Πολιτικη & Οικονομια

Λογογράφοι: από τη σκιά στη δημοσιότητα

Ιστορικά, η πολιτική ομιλία σε κοινό θεωρούνταν μια πράξη αυθεντική, όχι μια περφόρμανς

aggeliki-kosmopoulou_1.jpg
Αγγελική Κοσμοπούλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Melania Trump
Μελάνια Τραμπ ©Alex Wong/ Getty Images/ Ideal Image

Στo «Στέμμα», τη δημοφιλή σειρά του Netflix με θέμα τη ζωή της Βασίλισσας Ελισάβετ, υπάρχει μια σκηνή που εμφανίζει τον Martin Charteris, Βοηθού Γραμματέα της Βασίλισσας, να διαβάζει μια ομιλία που της έχει γράψει ο Γραμματέας της Michael Adine και να εκφράζει τις επιφυλάξεις του για το περιεχόμενό της. «Την έχει δει η βασίλισσα;», ρωτά, για να πάρει την απάντηση ότι δεν την έχει δει, αλλά το κείμενο είναι μια χαρά, επειδή ο ίδιος χαίρει της απόλυτης εμπιστοσύνης της. Ο Charteris φεύγει ανικανοποίητος αλλά ανήμπορος για περαιτέρω διαχείριση. Η βασίλισσα εκφωνεί την ομιλία και οι αντιδράσεις είναι άμεσες. Τα μειωτικά σχόλια για την εργατική τάξη πυροδοτούν μια κρίση που φτάνει να αμφισβητήσει το νόημα του θεσμού. Η βασίλισσα ψέγει τον συντάκτη της απόλυτης εμπιστοσύνης της. «Ίσως είναι ώρα να αλλάξω συνεργάτες», καταλήγει, αποδίδοντας ευθύνη στον λογογράφο. Η δική της ευθύνη, εκείνη της τυφλής εμπιστοσύνης, αποσιωπάται.

Τα τελευταία χρόνια, η απόδοση της ευθύνης στον λογογράφο μοιάζει ο πιο εύκολος τρόπος για να δικαιολογηθούν τα κάθε λογής ατοπήματα στο περιεχόμενο και στη λεκτική διατύπωση των ομιλιών των πολιτικών. Το 2016, η Melania Trump, στην ομιλία της στο Εθνικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων, χρησιμοποίησε μέρος της ομιλίας της προκατόχου της Michelle Obama στο αντίστοιχο συνέδριο των Δημοκρατικών το 2008. Ο Λευκός Οίκος αρχικά αρνήθηκε σθεναρά το συμβάν αλλά, κάτω από την τεράστια πίεση, την ευθύνη πήρε δημόσια η έμπειρη λογογράφος Meredith McIver. Κι αυτή ήταν μια αποκαλυπτική τοποθέτηση σε σχέση με τον ρόλο του λογογράφου, όπως και κάθε άλλου πολιτικού συμβούλου. Σε έναν χώρο από τον οποίο συχνά λείπει η γενναιοδωρία, η συμβολή του συνεργάτη αποσιωπάται στην επιτυχία, αλλά η αποτυχία τού αποδίδεται στο ακέραιο.

Μερικές δεκαετίες νωρίτερα, η παραδοχή ότι «φταίει ο λογογράφος» θα αποτελούσε από μόνη της ένα μεγάλο σκάνδαλο, όπως και η ευθεία παραδοχή πως  κάποιος άλλος ήταν υπεύθυνος για τη διαμόρφωση του περιεχομένου μιας πολιτικής ομιλίας.

Στη σύγχρονη πολιτική ιστορία, ο ρόλος του πολιτικού ήταν συνυφασμένος  με εκείνον του καλού ρήτορα και το κοινό προτιμούσε την αυθεντικότητα και αμεσότητα ενός λιγότερο ταλαντούχου που εκτίθετο ο ίδιος στην πολιτική, από την εκλεπτυσμένη εκδοχή ενός έμπειρου επαγγελματία «μεσάζοντα».

