Η μεγαλύτερη ανάπλαση της νεότερης Ελλάδας χτίζεται πάνω σε στρώματα ιστορίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
31°

Παναγιώτης Τουρνικιώτης: Πριν πενήντα χρόνια θα γκρεμίζαμε κτίρια τα οποία σήμερα λατρεύουμε
Παναγιώτης Τουρνικιώτης: Η Αθήνα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος μέσα από την Αρχιτεκτονική
Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Αθήνα και το Παρίσι. Είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, δίδαξε Θεωρία της Αρχιτεκτονικής, ήταν διευθυντής του Εργαστηρίου Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής, είναι αντιπρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Πινακοθήκης και έως τον Σεπτέμβριο του 2022 ήταν κοσμήτορας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.
Στα περισσότερα από 30 χρόνια καριέρας του έχει δημοσιεύσει πάνω από 150 άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, καθώς και κριτικά δοκίμια για την αρχιτεκτονική και την πόλη, που καλύπτουν τη νεότερη και τη σύγχρονη εποχή. Έχει συγγράψει τέσσερα διδακτικά βιβλία που υποστηρίζουν προπτυχιακά μαθήματα της Σχολής Αρχιτεκτόνων, αλλά και τα βιβλία: «Adolf Loos» (Παρίσι, Editiοns Macula, 1991), «The Histοriοgraphy οf Mοdern Architecture» (Cambridge, Mass., MIT Press, 1999), «Η αρχιτεκτονική στη σύγχρονη εποχή» (Αθήνα, εκδ. Futura, 2006) και «Η διαγώνιος του Le Corbusier» (Αθήνα, εκδ. Εκκρεμές, 2010).
Συναντιόμαστε με τον Παναγιώτη Τουρνικιώτη στο White Monkey, ένα tiki bar στην κεντρική πλατεία του Χαλανδρίου, μια γειτονιά που εκείνος γνωρίζει από παλιά. Όπως μου λέει, θυμάται το Χαλάνδρι όταν ακόμα ήταν γεμάτο από ανεκμετάλλευτα οικόπεδα, όπου τα παιδιά πετούσαν χαρταετό και έπαιζαν μπάλα, πολύ πριν η περιοχή αναπτυχθεί και γίνει ο αγαπημένος προορισμός που είναι σήμερα. Ο καθηγητής μάς μίλησε για τη γενικότερη εικόνα της πόλης και τις αλλαγές που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια.
Πώς διαβάζει την πόλη ένας αρχιτέκτονας: Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης για την Αθήνα, τη Ριβιέρα και το μέλλον
— Είναι η Αθήνα μια αρχιτεκτονικά όμορφη πόλη; Βοηθάνε ή επιβαρύνουν την εικόνα της οι μεγάλες αυτές αντιθέσεις που παρουσιάζει μεταξύ του κλασικού και του σύγχρονου;
Μεγάλωσα σε μια εποχή που σε πολλούς άρεσε να βλέπουν μια άσχημη Αθήνα. Με τα χρόνια και τις εμπειρίες μου στο εξωτερικό –όπου γνώρισα αυτές που λέμε όμορφες πόλεις–, έχω καταλήξει στο ότι η Αθήνα έχει τη δική της ομορφιά, η οποία δεν οφείλεται μόνο στους ανθρώπους της και τις κοινωνικές τους σχέσεις, αλλά και στο ίδιο το περιβάλλον της. Με την κλίμακά της, τα κτίριά της, που άλλα είναι όμορφα και άλλα άσχημα, και φυσικά με τις εξαιρετικές στιγμές της, η Αθήνα επιδεικνύει μια εξαιρετική αρχαιότητα, έναν εξαιρετικό νεοκλασικισμό και μια εξαιρετική νεωτερικότητα. Όλα αυτά είναι αναμεμειγμένα με μια κοινωνική συνύπαρξη, η οποία έχει φυσικά τις αντιθέσεις της. Καταλήγω, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι η Αθήνα είναι μια γοητευτική πόλη. Ακόμα κι αν δεν το πιστεύουμε οι Αθηναίοι, τα τελευταία χρόνια, που έχει ανέβει πολύ ο τουρισμός στην πρωτεύουσα, αποδεικνύεται ότι αυτή η πόλη αρέσει.
