Πολιτισμος

Ετών 55

Το 55 μου σκάει το τυχερό

Σταμάτης Κραουνάκης
ΤΕΥΧΟΣ 325
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είμαι ζωντανό παράδειγμα του πώς επιβίωσε ένας του συναισθήματος που είναι πολίτης του πλανήτη, ζει το τώρα, συμπορεύεται μ’ αυτό, ακούει την εποχή του και την κάνει τραγούδια, θέατρο. Όλα μου ’χουν γίνει, γιατί οι πεθαμένοι μου και τώρα πια κι ο εαυτός μου δεν μ’ αφήνουν να κάνω μαλακία. Γιατί δεν με πήραν από κάτω τα λεφτά. Ενώ, πάλι, δεν μου ’λειψαν και ποτέ.

Το 55 μου σκάει το τυχερό

Ποτάμια μαύρα και πέντε

Πενήντα πέντε

Ποτάμι που ’κλαιγα κι εγώ

Μετά θυμάμαι ένα κόκκινο ραδιόφωνο ψηλά στην κουζίνα, λευκό κοκάλινο γύρω γύρω και μπροστά το ηχείο κόκκινο, νομίζω ότι έπαιζε μόνο Χατζιδάκι, το «Γαρίφαλο στ’ αυτί» και το «Μαντολίνο»… Εντάξει, ήταν όλα παράξενα, ο μπαμπάς είχε βέσπα και η μάνα μου είχε μια πλεκτομηχανή της μόδας κι έκανε πλεχτά για όλους μας κι έβγαζε και μεροκάματο.

Η Καλλιθέα ήταν χωματόδρομοι, πέρναγε τις απόκριες και γαϊτανάκι με το γαϊδούρι το χαρτονένιο που το φόραγε στη μέση του ο τσολιάς και δίπλα κρεμόντουσαν τα ψεύτικα ραμμένα ποδάρια. Όταν χιόνιζε ο κόσμος έπαιζε στο δρόμο όλος μαζί κι από δίπλα άκουγες την αυλή που παίζανε και ζούσανε τέσσερις-πέντε οικογένειες. Πικροδάφνες, και το μπακάλικο λεγόταν «Εδώδιμα αποκιακά»! Ήμασταν στον πρώτο μιας μονοκατοικίας. Στο ισόγειο έμενε η ξαδέρφη του Γιάννη Τσαρούχη κι άλλη μια οικογένεια, πολύ καλοί άνθρωποι. Τα σόγια ήταν όλοι Παπαντρεϊκοί, Ένωση Κέντρου, ο φάδερ ΕΔΑίτης που μετεξελίχτηκε σε γερο-Παπανδρεϊκό και η γιαγιά μου κι όλο της το σόι Καραμανλικοί (η γιαγιά μου η Ιωάννα η Κραουνάκαινα, και φιλοβασιλικιά). Οι μαύροι οι σκοτωμοί στο σπίτι κάθε εκλογές για τα πολιτικά, ερχόταν ο Θεοδωράκης κατά συρροήν σε σινγκλάκια και η μάνα μου από αντίδραση στις φίλες της που ήθελαν μόδα Μίκη, κι ας ήταν δεξιούμπες, έτρεχε στον Χατζιδάκι, και στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» και άκουγε το «Μαντολίνο». Εγώ στο τεράστιο ραδιοπικάπ μας, εκεί που κρύβαμε και τα ποτά, έβαζα τα «Κύματα του Δουνάβεως», κάτι τανγκό «Αριζόνα Εξπρές» και τα «Παιδιά του Πειραιά» (μ’ εντυπωσίαζε η φωνή της Μελίνας) κι όλα αυτά τα έκανα χορογραφία με την Ιωάννα, την αδερφή μου, και μετά τα κάναμε σόου Κυριακάς και εορτάς.

