Τεχνολογια - Επιστημη

Τεχνητή Νοημοσύνη: Βοηθά ή αντικαθιστά την ανθρώπινη εργασία;

Πώς η ΤΝ επαναπροσδιορίζει την αξία της γνώσης

Αριστοτέλης Σταμούλας
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε έναν κόσμο όπου η Τεχνητή Νοημοσύνη γράφει, ζωγραφίζει, διδάσκει και φτιάχνει κώδικες, η πανεπιστημιακή μόρφωση αμφισβητείται ως προϋπόθεση για την επαγγελματική επιτυχία

Η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) και, ειδικότερα, διάφορες υλοποιήσεις του είδους της Γενετικής (Generative) ΤΝ, που μπορούν με τη βοήθεια αλγορίθμων και με τη χρήση τεχνικών μηχανικής μάθησης να δημιουργούν νέο περιεχόμενο (κειμένου, βίντεο, ήχου, εικόνας), αλλάζουν δραστικά την ανθρώπινη δραστηριότητα, κυρίως μέσω της καθιέρωσης νέων προτύπων παραγωγικότητας στους χώρους εργασίας. Για παράδειγμα, με το ChatGPT η δημιουργία περιεχομένου γίνεται πιο εύκολη και αποδοτική για τους συγγραφείς, το Codex επιταχύνει την ανάπτυξη και ελαχιστοποιεί τον χρόνο κωδικοποίησης λογισμικού από τους προγραμματιστές, το Midjourney τίθεται στην υπηρεσία εικαστικών καλλιτεχνών και σχεδιαστών κατά τη δημιουργία οπτικών δημιουργημάτων, το Pictory απλοποιεί την παραγωγή βίντεο για τους επαγγελματίες του μάρκετινγκ και του branding, ενώ το Dikaio ΑΙ συντομεύει τον χρόνο εύρεσης πηγών και διευκολύνει τη σύνταξη πάσης φύσεως νομικών εγγράφων από δικηγόρους.

Ωστόσο, η αλόγιστη και συστηματική αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης στο επίπεδο όχι απλά της συνδρομής (συμπληρωματικότητα) στην τελική διαμόρφωση του αποτελέσματος της ανθρώπινης εργασίας (π.χ. οργάνωση χρόνου, εντοπισμός λαθών, συμπλήρωση κενών, βελτιστοποίηση περιεχομένου, δημιουργία εναλλακτικών θεωρήσεων, βιβλιογραφική υποστήριξη, ερευνητική συνδρομή, κ.ά.), αλλά στην εξαρχής και εξ ολοκλήρου παροχή της (υποκατάσταση), υπονομεύει σοβαρά την αυθεντική δημιουργικότητα, δηλαδή την εγγενή προδιάθεση του ανθρώπου να σκέφτεται, να επινοεί και να προοδεύει από μηδενική βάση με τη βοήθεια των πνευματικών ικανοτήτων του. Μεταξύ των δύο αυτών άκρων υπάρχει ουσιαστική απόσταση που, κατά τη γνώμη μου, ξεχωρίζει την ιδανική χρήση της ΤΝ από την κατάχρηση. Περαιτέρω, χάρη στην εξοικονόμηση πόρων από τη βελτιωμένη παραγωγικότητα που, όντως, εξασφαλίζει η ΤΝ, οι εργοδότες τείνουν να περιορίζουν τις νέες προσλήψεις ή να προχωρούν ακόμα και σε μειώσεις εργατικού δυναμικού, θέτοντας πολλές κατηγορίες εργαζομένων αντιμέτωπες με το δυσάρεστο φάσμα της ανεργίας.

Μια τέτοια νεο-αναφυόμενη συνθήκη πιστοποιείται και από πρόσφατη έρευνα της Microsoft που έλαβε δημοσιότητα («Working with AI: Measuring the Occupational Implications of Generative AI»), η οποία ανέδειξε τις 40 θέσεις εργασίας που, λόγω υψηλής αλληλοσύνδεσης και εφαρμοσιμότητας της ΤΝ στο εκτελεστικό τους πεδίο, διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο να εξαλειφθούν σταδιακά, διά της ανάθεσής τους στις απεριόριστες δυνατότητες της νέας «υπερέξυπνης» τεχνολογίας. Οι επαγγελματικές σταδιοδρομίες που φαίνεται να εκτίθενται περισσότερο σε έναν τέτοιο κίνδυνο είναι όσες περιλαμβάνουν εργασία στηριζόμενη στη διαχείριση γνώσης, όπως εργασίες υπολογιστών, μαθηματικών ή διοικητικής φύσης, ή εργασία που έχει ως αντικείμενο την ανταλλαγή και εξήγηση πληροφοριών, όπως θέσεις εργασίας στις πωλήσεις ή την εξυπηρέτηση πελατών. Γενικά, όσο πιο ευθυγραμμισμένες με τα καθήκοντα μιας θέσης εργασίας είναι οι τρέχουσες (και διαρκώς αναπτυσσόμενες) ικανότητες της ΤΝ, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος μείωσης της απασχόλησης στον οικείο επαγγελματικό κλάδο.

