Πολιτικη & Οικονομια

ΗΠΑ: η αποτυχία της «δημοκρατίας των πάντων»

Τα τέσσερα αμερικανικά κοινωνικά οράματα και η ευκαιρία του Τζο Μπάιντεν

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αμερικάνικη σημαία με σχισμές που κυματίζει
© Spencer Platt/Getty Images/Ideal Image

Η Σώτη Τριανταφύλλου σχολιάζει τις τέσσερις οπτικές για τις ΗΠΑ που συνθέτουν δύο χώρες στα ίδια σύνορα και την ευκαιρία του Τζο Μπάιντεν

Η ανάδυση των σύγχρονων πολυδισεκατομμυριούχων και οι ανισότητες που προέκυψαν από τον αμερικανικό καπιταλισμό τα τελευταία σαράντα χρόνια δημιούργησαν τέσσερις οπτικές για τις ΗΠΑ· τέσσερα διαφορετικά οράματα. Το πρώτο είναι η «ελεύθερη Αμερική» της ρηγκανομικής: ελεύθερη ως προς την επιχειρηματικότητα και συντηρητική ως προς τα ήθη, φειδωλή στις κοινωνικές υπηρεσίες και πρακτικές. Το δεύτερο είναι, ας πούμε, η «Smart America» της Silicon Valley και των επαγγελματικών ελίτ που βγαίνουν από τα μεγάλα πανεπιστήμια. Το τρίτο είναι η «βαθιά Αμερική»: χωρικοί, ελευθεριακοί και οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ από διάφορα κοινωνικά στρώματα. Και το τέταρτο είναι η «δίκαιη Αμερική», η Αμερική μιας καινούργιας γενιάς αριστερών με προσανατολισμό κατά του καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου. Καθώς κμιά από αυτές τις οπτικές δεν είναι αρκετά ενωτική ώστε να εξασφαλίσει κοινωνική ειρήνη και να μειώσει τις ταραχοποιές ανισότητες, πρέπει να βρεθεί μια εναλλακτική που να συνδυάζει σχετική ισότητα με μια μορφή μη δημαγωγικού πατριωτισμού. Είναι απαραίτητο να ενωθούν οι Αμερικανοί σε μια κοινή εμπειρία.

Σήμερα, ζουν με την ασταθή ισορροπία Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών στο εσωτερικό των οποίων υπάρχουν πολλαπλές ρήξεις. Η ιδέα που είχε ο Ρέιγκαν για τις ΗΠΑ ανέκοψε μια πορεία προς τη σύγκλιση του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού συστήματος: ενίσχυσε τον αμερικανικό ατομικισμό και επέμεινε στο αμερικανικό όνειρο ως το κίνητρο και τον ορίζοντα της ατομικής προσπάθειας. Ο Ρέιγκαν θέλησε να μειώσει το βάρος του κράτους και να τονώσει την παραγωγή με χαμηλούς φόρους και αξιοκρατία: αυτό ήταν και παραμένει εν πολλοίς το ιδανικό των Ρεπουμπλικανών.

Υπάρχει κάποια επικάλυψη με την οπτική της Smart America που επίσης στηρίζεται στην αξιοκρατία (ως ιδέα, όχι ως πρακτική)· στην άριστη αξιοποίηση των ταλέντων. Οι άνθρωποι της Smart America πιστεύουν ότι η προσωπική προσπάθεια και οι ικανότητες πρέπει να ανταμείβονται, αλλά, παραλλήλως, ότι όλοι οι Αμερικανοί πρέπει να έχουν τις ίδιες, πάνω-κάτω, ευκαιρίες. Άρα, απαιτείται πολιτική θετικών διακρίσεων, έγνοια για την πολυφυλετικότητα στις επιχειρήσεις, σύστημα κοινωνικής υγείας. Όλα αυτά συνδυάζονται με ορισμένες αρχές της Free America: πλήρη απελευθέρωση του εμπορίου και της μετανάστευσης. Αν η Free America ταυτίζεται με τον Ρέιγκαν της δεκαετίας του 1980, η Smart America ταυτίζεται με τους Κλίντον της δεκαετίας του 1990.