— Πιστεύετε δηλαδή πως, ενώ είναι μια πόλη «άναρχη» συγκριτικά με άλλες μεγαλουπόλεις της Ευρώπης, διαθέτει μια ξεχωριστή γοητεία;
Έχουμε ίσως υπερβάλει ονομάζοντας την Αθήνα «άναρχη», γιατί η αναρχία της είναι μέρος των δικών μας επιλογών και του δικού μας τρόπου ζωής. Η πόλη δεν είναι κάτι που υπάρχει ανεξάρτητα από τους ανθρώπους. Αν τα πεζοδρόμια είναι σπασμένα, αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε παρκάρει τα αυτοκίνητά μας πάνω σ' αυτά, όχι γιατί σπάνε από μόνα τους. Οπότε, ας δεχτούμε ότι αν ονομάσουμε χαοτική και άναρχη την Αθήνα, θα πρέπει να ονομάσουμε χαοτικούς και άναρχους και τους κατοίκους της.
— Αναφερθήκατε προηγουμένως στα νεοκλασικά κτίρια, τα οποία, αν και σχεδιάστηκαν κυρίως από ξένους αρχιτέκτονες, καθώς υπάρχουν στην Αθήνα από την εποχή της ίδρυσης του νεοσύστατου κράτους, αποτελούν πλέον μέρος της εικόνας της πόλης που όλοι έχουμε στο μυαλό μας. Κάποια νεότερα κτίρια, που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια, θα καταφέρουν άραγε να ενσωματωθούν με τον ίδιο τρόπο;
Η ερώτηση είναι πολύ ωραία, όμως η απάντηση δεν είναι απλή. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κάποιες παραμέτρους. Προφανώς όταν, κατά τον 19ο αιώνα, άρχισαν να χτίζονται τα μεγάλα κτίρια της νεοκλασικής περιόδου, όπως η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, η Βιβλιοθήκη, το Πολυτεχνείο, το Ζάππειο και η Βουλή (που τότε ήταν το Παλάτι), η πόλη διαμορφωνόταν ακόμα και τα κτίρια αυτά βοήθησαν στο να συγκροτηθεί και να γίνει συμβολικά αντιληπτή. Την ίδια ώρα, ως κτίρια, εξέφραζαν περισσότερο τα ευρωπαϊκά, παρά τα τοπικά ιδεώδη – τη νεωτερικότητα, δηλαδή, εκείνων των χρόνων. Ήταν, άλλωστε, σχεδιασμένα από τους «stararchitects» της εποχής εκείνης. Με την πάροδο του χρόνου, τα θεωρούμε πλέον αυτονόητα, όπως και την Ακρόπολη. Μετά από πενήντα χρόνια, είμαι σίγουρος ότι τα αντίστοιχα κτίρια που χτίστηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα από τους «stararchitects» της τωρινής εποχής, θα είναι και αυτά μέρος του αυτονόητου.
