TV + Series

Έφη Παπαθεοδώρου: Η «Θεοπούλα» διηγείται συγκινητικά τη ζωή της

«Θα έπρεπε να βρούμε μια άλλη λέξη για τον χρόνο, δεν περνάει ο χρόνος. Εμείς περνάμε!»

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 775
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Έφη Παπαθεοδώρου διηγείται τη ζωή της: Τα παιδικά της χρόνια, ο πόλεμος του '40, η ζωή της στο θέατρο, τα βιβλία της και η «Θεοπούλα» του «Παρά Πέντε»

Γεννήθηκα τον Αύγουστο του ’38 στην Τριχωνίδα. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός. Πριν τον πόλεμο εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα, στην Πατησίων. Με θυμάμαι στα πρώτα μου χρόνια σαν ένα πολύ παχουλό παιδάκι. Μετά το ’40 φύγαμε και πήγαμε στην Παραλίμνη, στην Τριχωνίδα, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την πείνα. Ο πατέρας μου επισκεπτόταν πολύ συχνά το Μεσολόγγι ως γιατρός. Για αρκετά χρόνια πήγαινε με άλογο από χωριό σε χωριό, κάποιες φορές μέσα στον πόλεμο με κίνδυνο να τον σκοτώσουν οι Γερμανοί και μετά οι Ιταλοί. Κάναμε σχολείο στο Αγρίνιο και πηγαίναμε καλοκαιρινές διακοπές στην Τριχωνίδα, στις όχθες  μιας πεντακάθαρης λίμνης μέσα σ' ένα πανέμορφο περιβόλι με 600 πορτοκαλιές. Το Αγρίνιο ήταν μία μεγάλη κωμόπολη με αρκετή πνευματική ζωή, είχε θέατρο και κινηματογράφο. Θυμάμαι τους γονείς μου να διαβάζουν πολύ και να μας χαρίζουν συνεχώς βιβλία. Τα καλοκαίρια έξω από το Αγρίνιο στήναμε σκηνές και περνούσαμε μια ανέμελη ζωή. Υπήρχαν όμως και κάποιες μαύρες σελίδες, μετά την κατάρρευση του ΕΛΑΣ, όταν έδειραν τον πατέρα και τη μητέρα μου μπροστά στα μάτια μας κι ήταν έτοιμοι να τον σκοτώσουν. Έζησα την ιστορία της Ελλάδας και αυτό περιέγραψα στο βιβλίο μου «Πώς γλυκαίνουν οι τσουκνίδες», που κυκλοφορεί  από τις εκδόσεις Αίολος και έγινε ταινία από τον Παπαηλιού

» Ένα άλλο βιβλίο που εξέδωσα ήταν το «Μωρόσκλαβο», ιστορίες από το παλιό χωριό Σιταράλωνα, γεμάτο πέτρινα σπίτια που ο θρύλος έλεγε ότι ο προπάππους, που ήταν παπάς, είχε κρύψει θησαυρό και για το οποίο τιμήθηκα με έπαινο καλύτερου παιδικού βιβλίου. Θυμάμαι ένα χωριό γεμάτο αλώνια που ξεφλούδιζαν το καλαμπόκι και το στούμπιζαν για να ξεχωρίσει ο καρπός από το κοτσάνι, τα σιτάρια που δεν τα πατούσαν πια στα αλώνια αλλά τα πήγαιναν στο μεγαλύτερο χωριό και τα λίχνιζαν στις μηχανές. Θυμάμαι τα παραμύθια της γιαγιάς μου κάτω από τα άστρα που έλαμπαν σαν τα φλουριά πριν ανεβούμε στο μπαλκονάκι να κοιμηθούμε, τα λιανοτράγουδα, τα γέλια και τις φωνές, τα κλαρίνα, τα βιολιά, τα τούμπανα, τα λυχναράκια πριν το ηλεκτρικό, το ασκί, το ταγάρι, τη ραβανή, τις φουρκέτες και τη γάστρα της βάβως μου, τη σκόνη που σήκωνε το παλιό λεωφορείο που μας πήγαινε και μας έφερνε στο χωριό. 

