Design & Αρχιτεκτονικη

Μαρία Κοκκίνου - Κούρκουλα: Η αρχιτεκτονική στα καλύτερά της

Η αρχιτέκτων Μαρία Κοκκίνου έφυγε από τη ζωή αφού πρόλαβε να σχεδιάσει μερικά από τα πιο καλαίσθητα σύγχρονα κτίρια της Αθήνας, δημόσια και ιδιωτικά, τα τελευταία 35 χρόνια
A.V. Team
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Μαρία Κοκκίνου-Κούρκουλα: Μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές στη ζωή και στην καριέρα μιας υπέροχης γυναίκας που έφυγε από τη ζωή.

Την Κυριακή 6 Νοεμβρίου έφυγε από τη ζωή η αρχιτέκτων Μαρία Κοκκίνου. Τόσο η ίδια όσο και ο άνδρας της, επίσης αρχιτέκτων Ανδρέας Κούρκουλας υπήρξαν σταθεροί, καλοί φίλοι και συνεργάτες της ΑTHENS VOICE εδώ και πολλά χρόνια. Ο θάνατός της μας συγκλόνισε όλους εδώ στην εφημερίδα όχι μόνο γιατί χάθηκε μια σημαντική προσωπικότητα της επιστήμης και μια πολύ ωραία γυναίκα, αλλά γιατί είχαμε συνδέσει αυτό το πρόσωπο  με μερικές από τις λαμπρότερες αρχιτεκτονικές στιγμές της μικρής μας πόλης.

Αν και Χανιώτισσες, της ίδιας γενιάς και των ίδιων σχολείων, την Μαρία την γνώρισα καλύτερα στην Αθήνα χάρη στον Ανδρέα. «Γεια σου πατρίδα» μου φώναζε κάθε φορά που ανταμώναμε  μεσημεράκι έξω από το εστιατόριο του Φιλίππου, ή στην Πατριάρχου Ιωακείμ, ή στα τραπεζάκια του It στη Σκουφά. Σταματούσε το μηχανάκι της, έβγαζε το κράνος της, άφηνε τα υπέροχα λαμπερά μαύρα μαλλιά της να απλωθούν στους ώμους της και μου έδινε ένα αληθινό φιλί. Η Μαρία ήταν το είδος της γυναίκας που λάτρευα. Της γυναίκας που άφηνε πάντα χώρο για τους άλλους. Είτε αυτοί οι άλλοι ήταν η οικογένειά της, είτε οι συνεργάτες της. Ευγενική, πανέξυπνη, ήρεμη, μορφωμένη, μοντέρνα, με άγρια ομορφιά, εκφραστικά μεγάλα μάτια, γυμνασμένο σώμα, αμακιγιάριστη τις περισσότερες φορές, με ωραία δάκτυλα, με θαυμάσια ρούχα και κοσμήματα, με απόλυτη αίσθηση του μέτρου σε όλες της τις αντιδράσεις,  μια ζωντανή «Γυναίκα της Κνωσσού». Έτσι την έλεγα κάθε φορά που την συναντούσα. Πίστευα και πάντα το πιστεύω ότι η Μαρία και ο Ανδρέας ήταν ένα από τα ωραιότερα ζευγάρια της αρχιτεκτονικής στη χώρα μας. Και δεν μιλώ μόνο εμφανισιακά. Η συνεργασία τους, που ξεκινά από την εποχή που ήταν φοιτητές στο Πολυτεχνείο μέχρι που έφτιαξαν το δικό τους αρχιτεκτονικό γραφείο, το περίφημο «Κ&Κ Architects», μέχρι που παντρεύτηκαν, μέχρι που έκαναν παιδιά και εγγόνια, μέχρι και το τέλος της ζωής της, με τα έργα μεγάλης ή μικρής κλίμακας που σχεδίασαν, από το Μουσείο Μπενάκη, μέχρι την κατοικία στην Κέα έκαναν τη ζωή μας στην πόλη να φαίνεται λίγο πιο ανακουφιστική, πιο easy living, πιο όμορφη και λεπταίσθητη.

