλαδή, απ’ ό,τι κατάλαβα και τέτοια δεν τα παρακολουθείς. Αλλά σαν πιν απ μπόι θα τον είχες στον τοίχο σου φουλ ερωτευμένη, ας πούμε, έφηβη παλιά;
Όχι, αθλητής και πολύ clean μου δείχνει, εγώ ήθελα και θέλω πιο αλητεία. Τύπου Άιτον Σένα...

Μα ο Σένα και δεν ζει, αλλά κι αν ζούσε θα ήταν πολύ βίντατζ, ρε Λένα. Θυμάμαι παλιά που είχες κόλλημα με τον Ντε Νίρο και τον Πατσίνο, μικρή. Αλήθεια, τους είδες στον «Ιρλανδό»;
Εννοείται. Και προσκύνησα κι αυτούς και τον Σκορτσέζε. Τρία είδωλά μου στην ίδια ταινία. Τεράστιοι καλλιτέχνες και δεν μιλώ μόνο για τότε που στη σχολή αντιγράφαμε ατάκες και παίξιμο. Έβλεπα λίγο πριν δω τον «Ιρλανδό» τον Ντε Νίρο στο «Awakenings», στα κοντά σαράντα του, παιξιματάρα, αλλά φουλ του παιξίματος ο άτιμος και στον «Ιρλανδό», παίζει τύπου σας γαμάω όλους. Σας γαμάμε όλους κι εγώ κι ο Πατσίνο, φύγετε από τη μέση, καλύτερα κι από «Ταξιτζή», πιο καλός κι από τότε είναι που ήταν νέος. Επίσης ερωτικά εμμένω σ’ αυτόν, γιατί είναι ψηλότερος από τον Πατσίνο. 1,77, κι ας έχασε λόγω γήρατος και μερικούς πόντους, εμένα με τρελαίνει. Είναι όμορφος ο Ντε Νίρο, πώς να γίνει τώρα. Ελαφοκυνηγός, ας πούμε, είναι ο άντρας που θες. Τέλος. Ποιος είναι ο άλλος, αυτός ο Τζέιμς Φράνκο που με ρώτησες; Αν και τώρα που μου τον είπες, να, θα τον ψάξω, έτσι ενημερώνομαι και μαθαίνω χωρίς να κοπιάζω ή να καίγομαι στο δίκτυο! Χαμένος χρόνος...

© Θανάσης Καρατζάς


Καμιά φορά, σε πανί, σκηνή, ή πίστα, ασχέτως που ξέρουμε πως είναι ενορχήστρωση, η ζωή δεν μοιάζει πιο αληθινή μέσα στο ψέμα της πλοκής; Άρα και πιο επιθυμητή σε τέτοιες παραμέτρους και φόντα, αντί για το αληθινό που ζούμε;
Εννοείται! Συνέχεια το παθαίνω αυτό, από παιδάκι ως και τώρα θέλω να τη ζω τη ζωή σαν ταινία. Παραμυθιαζόμουνα και παραμυθιάζομαι με το κινηματογραφικό, την υπερβολή, το παραμύθι με εκκινεί. Από εκεί ξεκινούσα πάντα, από το πάλκο, τη σκηνή, τα φώτα, να ανεβαίνω πάνω να ανάβω τσιγάρο, να πίνω ποτό και εκεί που παίζω,περικυκλωμένη από τα σκοτάδια μου, και ξαφνικά να ξεθαμπώνει ο καπνός από τα τσιγάρα και να μπαίνει εκείνος. Που θα μου την πέσει αφού με κοιτάξει με σημασία. Γιατί, υποτίθεται, με έχει καψουρευτεί τρελά, αλλά εγώ θα τον αγαπήσω περισσότερο και πιο απελπισμένα περισσότερο, και θα ζήσω σαν τη Ρόζα Εσκενάζι. Μη με περάσεις για τρελή, όμως αυτή η αίσθηση και η προσμονή είναι που με φτιάχνει. Είναι το πιο ωραίο πράγμα η προσμονή, αλλιώς δεν θα πίστευα σε τίποτα.

