TV + Series

Reservation Dogs: Η μεγάλη τηλεοπτική έκπληξη της χρονιάς

«Sup, white Jesus?» Μια γλυκιά, πικρή, χιουμοριστική, ανθρώπινη σειρά που συγκινεί, χωρίς μελοδραματισμό και εξωραϊσμούς

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η τηλεοπτική σειρά «Reservation Dogs» που προβάλλεται στο Disney+ και ξεχωρίζει ως η καλύτερη dramedy της χρονιάς.

To Reservation Dogs, η πρώτη σεζόν του οποίου προβάλλεται στο Disney+, είναι μία από τις καλύτερες σειρές που είδαμε φέτος, είναι σαφώς η καλύτερη dramedy της χρονιάς, και πιθανότατα η πιο μεγάλη τηλεοπτική έκπληξη, καθώς ήρθε κυριολεκτικά από το πουθενά: είναι η πρώτη σειρά στην ιστορία της τηλεόρασης που γίνεται με συντελεστές αποκλειστικά και μόνο Ινδιάνους. Ζεστή, ανθρώπινη, συγκινητική και, συχνά, ξεκαρδιστική, δεν μπορεί παρά να αρέσει σε όποιον αφεθεί στην απρόσμενη γλυκύτητα και τρυφερότητά της — και στην πικράδα, τη στιφάδα της.

Η σειρά αφηγείται την καθημερινότητα μιας παρέας σύγχρονων εφήβων ινδιάνικης καταγωγής που ζουν σε έναν καταυλισμό, ένα reservation camp κάπου στην Οκλαχόμα. Τα τέσσερα παιδιά φυτοζωούν εκεί μέσα, βαριούνται, δεν έχουν τι να κάνουν, φοβούνται ότι ο καταυλισμός κάποια στιγμή θα τα ρουφήξει για πάντα μέσα του όπως τόσα και τόσα άλλα παιδιά πριν από αυτά, και θα τα σκοτώσει — θα τα σκοτώσει μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά. Έτσι, αποφασίζουν να αποδράσουν: να μαζέψουν λίγα λεφτά, να πάρουν ένα αμάξι και να πάνε στην Καλιφόρνια. Εκεί, έχουν μάθει, όλα είναι διαφορετικά, όλα είναι ωραία, και θα μπορέσουν επιτέλους να διεκδικήσουν κι αυτά μια ευκαιρία στη ζωή.

Για να το κάνουν, και καθώς είναι δεκαεξάχρονοι μαθητές και, ούτως ή άλλως, δουλειές δεν υπάρχουν εκεί ούτε καν για τους ενήλικες, αρχίζουν να κλέβουν. Από πορτοφόλια και κινητά, μέχρι το γεμάτο κούτες με… πατατάκια φορτηγό μιας εταιρίας ταχυμεταφορών, που σπεύδουν να το πουλήσουν για πενταροδεκάρες σε μια μάντρα με παλιοσίδερα.

Σ’ αυτή την πόλη-φάντασμα ζουν και κάμποσοι μη Ινδιάνοι —λευκοί, μαύροι, ισπανόφωνοι, Ασιάτες—, βουτηγμένοι κι αυτοί ώς τον λαιμό στην κακομοιριά του τόπου, αν και όλοι τους βέβαια ένα σκαλί πάνω από τους Ινδιάνους (πόσο λάθος λέξη αυτό το Indians… και, ευτυχώς, πόσο διαφέρει τουλάχιστον στα ελληνικά από τους πραγματικούς Ινδούς), που ζουν στο περιθώριο του περιθωρίου, σε σπίτια μίζερα, μισοσαπισμένα, που κανείς τους δεν έχει κουράγιο να τα φροντίσει παραπάνω από το απολύτως απαραίτητο για να μην καταρρεύσουν…