Άλλωστε Νοέμβρη του ’55 έσκασε η «Στέλλα» στα σινεμά, ένα μήνα πριν γεννηθώ, και είχα τρομερά σάουντρακ κατά τη γέννησή μου. Τα πάρτι των γονέων μου στο πατρικό μου στην Καλλιθέα, Δοϊράνης και Δημητρακοπούλου, ήταν ιστορικά και ο μπαμπάς μου χόρευε τρομερό σουίνγκ, λυσσασμένο, και έπαιζε χαβαγιά με τη μύτη, όλο τον Πολυμέρη…και τα ιταλικά της μόδας. Αυτά ως νιάτα, κι ο Καραγκιόζης του Μιχόπουλου στην πλατεία της Καλλιθέας, δίπλα στο ζαχαροπλαστείο «Καπρίς» (εκεί που τώρα είναι το Έβερεστ) και δίπλα στο σχολείο μου, τα σινεμά «Μαργαρίτα» και «Ετουάλ» (ακόμα εδώ είναι) και μετά το «Τροπικάλ» (έκλεισε, έγινε σούπερ μάρκετ) και το «Κρυστάλ» στη Χαροκόπου (έκλεισε, κι αυτό σούπερ μάρκετ). Ασπρόμαυρες Αλίκες, Μανταλένες και πολύς Χατζιδάκις σελιλόιντ. Λίγο πιο πάνω έμενε η Πρωτοψάλτη, τη θυμάμαι, παίζαμε κρυφτό στο σπίτι της, συμπτωματικά το θυμηθήκαμε μετά από χρόνια ότι εμείς ήμασταν αυτοί οι μικροί τότε…

Με μεγάλωσε μια ξαδέρφη της μάνας μου που έμενε μαζί μας και την έλεγαν Δημοκρατία, ναι, ναι, Δημοκρατία κανονικά, με θρησκευτική βάφτιση, ο νονός της ήταν αριστερός, τη βάφτισε ψηλά στη Δράμα, με τη χωροφυλακή στο κατόπι, λίγο πριν την κάνει για τα βουνά. Απέναντί μας έμενε η Αλέκα Σπυριδάκη, και κάθε εκλογές σταυρώναμε ψηφοδέλτια της Ένωσης Κέντρου, βάζαμε το σταυρό δίπλα στ’ όνομα του Λούκη Ακρίτα, μπαμπά της Έλενας, που ήταν φίλος των γονέων της Αλέκας. Η Αλέκα είχε πιάνο και ζήλευα πολύ στα πάρτι της, ερχόταν κι ο Μάνος Αντώναρος που ήταν συμμαθητής μας και χόρευε τέλειο τουίστ, αϊ-τουίστ, αϊ-τουίστ, αλλά εγώ ζήλευα το πιάνο κι έτσι ζήτησα να μου πάρουν κι εμένα. Μου το πήρανε, μαζί με τη δασκάλα της Αλέκας, τη δεσποινίδα Αντιγόνη Νικολαΐδου. Η δεσποινίς Αντιγόνη με έμαθε να βαράω τα πλήκτρα, κι άρχισα γρήγορα να παίζω δικά μου, «νούτικα» τα ’λεγε ο πατέρας μου. «Μαέστρο, για παίξε μας κι αυτά του νούτικα», ενώ ’μπαιναν και καταλάμβαναν το δωμάτιό μου Μπιτλς, Ρόλινγκ Στόουνς και Κάρλος Σαντάνα παρέα με τα «Ρεφλέξιονς» και τις φωνές του Γιάννη Πετρίδη και του Γ. Παπαστεφάνου.