Όλοι έχουμε στην καρδιά μας το Μουσείου Μπενάκη, από την εποχή κιόλας που έφτασαν τα πρώτα κόκκινα μάρμαρά του από το Ιράν. Όλοι θυμόμαστε το πιο καλαίσθητο εκλογικό κέντρο στην πολιτική ιστορία της Ελλάδος που σχεδίασαν για τον Γιώργο Καμίνη στην πλατεία Κλαυθμώνος με τους φωτισμένους τοίχους και την ελιά στο κέντρο. Το φουτουριστικό κτίριο της Cosmote στην Παιανία με τα φωτισμένα ζικ ζακ, το στρογγυλό κτίριο της Folli Follie στον Άγιο Στέφανο, το Μουσείο Εναελίων Αρχαιοτήτων στον Πειραιά, το συντριβάνι στην πλατεία της Νέας Σμύρνης αλλά και τα μινιμαλιστικά σπιτάκια στην Κέα και στην Εύβοια με τα δωμάτια-κουτιά στη  μέση του πουθενά και το εξίσου μινιμαλιστικό Skinopi Lodge στην μακρινή Μήλο που το Conde Nast «Τraveler» επέλεξε να αναδείξει στο εξώφυλλο του. Και τι δεν σχεδίασε αυτό το φωτεινό δίδυμο; Από τα εστιατόρια του Βασίλαινα και το Ζurbaran μέχρι τη Scala Vinoteca και το κτίριο της Shop & Trade στην Πειραιώς. Και φυσικά ποιος μπορεί να ξεχάσει την καταπληκτική αποκατάσταση που έγινε στην οικία του Πάτρικ Λι Φέρμορ στην Καρδαμύλη που ήταν και ένα από τα τελευταία έργα που επιμελήθηκε συντόνισε και επέβλεψε η ίδια η Μαρία για λογαριασμό του γραφείου τους.

Πότε είδα πραγματικά ευτυχισμένη τη Μαρία; Όταν γεννήθηκε ο εγγονός της. Όταν βρισκόταν πάνω στη θάλασσα με το κανό της, όταν επέστρεφε στα Χανιά, όταν έβγαζε βόλτα τον Ντίνο, τον σκύλο της. Τη ρώτησα μια μέρα: Μα καλά, πώς έβγαλες Ντίνο το σκυλί, παιδάκι μου; «Από το ΚουφοΝτίνο» μου απάντησε. Και μόνο που το γράφω με (ξανα)πιάνουν τα γέλια! Για να μη με πιάσουν τα κλάματα.

- Σταυρούλα Παναγιωτάκη 

Τα σημαντικότερα στάδια της καριέρας του Ανδρέα και Μαρίας Κούρκουλα μέσα από τα δικά τους λόγια

Το 2006 έδωσαν στον δημοσιογράφο Γιάννη Κωνσταντίδη την παρακάτω κοινή συνέντευξη στο περιοδικό «ΗΟΜΕ» , το περιοδικό της ATHENS VOICE για το σπίτι. Μίλησαν για όλη τους την πορεία, από το πρώτο σπιτάκι που σχεδιάσαν στην Σίφνο και γκρεμίστηκε μέχρι το εμβληματικό Μουσείο Μπενάκη.

Αποφοίτησαν από την Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. και συνέχισαν τις σπουδές τους στην Bartlett School of Architecture στο Λονδίνο. «Ήμασταν στην Αγγλία από το 1979 μέχρι το 1986, δηλαδή κατά τη φάση της ανάπτυξης της μεταμοντέρνας περιόδου» λέει η Μαρία Κοκκίνου και ο Ανδρέας Κούρκουλας διευκρινίζει: «Τελείωσα εδώ, αλλά σπούδασα στο Λονδίνο…». Στη διάρκεια της εκεί παραμονής τους εργάστηκαν στο αρχιτεκτονικό γραφείο Ο.Μ.Α. (Ζέγγελης-Koolhaas), έχουν διακριθεί σχεδόν σε όλους τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς που έχουν συμμετάσχει μέχρι σήμερα, έχουν εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (2000) και έχουν προταθεί δυο φορές για το ευρωπαϊκό Βραβείο Αρχιτεκτονικής Mies Van der Rohe (1999 και 2004). Από το 1987 διατηρούν το αρχιτεκτονικό τους γραφείο στις παρυφές του Λυκαβηττού και ένα προφίλ μάλλον χαμηλό σε σχέση με την απήχηση που έχει το έργο τους. Το opus magnum τους, το Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, τους έκανε γνωστότερους στο πλατύτερο κοινό.