Κι αν όλα αυτά ακούγονται κάπως βαριά (και προφανώς στην πραγματικότητα είναι τελείως βαριά), τα παιδιά μεταμορφώνουν και απογειώνουν το περιβάλλον τους με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό. Είναι σκληρά, είναι μαγκάκια, είναι απελπισμένα, είναι έξυπνα, είναι αποφασισμένα, είναι ασεβέστατα, είναι αφελή, και εντέλει είναι τόσο καλά και χρυσά παιδιά, που δεν μπορείς παρά να τα λατρέψεις. Είναι έφηβοι με μικρά, συγκινητικά όνειρα, που θέλεις να δεις να τα καταφέρνουν. Θέλεις να κλέψουν εκείνο το φορτηγό, θέλεις να μην τα πιάσει ο σερίφης, θέλεις να πάρουν το δίπλωμα οδήγησης, θέλεις να πάνω στον γιατρό να δει τα μάτια τους, θέλεις να θυμούνται για πάντα τον χαμένο τους φίλο και το πρώτο κυνήγι ελαφιού με τον μπαμπά τους, θέλεις να τα δεις να νικάνε την αντίπαλη συμμορία, θέλεις να τα δεις να το σκάνε από το γκέτο… ή απλώς να σκοτώνουν την ώρα τους στην παλιά εγκαταλειμμένη φάρμα όπου συχνάζουν πίνοντας αναψυκτικά και βάφοντας με σπρέι τους τοίχους. Τα παιδιά αγαπούν και μισούν τον τόπο τους, την οικογένειά τους, την παράδοσή τους και τον λαό τους, λαχταράνε να ξεχωρίζουν αλλά το φοβούνται κιόλας, ονειρεύονται να ξεφύγουν αλλά ξέρουν πως τελικά είναι δεμένα με το παρελθόν τους και με τους δικούς τους. Κι εμείς γελάμε, ενθουσιαζόμαστε και πονάμε μαζί τους. Και κλαίμε.

Σαν να φυσά φρέσκος αέρας από το παράθυρο, αυτή η ιστορία δεν έχει ειπωθεί άλλη φορά για μια τέτοια κοινωνική μειονοτική ομάδα, ενώ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ πιστεύεις ότι μας αφορά όλους. Ακόμη περισσότερο: μολονότι μιλάει για Ινδιάνους μαντρωμένους σε καταυλισμό, ξυπνά μέσα μας εικόνες, μνήμες και εμπειρίες από τη δική μας ζωή, από τη δική μας εφηβεία, όπου και να έχουμε μεγαλώσει. Είναι εκπληκτικό αυτό. Και το αφήνεις να λειτουργεί μέσα σου όσο βλέπεις τα πρώτα οχτώ ημίωρα πρώτα επεισόδια αυτής της σειράς ενηλικίωσης.

Μελαγχολικό και απολαυστικό, το Reservation Dogs σε κερδίζει με τη γοητεία και τη σοφία του. Ακόμη και αν αυτή εκπορεύεται από το… πνεύμα ενός διόλου άγριου και μάλλον όχι και τόσο γενναίου Ινδιάνου πολεμιστή (εκπληκτικό κωμικό εύρημα) ή από τον συνωμοσιολόγο, αφελή Ινδιάνο σερίφη (άλλος ένας χαρακτηριστικός ρόλος για τον Zahn McClarnon), ή τον παλιό ροκά και χρόνιο χρήστη… παραδοσιακής, ξεθυμασμένης κάνναβης που ζει αποτραβηγμένος στην εξοχή (υπέροχος όπως πάντα ο επίσης γνωστός και αγαπημένος Gary Farmer).

Μια όλο καρδιά σειρά που την απολαμβάνεις για πολλούς λόγους (οι αναφορές στον Ταραντίνο, από τον τίτλο ακόμα, εμάς μας κέρδισαν αμέσως), αλλά ΚΑΙ για τις ερμηνείες των νεαρών πρωταγωνιστών της. Τουλάχιστον οι μισοί έχουν πολύ μέλλον μπροστά τους. Ευφυές καστ: τα παιδιά, αυτοί οι αντιήρωες, ΕΙΝΑΙ παιδιά του ινδιάνικου γκέτο, ΕΙΝΑΙ rez kids, και αυτό φαίνεται. Υπέροχα παιδιά.

Με δυο λέξεις: must see.

* * *

Καθώς ήδη ξεκίνησε η προβολή των πρώτων επεισοδίων της δεύτερης σεζόν, το Reservation Dogs έχει ένα σχεδόν τέλειο σκορ (99%) στο Rotten Tomatoes, ενώ και το σκορ των θεατών είναι πολύ υψηλό (88%). Στο IMDb έχει φτάσει το 8, αλλά με σαφείς ανοδικές τάσεις. Το αξίζει και με το παραπάνω.