Το να συζητήσουμε σήμερα αν μας αρέσει η Ακαδημία της Αθήνας περισσότερο από τη Λυρική Σκηνή και τη Βιβλιοθήκη στο Δέλτα του Φαλήρου είναι μια άγονη συζήτηση. Είμαι σίγουρος ότι υπήρξαν στιγμές που η κοινωνία θα απέρριπτε κάποια κτίρια. Να σας φέρω ως παράδειγμα το Ζάππειο, το οποίο προσωπικά αγαπώ πάρα πολύ: Τον καιρό που γεννήθηκα περίπου, συζητούσαν σοβαρά να το γκρεμίσουν, γιατί το θεωρούσαν άσχημο κτίριο, και στη θέση του ήθελαν να χτίσουν ένα τελείως διαφορετικό, μοντέρνο κτίριο. Τώρα πια μας φαίνεται αδιανόητο κάτι τέτοιο. Με τον ίδιο τρόπο είναι πιθανό σε όλη την Ευρώπη να γκρεμίστηκαν ή να διατηρήθηκαν κτίρια σύμφωνα με τις αντιλήψεις της κάθε εποχής. Νομίζω, λοιπόν, ότι τα μεγάλα δημόσια κτίρια που έχουν χτιστεί στην εποχή μας, όπως για παράδειγμα το Μουσείο της Ακρόπολης, έχουν βάλει μια μεγάλη σφραγίδα, όπως έβαλαν και τα μεγάλα δημόσια κτίρια του προηγούμενο αιώνα τη δική τους, και σύντομα θα έχουν μια θέση πλάι σ’ εκείνα.
Αυτό θα συμβαίνει κάθε πενήντα χρόνια με τον ίδιο τρόπο, γιατί δεν έχει να κάνει μόνο με τη συγκεκριμένη μορφή των κτιρίων, αλλά και με τη διαδοχή των γενεών και των αντιλήψεων. Θα πείτε, όταν κοιτάζω την Εθνική Βιβλιοθήκη στην Πανεπιστημίου, με τους όμορφους δωρικούς της κίονες, πως αυτό είναι ελληνική αρχιτεκτονική, ενώ το Μουσείο της Ακρόπολης, που δεν έχει δωρικά κιονόκρανα, πως δεν έχει τίποτα το ελληνικό; Η απάντηση είναι ότι, όταν έφτιαξαν την Εθνική Βιβλιοθήκη, αν ζητούσαν από Έλληνες «μαστόρους» να τη σχεδιάσουν, δεν θα έβαζαν δωρικά κιονόκρανα. Αυτά τα έβαλαν οι ίδιοι Ευρωπαίοι που τώρα, κατ’ αντιστοιχία, έφτιαξαν το Μουσείο της Ακρόπολης χωρίς δωρικά κιονόκρανα. Έτσι, ας δεχτούμε αυτή τη διαλεκτική σχέση, που εμπεριέχει συνάφειες αλλά και αντιθέσεις, ως μια γόνιμη σχέση, που μας καθιστά Έλληνες Ευρωπαίους, κάτι το οποίο ούτως ή άλλως δεν αρνούμαστε.
— Το Μουσείο της Ακρόπολης, βέβαια, μας προϊδεάζει ίσως θετικά, λόγω τόσο του πλούτου που εμπεριέχει όσο και του κοινωνικού σκοπού του ως κτιρίου. Τι γίνεται όμως με το Four Seasons Astir Palace Hotel στη Βουλιαγμένη, το 91 Athens Riviera στη Βούλα και πιο πρόσφατα το Park Rise στο Ελληνικό;
Ζούμε, εδώ και περισσότερο από τριάντα χρόνια, σε μια παγκόσμια αγορά, κουλτούρα και επικοινωνία, και σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, σε μια παγκόσμια αρχιτεκτονική. Φυσικά, η τοπικότητα αποτελούσε, κι αποτελεί μέχρι και σήμερα, βασικό στοιχείο. Το τι σημαίνει όμως «τοπικότητα» μέσα σε μια παγκόσμια κοινωνία σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Θα ξεχώριζα, ωστόσο, τον σχεδιασμό του Μουσείου της Ακρόπολης ή την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ή την Όπερα και τη Βιβλιοθήκη στο Φάληρο από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες διεθνών ξενοδοχείων, γραφείων και άλλων εταιρειών. Τα μεν δημόσια κτίρια είναι φορτισμένα με συμβολικό χαρακτήρα, εκφράζουν δηλαδή θεσμικά μια κοινωνία, τα δε ιδιωτικά εκφράζουν το εμπόρευμα το οποίο προτείνουν. Δεν επενδύονται και τα δύο με τα ίδια ρούχα.