Στο γυμνάσιο Γλυφάδας (που μετακομίσαμε) μπήκανε στη ζωή μου τα τσιγάρα και το Θέατρο Τέχνης, καταφύγιό μας σε όλη τη Χούντα, παρέα στο φροντιστήριο στη Σίνα, του Τζουγανάτου, με τη Μαρία Κατσιαδάκη, ραντεβού κάθε απόγευμα, στο καφέ από κάτω, κοπάνα, και διαλέγαμε ποιο θέατρο θα δούμε σήμερα. Κολλητός από τότε με πολλούς θεατροτεχνίτες, μέντοράς μου ο Γιώργος Αρμένης, μας έβαζε τζαμπέ και μας μίλαγε με μεγάλο σεβασμό για το δάσκαλό του, τον Κάρολο Κουν – άρχιζα να γίνομαι κολλιτσίδα και στις πρόβες τους. Χάρη σε κάποια SOS που μου ’δωσε η Κατσιαδάκη από το τηλέφωνο πέρασα με υποτροφία στην Πάντειο και έγινα μουσικός οριστικά! Καράγιωργας, Βέλτσος, Άλκης Ρήγος, Νίκος Κανέλλος, Μιχάλης Σκυριανός, πρόεδρος ΔΣ φοιτητών. Και οι καλλιτέχνες μας, η Έφη Αγραφιώτη, η Μαρία Μαρκέτου, ο Σιαμσιάρης. Πρώτη μέρα στο εστιατόριο γνώρισα τον Νίκο Μαστοράκη –τον του θεάτρου μάστορα– μ’ ένα καρό παντελόνι κι ένα πορτοκαλί πουλόβερ και γίναμε τακίμι, μάλιστα είχαμε ξεκινήσει, να σκηνοθετήσει τη «Φαύστα» του Μποστ, που δεν έγινε ποτέ, αλλά είχε μεγάλη πλάκα πώς έδειχνε στην πρωταγωνίστρια πως θα περνάει την κλωστή στη βελόνα… Ήταν υπέροχος.

Μεταπολίτευση. Μαλλιά άφρο, καμπαρτίνα, στιβάνια κρητικά από τα Χανιά, μαύρα πουκάμισα…και έρωωωτας! Όπου Μελίνα και Μίκης από πίσω κι εμείς οικογενειακώς, αεροδρόμια, οικουμενικές, Καραμανλής. «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα » σε πολλές εκτελέσεις κι όλοι αντιστασιακοί…

Η πρώτη μου συναυλία στο θέατρο «Διονύσια», 5 Απριλίου 1976, με σκηνικό το μαυροπίνακα του Διονύση Φωτόπουλου για τη «Δεσποινίδα Μαργαρίτα» της Λαμπέτη… αυτό έπαιζε τότε… Έπαιξα μελοποιημένο Σεφέρη, Λόρκα και νέους Έλληνες ποιητές και καλώ τον Χατζιδάκι (κάπου βρήκα το τηλέφωνό του), ο Παυριανός με συντρέχει πολύ, μου ψιλοκάνει κόουτσινγκ, και ο Μάνος έρχεται, με τον Λέκκα, και παθαίνω μπουρνιόκο. Ο φάδερ μου ο Τώνης τον περιποιείται κατά την είσοδο στη συναυλία, ήταν μαζί φαντάροι στο Χαϊδάρι, ε ρε πι-αρ ο Τώνης, α, ναι, και με τον Μίκη ήταν μαζί στο ΕΑΜ στη Νέα Σμύρνη.