» Ήμασταν τρεις αδελφές. Όταν ρωτήσαμε τον μπαμπά μας αν μας έστειλε η Παναγίτσα τον αδερφούλη στη γέννηση της μικρότερης αδελφής μας, ο πατέρας απάντησε ότι τον κράτησε για λόγου της! Οι τρεις μας αποτελούσαμε την τελευταία τριάδα στο μάθημα της γυμναστικής και στις παρελάσεις γιατί ήμασταν κοντοστούπισσες. Όταν όμως διέτασσε η γυμνάστρια μεταβολή γινόμασταν οι πρώτες! Τις κούκλες που θυμάμαι τις έφτιαχνε η μαμά μόνη της, πάνινες με όμορφα προσωπάκια, καπελάκια και δαντέλες. 

» Ο θείος Αντρέας, που έμοιαζε με τον Μπαλζάκ και έγραφε συμβόλαια, μου είχε εξομολογηθεί κάποτε “Ανηψούλα, ο άνθρωπος είναι γεννημένος για το μεγαλείο” εννοώντας την πρόοδο, τη μόρφωση και όλα τα όνειρα εκείνης της γενιάς για τους απογόνους της. Ο δάσκαλος πολλές φορές με σήκωνε να γράψω έκθεση στον πίνακα, γιατί είχα μεγάλη ευκολία να αραδιάζω φράσεις ενώπιον όλης της τάξης. Όλες οι εκθέσεις μας, άσχετα με το θέμα, ξεκίναγαν με τη ροδοδάχτυλη Αυγούλα που άγγιζε τα βουνά και τους κάμπους. Στα αθώα αυτά χρόνια φορούσαμε στο μάθημα της γυμναστικής κάτι φούστες με τεράστιους πλισέδες, οι οποίες στην ουσία ήταν σαν βράκες νησιώτικες με λάστιχο, και αυτό το κακόγουστο ρούχο μάς φαινόταν φυσιολογικό. Και δεν το σχολιάζαμε. Ανάμεσα σε κάτι σκοροφαγωμένα και χιλιογραμμένα θρανία με κουδούνι που σε τινάζει από τη θέση σου, φορώντας την ποδιά, όλοι σε κοιτούσαν με στοργή και σου εύχονταν να μάθεις τα καλά γράμματα και να προοδεύσεις στη ζωή σου. Περιοδικό μας ήταν ο “Θησαυρός των παιδιών”. 

» Όταν τελείωσε ο πόλεμος, πηγαίναμε στα έλατα για παραθερισμό πάνω στα ψηλά βουνά. Παραθερισμός στη θάλασσα τότε δεν υπήρχε. Μετά τον πόλεμο η θάλασσα ήταν μόνο ένα γαλάζιο χρώμα στον χάρτη και το βουνό το ιδανικό μέρος για το οξυγόνο του και τη φυσική ομορφιά. Οι χωματόδρομοι που είχαν χαραχτεί παλιότερα είχα διαπλατυνθεί πρόσφατα για τις ανάγκες του πολέμου και Ιταλοί είχαν σκαλίσει πέτρινες βρύσες και κεφάλια λιονταριών, που το νερό έτρεχε μέσα από το στόμα τους στη θέση των παλιών ξύλινων σωλήνων. Σήμερα, κάθε Χριστούγεννα, η μυρωδιά των κομμένων ελάτων αραδιασμένων στα πεζοδρόμια της Αθήνας για πούλημα, μου φέρνει θλίψη αβάσταχτη και νοσταλγία για εκείνα τα περήφανα βουνά που έζησα μικρή, και πολλές φορές το απόβραδο μόλις ανατείλει ο Αποσπερίτης μού φαίνεται πως ακούω τις μανάδες να φωνάζουν τα παιδιά τους, όπως τότε, μέσα στους κήπους του χωριού και τα σοκάκια της Πολίχνης.   