Ωστόσο αυτό που αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια είναι μια αρχιτεκτονική γραφείων ή ξενοδοχείων και θεσμικών κτιρίων η οποία «παντρεύει» τους Έλληνες με τους ξένους αρχιτέκτονες, μέσω των συνεργασιών τους, αλλά και μέσω των σπουδών που ολοκληρώνουν στα ίδια διεθνή ιδρύματα. Έτσι, βρισκόμαστε σ’ ένα διεθνές πλαίσιο ιδεών. Θα μπορούσαμε να κρίνουμε την αρχιτεκτονική και να τη συζητήσουμε, χωρίς όμως να είμαστε «κουμπωμένοι» στο ότι εκφράζει κάτι που είναι διεθνές ή της μόδας, γιατί αυτό φοβάμαι ότι το εξέφραζε πάντα, τόσο η αρχιτεκτονική όσο και η τέχνη.
— Τι γίνεται όταν αυτοί οι χώροι γραφείων ή οι διεθνείς αλυσίδες ξενοδοχείων αναμειγνύονται με το παραδοσιακό αστικό τοπίο; Πώς συνδυάζονται τα πολυόροφα γυάλινα κτίρια με τις νεοκλασικές δομές ή τα αρχαία μνημεία;
Οι γυάλινοι πύργοι πρωτοεμφανίστηκαν στην Αθήνα κατά τη δεκαετία του 1970, αρχικά με τον Πύργο των Αθηνών και λίγο αργότερα με κτίρια όπως το Atrina στην Κηφισίας. Μόλις τώρα τελείωσε και ο Πύργος που Πειραιά (που θα έπρεπε να έχει τελειώσει εδώ και πενήντα χρόνια), όμως σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις μιλάμε για ψηλά γυάλινα κτίρια. Αυτά δεν μας τα έφεραν ξένοι αρχιτέκτονες. Τα σχεδίασαν Έλληνες αρχιτέκτονες, ακολουθώντας το πνεύμα μιας εποχής που πίστευε ότι είναι καλύτερο να σχεδιάσεις κτίρια γραφείων με αυτόν τον τρόπο. Εάν με ρωτήσετε, μπορεί να διαφωνώ, αλλά οι οποιεσδήποτε προσωπικές μου απόψεις έχουν μικρή σημασία απέναντι σε μια κοινωνία η οποία είναι διατεθειμένη να πληρώσει για να κατασκευαστούν και να αγοράσει κτίρια τα οποία ανταποκρίνονται σε αυτό το διεθνές στιλ.
— Βιώσαμε πρόσφατα, μέσα στην πανδημία, μια ιδιάζουσα κατάσταση, όπου ο χώρος εργασίας μετατέθηκε από τον χώρο του γραφείου σ’ εκείνον της κατοικίας. Πέρασε από το μυαλό όλων, πιστεύω, το σενάριο ότι όλα αυτά τα κτίρια που στεγάζουν πολυεθνικές εταιρείες σιγά σιγά θα έπεφταν σε αχρησία. Τι μας έμαθε αυτή η κατάσταση;
Ήταν μια «αναχρονιστικά επίκαιρη» κατάσταση. Θα ήθελα να αναφέρω το παράδειγμα του Τάκη Ζενέτου, ενός Έλληνα αρχιτέκτονα και οραματιστή, ο οποίος, τη δεκαετία του 1960, πλάι στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες είχε αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για μια «Ηλεκτρονική Πολεοδομία». Η «Ηλεκτρονική Πολεοδομία» του Ζενέτου μάς υποσχόταν περίπου αυτό που ζήσαμε ως συνθήκη –όχι υγειονομική, αλλά επικοινωνιακή– κατά τη διάρκεια του κορωνοϊού. Μας υποσχόταν ότι δεν θα χρειαζόταν να πηγαίνουμε στα γραφεία για να δουλέψουμε, ούτε στα σχολεία για να εκπαιδευτούμε, ούτε στα νοσοκομεία για να θεραπευτούμε. Νέες δικτυακές επικοινωνίες, που ουσιαστικά θα εξασφάλιζαν τη μεταφορά ακόμα και της ιατρικής διάστασης της σωματικής μας φύσης (στο κάτω κάτω, ο γιατρός δεν ακουμπάει πια τον ασθενή, αλλά κάνει τη διάγνωση με άλλα μέσα), θα ήταν το επικείμενο μέλλον. Αυτό το επικείμενο μέλλον είναι πολύ κοντά. Δεν νομίζω, όμως, ότι είμαστε ακόμα έτοιμοι να μη βγαίνουμε από τα σπίτια μας ή να εγκαταλείψουμε τελείως τους χώρους εργασίας.