Είπαμε στην αρχή πως όλοι οι συντελεστές είναι Ινδιάνοι, ιθαγενείς Αμερικανοί. Με μία εξαίρεση: ο ένας από τους δύο δημιουργούς της είναι Νεοζηλανδός. Είναι ο υπέροχος Taika Waititi: από τη Marvel στο γκέτο. Μπράβο του.

* * *

Μια ιστορική σημείωση.

Μολονότι η σειρά ΔΕΝ μιλά για το παρελθόν, καθώς έχει πολλά να δείξει και να πει για το σήμερα —μια γενναία απόφαση των δημιουργών της—, εμείς οφείλουμε ίσως να πούμε δυο λόγια για το πώς φτάσαμε ώς εδώ.

H γενοκτονία των Ινδιάνων, των αυτοχθόνων Αμερικανών, δεν χωρά στον νου του ανθρώπου. Και δεν έγινε κάπου στα βάθη της ιστορίας: ίσα-ίσα, συνεχίστηκε ακόμη και μέσα στις πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα. Ήταν συστηματική, σκληρή, και καλά μεθοδευμένη. Και πραγματικά δεν έχει προηγούμενο.

Σύμφωνα με υπολογισμούς, εξολοθρεύθηκαν οι 9 στους 10 γηγενείς σε όλη την ήπειρο, ή τα 16 από τα συνολικά 18 εκατομμύρια άνθρωποι που ζούσαν εκεί. Κι όσο για τους υπόλοιπους —στις ΗΠΑ, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, είχαν απομείνει 250.000 ιθαγενείς όλοι κι όλοι—, κυνηγήθηκαν, περιθωριοποιήθηκαν, έχασαν τη γη τους, τα ποτάμια τους, τα δάση τους, αναγκάστηκαν να ξεχάσουν την κουλτούρα τους, τον πολιτισμό τους, τη γλώσσα τους (για την ακρίβεια: τις εκατοντάδες γλώσσες τους), και οδηγήθηκαν, μακριά από τα εδάφη τους, μακριά από τους κυνηγότοπους και τις ιερές πατρογονικές περιοχές τους, σε αυστηρά οριοθετημένους καταυλισμούς: σε reservation camps.

Εκεί, ξεκίνησαν να περνούν μία απολύτως στερημένη και «αποϊνδιανοποιημένη» ζωή, χωρίς κανένα παραδοσιακό πνευματικό αντίβαρο, βουτηγμένοι στη φτώχεια, το αλκοόλ και τα φτηνά ναρκωτικά, χτυπημένοι από την ανεργία και τη μικροεγκληματικότητα, με μόνη διέξοδο μια δουλειά στα καζίνα, τελευταία θύματα όλοι τους όχι πλέον ενός συστηματικού πολέμου, ανηλεούς κυνηγητού και σφαγών, αλλά ενός τερατώδους σχεδίου εξανδραποδισμού που είχε στόχο να τους αφαιρέσει οτιδήποτε ινδιάνικο, μιας πολιτικής που ήθελε να τους εξαμερικανίσει και να τους «εκπολιτίσει».

Τα παιδιά των καταυλισμών, αυτών των ιδιότυπων γκέτο, γεννιούνταν και μεγάλωναν μέσα σε αδιανόητα τραγικές συνθήκες, χωρίς κανένα περιθώριο απόδρασης από εκεί για το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό τους. Οι αυτοδιοικούμενες περιοχές των Ινδιάνων ήταν από την αρχή, και παραμένουν έως και σήμερα, οι πιο φτωχές στην Αμερική. Όλοι οι δείκτες φτώχειας, εγκληματικότητας, παιδικών ασθενειών, κακοποίησης κλπ. κλπ., είναι στα κόκκινα…

Όμως τα τελευταία χρόνια κάτι επιτέλους κινείται. Τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν, πριν να είναι τελείως αργά. Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση —που δυστυχώς έπαιξαν επί δεκαετίες έναν άσχημο ρόλο, κυρίως για τη γέννηση μίας σειράς στερεοτύπων γύρω από τους Ινδιάνους, συνήθως αβάσιμων εικόνων που όμως εντυπώθηκαν στην κουλτούρα μας— βοηθούν πλέον πολύ σ’ αυτό.

Το Reservation Dogs το αποδεικνύει και με το παραπάνω. Οι Ινδιάνοι, τα rez kids, δεν είπαν ακόμη την τελευταία τους λέξη.