» Το '52 ήρθαμε ρακένδυτοι στο Αιγάλεω, οι γονείς μου, γιατρός και καθηγήτρια Γαλλικών, είχαν μείνει απλήρωτοι μήνες. Ξεχωρίζω για το ταλέντο μου και ένας καθηγητής μου στο σχολείο συνιστά στους γονείς μου ότι πρέπει να ασχοληθώ με το θέατρο. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου συμφωνούν αμέσως. Στο Εθνικό και στο Τέχνης με απορρίπτουν. Έτσι πηγαίνω στο Ωδείο Αθηνών. Ήταν αποκάλυψη για μένα η διδασκαλία του Ροντήρη. Είδα το δάσκαλο να ερμηνεύει ρόλους, να μας λέει πως τα έργα είναι κόπος και σεβασμός μεγάλος. Η διδασκαλία τους έπεσε σε εύφορο έδαφος, απομνημόνευσα όλον τον Σολωμό, δοκιμάστηκα στον μονόλογο της Ηλέκτρας. Μπήκα στο πνεύμα της τραγωδίας πηγαίνοντας σαν κορυφαία του χορού στο εξωτερικό με την “Ηλέκτρα” και τους “Πέρσες”. Είχαμε τη Λουκία για δασκάλα χορογραφίας, αλλά ήταν τόσο μεγάλος ο κόπος που κατέβαλα κάτω από τις αυστηρές προδιαγραφές που όριζε, που από τότε χρονολογείται η πτώση στομάχου που έκτοτε κατά περιόδους πληρώνω ακριβά.  

» Έφυγα για τον Καναδά, όπου σπούδαζαν οι άλλες δύο αδερφές μου. Εκεί σπούδασα Αγγλική Φιλολογία, έζησα στο πανεπιστήμιο με φοιτητές από όλο τον κόσμο και ήταν καταπληκτική εμπειρία.

» Ογδόντα χρόνια έχω ζήσει πολλούς χωρισμούς. Τα παλιά χορταριασμένα γήπεδα σε περιπάτους μου βλέπω να έχουν μετατραπεί σε χέρσες αλάνες, υπαίθρια θέατρα που παίξαμε κάποτε. Πόσο μακριά είναι εκείνα τα χρόνια, όπως το θεατράκι της πρώτης μου τουρνέ. Δεν μπορώ να συγκρατήσω εκείνη τη νοσταλγική μελωδία που μου έφερνε δάκρυα κάθε φορά που έμπαινα στο θέατρο το βραδάκι, ενώ μύριζαν γύρω-γύρω τα δειλινά και ο κυρ-Πέτρος, ο μηχανικός της σκηνής, κατάβρεχε το χώμα για να έχει δροσιά, όταν θα έμπαινε ο κόσμος. Πού πήγαν εκείνα τα χρόνια; Πού πηγαίνουν τα χρόνια που ζούμε; Και αν δεν πάνε πουθενά, γιατί λέμε πως περνάνε; Θα έπρεπε να βρούμε μια άλλη λέξη για τον χρόνο, δεν περνάει ο χρόνος. Εμείς περνάμε! Περνάμε μέσα στον χρόνο σαν ηθοποιοί, και όχι πάντα οι πρώτοι, χανόμαστε μέσα στις κουίντες και ζήτημα είναι να μας θυμούνται! Και γιατί να μας θυμούνται; Η σκηνή ζητάει συνεχώς καινούργια πρόσωπα. Μία μικρή σκηνή βγαίνουμε να πούμε. Ίσως να είναι ένα μάθημα, ένας χωρισμός που έπρεπε να τον ζήσω για κάποιον μελλοντικό ρόλο που μπορεί και να μη μου δοθεί ποτέ η ευκαιρία να παίξω.