Ας ξεκινήσουμε από την αρχή!
Μαρία Κοκκίνου Το πρώτο σπίτι το σχεδιάσαμε, όντας ακόμα στην Αγγλία. Ήταν ένα μικρό σπίτι, κάτοψης 50 τετραγωνικών, στη Χρυσοπηγή της Σίφνου. Γκρεμίστηκε όμως κατά τη διαδικασία της κατασκευής, κατόπιν της κατακραυγής Αθηναίων που είχαν σπίτια στην περιοχή, επειδή θεωρήθηκε προσβολή στο τοπίο.

Δηλαδή η πρώτη σας εμπειρία ήταν ένα σπίτι που γκρεμίστηκε;
Ανδρέας Κούρκουλας Ναι, ο ιδιώτης μας είπε: «Μετά τη φασαρία που γίνεται, δεν μπορώ να αναλάβω το βάρος της επιλογής και αναγκάζομαι να το δώσω σε μια τοπική αρχιτεκτόνισσα να αναθεωρήσει την άδεια».

Πώς αντιδράσατε σ’ αυτό;
Μαρία Κ. Θεωρήσαμε ότι ήταν αστείο.
Ανδρέας Κ. Θεωρήσαμε ότι υπήρχε μια παράνοια εκ μέρους κάποιων ανθρώπων, η οποία απέπνεε το πολιτικό κλίμα της εποχής, που βέβαια διατηρείται και σήμερα και επιβάλλει σε ένα περιβάλλον ιστορικά «βαπτισμένο» και πολιτιστικά αξιόλογο να μη γίνεται αποδεκτό οτιδήποτε δεν προσπαθεί να μιμηθεί εικονογραφικά την παράδοση αλλά θέλει να συνομιλεί μαζί της.
Μαρία Κ. Ο πρώτος κύριος σταθμός μας ήταν το κτίριο της Μηχανικής στο Μαρούσι. Το ’93 ο κ. Πρόδρομος Εμφιετζόγλου έκανε ένα κλειστό διαγωνισμό και κάλεσε αρχιτέκτονες της γενιάς μας. Κερδίσαμε το πρώτο Βραβείο. Ήταν πολύ σημαντικό για μας, καθώς ήταν το πρώτο μεγάλο κτίριο που κάναμε. Βρισκόταν στην είσοδο στο Μαρούσι και το έβλεπαν όλοι. Μετά απ’ αυτό νομίζαμε ότι θα έρχονταν όλοι οι εργολάβοι της Κηφισιάς και θα μας ζητούσαν δουλειά, αλλά… τίποτα (γέλια).

Πώς εξηγείται αυτό;
Ανδρέας Κ. Μάλλον αντανακλά την κατάσταση της αγοράς, όπου δεν υπάρχει η απαίτηση να παρέχεται δυνατότητα ποιοτικής επιλογής. Όταν ο εργολάβος, με τον τρόπο που ξέρει να κάνει δουλειές – κι ας τον βρίζει ολόκληρη η κοινωνία – πουλάει, και πουλάει πάρα πολύ ακριβά, δεν έχει κανένα λόγο να ρισκάρει συνεργασίες με νέους. Όταν ο αγοραστής αρκείται σ’ αυτό που παρέχεται και δεν προβάλλει περαιτέρω αξιώσεις, γιατί να μπει ο επιχειρηματίας στον κόπο ή σε παραπάνω έξοδα, εφόσον αυτό που κάνει λειτουργεί;