Ιστορικά, η πολιτική ομιλία σε κοινό θεωρούνταν μια πράξη αυθεντική, όχι μια περφόρμανς, όπως συνέβη συχνά αργότερα. Τόσο το περιεχόμενο μιας ομιλίας όσο και ο τρόπος με τον οποίο ο πολιτικός την εκφωνούσε αντικατόπτριζαν ήθος και δυνατότητα. Ο πρώτος επαγγελματίας λογογράφος μπήκε στον Λευκό Οίκο το 1921, επιλεγμένος από τον Πρόεδρο Warren Harding, μα η παρουσία του αποσιωπήθηκε. Τα πράγματα άλλαξαν στη διακυβέρνηση Roosevelt, του οποίου το New Deal με τον αμερικανικό λαό αύξησε σημαντικά τις απαιτήσεις από μέρους της προεδρίας. Ήταν κοινώς γνωστό ότι ο Roosevelt δεν ετοίμαζε ο ίδιος τις ομιλίες του. Συγκέντρωνε γύρω του ειδικούς για διάφορα θέματα και, όπως έλεγε ο στενός συνεργάτης του Raymond Moley, μπορούσε να διαβάσει στο κοινό του οτιδήποτε, εφόσον ακουγόταν καλά. Ο ίδιος ο Moley έλεγε ότι στην καμπάνια του 1932, όταν του πρότειναν δύο εντελώς διαφορετικές εκδοχές για την ίδια κεντρική ομιλία, ζήτησε να «τις συνθέσουν» σε μία, χωρίς να νοιαστεί για το πολιτικό αποτέλεσμα, εφόσον ήταν ευχάριστες στα αυτιά.

Έκτοτε οι λογογράφοι βρίσκονταν πάντοτε στο περιβάλλον των πολιτικών, άλλοτε ως αποκλειστικοί εμπνευστές των λόγων τους κι άλλοτε ως σύμβουλοι που μπορούσαν να τις βελτιώσουν η κάτι να προσθέσουν σε αυτές. Παρόλα αυτά, έπρεπε να μένουν στο περιθώριο. Η σιωπή τους ήταν μέρος του ρόλου τους, ένα είδος επαγγελματικού μυστικού. Κανείς δεν έπρεπε να γνωρίζει ότι τα σημαντικά λόγια του πολιτικού, εκείνα που κάποτε διαμόρφωσαν την ιστορία, ήταν στην πραγματικότητα το έργο κάποιου άλλου.

Στις εκλογές του 1936, ο Wendel Willkie, πολιτικός αντίπαλος του Roosevelt, προερχόμενος από τον χώρο των επιχειρήσεων, επαίρονταν για την αμεσότητα των λόγων του που, κατά την άποψή του, αντικατόπτριζε την καθαρότητα της πολιτικής του. «Δεν έχω υπεύθυνο καμπάνιας, δεν έχω υπεύθυνο χρηματοδοτήσεων, δεν έχω επίσημη έδρα, δεν έχω λογογράφο», υποστήριζε. Βλέποντας θετικά αυτήν την προσέγγιση, οι Ρεπουμπλικάνοι αναρωτιούνταν αν τελικά ήθελαν έναν σόουμαν ή έναν πολιτικό. Την ίδια ώρα, η Chicago Tribune έγραφε πως ο Roosevelt μπορούσε να απαγγείλει τις ομιλίες που του έγραφαν οι συνεργάτες του τόσο καλά όσο ένας ηθοποιός τα λόγια του ρόλου του, αλλά δεν θα μπορούσε να σταθεί σε ένα debate.

Το κοινό πίστευε τον Wilkie και η ιδέα της αμεσότητας συγκινούσε. Όμως, μετά από χρόνια, ο επίσημος βιογράφος του παραδέχτηκε πως στη διάρκεια της καμπάνιας, κάνοντας τη μια ομιλία μετά την άλλη και ταξιδεύοντας συνεχώς, ο Wilkie κατάλαβε πως αυτό που υποστήριζε με σθένος στην πράξη δεν ήταν εφικτό. Κατέληξε σε μια εικοσαμελή ομάδα που προετοίμαζε τα πάντα μα, σε αντίθεση με τον Roosevelt, δεν το παραδέχτηκε ποτέ.

