Design & Αρχιτεκτονικη

Ένα νέο μουσείο γεννιέται στην Ακαδημία Πλάτωνος

Οι μακέτες του τελευταίου τοπόσημου της πόλης στην ATHENS VOICE
A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD
  • UPD
  • A.V. Team
  • 3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ακαδημία Πλάτωνος: «Αποκαλυπτήρια» για το νέο Μουσείο των Αθηνών - Το αρχιτεκτονικό γραφείο του Γιώργου Τσολάκη απέσπασε το πρώτο βραβείο σε ανοιχτό διαγωνισμό

Με ταχείς ρυθμούς προχωρά η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της Ακαδημίας Πλάτωνος που θα συμβάλει στην αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής. Αρχές της εβδομάδας ανακοινώθηκε το πρώτο βραβείο του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών. Το μουσείο θα υλοποιηθεί με βάση τα σχέδια που έχει καταθέσει το αρχιτεκτονικό γραφείο του Γιώργου Τσολάκη.

Στο μουσείο θα παρουσιάζεται η ιστορία της πόλης, μέσα από τα ευρήματα που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική έρευνα ετών. «[…] Το πρόγραμμα ανάπλασης σέβεται απολύτως την ιστορικότητα του χώρου και αναβιώνει το πνεύμα της πλατωνικής Ακαδημίας για την ταυτόχρονη αγωγή του πνεύματος και του σώματος», είχε αναφέρει σχετικά η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη.

Πρόκειται για ένα μουσείο που θα «επικεντρώνεται στην αρμονική συμβίωση δύο αντικρουόμενων δυνάμεων της περιοχής», αναφέρουν οι εμπνευστές του έργου στην ATHENS VOICE.

«Το κτιριολογικό πρόγραμμα του μουσείου προϋποθέτει την κατασκευή ενός ευμεγέθους κτιριακού όγκου που θα επιβληθεί στο άλσος, περιορίζοντας την επιφάνεια του πολύτιμου δημόσιου χώρου. Αντ’ αυτού η πλειοψηφία της επιφάνειας του μουσείου αναπτύσσεται υπογείως και επηρεάζει τοπικά το έδαφος, δημιουργώντας βατές εξάρσεις και σκάμματα που ενισχύουν την οριζόντια τοπογραφία. Το μουσείο συνδιαλέγεται με το υπάρχον πεδίο και μετασχηματίζεται αρμονικά σε ένα κτίριο-έδαφος», προσθέτουν.

Η Ακαδημία Πλάτωνος αλλάζει όψη

Η αρχιτεκτονική προσέγγιση υποστηρίζει «την καινοτομία του συγκεκριμένου μουσείου και δίνει έμφαση στην τοπογραφία, την πολεοδομία και τη δημόσια αρχαιολογία, αφού ενσωματώνει δημιουργικά τόσο τους άξονες του τοπίου, όσο και τη δομή της πόλης, ενώ αγκαλιάζει αφενός τα αρχαιολογικά ευρήματα, και ταυτόχρονα συνδιαλέγεται με τη σχέση ανοικτού και κλειστού, δημόσιου και ιδιωτικού».

Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνεται στο σκεπτικό της μελέτης, «η πόλη και το άλσος αλληλοεπιδρούν στο κέντρο του οικοπέδου, χαράσσοντας τέσσερις νέους πεζόδρομους οι οποίοι δημιουργούν στη συμβολή τους έναν κόμβο στροβιλοειδούς κίνησης που δρα ως κεντρομόλος και ταυτόχρονα ως φυγόκεντρος δύναμη ροών και δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται αντιδιαμετρικά και σε διαφορετικές στάθμες. Η χάραξη αυτή δημιουργεί ένα κεντρικό δημόσιο πλάτωμα, όπου διανέμει τους επισκέπτες σε τέσσερις διακριτές πτέρυγες. Από αυτό το σημείο, η λειτουργία της όρασης οργανώνει τις διασπασμένες κατασκευές που αναδύονται από το έδαφος, σε ένα χωρικό και εννοιολογικό σύνολο».

«Η πλατεία σηματοδοτεί την αρχή της ανάπτυξης των αναδυόμενων πτερύγων, αντιστρέφοντας την τυπολογία του αρχαιοελληνικού, περίπτερου ναού, από εσωστρεφές κτίριο σε εξωστρεφές. Η διαρρύθμιση των όψεων με την εναλλαγή κενού-πλήρους, παραπέμπει στα στωικά κτίρια των αρχαιολογικών ευρημάτων της Ακαδημίας. Τα ίχνη της ιστορίας και η μνήμη της πόλης αλληλοεπιδρούν με το νέο κτίριο συνδέοντας το ιστορικό παρελθόν με το εξελικτικό μέλλον», τονίζεται στην πρόταση που κατέθεσε το αρχιτεκτονικό γραφείο του κ. Τσολάκη.

«Τα δώματα αναδύονται από το έδαφος ως φυσική συνέχεια, εμφανίζοντας επικλινείς, βατές επιφάνειες, επεκτείνοντας την υπάρχουσα φυτεμένη επιφάνεια του άλσους ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζουν άνετες συνθήκες φυσικού φωτισμού και αερισμού, στους επισκέπτες και στους εργαζόμενους», σημειώνεται.