Ποια ήταν τα επόμενα μεγάλα πρότζεκτ;
Μαρία Κ. Τα γραφεία του Folli Follie στην Εθνική Οδό και μετά, το πιο σημαντικό απ’ όλα, το Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Ξεκίνησε το 2001 και ήταν από τις πιο ευτυχείς εμπειρίες μας μέχρι σήμερα. Η συνεργασία με τους εκπροσώπους του Μουσείου, τον Άγγελο Δεληβοριά και την Ειρήνη Γερουλάνου, ήταν εξαιρετική.
Ανδρέας Κ. Άνθρωποι με τους οποίους μπορούσες αλλιώς να συνεννοηθείς. Αξιολογούσαν την αρχιτεκτονική, αξιολογούσαν το ότι είχε γι’ αυτούς σημασία το κτίριο. Το ίδιο αισθανθήκαμε και με την οικογένεια Κουτσολιούτσου των Folli Follie. Και στις δυο περιπτώσεις είχαμε να κάνουμε με ανθρώπους με συνείδηση της αξίας του κτιρίου. Μπορούσαν να διαχειριστούν το ζήτημα, να μπουν στον κόπο να δουν πως μπορούν να δουλέψουν μαζί με τους αρχιτέκτονες και να τους βοηθήσουν να υλοποιηθεί ένα όραμα.
Μαρία Κ. Επιπλέον είναι άνθρωποι που μπόρεσαν να εμπιστευθούν. Κι αυτό είναι σημαντικό, γιατί είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα.

Με το Μουσείο Μπενάκη δημιουργήσατε και ένα νέο σύμβολο της πόλης. Πώς αισθανθήκατε γι’ αυτό; Είναι κάτι που λαμβάνετε υπόψη σας;
Ανδρέας Κ. Πάντα! (γέλια)

Μαρία Κ. Για να πω την αλήθεια, εγώ δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Το κατάλαβα στα εγκαίνια. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι αυτό το κτίριο θα παίξει κάποιο ρόλο που δεν είχα φανταστεί, ούτε περίμενα!
Ανδρέας Κ. Δεν ήρθε όμως κανείς ποτέ να μας πει ότι μετά από αυτό που κάνατε θα θέλαμε να σας δοκιμάσουμε να κάνετε και κάτι άλλο. Όλα τα μεγάλα έργα γίνονται με τη διαδικασία του Δημοσίου. Εμείς εκεί δεν συμμετέχουμε καν και δεν το κάνουμε τυχαία, αλλά επειδή πιστεύουμε ότι έτσι δεν μπορεί να παραχθεί ουσιαστικό αρχιτεκτονικό έργο.

Μαρία Κ. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα οικονομικά στοιχεία κατέχουν τον πρώτο ρόλο και η αρχιτεκτονική κανέναν.
Ανδρέας Κ. Κι έτσι τα έργα καταλήγουν να είναι άθλια, χωρίς να φταίνε οι αρχιτέκτονες γι’ αυτό. Ακόμα και οι κριτικές επιτροπές των διαγωνισμών αντανακλούν την εσωστρέφεια και τη φοβία προς το νέο και το ξένο. Κι αφήνω κατά μέρος ότι σ’ αυτές συμμετέχουν πρόσωπα εκτός της σφαίρας όσων έχουν άμεση επαφή με το αντικείμενο, π.χ. εκπρόσωποι συνδικαλιστικών φορέων κ.λπ.
Μαρία Κ. Επιπλέον, οι επιτροπές ούτε καν προαναγγέλλονται. Υποχρεώνεται να λάβει κανείς μέρος σε ένα διαγωνισμό χωρίς να ξέρει ποιος θα τον κρίνει. Αντίθετα, διεθνώς ακολουθείτε η πρακτική των κλειστών διαγωνισμών. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος έχει δει σημάδια, γνωρίζει πώς δουλεύεις, ξέρει τι μπορεί να περιμένει από σένα και άρα σε καλεί. Εδώ αυτό συμβαίνει μόνο από ιδιώτες ή μικρούς ανεξάρτητους φορείς.

