Design & Αρχιτεκτονικη

Live your myth: Η Ελλάδα μέσα από τις αφίσες του ΕΟΤ

Από το χθες στο σήμερα

Γιάννης Κωνσταντινίδης
ΤΕΥΧΟΣ 26
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το μυστικό είναι ότι υπήρξαμε πρωτοπόροι! Αποκτήσαμε γραφείο εθνικής τουριστικής ανάπτυξης, τον ΕΟΤ, το 1929! Δηλαδή, ακριβώς την εποχή που διαμορφωνόταν στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο η έννοια «τουρισμός» ως «νέα και πραγματική καταναλωτική ανάγκη του κάθε ανθρώπου και όχι μόνο των προνομιούχων».

Και επειδή έτσι συνέβαινε τότε, η διαφήμιση του «προορισμού», δηλαδή της Ελλάδας, γινόταν με αφίσες. Ο στόχος ήταν ξεκάθαρος: οι ξένοι θα έπρεπε να επιλέξουν την Ελλάδα – να την προτιμήσουν. Να έρθουν όσο το δυνατόν περισσότεροι και να παρατείνουν την παραμονή τους εδώ.

Οι αφίσες, λοιπόν, θα υπηρετούσαν το πρώτο σκέλος αυτού του στόχου: θα έπρεπε να δείχνουν την Ελλάδα μόνο ελκυστική. Για το λόγο αυτό και μόνο, όταν βλέπει κάποιος τις αφίσες του ΕΟΤ σε χρονολογική σειρά, από τη σύσταση του οργανισμού μέχρι σήμερα, έχει την εντύπωση ότι βλέπει το προσωπικό άλμπουμ φωτογραφιών όχι μιας οποιασδήποτε όμορφης γυναίκας, αλλά κάποιας σπουδαίας ηθοποιού, η οποία, σε κάθε ένα από τα «ενσταντανέ» που την απεικονίζουν, εμφανίζεται υπέροχη, αγέρωχη, αλλά και προσηνής, γοητευτική και πάντα –μα πάντα– αρμονικά και απόλυτα συντονισμένη με την εποχή και το ρόλο της.

n

Nelly’s (Έλλη Σεραϊδάρη), Παρθενώνας (1929)

Προπολεμική φαντασμαγορία. Η πρώτη αφίσα του ΕΟΤ έδειχνε τον Παρθενώνα φωτογραφημένο από τα Προπύλαια, με το φακό της Nelly’s. Οι εξπρεσιονιστικές σκιές στους κίονες, οι συμμετρίες που δημιουργούν στη φωτογραφική σύνθεση, η εκλαμπρότητα του υπερφωτισμένου από το απογευματινό φως Παρθενώνα, όλα αυτά μαζί υπογραμμίζουν το ότι δεν ενδιαφέρει η περιγραφή του μνημείου αλλά η εξιδανίκευσή του, μέσα από το πρίσμα μιας «άλλης δωρικότητας», η οποία στέκει ζωντανή, ατάραχη και εξίσου θελκτική, δίπλα στην αρχαία των κιόνων και λοιπών αρχιτεκτονικών μνημείων.

Αυτή η προτίμηση για εξιδανίκευση, αντί μιας περιγραφικότητας, χαρακτηρίζει όλες τις αφίσες που ακολουθούν και κυκλοφορούν καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930 και μέχρι το 1950. Καλλιτέχνες σαν τους Περικλή Βυζάντιο, Δημήτρη Βιτσώρη, Σεβαστιανό Κούρκουλο, Γεώργιο Κοσμαδόπουλο και πολλούς άλλους, αναλαμβάνουν καθήκοντα και παρουσιάζουν την Ελλάδα να χαίρεται ευδιάθετη και αγνή μια ολύμπια αταραξία, που της χαρίζουν η ναυτική, αλιευτική και βουκολική ζωή της. Το μήνυμα είναι απλό: τα μυθολογικά Ηλύσια πεδία υπάρχουν και βρίσκονται σε αυτήν εδώ τη μικρή και κλεισμένη στον εαυτό της χώρα.

n

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης (1951)