Στη δεκαετία του ’50, η έλευση της τηλεόρασης άλλαξε πολλά στην πολιτική. Ένα από αυτά ήταν η ανάγκη για φρέσκο περιεχόμενο. Καθώς οι υποψήφιοι περιόδευαν σε μια αχανή χώρα και οι ομιλίες τους μεταδίδονταν ζωντανά από την τηλεόραση, ήταν σημαντικό να μην επαναλαμβάνονται. Κι αυτή η ανάγκη προϋπέθετε επιτελείο.

Ο John F. Kennedy, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για πολλές από τις φράσεις του, πήγε τη σχέση του με το «αγορασμένο» περιεχόμενο ένα βήμα πιο πέρα. Το 1956, ο νεαρός τότε γερουσιαστής ανέθεσε στον Theodore Sorensen να συγγράψει το Profiles in Courage, το οποίο έμελλε να γίνει μπεστ-σέλερ και να κερδίσει βραβείο Πούλιτζερ. Την ανάθεση αυτή την απέκρυψε, ωστόσο ένας δαιμόνιος δημοσιογράφος την αποκάλυψε, με αποτέλεσμα ο Kennedy να χαρακτηριστεί ως ο μοναδικός συγγραφέας στην ιστορία που κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ για το έργο κάποιου άλλου. Ο Kennedy δεν πτοήθηκε και, όταν έγινε πρόεδρος, ο Sorensen, ο αγαπημένος του λογογράφος, αναδείχθηκε στο πνευματικό του alter ego.   

Ο Ronald Reagan, γνωστός για την επικοινωνιακή του δεινότητα, ένιωθε τόσο σίγουρος για τον εαυτό του που δεν τον ένοιαζε να αποκρύψει πως είχε περιστασιακή βοήθεια. Η αγαπημένη του συνεργάτιδα Peggy Nooman έγινε διάσημη γι’ αυτόν της τον ρόλο και έκανε μεγάλη καριέρα. Στα απομνημονεύματά της, αναφέρει μια φράση που της είπε ο Ειδικός Βοηθός του Λευκού Οίκου Richard Darman, η οποία συνοψίζει τον ρόλο του λογογράφου: «Βρίσκεις τη φωνή του Προέδρου. Στην πραγματικότητα, ίσως την ξαναδημιουργείς– κι αυτό του φαίνεται πολύ φυσικό».

Την τελευταία εικοσαετία, οι λογογράφοι δεν είναι πλέον τίμιοι επαγγελματίες που ζουν στη σκιά, αλλά ειδικοί συνεργάτες περήφανοι για τη δουλειά τους, για την οποία οι εργοδότες τους κάποτε τους ευχαριστούν δημόσια. Αναδύεται έτσι μια νέα τάξη συμβούλων που αντί να αποκρύπτουν τη σχέση μιλούν για την εμπειρία τους δίπλα στους πολιτικούς και κατακτούν το δικό τους μερίδιο δημοσιότητας.

Όσο για τον νυν πρόεδρο, είναι γνωστό πως μέρος της δημοσιότητας που συνέβαλε στην εκλογική επιτυχία του οφειλόταν στα βιβλία του, γραμμένα από άλλους. Κι αν αυτό μπορούσε κανείς να το παραβλέψει, η ηχηρή παραίτηση του συνεργάτη του Tony Schwartz που έγραψε το The Art of The Deal και έπειτα παραδέχθηκε δημόσια πως μετάνιωσε που βοήθησε τον Trump να παρουσιαστεί ως ένα πρόσωπο διαφορετικό και πιο θελκτικό από ότι είναι στην πραγματικότητα δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τη σημασία του ρόλου του στο πολιτικό γίγνεσθαι.

H περίπτωση του Trump είναι ξεχωριστή, καθώς κατόρθωσε από τη μια να «εξαπατήσει» το κοινό για το ποιόν του μέσα από τα καλογραμμένα του βιβλία του, κι από την άλλη να το «μαγέψει» με το θράσος, τη ρηχότητα και την έπαρσή του στις ομιλίες και στα social media. Στο πρόσωπό του συνυπήρξαν και ο πιο εκλεπτυσμένος λόγος των συνεργατών του και ο αυθεντικός δικός του. Και το ερώτημα για το «ποιος θα επικρατήσει» είναι εν τέλει συνώνυμο του «ποια πολιτική θέλουμε». 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