Για να έρθουμε στους ιδιώτες και τις κατοικίες τους, τι είναι εκείνο που πολύ συχνά σας ζητούν να σχεδιάσετε και κάθε φορά που το ακούτε σας σηκώνεται η τρίχα;
Ανδρέας Κ. Κι εδώ νομίζω ότι αποκαλύπτεται η κακή επιρροή του κράτους, διότι αντιλαμβανόμαστε μια εμμονή με την κεραμοσκεπή παραδοσιακή στέγη. Εμμονή που έχει εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα, ακόμα και σε σημεία που το συγκεκριμένο στοιχείο δεν δικαιολογείται από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
Μαρία Κ. Το ίδιο όμως γίνεται και σε περιοχές όπου δεν μπαίνει ο παράγοντας παράδοση. Σε υπέροχα οικόπεδα, δίπλα στη θάλασσα, όπου γύρω δεν υπάρχει τίποτα, και ο πελάτης σου λέει «κεραμοσκεπή» χωρίς να αναφέρεται καθόλου η λέξη στέγη.
Ανδρέας Κ. Γενικά, οτιδήποτε θέλει να έχει σχέση με το παραδοσιακό, το αντιλαμβάνονται μόνο με κεραμοσκεπή.
Μαρία Κ. Το μόνο σημείο στο οποίο το κράτος έχει συνεισφέρει ουσιαστικά στην αρχιτεκτονική είναι η καλλιέργεια αυτής της εμμονής στο θέμα της στέγης.
Ανδρέας Κ. Που είναι μια λανθασμένη άποψη για το ωραίο και το παραδοσιακό. Αντιμετωπίζουμε επίσης ένα διευρυμένο μίσος για το μπετόν, επειδή το υλικό αυτό έχει ταυτιστεί με την καταστροφή των ελληνικών πόλεων, με την πολυκατοικία και την άνευ όρων ανοικοδόμηση. Υπάρχει μεγάλη προκατάληψη, ενώ δεν θα έπρεπε να ξεκινάει κανείς με αρνητική εμμονή.
Μαρία Κ. Μερικές φορές όμως τυχαίνει και το αντίθετο. Μας έρχονται ιδιώτες που, ενώ γνωρίζουν πως δουλεύουμε, μας ζητάνε να τους φτιάξουμε ένα «σπίτι-σπιτένιο», δηλαδή ένα σπίτι με κεραμίδια – όπως θα το ζωγράφιζε ένα παιδάκι. Εμείς τους ρωτάμε αν επιθυμούν να κάνουμε μια προμελέτη όπως εμείς φανταζόμαστε ότι θα έπρεπε να είναι το σπίτι – δηλαδή, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με το «σπίτι-σπιτένιο» που μας ζητάνε – κι όταν τελικά το βλέπουν μας λένε: «Μπράβο είναι ακριβώς αυτό που ονειρευόμασταν».

Ποια άλλα φετίχ έχει ο Έλληνας με το σπίτι;
Ανδρέας Κ. Κοιτάξτε, το σπίτι είναι μια πολύ προσωπική εμπειρία. Ειδικά όταν υπάρχει απουσία σχετικής κουλτούρας, ο εκάστοτε ιδιοκτήτης ανασύρει από το προσωπικό του σημειωματάριο τις παιδικές του αναμνήσεις. Οπότε, όπως είναι φυσικό, εκεί δεν μπορεί να υπάρχει κάτι που να εκφράζει την έννοια του σύγχρονου. Ελλείψει εμπειριών και παραδειγμάτων, καθένας στρέφεται στο χωριό…
Μαρία Κ. … ή στα φιγουρίνια των περιοδικών. Μας έρχονται πάρα πολλοί με κομμένες σελίδες περιοδικών για να μας πουν «έτσι το θέλω» και μάλιστα μας δείχνουν διαφορετικές εικόνες από εντελώς ετερόκλητα σπίτια, ζητώντας να κάνουμε συρραφή για να βγει κάτι σαν πάτσγουορκ.
Ανδρέας Κ. Εκεί ακριβώς φαίνεται η έλλειψη παιδείας που κυριαρχεί στην Ελλάδα. Και ότι η αρχιτεκτονική δεν έχει καταφέρει να πείσει ότι υπάρχουν νέες μορφές κατοικίας, οι οποίες είναι εξαιρετικής ποιότητας, οδηγούν τις αισθήσεις…
Μαρία Κ. … και ταυτόχρονα σέβονται το περιβάλλον, το κλίμα του…
Ανδρέας Κ. Έτσι ο κόσμος στρέφεται μοιραία στην παράδοση και αδυνατεί να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα.