Όπως τονίζεται, «στο εσωτερικό του μουσείου η ευελιξία των εκθεσιακών χώρων επιτρέπει τον μετασχηματισμό και πολλαπλές πιθανές διατάξεις των εκθεμάτων, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη βασική αρχή ότι η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός ο οποίος μεταλλάσσεται διαρκώς. Η εναλλαγή κλειστών και ανοικτών χώρων, η δυνατότητα θέασης του εσωτερικού του μουσείου από διαφορετικές οπτικές και σε διαφορετικό βαθμό αποσκοπούν στη δημιουργία μιας σχέσης οικειότητας μεταξύ μουσείου και επισκέπτη που θα οδηγήσει ακόμη και μη επισκέπτες να αισθανθούν την περιέργεια και την άνεση να διαβούν τις πόρτες του μουσείου ή να μετάσχουν των μηνυμάτων του».

»Το μουσείο γίνεται έτσι “διάφανο” τόσο ως προς τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, όσο και ως προς τη διαχείριση του εσωτερικού του χώρου επιτρέποντας ένα δημιουργικό διάλογο τόσο με τις αρχαιολογικές ανασκαφές, το άλσος, την πόλη και τους κατοίκους της. Οι πολλαπλές αυλές και οι διαφορετικές θεάσεις προσκαλούν μια συμμετοχική ελεύθερη βίωση του χώρου από τους περιοίκους και τους επισκέπτες».

Για τον κ. Τσολάκη και την ομάδα του το φυσικό τοπίο αποτελεί τον βασικό πρωταγωνιστή της χωρικής ανάγνωσης. «Οι νέες υπαίθριες διαδρομές καταδύονται ομαλά στον κόσμο του παρελθόντος, ενσωματώνοντας το κτίριο με το τοπίο και το άλσος διατηρείται ανέπαφο», τονίζουν και προσθέτουν «τα βατά δώματα επεκτείνουν την επιφάνεια του άλσους, ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη εδαφοκαλυπτικών φυτών, θάμνων και μικρών δέντρων ενοποιώντας χωρικά και οπτικά τον φυτεμένο δημόσιο χώρο. Η υπάρχουσα φύτευση ενισχύεται με ενδημικά δέντρα χαρακτηριστικά του αθηναϊκού τοπίου».

Στην κοινωνία επικρατεί η άποψη πως η ανέγερση ενός νέου κτιριακού συγκροτήματος πιθανόν να επιφέρει την αλλοίωση του υπάρχοντος περιβάλλοντος, αυτό ακριβώς το ζήτημα προσπαθούν να επιλύσουν με την πρότασή τους οι μελετητές του έργου. Όπως αναφέρει ο κ. Τσολάκης «η πρόταση αναδεικνύει τη δυνατότητα της ειρηνικής και αρμονικής συνύπαρξης και των δύο στοιχείων καθώς το ένα αποτελεί μέρος του άλλου, δημιουργώντας ένα νέο όλον».

Και συνεχίζει λέγοντας «η κατασκευή δεν δύναται να εννοηθεί αποκομμένη από την πρωταρχική της κατάσταση, την ανεπεξέργαστη φυσική ύλη. Αποτελεί εξ’ ορισμού μέρος του φυσικού περιβάλλοντος όπου χρειάζεται να υποστεί τον κατάλληλο μετασχηματισμό έτσι ώστε να ενωθεί ξανά με τη γη».

Όραμα των μελετητών να δημιουργήσουν έναν χώρο ελκυστικό για τους επισκέπτες. «Το μουσείο ως κτίριο, ως χώρος, ως σύνολο υλικών και άυλων μαρτυριών διαλέγεται με τους επισκέπτες, καθώς αυτοί ανακαλύπτουν τη σχέση μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, τη σημασία της μνήμης για το σήμερα», αναφέρουν.

Ιδιαίτερο κεφάλαιο στην αρχιτεκτονική μελέτη αποτελεί η υπαίθρια γλυπτοθήκη, η οποία αναπτύσσεται σε χαμηλότερη στάθμη από το άλσος, συσχετίζοντας τα εκθέματα με τις υπάρχουσες αρχαιολογικές ανασκαφές. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο νοτιοανατολικό τμήμα μεταφέρονται οι υφιστάμενες αθλητικές δραστηριότητες (γήπεδα καλαθοσφαίρισης, ποδοσφαίρου) με αναβαθμισμένες υποδομές (κερκίδες, κρήνες, καθιστικά, φωτιστικά στοιχεία) καθώς και ο υπόγειος χώρος στάθμευσης.

«Οι αρχές σχεδιασμού του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου προβάλλουν το όραμα της Αθήνας του μέλλοντος. Μιας πόλης που σχετίζει τις κτιριακές υποδομές με το φυσικό έδαφος και το τοπίο, μιας πόλης που σέβεται, αναδεικνύει και συνυπάρχει αρμονικά με τη φύση και την ιστορία της, συμπεριλαμβάνοντας υπόψιν όλους τους πολίτες της», επισημαίνεται στο σκεπτικό της πρότασης.