Οι χώροι εργασίας, άλλωστε, που πολλές φορές έχουν τη μορφή ψηλών γυάλινων πρισμάτων, έχουν κι αυτοί μια περισσότερο συμβολική, παρά χρηστική ή λειτουργική, σημασία. Νομίζω ότι τα κτίρια γραφείων, όχι σε συμπαγή κατακόρυφη ή οριζόντια διάσταση, αλλά σε μια λογική σμήνους σε γειτονιές, θα ήταν το ίδιο ή και περισσότερο αποδοτικά και αποτελεσματικά. Πόσο μάλλον αν δεν χρειαζόταν να μετακινηθείς από τη θέση εργασίας σου τρεις ορόφους κάτω για να δεις τον προϊστάμενό σου και να του δώσεις κάποια χαρτιά, εφόσον όλα είναι πια διαθέσιμα online.
Επίσης αν, για παράδειγμα, ένα Υπουργείο Πολιτισμού βρισκόταν σε πολλά σημεία μέσα στην πόλη, αντί να βρίσκεται ενιαία κάτω από μία στέγη, ίσως να ήταν το ίδιο ή και περισσότερο αποδοτικό, σε συμβολικό επίπεδο. Όλα αυτά τα λέω για να σκεφτούμε πως θα μπορούσε να λειτουργήσει διαφορετικά, σε δομικό επίπεδο, μια πόλη όπου τα περισσότερα πράγματα γίνονται ηλεκτρονικά και δεν είναι απολύτως αναγκαία η φυσική μεταφορά εγγράφων από το ένα γραφείο στο άλλο. Είναι μια πρόταση αποκέντρωσης, που στην Ελλάδα, όπου έχουμε καλό καιρό, το να περπατάς τρία ή πέντε λεπτά μέσα στην πόλη αν θες να δεις κάποιον μάλλον θετικό παρά αρνητικό είναι.
— Τα τελευταία χρόνια, ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα πρότζεκτ είναι αυτό του Ελληνικού. Πώς ήταν η παραλιακή αρχιτεκτονικά παλαιοτέρα και τι θα γίνει τώρα; Ποιο είναι το στιλ στο οποίο χτίζεται η Αθηναϊκή Ριβιέρα;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που λέμε Ριβιέρα είναι μια επινόηση των μεταπολεμικών χρόνων. Όταν εγώ ήμουν μικρός, κανείς δεν πήγαινε στη θάλασσα, την περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Ριβιέρα. Ο κόσμος άρχισε να πηγαίνει όταν επινοήθηκαν οι καλοκαιρινές διακοπές, η πλαζ της Βουλιαγμένης, οι εγκαταστάσεις στη Γλυφάδα και στο Λαγονήσι, και σιγά σιγά η παραλιακή οδός έφτασε μέχρι το Σούνιο. Όμως, για ένα διάστημα τριάντα με πενήντα χρόνων, οι πολίτες αφέθηκαν να κάνουν του κεφαλιού τους. Αυτό παρήγαγε εκείνο που προηγουμένως ονομάσαμε αναρχία ή χάος, γιατί η παραλία χτίστηκε όπως νόμιζαν οι πολίτες, με ελάχιστα σχέδια και υποδομές από την πολιτεία και με αυτενέργεια από τον κάθε επιχειρηματία.