Παρά την κομματική, ιδεολογική και υφολογική αντιπαλότητα μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, υπήρχε επί δεκαετίες η υπόρρητη συναίνεση γύρω από το τι χρειαζόταν η οικονομία: δυναμικό ιδιωτικό τομέα που να οδηγεί στην ανάπτυξη και στην επέκταση του πλούτου σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. H Σάρα Πέιλιν και το Tea Party έδειχναν ότι η οπτική της Free America θα διασπώνταν από το εσωτερικό της: με το Tea Party βγήκε στην επιφάνεια ένα χριστιανικό εθνικιστικό ―νατιβιστικό θα λέγαμε― αφήγημα που έλεγε ότι το ελεύθερο εμπόριο, η ελεύθερη μετανάστευση, οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν άλλαξαν προς το καλύτερο τη ζωή των ανθρώπων στις μικρές πόλεις και στις αγροτικές περιοχές. Άρα, κάπου αλλού έπρεπε να αναζητηθεί η λύση. Έτσι, το Tea Party προετοίμασε το έδαφος για τον Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος αντικατέστηκε το παλιό, αισιόδοξο μήνυμα του Ρέιγκαν με ένα ζοφερό, άσχημο και δηλητηριώδες: εκεί που o Ρέιγκαν χαμογελούσε, ο Τραμπ μόρφαζε. Γεννήθηκε η οπτική της βαθιάς Αμερικής που ήθελε να πείσει τους Αμερικανούς ότι όλα πάνε στραβά κι ανάποδα.

Η βαθιά Αμερική, η Real America όπως έλεγε η Σάρα Πέιλιν, ήταν μια εξέγερση στο πλαίσιο του ελευθεριακού πνεύματος, μια εξέγερση προς τα δεξιά, προς τον ανορθολογισμό, προς τις φαντασιώσεις, τον φονταμενταλισμό και τα τοιαύτα. Εναντίον αυτού του κινήματος, αλλά και της συμπαιγνίας του ρηγκανισμού με τη Smart America, εξεγέρθηκε με τη σειρά της η «δίκαιη Αμερική» που ένωνε τους παλιούς αριστερούς τύπου Μπέρνι Σάντερς με τη νέα γενιά της πολιτικής ορθότητας στην αμφισβήτηση της αμερικανικής αισιοδοξίας. Στα μάτια της αμερικανικής αριστεράς η άποψη ότι αν δουλέψεις σκληρά θα επιτύχεις είναι είτε μια απάτη μεγάλης ολκής, είτε απλώς ξεπερασμένη. Η γενιά μετά τον Κλίντον, οι millennials, ανακάλυψαν ότι τα χαρούμενα όνειρα των γονιών τους, ιδιαίτερα αν ήταν liberals, δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα. Οι millennials υιοθέτησαν ένα διαφορετικό αφήγημα στο οποίο οι Αμερικανοί δεν είναι πια δυναμικά και αγωνιζόμενα άτομα σε μια ατελή αλλά διαρκώς βελτιούμενη κοινωνία: είναι μέλη συγκεκριμένων ομάδων οι οποίες συνθέτουν μια κοινωνία κατακερματισμένη και αυστηρά ιεραρχημένη. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, μερικές ομάδες είναι καταπιεστικές ενώ άλλες είναι καταπιεσμένες και η αέναη σύγκρουση μεταξύ τους δεν έχει διασαλεύσει την ιεραρχία, η ανατροπή της οποίας είναι απαραίτητη για τη «δίκαιη Αμερική».

Αν και με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι η «δίκαιη Αμερική» είναι το αντίθετο του τραμπισμού, στην πραγματικότητα απορρέει από ένα χάσμα γενεών: οι γονείς των αριστερών millennials συνθέτουν λίγο-πολύ τη Smart America. Εξάλλου, ο πολιτιστικός πόλεμος που εκτυλίσσεται στις ΗΠΑ δεν είναι κάτι καινούργιο, αν και οι baby boomers διέφεραν από τους millennials διότι πίστευαν στο μέλλον και στον εαυτό τους. Και παρότι στην αρχή αρνούνταν τον πλούτο και την άνετη προαστιακή ζωή, οι συνθήκες για όλα τα επιθυμητά ανεπιθύμητα ήταν ευνοϊκές. Αντιθέτως, οι millennials είναι μπλαζέ και η τετραετία του Τραμπ τροφοδότησε ―περισσότερο με τη ρητορική, λιγότερο με τους θεσμούς― την ερεβώδη εικόνα που έχουν για τον κόσμο και για το μέλλον.

