Design & Αρχιτεκτονικη

Κωνσταντίνος Τσιαμπάος: Η Αθήνα είναι η επανάληψη ενός τύπου αρχιτεκτονικής με παραλλαγές

Ο επίκουρος καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ μιλάει για την παραδοσιακή ελληνική κατοικία και τον μοντέρνο σχεδιασμό του νεωτερικού υποκειμένου

Αντώνης Παγκράτης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κώστας Τσιαμπάος: Μια συνομιλία για τη μορφή και τη νοοτροπία της μεταπολεμικής πολυκατοικίας.

Ποια είναι καταγωγή του σχεδιασμού των κτιρίων μέσα στα οποία ζούμε; Από την ανάγκη της καθημερινότητας ή την πίστη σε μία καλύτερη ζωή; Από την λειτουργία ή την ιδεολογία; Ο μοντέρνος κόσμος απομάκρυνε τον άνθρωπο από την παράδοση για να του δώσει μεγαλύτερη ελευθερία. Ο ίδιος ο άνθρωπος επεδίωξε να αποδεσμευτεί. Ο δυτικός άνθρωπος. Γι’ αυτόν μιλάμε εδώ. Η ελευθερία έφερε μαζί της μία σειρά από προβλήματα. Οι Έλληνες αρχιτέκτονες των αρχών του 20ού αιώνα αγάπησαν την παραδοσιακή ελληνική κατοικία και προσπάθησαν να εντάξουν τις αρχές της στον μοντέρνο σχεδιασμό του νεωτερικού υποκειμένου που ήδη εκφραζόταν μέσω αυτού στον δυτικό κόσμο. Η σύγκρουση ήταν αβυσσαλέα γιατί ήταν εσωτερική. Ψυχική. Μπορεί να σπούδασαν στο Βερολίνο αλλά ήθελαν να αναβιώσουν το λαϊκό σπίτι της Αίγινας. Επεδίωκαν, με γαλλική μόρφωση, μία ζωή απελευθερωμένη από τα βαρίδια της κλειστής ελληνική οικογένειας, αλλά δεν μπορούσαν να αποσχιστούν από την παράδοση της ελληνικής υπαίθρου, ακόμα και εάν δεν είχαν τίποτα κοινό με τους ανθρώπους της. Το περιβάλλον συγκρούεται με την ιδέα. Το μέλλον με το παρελθόν, αφήνοντας το παρόν μετέωρο, ασχημάτιστο. Οι ιδέες έρχονταν από έξω. Αλλά το μέσα δεν μπορούσε να τις υποδεχτεί. Εδώ προσπαθούμε να συζητήσουμε ακροθιγώς με τον καθηγητή της αρχιτεκτονικής Κώστα Τσιαμπάο αυτό το μεγάλο ζήτημα.

Το αυγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό;
Η κότα έκανε το αυγό. Υπό την έννοια ότι η κότα κάνει το πουλάκι, το περιβάλλον κάνει τον άνθρωπο.

Παρόλο που οι μονοκύτταροι οργανισμοί κάνουν τους πολυκύτταρους.
Αυτό ισχύει βεβαίως στη βιολογία, αλλά στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής, το περιβάλλον, είτε φυσικό είτε οικονομικό είτε κοινωνικό, διαμορφώνει τη σχέση με την ύπαρξή μας. Το θεωρώ πιο σημαντικό θεμέλιο του σχεδιασμού. Επίσης προτιμώ μία αρχιτεκτονική που δεν αυτοπροσδιορίζεται ως υπερβατική. Που δεν αναφέρεται κατ’ αρχήν σε κάτι που είναι έξω από την ανθρώπινη εμπειρία. Συχνά, αρχιτέκτονες που δίνουν ιδιαίτερη αξία στις απόλυτες γεωμετρίες και τα «καθαρά» σχήματα, θεωρούν ότι ανάγουν το έργο τους σε κάτι πέραν του ανθρωπίνου. Προσωπικά προτιμώ κάτι αυτής της ζωής.