Σε σχέση μ’ εκείνη την εποχή, αυτό που γίνεται τα τελευταία χρόνια είναι ότι αναπτύσσονται επενδυτικά προγράμματα τα οποία έχουν καθαρά επιχειρηματικούς στόχους και για να τους πετύχουν χρησιμοποιούν τα καλύτερα μέσα σχεδιασμού και προβολής που διαθέτουν (καλούς αρχιτέκτονες, υψηλές προδιαγραφές, ποιοτικά προϊόντα κ.ά.). Αυτά, φυσικά, ανεβάζουν όλων των ειδών τις τιμές και το τοπίο που είναι ήδη προ των πυλών ως Ριβιέρα είναι πολύ διαφορετικό, τόσο από το «αγνό» παρελθόν όσο και από την άγρια ανάπτυξη των Αθηναίων που μεσολάβησε. Είναι κάτι που θα έχει και θετικά και αρνητικά στοιχεία. Προφανώς θα δημιουργήσει περιβάλλοντα που θα έχουν έναν χαρακτήρα υψηλής ποιότητας, όσο κι αν μας αρέσουν ή δεν μας αρέσουν, ενώ από την άλλη θα πυκνώσουν οι δραστηριότητες και θα δημιουργηθούν όρια προσβασιμότητας, οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα.
Συνεπώς, μέσα σε μια δεκαετία θα έχουμε κάτι άλλο στην παραλία της Αττικής από αυτό που είχαμε πριν από δέκα χρόνια και, βέβαια, από αυτό που είχαμε πριν από πενήντα χρόνια. Τώρα πια, αυτό έτσι κι αλλιώς είναι δρομολογημένο, οπότε το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να συζητάμε το πώς γίνεται. Το αν θα γίνει έχει ήδη κλείσει.
— Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει στη Ριβιέρα συμβαίνει ταυτόχρονα και σε άλλα σημεία της χώρας. Πώς βλέπετε τη σύγχρονη αρχιτεκτονική σε νησιά όπως την Πάρο και τη Μύκονο; Μπορούν τα νέα κτίρια να συνυπάρξουν με τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της νησιώτικης αρχιτεκτονικής;
Όπως είπαμε και για τη Ριβιέρα, ο παράδεισος που τράβηξε τους κατοίκους των μητροπόλεων, της Αθήνας (και όχι μόνο), στα νησιά έχει προφανώς παρέλθει εδώ και καιρό. Παρά τα πλαίσια προστασίας συγκροτημένων οικισμών, η ευρύτερη γεωγραφία των νησιών έχει εγκαταλείψει την όποια πρωτογενή δραστηριότητα και έχει στραφεί στην τριτογενή του τουρισμού. Πλέον τα νησιά έχουν μετατραπεί, σχεδόν στο σύνολό τους, σε πεδία παροχής υπηρεσιών, όχι μόνο από τους ντόπιους αλλά και από εισαγόμενους «εργάτες τουρισμού». Αυτή η μεταλλαγή είναι μεγάλη σε όλα τα επίπεδα. Τη βλέπει κανείς πολύ έντονα στην Μύκονο, αλλά και η Σαντορίνη, η Μήλος και η Σίφνος έχουν υποστεί αυτές τις συνέπειες σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Αυτά, τόσο εγώ όσο και άλλοι, τα λέγαμε και τα γράφαμε και πριν είκοσι χρόνια. Έγιναν τελικά πιο έντονα, και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη όλων των μερών που συμμετείχαν σ’ αυτή την αναπτυξιακή δραστηριότητα, που έχει προφανώς και οικονομικό περιεχόμενο. Με έκπληξη, θα λέγαμε, τώρα που είναι πλέον αργά, βλέπουμε να διαμαρτύρονται ακόμα και φορείς της πολιτείας επειδή χτίζονται μεγάλα ξενοδοχεία σε μοναδικά περιβάλλοντα. Έχουν ήδη χτιστεί κι άλλα, και κανείς δεν το σκέφτηκε εγκαίρως. Σε όλα τα πράγματα υπάρχει μια σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. Από το πώς ξεκίνησαν να χτίζονται οι πολυκατοικίες, μέχρι το σημείο όπου ξεχείλισε το ποτήρι με τις πολυκατοικίες, ή από το πώς ξεκινήσαμε να οδηγούμε αυτοκίνητα μέχρι το σημείο που δεν μπορούμε να κυκλοφορήσουμε στην πόλη λόγω της κίνησης, και τελικά από το σημείο όπου υπήρξε ανάπτυξη στα νησιά μέχρι το σημείο που βλέπουμε να χτίζονται ξενοδοχεία σε όλα τα σημεία τους, νομίζω πως είμαστε συνηθισμένοι στο να ξεπερνάμε τα όρια. Αυτό που δεν έχουμε συνηθίσει είναι να βάζουμε όρια και να τα τηρούμε. Ίσως κάποτε να το μάθουμε.