Σ’ αυτό το τοπίο ο Τζο Μπάιντεν δεν μπορεί να ενταχθεί πουθενά. Από άποψη γενιάς είναι κοντά στους Κλίντον, αλλά μοιάζει λιγότερο hip: δεν έχει παρελθόν στις δεκαετίες 1960-70 και μάλλον αντλεί έμπνευση από τον Ρούσβελτ και τον Τρούμαν, δηλαδή από καλοπροαίρετους προέδρους και από την εποχή των εργατικών συνδικάτων. Αυτή η ιδιότητα μού φαίνεται θετική: νομίζω ότι οι ΗΠΑ χρειάζονταν κάποιον που να μην ταιριάζει στο τοξικό περιβάλλον στο οποίο ζουν οι Αμερικανοί. Ο Μπάιντεν έχει ευαισθησίες του παλιού καιρού όπως και ο Μπέρνι Σάντερς: πράγματι, δεν είναι ακριβώς οι ίδιες ευαισθησίες. Ο Σάντερς και η Ελίζαμπεθ Γουόρεν μιλάνε για πάλη των τάξεων όπως η έκανε η αμερικανική αριστερά στη δεκαετία του 1930: κατά τη γνώμη μου, η πάλη των τάξεων είναι σαφώς υγιέστερο και καθαρότερο αφήγημα από εκείνο των μειονοτήτων, των ταυτοτικών ομάδων και των κοινωνικών κατηγοριοποιήσεων βάσει φύλου.

Παραλλήλως, μολονότι ο πατριωτισμός, ιδιαίτερα ο αμερικανικός, συνεπάγεται πλείστες δυσλειτουργίες και ολισθήματα, αν οι ΗΠΑ θέλουν να προχωρήσουν χρειάζονται μια κοινή μορφή πατριωτισμού που να βασίζεται στην αλληλεγγύη. Τα μεγάλα διακυβεύματα ―από την κλιματική απορρύθμιση μέχρι τη μείωση των ανισοτήτων― δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς πίστη σ’ αυτή την κοινή αμερικανική εμπειρία. Οι παλιότεροι μεταρρυθμιστές, σαν τον Horace Greeley, τον Eugene V. Debs, τη Frances Perkins ή τον Bayard Rustin, ένιωθαν ότι αγωνίζονταν για τη χώρα τους, όχι μόνο για μια κοινωνική τάξη ή ομάδα. Aκόμα και ο W.E.B. Du Bois είχε συμπεριληπτικό όραμα, όραμα ενσωμάτωσης και ενότητας. Ο σημερινός κατακερματισμός δεν αφήνει περιθώριο για «πατριωτική» δράση: οι Αμερικανοί δεν αγαπούν τη χώρα τους «όπως έχει καταντήσει» και βεβαίως η κάθε ιδεολογική ομάδα βλέπει διαφορετικά αυτή την κατάντια.

Ο Ομπάμα είχε μια πατριωτική πυξίδα ακριβείας: πρόβαλλε μια θετική εικόνα για τις ΗΠΑ ως μια μεγάλη χώρα που έχει τα ελαττώματά της αλλά που η ιστορία της τείνει προς όλο και περισσότερη δικαιοσύνη. Αλλά οι Ρεπουμπλικανοί αποφάσισαν να τον αντικαταστήσουν με τον αντι-Ομπάμα· έναν θεοπάλαβο που δεν είχε ούτε την αξιοπρέπεια, ούτε την ικανότητα του Ομπάμα όχι μόνο για να εφαρμόσει τη δημοκρατία αλλά και για να την εξηγήσει. Ίσως περάσει πολύς καιρός προτού αναδεχθεί ένα πρόσωπο σαν τον Ομπάμα με διάθεση να κάνει τους Αμερικανούς λίγο καλύτερους.

Πράγμα που δεν σημαίνει ότι η προεδρία του ήταν επιτυχημένη: ο απολογισμός της είναι εξαιρετικά περίπλοκος. Πιστεύω πάντως ότι αν είχε δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα για τρίτη φορά, θα επανεκλεγόταν. Το ότι δεν θέλησε να προκαλέσει διχασμό και πόλωση επιδείνωσε τον διχασμό και την πόλωση: από τη πλευρά του, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα κινήθηκε σε συνωμοσιολογικές θέσεις και ανέβασε τους τόνους σε όλα τα πεδία εναντίον των liberals, ενώ την ίδια στιγμή οι «έγχρωμες» κοινότητες έπεσαν στα νύχια των δημαγωγών και το Δημοκρατικό κόμμα άρχισε να μοιάζει με τους μπολσεβίκους. Ο Ομπάμα θεωρήθηκε από τους μεν μουσουλμάνος λενινιστής, από τους δε συμβιβασίας και προδότης.