» Έχω ζήσει τον αποχαιρετισμό πριν πέσει η αυλαία της σεζόν, που οι θεατρίνοι υποκλίνονται και ευχαριστούν το πλήθος. Το κοινό, αυτό το ακέφαλο τέρας, όπως το ονόμασε ο μέγας Τσάρλι Τσάπλιν, που ή τους αποθεώνει ή τους γιουχάρει, και ύστερα η αλυσίδα, ο θίασος, σπάει και ο κάθε κρίκος της, ο ηθοποιός σαν μονάδα, μοναχικός, ξαναγυρίζει στη ρουτίνα του. Η τελευταία παράσταση είναι σαν ένας μικρός θάνατος ή και μια αναβολή, μια άλλη συνάντηση σε ένα άλλο θέατρο ή τυχαία στον δρόμο. Ποιος ξέρει το πότε και το πάντα, είναι μονάχα του Θεού και ο Θεός Διόνυσος είναι πάντα μισό-μεθυσμένος, δεν θυμάται τι έκανε ή τι τους υποσχέθηκε μέσα στη μέθη του. Όταν όλα τελειώνουν γινόμαστε κοινωνοί μιας αποκαθήλωσης. Ακούμε την ηχώ από τα στοιβαγμένα  χαμόγελα, ενώ στο πεζοδρόμιο βρίσκονται πεταμένες οι ξεχαρβαλωμένες πια μαρκίζες, αφίσες με μισά χαμόγελα από τις φωτογραφίες των ηθοποιών, καρέκλες για το κοινό, σκόρπια μπουκάλια, υπολείμματα από λουλούδια και από πασατέμπο, απομεινάρια μιας αυταπάτης, φανταστικής ζωής στη σκηνή σε μια αποκαθήλωση, σαν σε παρομοίωση θανάτου χωρίς ταφή και ανάσταση φυσικά!  

Σεβόμουν τόσο πολύ τον Χορν που έπαθα σοκ όταν τον συνάντησα και αντί για συγχαρητήρια, μετά από μια παράσταση, του είπα χρόνια πολλά. Ο Κατράκης ήταν πολύ γοητευτικός. Πηγαίναμε με το σχολείο στο θέατρό του και τον βλέπαμε στον “Ηλίθιο” και κλαίγαμε.

» Τελειώνοντας με τον θίασο και μπαίνοντας σε πρωτόγνωρες καταστάσεις, σαν η μικρότερη του θιάσου σε ρόλους ενζενί, γυρίσαμε όλη την Ελλάδα. Με τον γιο του Πυθαγόρα, τον Προύσαλη, τη Στυλιανοπούλου, επισκεφθήκαμε χωριά με δρόμους γεμάτους λάσπη, παίξαμε σε αυτοσχέδιες σκηνές όπου κάθε λίγο κοβόταν το ρεύμα και ώσπου να ξαναέρθει και να ξαναπαίξουμε ο κόσμος τραγουδούσε. Δεν έχανε την ψυχραιμία του, αν συγκρίνω με την τουρνέ που έκανα αργότερα στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου. Έπαιξα και με τη Λαμπέτη στο θέατρο Διονύσια, το μεταγενέστερο Χορν, στο “Θαύμα της Άννυ Σάλιβαν”. Ήθελε δυο-τρεις κοπελίτσες νέες να κάνουν τις τυφλές. Μέσα από αυτό το ρολάκι μού δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω τη Λαμπέτη από κοντά. Ακόμα και τώρα θυμάμαι τον τρόπο που μιλούσε. Τη βλέπαμε από τα παρασκήνια που έλαμπε στη σκηνή. Σεβόμουν τόσο πολύ τον Χορν που έπαθα σοκ όταν τον συνάντησα και αντί για συγχαρητήρια, μετά από μία παράσταση, του είπα χρόνια πολλά. Ο Κατράκης ήταν πολύ γοητευτικός. Πηγαίναμε με το σχολείο στο θέατρό του και τον βλέπαμε στον “Ηλίθιο” και κλαίγαμε. Μας έλεγε “μην κλαίτε, πουλάκια μου, είναι απλά θέατρο”. Είδα όλους τους μεγάλους  στη σκηνή, την Παξινού, την Αρώνη, τη Συνοδινού, τη Μανωλίδου.         

» Έχω παίξει αρκετά τηλεόραση. Έπαιξα και στον «Ηνίοχο» του Δαμιανού. Ο Αλέξης ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος και μου έλεγε πόσο χαίρεται που είμαι δασκάλα και όχι μόνο ηθοποιός. Έπαιξα στις “Κρυστάλλινες Νύχτες” της Τόνιας Μαρκετάκη και τη Μαντάμ Ορτάνς σε μία ταινία για τη ζωή του Καζαντζάκη. Από το '63 και για μία εικοσαετία είχα δικό μου φροντιστήριο. Αυτό με βοήθησε στην οικονομική μου ανεξαρτησία και στο να αγαπήσω τα παιδιά. Τους έκανα μάθημα με θεατρικό έργα του Σαίξπηρ απλοποιημένα, κάναμε θέατρο στην ταράτσα του κτιρίου, οι μαθητές μου με λάτρευαν και σήμερα ακόμα  με παίρνουν τηλέφωνο για να μου εκφράσουν την αγάπη τους. 

