Εικαστικα

Η ιστορία του Χριστόψωμου με αφορμή μια έκθεση

Μία έκθεση διαφορετική από τις συνηθισμένες στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη», σε συνεργασία με τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίου Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ).

Έλενα Ντάκουλα
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Άρτοι και κουλούρες - Χριστόψωμο» στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη»

Η έκθεση «Άρτοι και κουλούρες - Χριστόψωμο» έχει δύο βασικούς πρωταγωνιστές που δεν θυμίζουν όμως  τα συνηθισμένα έργα τέχνης που βλέπουμε στις εκθέσεις. Ανήκουν δε και οι δύο στην κατηγορία των τροφών.

Ο πρώτος αφορά τον άρτο (ψωμί), ένα από τα βασικά στοιχεία της διατροφής μας, αλλά και σύμβολο της πολιτισμικής και πνευματικής μας παράδοσης, και ο δεύτερος το επίκαιρο, λόγω εποχής, χριστόψωμο, το οποίο όμως αυτό παραπέμπει στην τέχνη λόγω της περίτεχνης διακόσμησής του, η οποία μοιάζει σαν κέντημα.

Όπως μας ανέφερε η λαογράφος και επιμελήτρια της έκθεσης κα Σταυρούλα Πισιμίση, η ιδέα αυτής της θεματικής προέκυψε μετά από συζήτηση και συνεργασία με την κα Νίνα Σακελλαρίου, έναν άνθρωπο της παράδοσης και της λαογραφίας, η οποία έφερε το μουσείο σε επαφή με την εικαστικό κυρία Αγγελική Τσεβά, στην οποία ανήκει η καταπληκτική συλλογή των άρτων.

Το ψωμί (ο άρτος), από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα ταυτίζεται άμεσα με τη διατροφή των Ελλήνων, αποτελεί δε σύμβολο της ελληνικής παράδοσης και η χρήση του είναι συνδεδεμένη με όλους της κύκλους της ζωής ενός ανθρώπου, όπως είναι η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος καθώς επίσης και με διάφορες κοινωνικές, θρησκευτικές και εορταστικές εκδηλώσεις.  

Τα κατά τόπους ήθη και έθιμα του λαού μας, βασισμένα στους συμβολισμούς και την ευρύτατη χρήση του ψωμιού για γεγονότα ή αντιμετώπιση περιπτώσεων όπως η στειρότητα, το σαράντισμα του βρέφους, η λοχεία, η αρρώστια κ.ά., φανερώνουν το πόσο πολύ το βασικό αυτό στοιχείο της διατροφής έχει αποκτήσει στο υποσυνείδητό των απλοϊκών ανθρώπων της υπαίθρου κι άλλες ιδιότητες, εκτός της θρεπτικής, που επηρεάζουν τις σκέψεις και τις αποφάσεις της καθημερινής τους ζωής. Το ίδιο ισχύει και για τα τελετουργικά που αφορούν τον θάνατο, την εκφορά του νεκρού, το μνημόσυνο, τα ψυχοσάββατα.

Όπως αναφέρει στη διατριβή του για τον άρτο, ο τ. Διευθυντής Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αγγελος Δευτεραίου, «το γεγονός ότι  το ψωμί θεωρήθηκε ως το πιο βασικό είδος διατροφής συνετέλεσε στο να νομισθεί ότι περιέχει κάποια ανώτερη δύναμη, πράγμα στο οποίο από ένα σημείο και ύστερα βοήθησε και η χριστιανική θρησκεία που το συνέδεσε με το σώμα του Χριστού». 

Σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες η δύναμη αυτή του άρτου θεωρείται προστατευτική απέναντι σε κινδύνους που φέρουν δαιμονικά όντα ή δαιμονικές πράξεις και γι’ αυτό τον λόγο σε πολλά  μέρη της Ελλάδος χρησιμοποιείται ως δώρο που ανταλλάσσεται μεταξύ των μελών της οικογένειας, μεταξύ φίλων ακόμη και μεταξύ μελλόνυμφων.

Συνεχίζοντας την ανάγνωση της διατριβής του κου Δευτεραίου, μας δίνεται μία εξήγηση: «Η δύναμη του ψωμιού μεταβιβάζεται στο άτομο που το παίρνει ως δώρο και ενισχύει την καινούργια σχέση που δημιουργείται. Ο δεχόμενος το ψωμί-δώρο πιστεύει ότι του γίνεται μεγάλη τιμή εκ μέρους του δωρητή, αφού έτσι μοιράζεται μαζί του τη δύναμη του ίδιου του σπιτιού του». 