Δύσκολο όπως το λες. Ποια τσιγάρα, που με το αντικαπνιστικό κομμένα όλα. Και ποιο πέσιμο με τόσο me too εκεί έξω που πλέον κολώνουν όλοι και κρατιούνται, ως κι ο Φούντας θα λάκιζε. Η φάση είναι ξενερωσιά και μαραθώνιος, υγιεινή ζωή, μέτρα σφυγμούς, για σένα νοιάσου και γυμνάσου...
Ρε φίλε, τι σπάσιμο. Ξέρεις τι θέλω, που το ρίχνω και σαν κατάρα, τρόπος του λέγειν, αλλά στα αλήθεια, αν είναι κάποιος μαραθωνοδρόμος φρικ να του κάτσει γκόμενα που οι φίλες της κι αυτή καπνίζουν σαν τρελές. Ώστε να βγαίνει κι αυτός έξω και να ξεπαγιάζει όπως εγώ κι εσύ, κι ας μην καπνίζει, ευχή ρίχνω να του τύχει τέτοια φάση γκομενική. Γιατί υπάρχει αυτή η βλακεία στον πλανήτη, όπου το σωστό είναι ένα; Τα σωστά είναι πάντα τουλάχιστον δύο. Όσο σωστό είναι να υποφέρει ένας καπνιστής, άλλο τόσο σωστό είναι να υποφέρει και ο μη καπνιστής. Να κάθονται αυτοί οι πούστηδες να κρυώνουν κι εμείς να καπνίζουμε μέσα στα ζεστά μαγαζιά. Δεν κατάλαβα δηλαδή γιατί έχει τα προνόμια αυτός που δεν καπνίζει. Τι έχει πέτυχει στη ζωή του αυτός περισσότερο; Άσε που εγώ που καπνίζω, άρα έχω νταλκά και γι' αυτό αυτοκαταστρέφομαι, χρειάζομαι μεγαλύτερη προστασία και θαλπωρή, μια αγκαλιά από το κράτος, όχι κλωτσιά. Και ας καταλάβουν οι «υγιείς» ότι κανείς δεν νοιάζεται για την υγεία τους, ότι από κάπου αλλού έχει σκοπό αυτό το τόσο δημοκρατικό σύστημα υγείας να τους πάρει τα φράγκα και την υγεία τους επίσης.



Άντε να τελειώνουμε λέω, να πάμε να κάνουμε και κανένα τσιγάρο. Κλείνω με τελευταία ερώτηση: πώς πάμε από φιλία, έρωτα και ευτυχία; Που προηγουμένως μου είπες πως μόνο για την προσμονή ζεις και είναι πολύ ωραίο πράγμα, αλλιώς δεν θα πίστευες σε τίποτα;
Μωρέ όλα τα έχω! Την ξεζουμίζω τη ζωή, ό,τι μου προσφέρεται το αρπάζω και το γλεντάω και το ανταποδίδω, μέχρι να πεθάνω. Αν και να σου πω την αλήθεια δεν νιώθω πολύ ευτυχισμένη που γεννήθηκα κι ας παρτάρουμε.Πολύ πόνος και απώλεια, και μετά γηρατειά και κάπως αν μπορέσουμε να φύγουμε αξιοπρεπώς, αφού χαιρετήσουμε τους άλλους, τους δικούς μας, που θα φύγουν πριν από εμάς.Ξέρεις κάτι; Αν μου έβαζαν επιλογή, όταν ήμουν σπερματοζωάριο, ποιο από όλα σας θέλει να γονιμοποιηθεί και θέλει να βγει εκεί έξω, εγώ νομίζω πως δεν θα δήλωνα. Άσε που τώρα τελευταία με έχει πιάσει και μια τρέλα πως δεν θα ζήσω πολύ και θα πεθάνω σύντομα...

Της λέω: Λένα Κιτσοπούλου, λες βλακείες, Λένα Κιτσοπουλου θα ζήσεις πολλά πολλά χρόνια ακόμα, θα σε ακούμε να τραγουδάς, να γράφεις, να παίζεις, να σκηνοθετείς, να το γαμάς το σύμπαν με όλες τις έννοιες, λέξεις, νότες, πινέλα, πίνακες, βιβλία, πόλη, μπαρ, σκηνές, θέατρα, δρόμους, άντε στην ευχή του Θεού τώρα εκεί έξω. Κι έτσι αφού τα διαλαλήσαμε, ύστερα αποχαιρετηστήκαμε εγκάρδια και το διαλύσαμε. 

© Θανάσης Καρατζάς

Υ.Γ. «Άντε να δω τι συνέντευξη θα βγάλεις από όλα αυτά» μου είπε. Μην ανησυχείς, απάντησα.


Περισσότερα για την έκθεση «Between My Legs» της Λένας Κιτσοπούλου στον οδηγό της Athens Voice