Η αφίσα μου η επαναστάτρια. Ωστόσο, μεταξύ εκείνων των δειγμάτων ανακαλύπτει κάποιος σήμερα και μερικές αφίσες που φαντάζουν «διπλής όψεως» ως προς το μήνυμά τους. Όπως, για παράδειγμα, εκείνη που φιλοτέχνησε ο Δημήτρης Βιτσώρης το 1939, μεσούσης της δικτατορίας Μεταξά και χρονιά που ξεσπά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Η παράδοξη αυτή σύνθεση περιλαμβάνει μία κοπέλα με κίτρινο τσεμπέρι, αλλά αρχαιοελληνική κατατομή, να κρατάει μεγάλο καλάθι το οποίο είναι γεμάτο με πολλά κεράσια. Αυτό στηρίζεται στον ώμο της, αλλά κάπως περίεργα, άβολα, σαν να τη βαραίνει περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, κάτι που μοιάζει να υπογραμμίζεται από την κούραση που βγάζουν τα μάτια της επειδή τα κάτω βλέφαρα είναι τονισμένα με κόκκινο χρώμα.

Ταυτόχρονα στο φόντο, πίσω από την κοπέλα, συμβαίνει ένας αδικαιολόγητος πανζουρλισμός, που αποδίδεται με ένα συνωστισμό στοιχείων: βαρκούλες που αρμενίζουνε, άλλες που δεν αρμενίζουμε, ανεμόμυλος σαν κλειστός επειδή ο μυλωνάς μάλλον λείπει (επειδή έχει ίσως συλληφθεί;), νερά θαλασσινά που αλλού μοιάζουν ήρεμα και αλλού ελαφρώς τεταραγμένα. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, σε διάφορα σημεία της σύνθεσης εφορμούν (και τοπικά την κατακλύζουν) χρώματα καφέ και μαύρα, που με τη σειρά τους υποκινούν κι άλλο τη διάθεση για καχυποψία και ερμηνεία του όλου σαν ένα σημάδι ευρύτερα δυσοίωνο.

n

Λουίζα Μοντεσάντου (1959)

Η μοντερνίστικη όψη της ομορφιάς. Στη δεκαετία του 1950, τα πράγματα φαίνονται ήδη πολύ πιο αισιόδοξα. Οι αφίσες του ΕΟΤ ανατίθενται και πάλι σε σημαντικούς ζωγράφους, όπως Γιώργος Βακιρτζής, Γιάννης Μόραλης, Λουίζα Μοντεσάντου, Έλλη Ορφανού, Παναγιώτης Τέτσης, Σπύρος Βασιλείου και άλλοι. Η Ευρώπη έχει αρχίσει να συνέρχεται από τον πόλεμο και η Ελλάδα έχει αρχίσει να γίνεται της μόδας. Και όσο προχωρούν τα χρόνια, ο ενθουσιασμός αυξάνεται. Η δεκαετία του 1960 αποδεικνύεται χρυσή για τον τουρισμό. Είναι σαν όλοι να αδημονούν να επισκεφθούν την ανοιχτόκαρδη, όμορφη Ελλαδίτσα. Να γνωρίσουν από κοντά τη «μικρούλα και νοστιμούλα» που δεν αγκομαχά από τις δυσκολίες στις οποίες παγιδεύεται (ή από τη μετανάστευση που της στερεί τα νεότερα παιδιά της). Αντίθετα, χαίρεται την παραδοσιακή λιτότητα του καθημερινού βίου στη Μεσόγειο, η οποία προάγεται σε λαμπερό εναλλακτικό πρότυπο (και άρα ό,τι καλύτερο για διακοπές) της ήδη «μπουχτισμένης» από την απόλαυση (και τη λογική) της υπερκατανάλωσης Δύσης.

image

Φρέντυ Κάραμποτ (1961)

Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, ο ΕΟΤ αποφασίζει να προβάλει το πιο σύγχρονο πρόσωπο της χώρας – κατά συνέπεια και την πρόθεσή της να εκσυγχρονίσει την τουριστική υποδομή της και τις σχετιζόμενες υπηρεσίες. Η εποπτεία των αφισών του ανατίθεται στους καλλιτέχνες Μιχάλη Κατζουράκη και Φρέντυ Κάραμποτ, οι οποίοι εισάγουν μια καθαρά πιο γραφιστική αντίληψη και τις αισθητικές αρχές του μοντερνισμού και της αφαίρεσης. Στο ίδιο πνεύμα κύλησε και η δεκαετία του 1970, με σημαντικότερη νέα αιχμή το προβάδισμα στη φωτογραφία αντί της ζωγραφικής. Επίσης το ότι, αντί της ίδιας της Ελλάδας, στη σύνθεση της αφίσας «πρωταγωνιστεί» πια ο τουρίστας που καλοπερνά.