» Την παραμονή του Πολυτεχνείου στην εφημερίδα “Τα Νέα” στο οπισθόφυλλο δημοσιεύτηκαν κείμενά μου σχετικά με το Πολυτεχνείο μαζί με τους στίχους των τραγουδιών της Φαραντούρη. Λίγο αργότερα, το 1976, σαν ελάχιστο φόρο τιμής στην εξέγερση των φοιτητών του Νοέμβρη του '73 εξέδωσα το “Λειτουργικό για τον Νοέμβρη του 1973(εκδ. Αίολος). Αιτία υπήρξε η συσσωρευμένη οργή και συγκίνηση από τα χρόνια της τυραννίας. Το επανέκδωσα το 2007, γιατί στη χώρα μας δυστυχώς υποτιμούμε και εύκολα ξεχνάμε τις θυσίες των αγωνιστών για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.

» Το '60 διασκεδάζαμε με πάρτι στα σπίτια των φίλων μας, χορεύαμε με τα πικάπ, κάποιοι έπαιζαν κιθάρα. Ειδικά στο Αιγάλεω ήμασταν γειτονιά και παρέες πολύ αγαπημένες. Ο κόσμος ήταν φτωχός με προσφυγικές καταβολές, μπορεί να μην είχαμε δεύτερο παπούτσι ή δεύτερο ρούχο αλλά δεν μας ένοιαζε. Βέβαια υπήρχαν πάρα πολλές ελλείψεις. Με τον  ερχομό του ΠΑΣΟΚ και την ένταξή μας στην ΕΟΚ υπήρξαν τεράστιες αλλαγές, ήρθαν χρήματα. Τώρα μένω Καισαριανή, πάλι σε προσφυγική γειτονιά. Οι πρόσφυγες σε καλούσαν στο σπίτι τους, οι πόρτες τους ήταν ανοιχτές, τραγουδούσαν, κάνανε γλέντια  και μου θύμιζαν τα παιδικά μου χρόνια και τις οικογενειακές μου καταβολές, τα ρομαντικά τραγούδια που τραγουδούσε η μητέρα μου, το μπουζούκι του θείου μου, όλα αυτά  τα τραγούδια που αντηχούν μέσα μου και λυπάμαι που δεν τα ακούω σήμερα στο ραδιόφωνο.

» Τη γοητεία δεν μπορείς να την προσδιορίσεις, είναι η αύρα. Η μητέρα μου ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα αλλά ήταν και γοητευτική. Έχω γνωρίσει γυναίκες που δεν ήταν πολύ ωραίες αλλά σε τραβούσαν ως προσωπικότητα. Ο Σωτήρης Πυλαρινός ήταν θείος μου και  γνωστός ζωγράφος της εποχής και αν και κακάσχημος περπατούσε στον δρόμο και όλες οι κοπελίτσες τον κοιτούσαν. Δεν μπορείς να προσδιορίσεις την έννοια της ομορφιάς. Προσωπικά μου άρεσε η Αudrey Ηepburn, η Μανωλίδου, η Λαμπέτη, γλυκύτατες, με μία ιδιαίτερη χάρη και σπουδαίες ηθοποιοί. Δεν έψαξα ποτέ μέντορες ή δεν έκανα σχέσεις από συμφέρον, ήμουν πλασμένη διαφορετικά, είχα άλλη ψυχολογία. Ερωτεύτηκα συναδέλφους αγνώστους αρκετές φορές, αυτούς αγάπησα, με αγάπησαν, δεν επιδίωκα κάτι, πήγαινα όπου με πήγαινε η καρδιά μου, δεν είχα υστεροβουλία. Μετά τον χωρισμό μπορεί να καταλάβεις ότι έχεις κάνει λάθος επιλογή, αλλά με αρκετούς παραμείναμε φίλοι.  Ήμουν λίγο ατίθαση και αυτό ίσως τους τρόμαζε, ήμουν ανεξάρτητη, αλλά αυτό δεν με εμπόδιζε στις σχέσεις, πριν από μερικά χρόνια είχα πάλι ερωτευτεί, αλλά και οι ύστερες σχέσεις μου πάλι γύρω από το θέατρο περιστρέφονται.