Αν βρισκόσασταν σε μια υποθετική αίθουσα διδασκαλίας, όπου θα έπρεπε να αναλύσετε σε εργολάβους οικοδομών γιατί είναι σήμερα αντιαισθητική η αναπαραγωγή νεοκλασικών μορφών, από πού θα ξεκινούσατε;
Ανδρέας Κ. Κάθε μορφή γεννιέται μέσα από τη μεταμόρφωση της ύλης και αποτυπώνει επάνω της τα ίχνη του χρόνου μιας συγκεκριμένης περιόδου. Και ο χρόνος πάνω στα κτίρια αποτυπώνεται με κάποιες μορφές. Ο νεοκλασικισμός αποτελεί την κορυφαία αρχιτεκτονική μιας εποχής, που δεν μπορεί να εκφράσει τις νέες συνθήκες και απαιτήσεις. Ένα απλό παράδειγμα είναι ότι έχει μεταβληθεί εντελώς η σχέση του πλήρους και του κενού. Έχει αλλάξει στα κτίρια η σύμβαση των ανοιγμάτων (πόρτες, παράθυρα) και το τι σημαίνει σήμερα θέα μέσα από το σπίτι δεν έχει καμία σχέση με το τι σήμαινε στις αρχές του 20ου αι. Το πώς και πόσο βλέπω τον κόσμο έξω – το πόσο τζάμι έχω μπροστά μου – έχει ανατρέψει σήμερα το νεοκλασικισμό σε μια ουσιαστική του σύμβαση.

Συμμετοχή των Kokkinou Koyrkoulas Architects στο αρχιτεκτονικό project «Βάλε πράσινο στην Ομόνοια», από το τεύχος HOME του 2016

Έχει τύχει να πέσει στην αντίληψή σας σχόλιο για κάποιο έργο σας από έναν απλό παρατηρητή που να σας εκπλήξει ευχάριστα ή δυσάρεστα;
Μαρία Κ. Έχει τύχει να ακούσω σχόλιο από αρχιτέκτονα, για το κτίριο της Μηχανικής, το οποίο με είχε εκπλήξει δυσάρεστα. Είπε ότι θα έπρεπε να μας απαγορευτεί να συνεχίσουμε να χτίζουμε.
Ανδρέας Κ. Για το ίδιο κτίριο, ένας άνθρωπος του κλάδου – από τους σημαντικούς διεθνείς που εκτιμώ πολύ – με είχε εκπλήξει ευχάριστα, ρωτώντας με αν είχε τύχει ποτέ να μείνω βράδυ στον ανοιχτό χώρο που είχαμε δημιουργήσει και αν είχα συγκλονιστεί όπως εκείνος. Με είχε συγκινήσει ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μείνει εκεί, να παρατηρεί και να ανακαλύπτει πράγματα που, ακόμα κι εμένα, μου είχαν διαφύγει. Επειδή όμως επιμένετε για γνώμη ανυποψίαστου παρατηρητή, θα αναφέρω την περιγραφή μιας κυρίας που μου είπε ότι το εξωτερικό του Μουσείου Μπενάκη της φαίνεται σκληρό και με μια «κλειστότητα» σαν απολιθωμένο, αλλά πως όταν μπαίνει στο αίθριο και αντικρίζει τις περσίδες νιώθει σαν να βρίσκεται στο εσωτερικό του θώρακα ενός σώματος και αμέσως αντιλαμβάνεται το κτίριο σαν ένα ζωντανό οργανισμό.

Το κτίριο της Λεωφόρου, το γήπεδο του Παναθηναϊκού

Τα αιωνόβιο γήπεδο «Απόστολος Νικολαΐδης» ετοιμάζεται να αλλάξει, η άδεια για την ανάπλασή του έχει κατατεθεί από το 2016 σε σχέδια του αρχιτεκτονικού διδύμου Kοκκίνου-Κούρκουλα (Κ&Κ Architects).  Τόσο η όψη όσο και το εσωτερικό του θα λειτουργούν κάτω από μια εντυπωσιακή μεταλλική μάσκα – ένα εγχείρημα ολικής μεταμόρφωσης του γηπέδου.  Οι αρχιτέκτονες που υπογράφουν το έργο, Ανδρέας Κούρκουλας και Μαρία Κοκκίνου, είχαν μιλήσει στην Στέλλα Χαραμή το 2016 περιγράφοντας το με τον ήπιο όρο του «φορέματος ενός ρούχου» στο υφιστάμενο κέλυφος. «Επιδιώκουμε το γήπεδο του Παναθηναϊκού να αντιστρέψει τα χαρακτηριστικά που έχει σήμερα και να μετατραπεί από μια ασυνέχεια στον αστικό ιστό σε κτίριο της καθημερινότητας. Να αξιοποιήσει όλα εκείνα τα δυναμικά στοιχεία που εκπροσωπεί ένα γήπεδο μέσα στην πόλη» είχαν εξηγήσει τότε οι δύο αρχιτέκτονες. Και συμπλήρωναν: «Το γήπεδο φέρει ανεπίσημα το όνομα ενός δρόμου της πόλης, είναι η Λεωφόρος. Έχει δώσει χαρακτήρα σ’ έναν οδικό άξονα, είναι η κορύφωσή του. Συμβαίνει εκεί μια πύκνωση γεγονότων και συναισθημάτων που δεν είναι καθόλου ασήμαντη για το συλλογικό υποσυνείδητο της πόλης, λειτουργεί ως τοπόσημο. Και η Αθήνα έχει ανάγκη από τέτοια τοπόσημα και αστικούς πυκνωτές, στοιχεία σταθερά που τη βοηθούν να παραμένει αναγνωρίσιμη μέσα στο χρόνο – αλλιώς η πόλη, η κάθε πόλη, θα ήταν ένα ακατανόητο σύνολο».

H Mαρία Κοκκίνου των βράχων

Αγαπούσε τη θάλασσα και τα ελληνικά νησιά. Εκτός από τον τόπο καταγωγής της, τα Χανιά, λάτρευε την Νίσυρο και την Κέα. Αν και σπάνια έδινε κείμενα της, με χαρά δεχόταν να μας γράψει, όταν της το ζητούσαμε, για τα αγαπημένα της νησιά. Δύο κείμενα της για αυτά τα νησιά και το όνειρο της να αποκτήσει «ένα μικρό ερείπιο» στη Νίσυρο που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, είχαν δημοσιευτεί στα καλοκαιρινά τεύχη της ATHENS VOICE.

Η Κέα (2013)