Και στην περίπτωση των μελλόνυμφων, οι κουλούρες και οι γαμήλιοι άρτοι, που ο γαμπρός στέλνει στη νύφη και η νύφη στον γαμπρό, διακοσμημένοι με κεντήματα πάνω στη ζύμη,  έχουν ως σκοπό να  προστατεύσουν το ζευγάρι από κάθε κακό αλλά και να του μεταδώσουν υγεία, ευτυχία και αφθονία αγαθών.

«Ο άρτος, με τους συμβολισμούς του και την προστατευτική του δύναμη εξακολουθεί και παραμένει ως έθιμο και στη σύγχρονη ζωή του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, μέσα από το χριστόψωμο, τη βασιλόπιττα, τη λαγάνα, τα λαμπροκούλουρα, τα πρόσφορα, τη φανουρόπιττα κ.ά. έχοντας βεβαίως απολέσει τη λειτουργικότητά του, με την έννοια της δύναμης των συμβόλων», επισημαίνει η κα Πισιμίμη.

Μερικά  από τα έθιμα του Δωδεκαημέρου (διάστημα από παραμονή Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνεια), όπως το Χριστόψωμο ή η βασιλόπιττα, που ανήκουν στους εορταστικούς άρτους, έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα, όταν οι άνθρωποι, στην έναρξη των μεγάλων αγροτικών γιορτών, πρόσφεραν άρτο στους θεούς, ώστε να εξασφαλίσουν με μαγικολατρευτικό τρόπο υγεία, δύναμη και εύφορη σοδειά. Ένας  απ’ αυτούς είναι  ο Θαλήσιος άρτος που έφτιαχναν κατά τη διάρκεια των Θαλυσίων, γιορτή του θερισμού, αφιερωμένη μάλλον στη θεά Δήμητρα. Η λατρευτική αυτή σημασία και δύναμη του εορταστικού άρτου πέρασε αργότερα και στη χριστιανική θρησκεία.

Το Χριστόψωμο αποτελεί ένα από τα παλαιότερα έθιμα των Χριστουγέννων στην Ελλάδα.  Παρασκευάζεται την παραμονή των Χριστουγέννων, ώστε να βρίσκεται ανήμερα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Συναντάται δε σε διάφορες παραλλαγές σχημάτων ή διακόσμησης με στολίδια από ζυμάρι, ανάλογα με τον τόπο, τις πεποιθήσεις αλλά και τις ασχολίες της αγροτικής οικογένειας.  Ετσι, αν ο οικογενειάρχης είναι γεωργός το χριστόψωμο μπορεί να είναι διακοσμημένο με ένα αλέτρι, ή στάχια, αν είναι κτηνοτρόφος με βόδια, κατσίκια κλπ. Τα διακοσμητικά αυτά στοιχεία καθώς επίσης και οι καρποί (αμύγδαλα ή καρύδια με το κέλυφος) μπαίνουν γύρω από τον σταυρό που είναι σχηματισμένος πάνω στην επιφάνεια.

Το χριστόψωμο αναφέρεται και στην ελληνική λογοτεχνία, όπως στο ομότιτλο ηθογράφημα  του Α. Παπαδιαμάντη που πρωτοδημοσιεύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου του 1887 και αφορά τα όσα τράβηξε μία άτυχη, άτεκνη νύφη, από την κακιά πεθερά της με αποκορύφωμα την προσπάθεια (της πεθεράς) να την δηλητηριάσει βάζοντας φαρμάκι μέσα στο χριστόψωμο, το οποίο όμως κατά λάθος έφαγε ο ίδιος της ο γιος.

Η βασιλόπιτα είναι ένας συνδυασμός του εορταστικού άρτου των αρχαίων ελληνικών εορτών και των μειλίχιων προσφορών (από μέλι και αγροτικά ηδύσματα) προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες.  Τόσο το έθιμο της βασιλόπιττας όσο και το νόμισμα μέσα σ’ αυτήν παραπέμπουν στη γιορτή  των ρωμαϊκών «Σατουρναλίων» κατά την διάρκεια των οποίων γίνονταν  θυσίες, συμπόσια, προσφέρονταν δώρα, γλυκά και εκλεγόταν ένας τυχερός, ο «ψευτοβασιλιάς» του εκάστοτε συμποσίου. 

Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτρη Λουκάτο, «την ειδική τελετή γύρω από την πίτα με ίσο ή ιεραρχικό μοίρασμα των κομματιών για την ανέρευση σημαδιού (νομίσματος) την έφεραν στην Ελλάδα οι Φράγκοι με τις Σταυροφορίες. Αυτοί ήταν πιο κοντά στην ρωμαϊκή παράδοση των Σατουρναλίων με τη συμποσιακή εκλογή του ψευτοβασιλιά».

Η ορθόδοξη εκκλησία ενσωμάτωσε το έθιμο αυτό στη θρησκευτική  παράδοση, συνδέοντάς το με την προσωπικότητα του Μεγάλου Βασιλείου και τον τρόπο που αυτός σκέφθηκε να επιστρέψει τα τιμαλφή στους πιστούς της Επισκοπής του, αφού είχε προτείνει να τα συγκεντρώσουν όλα κάπου, προκειμένου να τα γλιτώσει από τις  άγριες, ληστρικές  διαθέσεις του Επαρχου της Καππαδοκίας, όπως και το κατάφερε. Μια και δεν μπορούσε μετά να γνωρίζει τι ανήκε σε ποιον, ζήτησε και έφτιαξαν μικρές πίτες μέσα στις οποίες έβαλε ένα κόσμημα ή ένα νόμισμα και τα μοίρασε στους κατοίκους της πόλης. Και κατά έναν περίεργο τρόπο, ο καθένας πήρε αυτό που ήταν το δικό του και έτσι ήταν όλοι ευχαριστημένοι.

Το κόψιμο της βασιλόπιττας έχει και μία μαντική σκοπιμότητα, μια και ο άνθρωπος δοκιμάζει την τύχη του, προσπαθώντας, ανάλογα με το αν θα του πέσει το νόμισμα, να μαντέψει πως θα είναι γι’ αυτόν η καινούργια χρονιά.   Σύμφωνα με την παράδοση, το κόψιμο κομματιού για τον Χριστό, την Παναγία και το σπίτι, προσδοκάται η εύνοια των Αγίων και η ευτυχία για το σπίτι και τους νοικοκυραίους του.

Και συνοψίζοντας, μία ακόμη απόδειξη της σπουδαιότητας του ψωμιού τόσο ως στοιχείο της διατροφής αλλά και ως στοιχείο κοινωνικο-πολιτικο-πολιτιστικών σχέσεων και καταστάσεων, είναι η ερμηνεία που αποδίδεται στη λέξη «ψωμί», όταν αυτή χρησιμοποιείται σε εκφράσεις που δεν αναφέρονται αμιγώς στην τροφή, όπως: «βγάζει το ψωμί του», «τελειώνουν τα ψωμιά του», «δεν έχει ψωμί να φάει», «φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι», «θα φάει πολλά ψωμιά ακόμη», «ψωμί, παιδεία, ελευθερία», «αυτή η δουλειά έχει πολύ ψωμί», «το έδωσε για ένα κομμάτι ψωμί», «είπε το ψωμί ψωμάκι», «να τιμάς το ψωμί που τρως», «το πικρό ψωμί της ξενιτιάς» κ.ά.

Βιβλιογραφία: -Δευτεραίου Αγγέλλου,  "Το ψωμί ως δώρο στις κοινωνικές σχέσεις του ελληνικού λαού". Ανάτυπον εκ της επετηρίδος του Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας. Τομ ΚΕ' (1977/80). Δευτεραίου Αγγέλου, "Ο άρτος. Κατά την γέννησιν και την τελευτή.  Η συμβολή και μαγική χρήσης του υπό των νεωτέρων Ελλήνων". Διατριβή επί διδακτορία.  Αθήνα, 1978. Λουκάτος Σ.Δημήτριος. "Το έθιμο της Βασιλόπιττας". Ανάτυπο. Από τα "Μικρασιατικά Χρονικά", Τόμος 10ος, 1962.  Αθήνα 1962. Υλικό που βρίσκεται αναρτημένο στους χώρους της έκθεσης.

Ηλεκτρονικές Πηγές: Papadiamantis.net