» Περιμένω να δω σε απόσταση τη τελευταία μου συγγραφή “Η σιωπή των διαλόγων”. Συνηθίζω να κρατώ χρονική απόσταση από αυτό που γράφω, τα περισσότερα βιβλία μου τα εκδίδω μετά από πέντε-έξι χρόνια, τώρα ίσως να μην έχω και πολλά περιθώρια... Βέβαια πάντα θα υπάρχουν αισιόδοξες απόψεις, όπως αυτή φίλου που μου λέει ότι για τα επόμενα τελευταία 30 χρόνια με έχει καβατζάρει αποκλειστικά! 

» Για την εκφορά του λόγου και την ορθοφωνία, ο δάσκαλός μου ο Ροντήρης μάς έμαθε να διαβάζουμε σωστά και να διορθώνουμε τη φωνή μας συνειδητά, να δουλεύουμε τα σύμφωνα, αλλά το αποτέλεσμα ήρθε μετά από πολλή δουλειά από μέρους μου. Δεν είναι μόνο χάρισμα. Προσέχω κάθε επιμέρους κομμάτι και μπαίνω στην κατάσταση με τεχνική αλλά και συναίσθημα. Κάποιες φορές που ακούω ραδιόφωνο με εκνευρίζει που τρώνε τις λέξεις. Δεν είναι όλοι για όλα, το ότι γράφουν σωστά ή σκέπτονται δεν σημαίνει ότι μπορούν και να τα πουν και καλά. Ο καθένας στο είδος του. Ας το αναθέσουν, λοιπόν, σε κάποιον που μπορεί.

Όταν τελείωσε το “Παρά Πέντε” όλοι κλαίγαμε. Υπήρχε απίστευτη αγάπη και δέσιμο μεταξύ μας. Έκτοτε δεν έχω σταματήσει να δουλεύω.

» Ο ρόλος της Θεοπούλας μου ταίριαξε. Υπήρχαν πάρα πολλά κοινά στοιχεία και εγώ πάτησα κάπου και στις αναμνήσεις που είχα από τη ζωή της ηλικιωμένης μητέρας μου, η οποία διέθετε όλο αυτό το χαριτωμένο στοιχείο. Χωρίς να είμαι καρατερίστα είχα παίξει τόσο πολλούς ρόλους σε ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο, αρκετά έργα από Μολιέρο. Εξάλλου ήταν πολύ καλογραμμένο από τον Γιώργο Καπουτζίδη και μου πήγε πολύ αυτό το ανάλαφρο της μεγάλης γυναίκας. Λατρεύω τον Γιώργο Καπουτζίδη για το ήθος του, τη σεμνότητά του, την ειλικρίνεια. Είναι κάποια πράγματα που μας καθορίζουν και θεωρώ σημαδιακό ένα τυχαίο γεγονός, όταν ένα μήνα πριν στην Αίγινα περιμένοντας το πλοίο με τις αδελφές μου, εκεί που καθόμασταν, πέρασε μπροστά μας μία γυναίκα δυναμική και ακριβώς πίσω της μία άλλη σαν προβατάκι. Αμέσως έπεσε στην αντίληψή μου και είπα στις αδελφές μου ότι αυτός είναι ρόλος. Μετά από λίγες μέρες τηλεφώνησε η φίλη μου Ελένη Κουμαριανού και μου είπε “Έλα να παίξεις τον ρόλο της ζωής σου!”. Όταν τελείωσε το “Παρά Πέντε” όλοι κλαίγαμε. Υπήρχε απίστευτη αγάπη και δέσιμο μεταξύ μας. Έκτοτε δεν έχω σταματήσει να δουλεύω.  

Η Ειρήνη Κουμαριανού, ο Γιώργος Καπουτζίδης και η Έφη Παπαθεοδώρου

Παραχώρηση φωτογραφιών: ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΚΑΚΗΣ