Πολιτισμος

Αλέξανδρος Ιόλας: Mια ζωή σαν Τέχνη

Η ανιψιά του Ελένη Κουτσούδη - Ιόλα, στην πρώτη της συνέντευξη σε ελληνικό έντυπο, μιλάει για τον θείο της και το βιβλίο της «Ο Θείος Μου Αλέξανδρος Ιόλας – Ο Άνθρωπος πίσω από τον μύθο»
Σπήλιος Λαμπρόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 806
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Ελένη Κουτσούδη - Ιόλα μιλάει για τον θείο της, Αλέξανδρο Ιόλα, με αφορμή το βιβλίο της «Ο Θείος Μου Αλέξανδρος Ιόλας – Ο Άνθρωπος πίσω από τον μύθο»

Είναι ο διασημότερος έμπορος Τέχνης που (σχεδόν) κανείς δεν έχει ακουστά. Εντάξει, το να πούμε αυτό είναι αρκετά προβοκατόρικο: τον Αλέξανδρο Ιόλα τον έχουμε ακουστά. Αλλά δεν τον ξέρουμε. Για τους περισσότερους είναι μια φιγούρα του περασμένου αιώνα, ενώ για το έργο ή τη ζωή του ελάχιστα είναι γνωστά στο ευρύ κοινό. Αυτό έρχεται να ανατραπεί από το βιβλίο «Ο Θείος Μου Αλέξανδρος Ιόλας – Ο Άνθρωπος πίσω από τον μύθο» που έγραψε ο μοναδικός άνθρωπος εν ζωή που τον γνώρισε για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, η ανιψιά του Ελένη Κουτσούδη – Ιόλα, που μας παραχώρησε και την παρακάτω συνέντευξη, την πρώτη σε ελληνικό έντυπο.

Ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν ένας κοσμοπολίτης Έλληνας – διόρθωση ήταν ένας πολίτης του κόσμου, ελληνικής καταγωγής. Και, ενώ είχε κατακτήσει τα πάντα στα εξωτερικό, αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του για να αναβαθμίσει και (από) εδώ την Τέχνη. Τα κατάφερε μέχρι ενός βαθμού, μέχρι τη στιγμή που ο κίτρινος Τύπος (η περίφημη Αυριανή πουλούσε τότε 400.000 φύλλα) αποφάσισε να τον διασύρει με κατηγορίες που δεν εξακριβώθηκαν ποτέ επίσημα, αλλά φυσικά αποκαθήλωσαν διά παντός στη συνείδηση του μέσου Έλληνα μία φιγούρα που είχε στη γκαρνταρόμπα του 3.000 πουκάμισα, 700 κοστούμια και δεκάδες γούνες! «Ποιος είναι αυτός που τολμά να μας προκαλεί;», αναρωτήθηκε ο μέσος Έλληνας που δεν έμαθε ποτέ ότι ο Ιόλας είχε δωρίσει περισσότερα από 70 πανάκριβα έργα Τέχνης σε μουσεία όπως το MoMa, την Εθνική Πινακοθήκη, το Ίδρυμα Pompidou και φυσικά το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. «Αυτός είναι ο Alexander Le Grand», θα απαντούσε ο μέσος Γάλλος θιασώτης της Τέχνης. Αλλά αυτόν δεν τον ρώτησαν ποτέ τα μέσα που αναπαρήγαγαν ψευδείς, ανυπόστατες και συκοφαντικές ειδήσεις…

34 χρόνια μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Ιόλα, τι είναι αυτό που σας ώθησε να γράψετε το συγκεκριμένο βιβλίο; Θα το χαρακτηρίζατε βιογραφία του ή μια αντικειμενική θεώρηση των έργων του και της εποχής του μέσα από τα μάτια σας;
«Ήταν πολλοί οι λόγοι. Ένας ήταν αίτημα του θείου μου. Όταν ήμουν 28 ετών, δεν το πραγματοποίησα.
Τότε με είχε συνεπάρει η επαγγελματική μου καριέρα, αλλά πάντοτε το είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ειδικά όταν ήρθε η σκληρή πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων της ζωής του.
Για μένα ήταν πολύ σημαντικό να γράψω κάτι τεκμηριωμένο, πράγμα που απαιτούσε έρευνα και διασταύρωση πληροφοριών για τα χρόνια που δεν είχα γεννηθεί. Είχαμε 40 χρόνια διαφορά. Αν ζούσε σήμερα θα  ήταν 113 ετών.
Με την πάροδο του χρόνου, οι περισσότεροι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με το πρόσωπό του δεν τον γνώριζαν σε βάθος, άρα δεν είχαν χαρτογραφήσει τον τρόπο σκέψης του. Παρόλα αυτά, αναφέρονταν σε αυτόν ως ειδήμονες. Οπότε η ανάγκη να βάλω τα πράγματα στη θέση τους όλο και μεγάλωνε. Επίσης ήθελα να παρουσιάσω και την ανθρώπινη πλευρά του και τη σταδιακή πορεία μέχρι να φτάσει στην επιτυχία. Τίποτε δεν έγινε μαγικά.  

Επί πλέον, ήταν σημαντικό για μένα να τον βάλω στο πλαίσιο της οικογένειάς του, της εποχής του, και της προσφοράς του στην Τέχνη, όσο πιο αντικειμενικά γινόταν. Είναι αυτό βιογραφία; Μπορεί να βάλει ο καθένας τον τίτλο που θέλει.
Στην παρουσίαση του ντοκιμαντέρ “Βίλλα Ιόλας” στην Ταινιοθήκη το 2017 με πλησίασε μια φοιτήτρια και με ρώτησε: “Μήπως ξέρετε πού μπορώ να βρω υλικό για το έργο του Αλέξανδρου Ιόλα;” Κοντοστάθηκα και δεν ήξερα τι να της πω. “Θέλει ψάξιμο”, απάντησα. Με συγκίνησε όμως πολύ το γεγονός που μια νέα κοπέλα αναζητούσε να μάθει για έναν άνθρωπο που δεν είχε ποτέ γνωρίσει και το έργο του ήταν αμφιλεγόμενο στην ελληνική κοινή γνώμη.
Ο επόμενος λόγος είχε να κάνει με τα δύο μου παιδιά. Δεν γνώρισαν κανέναν από τη δική μου οικογένεια. Μόνο ο γιoς μου ήξερε ότι του είχαμε δώσει το όνομά του. Ήθελα να τους αφήσω ένα ενθύμιο».   

Σε παλαιότερη συνέντευξή του ο Αλέξανδρος Ιόλας είχε επισημάνει ότι «στη ζωή αξίζει να αναζητάς τους σπουδαίους ανθρώπους: Cherchez la grandeur!». Αν μη τι άλλο, κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν τα κατάφερε: Jean Cocteau, Giorgio de Chirico, Pablo Picasso, Man Ray, Rene Magritte, Theodora Roosevelt, Max Ernst, Andy Warhol (τον οποίο, όσο απίστευτο και αν ακούγεται στους νεότερους, ανακάλυψε καθαρά χάρη στο αισθητήριό του), Robert Rothschild, Takis, Roberto Matta, Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας, Γιάννης Μόραλης, Γιάννης Τσαρούχης, Μάρα Καρέτσου, Κώστας Τσόκλης, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ρούντολφ Νουρέγιεφ, Yves Saint Laurent, Giorgio Armani, Gianni Versace είναι μόνο μερικοί επώνυμοι από τον κύκλο του. Αν είχε προλάβει τα κινητά τηλέφωνα, θα είχε τα νούμερα όλων αυτών στο speed dial… Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για έναν μύθο; Η κυρία Κουτσούδη-Ιόλα είναι επιφυλακτική...

«Οι ταμπέλες δεν μου αρέσουν. Οι μυθικές διαστάσεις προϋπήρχαν του θανάτου του. Πιστεύω ότι οι υπερβολές γυρίζουν συνήθως μπούμερανγκ. Στον ελλαδικό χώρο, σίγουρα του γύρισε μπούμερανγκ, γιατί “ό,τι είναι ψεύτικο γυαλίζει πιο πολύ”. Δυστυχώς έχουν γραφτεί και δημοσιευτεί πολλά ψέματα, στρεβλώσεις και ανακρίβειες. Υπήρχε  πολύ copy paste δίχως καμία τεκμηρίωση. Υποθέτω ότι στην εποχή της υπερβολικής ταχύτητας όλοι βιάζονται να είναι πρώτοι χωρίς να ελέγχουν την ποιότητα και την ακρίβεια του κειμένου».

Είναι ξεκάθαρο από τον πρόλογό του βιβλίου ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μία απλή προσωπική ανάμνηση. Περιγράφονται και πολλά στα οποία προφανώς η συγγραφέας δεν ήταν παρούσα (ενίοτε ούτε καν εν ζωή, ακόμα), αλλά μνημονεύονται όλες οι έγκυρες πηγές. Πλην όμως, πόσο δύσκολο ήταν να μη γίνει αναφορά και στα αρνητικά στοιχεία που, όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και ο Ιόλας δεν γίνεται να μην είχε;

«Μου ήταν σχετικά εύκολο. Το επάγγελμα της ψυχολόγου με βοήθησε, λόγω της καθημερινής εξάσκησης, να κρατώ τις “συναισθηματικές αποστάσεις” που χρειάζονται για να είμαι αποτελεσματική. Δεύτερον, πιστεύω ότι ουδείς άνθρωπος αναμάρτητος. Για μένα η πρόθεση μετράει πάνω απ’ όλα. Τον θείο μου θα μπορούσε κανείς να τον κατηγορήσει για άλλα πράγματα αλλά όχι ότι ήταν  κακοπροαίρετος. Αν κάποιος ισχυριστεί, για όλα όσα καταγράφω, ότι “δεν έγιναν έτσι ακριβώς”, θα απαντούσα ότι, άπαξ και μου φέρει αξιόπιστα και διασταυρωμένα στοιχεία, θα χαρώ να συμπεριλάβω τη νέα γνώση στο βιβλίο μου. Δεν νομίζω, εντούτοις, ότι θα υπάρξει τέτοια παρέμβαση».

Το 2017 προβλήθηκε το ωριαίο ντοκιμαντέρ «Βίλα Ιόλα, Ταξίδι στον Χώρο και Χρόνο», που είναι ελεύθερα διαθέσιμο και στο Youtube. Βλέποντας κανείς αυτό το ντοκιμαντέρ, χωρίς υπερβολή σφίγγεται η καρδιά του, όχι μόνον για το άδοξο τέλος μίας εντυπωσιακής κατοικίας, αλλά και για το πώς μία ανεκτίμητη καλλιτεχνική περιουσία βρέθηκε εκτεθειμένη σε λεηλασίες και κλοπές…

«Ο θείος μου είχε αφήσει στον Δήμο της Αγίας Παρασκευής ένα οικόπεδο 2,5 στρεμμάτων, πολύ κοντά στο σπίτι του, για να φτιάξει ο Δήμος μια πλατεία με γλυπτά έργα που θα τους δώριζε. Στο βιβλίο έχω μια μακέτα του πώς το φανταζόταν. Τελικά ναυάγησε η ολοκλήρωσή του για ευνόητους λόγους.
Όταν αποφάσιζε να κάνει κάτι, θα το έκανε ο κόσμος να χαλάσει! Δεν είχε, πάντως, κανένα σκοπό να δωρίσει το σπίτι, ό,τι και να γράφεται. Αντικείμενα, ναι. Αλλά μετά  την κατακραυγή και την επίθεση στο πρόσωπό του, χωρίς αποδείξεις, δεν είχε την έγνοια να κάνει δωρεές. Ήταν περίπτωση lose-lose. Δεν έκανε δωρεές
τον κατέκριναν πως “όφειλε” να κάνει. Έκανε δωρεές έγραφαν: “Με δωρεές και φιλανθρωπίες πάει να επηρεάσει…”»

Έχοντας ζήσει σε λαμπερές πόλεις όπως το Παρίσι, το Βερολίνο, η Νέα Υόρκη, ο Ιόλας είχε μάθει να είναι απλά ο εαυτός του. Με δηλώσεις όπως «πείτε με νταβατζή της τέχνης, αν ψάχνετε μία ιδιότητα» μπορεί να γοήτευε τους ξένους δημοσιογράφους και να εξασφάλιζε κολακευτικά πρωτοσέλιδα, πλην όμως στην Ελλάδα ήμασταν αρκετά πιο συντηρητικοί, εντός ή εκτός εισαγωγικών. Έπαιξε και αυτό ρόλο στην αρνητική δημοσιότητα που περιέβαλλε το όνομά του στα μέσα της δεκαετίας του ’80…

«Τα δημιουργικά χρόνια δεν παρέλειπε ποτέ να έρχεται στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα για να είμαστε οικογενειακά όλοι μαζί. Και εν συνεχεία τα καλοκαίρια.