Έτσι, οι τέσσερις οπτικές συνθέτουν σήμερα δυο χώρες στα ίδια σύνορα. Κι όμως οι Αμερικανοί, είτε είναι δεξιοί, είτε είναι αριστεροί, είτε είναι τεχνοκράτες, είτε αγρότες, μοιράζονται πολλά κοινά χαρακτηριστικά, μερικά από τα οποία συγκροτούν το αμερικανικό στερεότυπο. Σ’ αυτό το στερεότυπο σπανίως συμπεριλαμβάνεται ένα εθνικό χαρακτηριστικό που ίσως τους βοηθήσει να ξεκολλήσουν από το τέλμα: πιστεύουν όλοι στην ισότητα των ευκαιριών ―στο ότι είναι απαραίτητη για τη δημοκρατία. Συχνά διαφωνούν στην εκτίμηση του πώς ο κάθε πολίτης και η κάθε κοινωνική ομάδα κάνει χρήση αυτής της ισότητας.

Ο Μπάιντεν έχει μια ευκαιρία να κατευνάσει τα πνεύματα: όχι σαν τον Ομπάμα που προσπαθούσε να πείσει τους Αμερικανούς να συμφιλιωθούν ―έτσι κι αλλιώς, η πειθώ δεν λειτουργεί― αλλά με τον παλιό δοκιμασμένο τρόπο της βελτίωσης των υλικών συνθηκών μέσω της διοίκησης. Αν καταφέρει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να ενισχύσει τα συνδικάτα, να βελτιώσει το σύστημα υγείας, κι όλα αυτά με παράλληλο πάγωμα των φόρων, οι ανησυχίες για την πολυφυλετικότητα και την αποβιομηχάνιση θα μπουν σε δεύτερη μοίρα. Η δημογραφική υποχώρηση των WASPS μαζί με τους κινδύνους της μεταβιομηχανικής οικονομίας αποτελούν αληθινούς φόβους μόνο όταν οι δημοκρατικές αξίες φαίνονται διαβρωμένες: το στοίχημα στις ΗΠΑ δεν είναι η επικράτηση της μίας ή της άλλης φυλής αλλά η επικράτηση της δημοκρατίας έναντι του ολοκληρωτισμού.

Πολλοί κεντρώοι θεωρούν ιδεώδη ένα συνδυασμό Smart America και «δίκαιης Αμερικής», αλλά πιστεύω ότι στη Smart America δεν υπάρχει αξιοκρατία: όταν είσαι φτωχός έχεις πολύ λίγες πιθανότητες να σπουδάσεις σε πανεπιστήμιο υψηλού γοήτρου. Όσο για τη «δίκαιη Αμερική», το έχω γράψει πολλές φορές, έχει υποκύψει στον πειρασμό του αυταρχισμού όπως συμβαίνει ξανά και ξανά στην ιστορία της αριστεράς. Αυτή η διαστροφή προκαλεί ακροδεξιά ανάκρουση και το φάσμα της δεξιάς εμφανίζεται ως υπέρμαχος όχι μόνο του φιλελευθερισμού αλλά της ελευθερίας. Σ’ αυτό το περιβάλλον των τμηματικών ταυτοτήτων και των διεκδικήσεων δικαιωμάτων, νομίζω ότι ο Μπάιντεν ―η προεδρία του οποίου είναι εκ των πραγμάτων one off― πρέπει να επικεντρωθεί στη λύση πρακτικών προβλημάτων χωρίς να εμπλακεί στην ιδεολογική σύγχυση της ταυτοτικής πολιτικής. Για παράδειγμα, η κρατική βοήθεια προς τους «μικρούς» αγρότες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μαύροι, δεν θα έπρεπε να θεωρείται «επίδομα προς τους μαύρους αγρότες» ―δεν έχει σημασία πόσο μελαχρινός είναι ο αγρότης.

Τέλος, νομίζω πως θα βοηθούσε αν ο Μπάιντεν τόνιζε τι έχει επιτευχθεί στις ΗΠΑ τα τελευταία εξήντα χρόνια: οι millennials που ενδιαφέρονται τόσο για τον ρατσισμό, την αστυνομική βία ή τη βία εναντίον των γυναικών φαίνεται να μην αντιλαμβάνονται πώς ήταν ο κόσμος του χθες· ποιες είναι οι διαφορές του από τον κόσμο του σήμερα και το πώς οι Αμερικανοί μπόρεσαν, με κόπο, να διευρύνουν τη δημοκρατία τους. Πολλά μένουν να γίνουν κι αν παρατηρείται οπισθοδρόμηση είναι σε σύγκριση με ό,τι περιμέναμε να έχει ήδη συμβεί: πράγματι, η «δημοκρατία των πάντων» έχει, προς το παρόν, αποτύχει.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