Πάντειος, Πάντειος. Μπαίνει στην Πάντειο και η Λίνα. Τη συναντάω και την ερωτεύομαι κεραυνοβόλα, και ανήμερα της γιορτής της τής κάνω ερωτική εξομολόγηση. Μετά από λίγο γράψαμε τα πρώτα μας τραγούδια… Έχω νοικιάσει ερωτική φωλέα παρά τη Πάντειω (Χατζοπούλου 22, πίσω απ’ το εργοστάσιο του Σαρίδη), ερχόταν η Σαπφώ Νοταρά και κάναμε πρόβα τα ποιήματα του Πέτρου Χρονά (καμία σχέση με τον Γιώργο). Ήταν ένας καλός ποιητής που είχε τη σοκολατοβιομηχανία ΜΕΛΟ, πολύ καλός άνθρωπος, μου τον είχε συστήσει η Αθηνά Σχινά, μια σημαντικότατη ύπαρξη, κριτικός τέχνης σήμερα, που με στήριξε από την ώρα που τη γνώρισα, μου άνοιξε κόσμους, ξημερωνόμασταν στα περί τέχνης και έρωτος, της χρωστάω για πάντα πολλά και κυρίως Α-γά-πη. Έτσι έκανα τον πρώτο μου δίσκο σε ποίηση Πέτρου Χρονά, που λίγοι τον ξέρουν, «Το σπίτι του Αγαμέμνονα».  Ερχόταν που λες η Σαπφώ για πρόβα και ούρλιαζε «άντε, φτάσαμε πάλι στο Χατζοπούλειον Ίδρυμα!». Πάντειο και ο Παντελιδάκης μπήκε τότε… Λίνα, Σταμάτης, Μανώλης, Μαστοράκης, κολλητοί. Κριτικηηηή, δεν αφήναμε τίποτα όρθιο. Στη Σχολή Κατσέλη έκανε μαθήματα η Λίνα και πήγαινα να την πάρω. Η Νέλλη και ο Στρατής Καρράς, ο Αγγελόπουλος και η Εύα Κοταμανίδου στο σπίτι του Στρατή και της Νέλλης στον Διόνυσο, γράφανε το σενάριο για τις ταινίες του… Έρωτας!

Σε λίγο μπουρλότο η δουλειά του πατέρα μου, χωρίζουν οι δικοί μου, παίρνω την αδερφή μου και νοικιάζω στο Παλιό Φάληρο. Με παίρνει ο Μίκης βοηθό του στους «Ιππείς» στο «Τέχνης», γνωρίζω τη Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου, την Κατερίνα Κατωτάκη, την Αθηνά Γληνού, την Όλγα Παυλάτου, αρχίζω παρέα με Άλκηστη… «Θα σου γράψω μια μέρα», «καλά, πήγαινε φαντάρος πρώτα»... Πωπωπω, της το κράταγααα!

Χροοοοόνια μετά! Για καιρό –πριν νοικιάσω ακόμα– με φιλοξενούσαν τα παιδιά του Παντελή Ζερβού στο Φάληρο, έτσι τ’ αγάπησα το Φαληράκι. Και τι δεν γράφτηκε στο δυαράκι του Φαλήρου. Φτώχεια, όνειρα, γαμήσια τα λεγόμενα «μαρξιστικά» και πολλή παρέα με Μανιώτη και Δημήτρη Παπαδημητρίου, δύσκολα χρόνια και χαρά μαζί. Κάπου εκεί γνώρισα τον Γιώργο Μακράκη και μου ’φερε τη Βίκυ Μοσχολιού στο σπίτι. Ωραία φάση. Με ανακάλυπταν. Το επάγγελμα. Η Βίκυ ήταν θεά. Ο Φέρτης, η Τάνια, ποιος μας γνώρισε; Ούτε θυμάμαι. Ο Τσακίρογλου και η Χρυσούλα με πήγαν από το χέρι στην ΕΡΤ, «να ένα πολύ ταλαντούχο παιδί, βάλτε το στις εκπομπές». Με βάλανε, έτσι έβγαζα το ψωμί μου, για κάμποσα χρόνια… με πήρε υπό την προστασία του ο Γιώργος  Εμιρζάς και μπήκαν στη ζωή μου ο Κώστας Παύλου, ο Παναγιωτόπουλος, ο Τάσος Λιγνάδης, το Θέατρο Καισαριανής, η Μιμή Ντενίση, ο Ξανθούλης, ο Κιμούλης, ο Λεττονός, ο Γεωγλέρης, ο Καρακατσάνης, η Μπέττυ Βαλάση, η Μίρκα. Πρωί πρωί μας μάζευε ο Εμιρζάς μ’ ένα μεγάλο τζιπ και πηγαίναμε στην ΕΡΤ για εγγραφή.