— Σε ποιο σημείο βρίσκεται η Ελλάδα συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες όσον αφορά την ενσωμάτωση των διεθνών νέων τάσεων στην αρχιτεκτονική; Ακολουθεί φυσικά ή βεβιασμένα τις εξελίξεις;
Συνήθως είμαστε κριτικοί απέναντι σε αυτά που έχουμε κάνει εμείς οι ίδιοι στο παρελθόν και την ίδια ώρα απορρίπτουμε πολύ εύκολα, καμιά φορά και αστόχαστα, τάσεις που θέλουν να αλλάξουν αυτό το παρελθόν. Είναι σημαντικό να δείξουμε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις που φιλοδοξούν να αλλάξουν τις πόλεις μας προς νέες κατευθύνσεις, οι οποίες συναντούν αντίστοιχες επιδιώξεις των μεγάλων μητροπόλεων (περισσότερο «πράσινες» πόλεις, λιγότερα αυτοκίνητα, άλλες συνθήκες εργασίας, σαν αυτές που αναφέραμε). Όλες αυτές τις κατευθύνσεις, που συνήθως αντιμετωπίζουμε με επιφυλακτικότητα, αν τις δούμε σε προβολή σχεδιασμού 20 ή 30 χρόνων (κάτι που να περνάει τα σχετικά συχνά «στοπ» των πολιτικών αλλαγών), ίσως μπορέσουμε να δώσουμε στη συγκρότηση του χώρου μια όχι μόνο αισιόδοξη, αλλά και πραγματικά ανθρώπινη διάσταση, σχεδιασμένη από ευρύτερες διαχρονικές πρωτοβουλίες. Ας κοιτάξουμε, λοιπόν, το μέλλον με ανοιχτά μάτια και αισιοδοξία, πιστεύοντας ότι οι δυνάμεις που υπάρχουν σήμερα στην πόλη μπορούν να την κάνουν καλύτερη.
Δειτε περισσοτερα
Μια αναδρομή στη ζωή της απόλυτης ντίβας της μαύρης αμερικανικής μουσικής λίγο πριν τη συναυλία της στο Καλλιμάρμαρο
Μια μεγάλη εξομολόγηση για τη μουσική, τη ζωή του, την Πάρο και το νέο του άλμπουμ «Τα Θαλασσινά του Πάριου» που έγινε ο No.1 δίσκος του καλοκαιριού σε πωλήσεις
Τρεις ωραίες ιστορίες σε μια πρόσκληση εγκαινίων – κι ένα νησί όνειρο
Ο διεθνώς καταξιωμένος χορογράφος μιλάει για το νέο έργο του «Thrice», που θα δούμε στις 23/7 στο 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας
Εκεί που το βουνό συναντά τη θάλασσα ανάμεσα σε κάστρα, λιμάνια και έλατα