Μετά το 1976, που μειώθηκαν οι γκαλερί, άρχισε να περνά περισσότερο χρόνο στην πατρίδα μας. Ήταν προφανές σε μένα ότι ήρθε στην Ελλάδα για να βγάλει αληθινή την προφητεία ότι δεν ήταν ο γιος που όφειλε να ήταν  μια αυτο-εκπληρούμενη προφητεία.
Όταν ήταν εδώ άλλαζε προφίλ. Σίγουρα θύμωνε γιατί του αμφισβητούσαν τις προθέσεις του. Θυμάμαι μια χρονιά κατά τη διάρκεια του “Μήνα του Λονδίνου”, του ζήτησαν να επιλέξει καλλιτέχνες για να σταλούν έργα αντιπροσωπευτικών Ελλήνων καλλιτεχνών.
Στη συνέχεια όμως άρχισε ένας καβγάς γύρω από το θέμα “ποιος είναι αυτός που επέλεξε εκείνους και όχι κάποιους άλλους”.
Αυτά αδυνατούσε να τα καταλάβει.
Ήταν ένας συνδυασμός πραγμάτων. Ο θυμός του οφειλόταν στο ότι τον παρεξηγούσαν. Οπότε δεν φίλτραρε κάποια πράγματα που έλεγε.
Συνέπεσε χρονικά και με το κύμα του Αυριανισμού...  Και φυσικά δεν φρόντισε να κτίσει ένα ψευτο-καλλιτεχνικό προφίλ. Δεν του άρεσαν οι κόπιες, οπότε ούτε τα ψευτο-προφίλ θα μπορούσαν ποτέ να τον αντιπροσωπεύουν».

Αυτή η larger than life περσόνα δεν έπαυε να ήταν παράλληλα συγγενής και μάλιστα με διπλό ρόλο: θείος/νονός! Ένας τρίτος δύσκολα μπορεί να τον φανταστεί να είναι τυπικός στις «συμβατικές» υποχρεώσεις του – σίγουρα όμως θα υπήρξαν και τρυφερές, προσωπικές στιγμές…

«Όλα τα προλάβαινε, βρισκόμασταν πολύ συχνά, ταξιδεύαμε μαζί, μου έγραφε συμβουλευτικά γράμματα όταν απουσίαζε.
Όταν  έβγαινε το φεγγάρι, μου φώναζε “Ελενίτσα, τρέξε”! Έπεφτα στην αγκαλιά του, μου χάιδευε τα μαλλιά, φιλούσε το χρυσό δαχτυλίδι του και μου έλεγε: “Θα μου φέρεις γούρι και αυτή τη φορά”».

Ο ίδιος είχε δηλώσει πως ποτέ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να κάνει διακοπές – και πως κοιμόταν λίγο γιατί μονίμως υπήρχε κάτι συναρπαστικό να κάνει. Τι άρεσε, αλήθεια, στον Αλέξανδρο Ιόλα; Διάβαζε βιβλία; Τι μουσική άκουγε; Είχε αγαπημένο φαγητό/ποτό; Κάποιο προσωπική συνήθεια;

«Τρελαινόταν με το διάβασμα, και με την ανανέωση της διακόσμησης του σπιτιού. Πραγματικά θα μπορούσε να γίνει εξαιρετικός σκηνοθέτης.
Η μουσική του άρεσε πολύ, αλλά δεν μπορούσε ούτε να βάλει ένα δίσκο στο πικάπ. Οπότε μόνο live την απολάμβανε ή αν του ρυθμίζαμε εμείς το στερεοφωνικό.
Το θέατρο: δεν αφήναμε παραστάσεις που να μην τις δούμε. Από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, στις παραστάσεις του θέατρου του Μολιέρου, των Μπαλέτων, και τις παραστάσεις στις όπερες του Παρισιού και την Βενετίας.
Του άρεσε το φαγητό και ειδικά τα γλυκά.
Και τέλος να ρίχνει πασιέντσες κρατώντας στο χέρι ένα σβηστό τσιγάρο.
Ήταν ένας άνθρωπος χωρίς απωθημένα γιατί ό,τι ήθελε να κάνει το έκανε. Ήταν όνειρο που κατάφερε να μετατρέψει τα χόμπι του σε επάγγελμα!  Ήταν προοδευτικός όχι μόνο στην εποχή του αλλά και στην εποχή μας: είχε την ευκολία να προσαρμόζεται γρήγορα σε οτιδήποτε καινούργιο και να ανοίγει δρόμους…»