n

Φρέντυ Κάραμποτ (1963)

Όταν καλοπερνάει ο Ζορμπάς, χαίρεται όλος ο ντουνιάς. Έτσι, καταγράφονται εξαιρετικά δείγματα όπου (Σκανδιναβές, άραγε, ή Αμερικανίδες με τα ανάρπαστα τότε δολάρια;) καλλονές με μπικίνι ξεκουράζονται ευχαριστημένες και χαμογελαστές σε όμορφες παραλίες, στις οποίες κάπου στο βάθος, ακριβώς εκεί που σκάει το κύμα, όμορφα αγόρια (ντόπια καμάκια;) χορεύουν συρτάκι!

Από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, η φωτογραφία αντικαθιστά ολοκληρωτικά τη ζωγραφική. Είναι η μεγάλη περίοδος κατά την οποία η εξιδανικευμένη και πραγματική ομορφιά της Ελλάδας τείνουν να ταυτίζονται. Το ελκυστικό προκύπτει από απλά «στιγμιότυπα» της καθημερινής τουριστικής πραγματικότητας τα οποία προβάλλονται «καθ’ υπερβολή» των πραγματικών τους διαστάσεων. Για παράδειγμα, ένα μπλε παραδοσιακό τραπεζάκι καφενείου με δυο ξύλινες καρέκλες προτείνονται ως «εικόνισμα» της αγαπημένης τουριστικής Ελλάδας. Και μέσω αυτών υποβάλλεται το μήνυμα ότι το αυθεντικό είναι ακόμα ζωντανό και σε τουριστική ετοιμότητα.

n

Μιχάλης Κατζουράκης (1963)

Με ευθύνη εθνική. Αργότερα, στα 90s, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο ότι η «Μακεδονία είναι ελληνική». Για να φτάσουμε στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας να λέμε ότι υπάρχει ακόμα Ελλάδα που δεν έχει ανακαλυφθεί και είναι εξίσου δελεαστική (αν όχι περισσότερο) από τη γνωστή κι αγαπημένη πεπατημένη από το πέδιλο του τουρίστα.

Σήμερα, το όραμα του ΕΟΤ ορίζεται από δύο άξονες: α) να γίνει η Ελλάδα ηγετικός ευρωπαϊκός προορισμός για όλο το χρόνο και β) να γίνει ένας από τους πρώτους 5 ευρωπαϊκούς προορισμούς που θα εξειδικεύεται στα βιωματικά ταξίδια. Όσο για τις δράσεις προώθησης, αυτές έχουν πολλαπλασιαστεί, έχουν διαφοροποιηθεί και μοιάζουν εξοπλισμένες με το βαρύ και υπερσύγχρονο πυροβολικό του μάρκετινγκ. Το οποίο –κακά τα ψέματα– είναι πια ψηφιακό.

n

Μ. Κατζουράκης (1966)

Το 2009 ήταν η χρονιά που σταμάτησε η παραγωγή αφισών του ΕΟΤ. Δηλαδή, τότε που ολοκληρώθηκε το πέρασμα στην ψηφιακή εποχή. Ο ΕΟΤ θέλησε να διαχειριστεί με πιο σύγχρονο και ωφέλιμο τρόπο το έντυπο υλικό που παρέμενε σε στοκ από τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι, πολύ πρόσφατα ξεκίνησε ένα πολύ έξυπνο πρόγραμμα αξιοποίησής του –το upcycling project– χάρη στο οποίο αντί να σταλεί για πολτοποίηση όλο εκείνο το χαρτί που περίσσευε αποθηκευμένο, μετατρέπεται σε χίλια δυο χρήσιμα πράγματα. Για παράδειγμα: μπλοκάκια σημειώσεων, χαρτονένιες μολυβοθήκες, παιχνίδια πάζλ κ.ά.

Μοιραία, λοιπόν, όσες αφίσες απομένουν συνιστούν πια συλλεκτικό είδος. Και αγαπημένο, όσο και η Ελλάδα που καθρεφτίζουν και όλοι αναπολούμε με νοσταλγία.

n

Βασίλης Λιάσκας (1968)


n

Βασίλης Λιάσκας (1969)


n

Κ. Βίττου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, Ιέρεια η Μάρω Κοντού (1976)


n

Ν. Κωστόπουλος, Κυκλάδες (1988)


 n

Ν. Δεσσύλλας, Οία, Σαντορίνη (1995)