Θέατρα, ραδιόφωνο, 1981, βγάζω τη Μοσχολιού «Σκουριασμένα χείλια», χαμός στο ίσωμα, στην αφραγκιά εγώ, με ’παιζαν τα ραδιόφωνα κι είχα ένα πεντακοσάρικο. Μ’ ανακαλύπτει η δισκογραφία, το θέατρο, οι πρωταγωνιστές, είναι η κατηραμένη στιγμή που γίνομαι ψιλομόδα και όλοι με θέλουνε. Γιώργος Μαρίνος απάνω εκεί. Η περίοδος Γιώργος Μαρίνος είναι από τις πιο άπαιχτες. Με αγαπάει, τον αγαπάω και γινόμαστε νύχι-κρέας, το γέλιο της αρκούδας, όλοι νομίζανε ότι τα ’χουμε φτιάξει. Αδύνατον! Του οφείλω πολλά του Γιώργου, έγραψα πολύ γι’ αυτόν και ωραία πράγματα, μερικά μείνανε στα χρόνια και δείχνουν κλασικά. Είμαστε ακόμα πολύ φίλοι. Τον λατρεύω. Ο Γιώργος ήταν για μένα ό,τι ο Χορν για τον Χατζιδάκι. Τόλμησα μαζί του και πειραματίστηκα στο μιούζικαλ, που είναι και το αληθινό μου ταλέντο, νομίζω. Αν η Ελλάδα είχε παράδοση στο είδος θα είχα γίνει πολύ πλούσιος.

Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ. Να ’μαστε στα τριάντα, φίρμες… Μας τραγουδάει η Ελλάδα και κάνουμε πρώτο σταρ μια καλή τραγουδίστρια που μέχρι τούδε την έχουν βοηθητική οι πρώτοι. Φτάνει κι ο Παντελιδάκης απ’ το Παρίσι με άριστα σκηνογραφίας και αρχίζει το πήγαιν’ έλα. Και μετά θύελλα, Λαζόπουλος, Βουτσινάς, «Λυσιστράτη», κουτσομπολιό και μίσος άπλετο. Στη χώρα αυτή «ο φθόνος κυκλοφορεί αφθόνως». Αξέχαστα βράδια στην Τζένη και η λατρεμένη μου Άννα Παναγιωτοπούλου... Τι στιγμή το «Έκτο πάτωμα»... Αλίκη, «Γλυκό πουλί της νιότης», κρίση ταυτότητας, η εξουσία μού χτυπάει την πόρτα, την κλείνω, παίρνω λεφτά, κάνω πολύ ραδιόφωνο και τον Κώστα φίρμα σε μια μέρα… the sony years.

Αντρέας Βουτσινάς, θέμα μεγάλο. Πόσο λυπάμαι που στο φευγιό του, απάνω στις αποτιμήσεις, διάβασα κάτι καραπιπάρες ότι παγίωσε το ελαφρό! Μούρη μεγάλη ο τύπος, μάγκες και κούκλες μου, μ’ ένα δύσκολο εγώ αλλά μεγάλος δάσκαλος, πρωτοπορία, την ήξερε καλά τη δουλειά. Ελλήναρος του Άκτορς Στούντιο. Όταν πήγα στο Παρίσι κι έμεινα σπίτι του, κι έζησα τι πρίγκιπα τον είχαν οι Γάλλοι, κατάλαβα πόσο λάθος τον αντιμετώπιζε η Ελλάδα. Κι εκείνος όμως εδώ γινόταν άλλος άνθρωπος…με την κακή έννοια. Στον Αντρέα χρωστάω τις θεατρικές μου σπουδές, έμαθα πολλά κοντά του, κυρίως τη διαχείριση των ερμηνευτών, να κάνεις την αδυναμία προσόν, να δίνεις το σωστό ερέθισμα, να κεντράρεις στο στόχο, να ανατρέπεις ζωικά το αναμενόμενο.

Από ’κει μέχρι εδώ τα ’δα όλα. Ελλάδα, Πασόκ, διαπλοκές, φαγάνες καταστάσεις, βλακώδη τηλεόραση, τύπος, συνεντεύξεις. Τα βαρέθηκα γρήγορα και κράτησα μαζί τους τίμια ανταλλακτική σχέση. Δημοσιογράφους φίλους έχω πάρα πολύ λίγους, ένας άνθρωπος που σιωπηλά με υποστήριξε πολύ ήταν ο Σεραφείμ Φυντανίδης, είχαμε κι έχουμε πολλή μεγάλη αγάπη μεταξύ μας. Η καρδιά με ’φερε ως εδώ. Καμιά φορά με ρωτάνε, γιατί διασκευάζεις τα τραγούδια σου και δεν τα αφήνεις στην κλασική γραφή; Και απαντώ «γιατί αν τα ’γραφα σήμερα θα τα έφτιαχνα έτσι». Όσο ζω θα τα πειράζω, μ’ αρέσει επίσης να μου τα πειράζουνε κι οι άλλοι (λατρεύω Μιχάλη Δέλτα και υπερλατρεύω Νίκο Πατρελάκη). Δεν με πειράζει καθόλου.

Είδα τους χειρότερους συμμαθητές μου να γίνονται κακή εξουσία. Είδα τους καλύτερους να πηγαίνουν στα ξένα. Είδα φανατικούς Κνίτες να δουλεύουν λυκοσκυλάκια του συστήματος. Είδα να απαξιώνεται η Ελλάδα, είδα (επιτέλους!) να απαξιώνονται οι πολιτικοί. Έχω γουστάρει βασικά τα πάντα, τα ’χω σπάσει πολλές φορές, μπορώ και στα πολλά και στα λίγα, με σκάει ακόμα που μια χώρα με τέτοια υποδομή, που τα βγάζει όλα και μπορεί να τραφεί αφ’ εαυτού της, εκατάντησε μια τιμωρημένη ΕΟΚατζού, με μετριότατους πολιτικούς ημιαγράμματους, τριτοκλασάτα τσιράκια των κέντρων εξουσίας. Βλέπω και τώρα σωρεία ανίκανων να παριστάνουν το κάτι και να τους παίρνει ο άνεμος στο πρώτο τσουναμάκι.

Πενήντα πέντε ωραία χρόνια. Μεγάλη επιτυχία στα τσαρτς του «Κραϊ μι ε ρίβερ». Μου το ’φερε ο Παύλος  Αγιαννίδης σε μια απίστευτη διασκευή και του ’βαλα λόγια και ξεκινάω μ’ αυτό το Ουάν Μεν Σόου στην «Αθηναΐδα». «Φώναξα φίλους να καταγγείλω πενήντα πέντε μαύρα ποτάμια που τραγουδάνε σ’ αγαπώ». Μετά οι Λεωφόροι και τα Γκάζια, αλλάξαμε την πιάτσα, μας μιμήθηκαν, και μετά δάσκαλος. Ναι, δεν θα τα ’κανα όλα αυτά αν δεν έτρωγα τα πόδια μου στο ΔηΠεΘε Καβάλας  κι αν δεν μ’ έβαζε η Σπυράτου στα σεμινάριά της να διδάξω Ερμηνεία τραγουδιού. Όλα μου ’χουν γίνει, γιατί οι πεθαμένοι μου και τώρα πια κι ο εαυτός μου δεν μ’ αφήνουν να κάνω μαλακία. Γιατί δεν με πήραν από κάτω τα λεφτά. Ενώ πάλι δεν μου ’λειψαν και ποτέ. Αλλά κι εγώ ήξερα από την αρχή ότι αυτά που θα δουλέψω θα φέρω, δεν τα βρήκα έτοιμα, δεν τα ’κρυψα να τοκίζονται. Η δουλειά με καβλώνει, το δημιουργικό με φτιάχνει, η πρόβα, η προετοιμασία, και δεν έχω και καμία πρεμούρα να παίζω στη σκηνή. Φτάνει να είμαι στο κόλπο. Απλά όταν κατάλαβα ότι το ’χω, ξεμπούκαρα και μάλιστα αργά, πρώτα με την Άλκηστη στα Γκάζια, μετά για να στηρίζω τη Σπείρα και να ’μαι αγκίστρι για το κοινό της. Όλα αυτά τα χρόνια της Σπείρας δεν πήρα δραχμή, δεν τρέχει τίποτα – βγήκαν απ’ την αγκαλιά μου και τις απίστευτες γκαρίδες μου, ειδικά σε θέματα αλληλοσεβασμού και πειθαρχίας…

Στα χρόνια, προτίμησα να κρατήσω την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, μ’ αγαπάνε οι άνθρωποι στη χώρα μου, ένας ντιλιβεράς προχθές μου φώναξε «α, ρε Σταμάτη, γράψε τίποτα να γλεντήσουμε τον πόνο μας». Κανείς δεν με λέει κύριο Κραουνάκη, μόνο στην τράπεζα και στα γκισέ των αεροδρομίων, όλοι με λένε Σταμάτη ή γεια σου άρχοντα ή απλά Σταμ, η πιτσιρικαρία που με πάει και με γουστάρει από την Άθενς Βόις – γιατί δεν μ’ έχουν πιάσει φάουλ, έτσι λέω. Ο Χατζιδάκις μου ’χε πει «είναι υποχρέωση του επώνυμου να εκφράζει δημόσια αυτό που ο ανώνυμος αδυνατεί». Ποτέ δεν είμαι σίγουρος αν θα ’ρθει το κοινό. Πιστεύω ότι το κοινό έχει ένα ένστικτο. Μυστικό. Πάει εκεί που μυρίζει φρέσκο φούρνο ή στο φούρνο που του κάνει το ψωμί που συνήθισε να τρώει. Τέλος πάντων, έχω παρασυρθεί τώρα και μπλέκω τις εποχές, έφυγε κι ο Δαλιανίδης, έζησα και μαζί του το υπέροχο «Τρίτο στεφάνι», ό,τι πόθησα να μου συμβεί στη ζωή μου αργά ή γρήγορα ήρθε. Δεν άλλαξα φίλους, δεν άλλαξα συνήθειες. Πολλά ευχαριστώ στον Νίκο Παναγιωτόπουλο, το σινεμά του μου ’δωσε και μου δίνει τη χαρά να γράφω. Και χάρη στην εμπιστοσύνη του, έσυρα από τα μύχια τα καλύτερά μου τραγούδια τα τελευταία δέκα χρόνια…

Kλιμακτήριο δεν κατάλαβα, ο γιατρός μου λέει έχω υπερενέργεια, ο Βαλτινός φέτο με ’λεγε Ντούρασελ.  Νομίζω θα την κάνω καμιά μέρα «μια κι όξω προντάξιον». Αλλά όχι, έχω ακόμα πολλές δουλειές. Φέτος έξω καρδιά! Μ’ αρέσει που λέω και τα δραματικά με μια αλαφρότητα, «σιγά καλέ, που θα μας πάρει από κάτω, το καλό γαμήσι δεν θέλει πολλά λεφτά, φτάνουν δυο ποτά κι ένα ντεκολτέ».

Σας φιλώ, ένας του 55 στα 55 του

4U, απλά Σταμ

Υ.Γ. Μουσική μ’ έμαθε η Κλέλια Τερζάκη, μια πολύ σημαντική δασκάλα, έξοχη μουσικός, μ’ αποπαίρνει πάντα ότι δεν σεβάστηκα το ταλέντο μου, «α, τα τραγουδάς κι όλα τώρα με την αγριοφωνάρα σου», σωστό κι αυτό! Φέτο θα τη φέρω να με δει, τσαμπουκά.

ΙΝFO Η παράσταση “55 - One man show” του Σταμάτη Κραουνάκη με guest τους Χρήστο Μουστάκα, Αργυρώ Καπαρού και Γιώργο Στιβανάκη κάνει πρεμιέρα 20/11. Παραστάσεις κάθε Σάββατο στις 9.30 μ.μ. & Κυριακή στις 8.30 μ.μ. «ΑΘΗΝΑΪΣ», Καστοριάς 34-36, Βοτανικός, 210 3480.080