Εάν είναι δεσμευτική προς το περιβάλλον, έχει δυναμική αλλαγής;
Μπορεί να αλλάζει και ως ανθρώπινη επιλογή, ως ένα αυτοδιορθούμενο εγχείρημα. Μία συνεχής πρακτική βελτίωση εκ των έσω. Προϋποθέτει και αυτό, βέβαια, ενός είδους υπέρβαση αλλά όχι με τη μεταφυσική έννοια. Περισσότερο αφορά το αίτημα για βελτίωση της ίδιας της καθημερινής ζωής μέσω της αρχιτεκτονικής.

Η εκκίνηση της αλλαγής δεν είναι κάποια ιδεολογία, μία υποχρεωτικά μεταφυσική οντότητα;
Πάντα υπάρχει μια ιδεολογία, ένας κόσμος θεωριών και εννοιών, αλλά υπάρχει και η ύλη, η πράξη. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική π.χ. προέκυψε από την ανάγκη για στέγαση που υποστηρίχθηκε από τα νέα υλικά της εποχής και την αντίστοιχη τεχνολογία. Όχι μόνο από ιδέες.

Τα νέα υλικά όμως δεν προέκυψαν από τη διαφοροποίηση της νοοτροπίας; Από τον διαφορετικό τρόπο που οι άνθρωποι ήθελαν να δουν τον κόσμο τους;
Σίγουρα, αλλά για να δεις διαφορετικά τον εαυτό σου θα πρέπει να υπάρχει και κάποια «βοήθεια», τεχνολογική. Δεν είναι απλώς θέμα βούλησης. Όπως θα έλεγε και ένας ανθρωπολόγος, ακολουθώντας τον παραδοσιακό διαχωρισμό σε ψυχρές και θερμές κοινωνίες, θα μπορούσε μία κοινωνία και ο αντίστοιχος άνθρωπός της να παραμένουν αδιαφοροποίητοι για αιώνες, αν όχι χιλιετίες, και μια άλλη κοινωνία να εξελίσσεται ραγδαία. Πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες αναγνωρίζουν στην ελληνική κοινωνία ένα υβρίδιο παράδοσης και νεωτερικότητας με συγκεκριμένα προβλήματα και βαρίδια. Για παράδειγμα, ο τρόπος που βλέπουμε την παράδοση της αρχιτεκτονικής ή το τι σημαίνει οικογένεια και κατοικία είναι μάλλον στατικός. Δεν έχουμε ξεκινήσει να τον αμφισβητούμε.

Υπάρχει ένας μιμητισμός των δυτικών κοινωνιών;
Συχνά κάτι που θέλει πολύ να μοιάζει σύγχρονο και επίκαιρο καταλήγει σε μια απλή αντιγραφή ενός προτύπου. Γιατί να το ψάξω παραπάνω αν η αντιγραφή μού δίνει το στάτους που θέλω; Γιατί να αναζητώ κάτι άλλο αν η αντιγραφή με καθησυχάζει; Και αυτό συνάδει ως ένα σημείο στη γενικότερη ακινησία που μας διακρίνει.

Υπάρχει συνείδηση στην αντιγραφή;
Ναι, νομίζω πως ναι. Ο Βαλσαμάκης το ’50 και το ’60 μιμείται πράγματα που βλέπει να έρχονται από την Αμερική και αλλού. Αλλά είναι παραγωγική αυτή η μίμηση με την έννοια της αισιοδοξίας που φέρνει. Προτείνει μια κατεύθυνση που δεν είναι αυτονόητη. Εάν δούμε αυτή τη μίμηση όχι σαν μια επιρροή αισθητική αλλά σαν μια υιοθέτηση τρόπων ζωής και θεσμών, τότε θα λέγαμε ότι είναι μία θετική μίμηση. Σήμερα όμως δεν το βλέπω αυτό. Εννιά στα δέκα έργα, ειδικά οι διάφορες σύγχρονες βίλες στα νησιά, είναι μία μπανάλ μίνιμαλ αισθητική χωρίς κανέναν προβληματισμό και τελικά χωρίς καμία αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα.

© Markus Winkler / Unsplash

Για έναν σύγχρονο άνθρωπο που δεν έχει το βάρος των μεγάλων ιδεολογιών του παρελθόντος και η μόνη βαρύνουσα σχέση με την κοινωνία είναι η προσωπική αίσθηση, είναι δύσκολο να πούμε ότι υπάρχει αρχιτεκτονικός ρυθμός. Μάλιστα υπό αυτή την σκοπιά θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η Αθήνα με τα άνευ ρυθμού κτίρια της είναι ένα καλό παράδειγμα μετα-νεωτερικότητος;
Η Αθήνα πρακτικά είναι η επανάληψη ενός τύπου αρχιτεκτονικής με παραλλαγές. Η επανάληψη της πολυκατοικίας. Αυτή είναι μια λογική της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής όπου και εκεί ο οικισμός είναι αποτέλεσμα παραλλαγών πάνω σε έναν τύπο (κατοικίας). Υπό αυτή την άποψη είμαστε ακόμα λίγο χωριό. Υπάρχει ρυθμός σε αυτό; Μάλλον, με την έννοια ότι συντονίζονται πολλοί άνθρωποι με κάτι που είναι το ίδιο για όλους. Διαφοροποιήσεις βλέπουμε κυρίως στους κεντρικούς άξονες: την Κηφισίας, τη Συγγρού, τη Βουλιαγμένης κ.ο.κ. Εκεί υπάρχει το περιθώριο για να αναπτυχθεί μια διαφορετική κλίμακα και άρα μια διαφορετική αισθητική. Και στην Αλεξάνδρας, που έχουμε μέτωπο πολυκατοικιών και συνεχή δόμηση, έχουμε ομοιομορφία. Όμως είναι περισσότερο σχεδιασμένη μία τέτοια ομοιομορφία.

Το Παρίσι είναι μία πρωτεύουσα με ομοιομορφία. Καθησυχάζεσαι. Αναπαύεσαι.
Ναι, λόγω Haussmann κυρίως. Το Λονδίνο δεν είναι έτσι. Έχει άλλες εντάσεις. Άρα δεν είναι πάντα απόδειξη νεωτερικότητας η ομοιομορφία.

Εάν δει κάποιος την Αθήνα από ψηλά θα εντοπίσει την ομοιομορφία;
Θα δει την ομοιογένεια που προκύπτει από την επανάληψη του βασικού κυττάρου που είναι η πολυκατοικία.

Είναι όμως άσχημη η πολυκατοικία;
Δεν ξέρω εάν είναι άσχημη. Έχει μια δική της ένταση. Κάθε πολυκατοικία είναι σαν μία μικρή φωνή που θέλει να μιλήσει και αυτό που λέει τελικά δεν διαφοροποιείται από τη διπλανή της. Όπως είναι τα δημοφιλή σίριαλ της ελληνικής τηλεόρασης. Όλοι μιλάνε συνεχώς -όταν δεν κραυγάζουν- λέγοντας τελικά τα ίδια πράγματα, ακόμα και όταν νομίζουν ότι λένε κάτι διαφορετικό. Η πολυκατοικία, υπό αυτό το πρίσμα, εκφράζει ένα προβληματικό πρότυπο ζωής. Στο Παρίσι, από την άλλη, οι άνθρωποι έχουν μάλλον συμφωνήσει στο τι σημαίνει αστική συνθήκη ζωής και αυτή η συμφωνία αφαιρεί την ένταση, δημιουργεί μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά συγκροτήματα, κάνει αποδεκτό τον κεντρικό σχεδιασμό, με δεδομένη την αρχιτεκτονική και πολεοδομική παράδοση τουλάχιστον δύο αιώνων. Φυσικά υπάρχει και ο δημόσιος χώρος με μια ποιότητα που δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Η γαλλική κοινωνία έχει, θα έλεγα, έναν προσανατολισμό που φέρνει μία «ησυχία» παρά τις κοινωνικές διεκδικήσεις που τη χαρακτηρίζουν. Οι δικές μας φωνές είναι μάλλον περισσότερο μία γκρίνια παρά συνειδητές απαιτήσεις για μια καλύτερη ζωή. Γι’ αυτό ίσως και οι καθημερινές ειδήσεις της χώρας είναι οικογενειακές ή μικροπολιτικές. Δεν συνδέονται με τον υπόλοιπο κόσμο και τα σύγχρονα διακυβεύματα, δεν αφορούν μεγάλες κλίμακες ούτε μεγάλες ιδέες ή αναφορές σε τέτοιες.

Πώς εκφράζεται αρχιτεκτονικά;
Δεν εκφράζεται.

Ποιο είδος κτιρίου θα έλεγες ότι εκφράζει τη νοοτροπία ενός λαού;
Τα δημόσια κτίρια, κυρίως. Σκέφτομαι τις παλιές «παιδικές εξοχές Βούλας» του Πάνου Νικολή Τζελέπη. Ένα αριστούργημα της δεκαετίας του ’30, για ορφανά παιδιά. Ή τα κτίρια της δεκαετίας του ’60 επί της Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το Ωδείο Αθηνών, την Πινακοθήκη, το Ίδρυμα Ερευνών, το Χίλτον. Ένα σύγχρονο έργο που εκτιμώ πόλη είναι η νέα παραλία της Θεσσαλονίκης. Πραγματικό έργο δημόσιου χώρου των Νικηφορίδη και Κουόμο. Το Νιάρχειο έχει επίσης κάποιες ποιότητες παρά τα προβλήματά του. Αν μη τι άλλο, σαν εμπειρία δημόσιου χώρου είναι πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα.

Οι «παιδικές εξοχές Βούλας» του Πάνου Νικολή Τζελέπη
Οι «παιδικές εξοχές Βούλας» του Πάνου Νικολή Τζελέπη
Οι «παιδικές εξοχές Βούλας» του Πάνου Νικολή Τζελέπη

Οι μεγάλες κεντρικές λεωφόροι Βουλιαγμένης και Συγγρού δεν κατάφεραν να δώσουν ένα στίγμα στην πόλη με την παρουσία τους. Η Κηφισίας περισσότερο.
Το κτίριο της εθνικής ασφαλιστικής των Μπότα, Σακελλαρίδου και Παπανικολάου ξεχωρίζει, αλλά δεν φαίνεται να ορίζει έναν πραγματικά δημόσιο χώρο. Στη δεκαετία του ’80, στην Κηφισίας έγιναν ενδιαφέροντα κτίρια εταιρειών αλλά δεν άφησαν κάτι. Ένα τέτοιο έργο ήταν τα γραφεία της Generali των Κούρκουλα, Κοκκίνου και Πεπονή. Τρία κτίρια με μία ανοιχτή πλατεία στο ύψος του Αμαρουσίου, με μία μεταμοντέρνα λογική που ήθελε να γίνει ένας δημόσιος χώρος μαζί με αυτά τα κτίρια. Δεν είμαι σίγουρος ότι λειτούργησε ποτέ έτσι. Ακόμα και η πλατεία Κολωνακίου των Δ. και Σ. Αντωνακάκη δεν ήταν στα μάτια πολλών αστική πλατεία. Από τη μια είχε εξαιρετικές ποιότητες. Από την άλλη, το δάπεδο ήταν άγριο, δεν τη διέσχιζαν όλοι και όλες εύκολα. Γενικά ο δημόσιος χώρος μας λείπει. Στις εκθέσεις αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα το 90% των έργων αναφέρονται σε κατοικίες. Και τα 99% των έργων που βραβεύονται είναι κατοικίες. Μάλλον κάποιες επαρχιακές πόλεις έχουν σε ποσόστωση πιο διευρυμένο και πιο ποιοτικό δημόσιο χώρο από την Αθήνα.

Πώς εξηγείται;
Η Θεσσαλονίκη κάηκε το 1917 και σχεδιάστηκε εξαρχής από τους Γάλλους με όραμα καθαρά αστικό. Η Πάτρα αναπτύχθηκε ορθολογικά με τα σχέδια του Σταμάτη Βούλγαρη. Και η Σπάρτη με το σχέδιο του Bαυαρού γεωμέτρη Franz Stauffert. Ο Βόλος έχει την παραλία. Η Καλαμάτα αναπτύσσεται σε κάνναβο. Είναι πολλά τα παραδείγματα από την επαρχία. Από την άλλη, το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, που αφορά μόνο το ιστορικό κέντρο της, χάνεται λόγω του αχανούς επέκτασής της και γι’ αυτό τελικά κυριαρχεί η μορφή και η νοοτροπία της μεταπολεμικής πολυκατοικίας.