Τα νησιά του Αιγαίου είναι κορυφές βουνών στην πεδιάδα του αρχιπελάγους. Η κάθε κορυφή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, άλλη πιο ήπια, επίπεδη, και άλλη πιο έντονη και δραματική. Κοιτάζοντας την Κέα από το αεροπλάνο, αμέσως διακρίνεις δύο χαρακτηριστικά.Μία τοπογραφία με έντονες εξάρσεις και πτυχώσεις, με συνεχείς τσακίσεις, που αποτυπώνουν την κίνηση του νερού προς τη θάλασσα, μέσα από τις χαράδρες. Η κίνηση αυτή διαμορφώνει μεγάλες και μικρές παραλίες στο σημείο που συναντώνται τα δύο υγρά στοιχεία. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η ανθρώπινη επέμβαση πάνω σε αυτή την ανήσυχη τοπογραφία, οι ξερολιθιές που απλώνονται στο σύνολο του νησιού. Είναι η προσπάθεια δημιουργίας καλλιεργήσιμης επιφάνειας. Το σύνολο του τοπίου στο νησί χαρακτηρίζεται από δύο άξονες, τον κατακόρυφο, οι χαράδρες, που είναι αποτέλεσμα φυσικών φαινομένων, και τον οριζόντιο, οι ξερολιθιές, που είναι η ανθρώπινη παρέμβαση στο τοπίο. Ως προς τη βλάστηση το νησί διχοτομείται, το κεντρικό και βορειοανατολικό τμήμα γεμάτο βελανιδιές και το νοτιοδυτικό ξερό και σκληρό. Αυτό το έντονο τοπίο έχει φιλοξενήσει ζωή και έχει δημιουργήσει μύθους διαμέσου των αιώνων, οι νύμφες οι πρώτοι κάτοικοι, η Καρθαία, ο οικισμός της Αγίας Ειρήνης, το πέρασμα του Κατσώνη.Η Κέα είναι ένα άγρια τσαλακωμένο χαρτί που πάνω του είναι αποτυπωμένες ιστορικές μνήμες που φτάνουν στην αρχαιότητα.

Η Νίσυρος (2021)

Νησί που ανήκει στο ελληνικό ηφαιστειακό τόξο, άρα επίσκεψη σε ανοίκειο τοπίο. Μαύρα και κόκκινα βότσαλα, σκούρα πετρώματα παντού, άσπρος κρατήρας, αλλά και πράσινο και παραλίες και χωριά και φαγητό ντόπιο και πανηγύρια. Η πρώτη μου επίσκεψη σε ηφαίστειο, στον κρατήρα Στέφανο, στην εξερεύνηση της επαφής του εξωτερικού φλοιού της γης με το εσωτερικό της. Μια εξωπραγματική εικόνα που διεγείρει όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις, όραση, όσφρηση, αφή, γεύση, αλλά και την κίνηση. Μία εικόνα καθηλωτική που απειλεί όλες τις βεβαιότητες που έχουμε περί τοπίου. Η απόλυτη ανατροπή του οικείου σε εμάς φυσικού τοπίου, που παραπέμπει σε σεληνιακές εικόνες. Η οριζόντια ανάπτυξη της διερευνητικής ματιάς μας μετατρέπεται σε κατακόρυφη νοητική προσέγγιση. Δέος προς τις φυσικές δυνάμεις. Η απόλυτη σαγήνη του απόκρυφου. Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό είναι ο μύθος της Περσεφόνης, η σχέση της με τον κάτω κόσμο, ο κατακόρυφος άξονας που συγκροτείται και φέρνει σε επαφή τον κάτω κόσμο με την επιφάνεια της γης σε μία σχέση αβέβαιης περιοδικότητας.

Εμπορειός, οικισμός στο όριο του κρατήρα, ένα θεωρείο. Πριν κάποια χρόνια πλήρως εγκαταλελειμμένος οικισμός λόγω σεισμών. Ερείπια πέτρινα παντού, στενοί δρόμοι και καμάρες. Στην επίσκεψή μου ενθουσιάστηκα στην ιδέα να αποκτήσω μία ποιο μόνιμη σχέση με αυτό το τοπίο. Γιατί να μην αποκτήσω ένα μικρό ερείπιο, θα το κρατήσω όπως είναι, και θα μεταφέρω μία μικρή ξύλινη κατασκευή, να την τοποθετήσω εσωτερικά του ερειπίου για να μπορώ να βιώνω αυτό το καθηλωτικό μαγευτικό τοπίο. Το όνειρο παρέμεινε όνειρο.

Στο φαντασιακό μου η Νίσυρος παραμένει ένα μακρύ ταξίδι σε εξωπραγματικό, αλλόκοτο κόσμο.