Η κατοχή ενός πτυχίου, που κάποτε θεωρούνταν «σίγουρο χαρτί» για την επαγγελματική επιτυχία δεν αποτελεί πλέον απαράβατη εγγύηση ή αδιαπραγμάτευτη εξασφάλιση

Η έρευνα κάνει και μια ενδιαφέρουσα σύνδεση του κινδύνου ανατροπής θέσεων εργασίας λόγω επίδρασης της ΤΝ με τα αντίστοιχα μορφωτικά προσόντα των εργαζομένων, για να καταλήξει στη συμπερασματική διαπίστωση ότι, όσον αφορά τις εκπαιδευτικές απαιτήσεις, υφίσταται υψηλότερη εφαρμογή της ΤΝ σε επαγγέλματα που απαιτούν πτυχίο πανεπιστημίου, αντί σε επαγγέλματα χαμηλότερων μορφωτικών απαιτήσεων. Ότι, με άλλα λόγια, ο κίνδυνος μελλοντικής ανατροπής είναι μεγαλύτερος για θέσεις εργασίας που συνήθως απαιτούν πανεπιστημιακή μόρφωση (πτυχίο τετραετούς φοίτησης), σε σύγκριση με χειρωνακτικές εργασίες, που απαιτούν φυσική παρουσία και τεχνικές γνώσεις χρήσης εξοπλισμού και εργαλείων, οι οποίες έχουν αποκτηθεί σε χαμηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες (σ.σ. εννοείται ότι υπάρχουν τρανταχτές εξαιρέσεις επαγγελμάτων, όπως γιατροί και πιλότοι, που η ενάσκησή τους προϋποθέτει ομοίως φυσική παρουσία και γνώσεις χρήσης εξοπλισμού, πλην όμως τόσο εξειδικευμένου, τεχνολογικά προηγμένου και με τεράστιο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, που απαιτείται η απόκτηση ειδικών γνώσεων σε πολύ υψηλό επίπεδο, μέσω επίπονης και μακράς εκπαιδευτικής διαδικασίας).

Το διά ταύτα σε γενικές γραμμές είναι πως η κατοχή ενός πτυχίου, που κάποτε θεωρούνταν «σίγουρο χαρτί» για την επαγγελματική επιτυχία (πόσω μάλλον στην Ελλάδα, όπου λειτουργούσε και ως μηχανισμός κοινωνικής ανέλιξης), δεν αποτελεί πλέον απαράβατη εγγύηση ή αδιαπραγμάτευτη εξασφάλιση σε μια εποχή που οι, σαν κινούμενη άμμος, συνθήκες εργασίας μεταβάλλονται ραγδαία λόγω ταχείας επέλασης της ΤΝ.

Παλαιότερα, οι υπολογιστές και οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) υπήρξαν εξίσου πρωτοπόροι στην εισαγωγή νέων στοιχείων στην αγορά εργασίας, επηρεάζοντας ιδίως τον τρόπο μετάδοσης, οργάνωσης και επεξεργασίας των πληροφορίων μέσω της ψηφιοποίησης (δηλαδή, μέσω εφαρμογής αυτοματοποιημένων μοντέλων σε διαδικασίες και συστήματα γρηγορότερης –λόγω υπολογιστικής ισχύος– διαχείρισης της εργασίας). Υπήρχαν, βέβαια, και τότε απαισιόδοξες εκτιμήσεις ότι στις προσεχείς δεκαετίες περίπου το ήμισυ των επαγγελμάτων θα διακινδύνευαν την υποκατάστασή τους από αυτοματοποιημένα συστήματα, οι οποίες όμως απλώς δεν επαληθεύτηκαν.

Τουναντίον, όπως αποδείχτηκε, η εισαγωγή τέτοιων συστημάτων δεν αποστέρησε την ανθρώπινη εργασία από τον καθοριστικό της ρόλο ως αναγκαίου συμπληρώματος των ιδιαίτερων δυνατοτήτων τους, δεδομένου ότι αυτά τα συστήματα λειτούργησαν με την πάροδο του χρόνου ως στοιχεία συνδρομής και όχι υποκατάστασης της ανθρώπινης επεξεργασίας της πληροφορίας. Εξάλλου, εκτός από την αναδιοργάνωση της εργασίας, η εμφάνιση των υπολογιστών και η εξέλιξη των ΤΠΕ συνδυάστηκε, επίσης, με αύξηση τόσο του ΑΕΠ όσο και της απασχόλησης ή, τουλάχιστον, όχι με τη μείωσή της (βλ. σχετικά «Οι επιπτώσεις της ψηφιοποίησης στην αγορά εργασίας», Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2020), αναδεικνύοντας νέα επαγγέλματα και τομείς οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. την περίοδο της πανδημίας COVID-19, η ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων θεωρείται πως διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στον περιορισμό οικονομικών απωλειών και στην οικονομική ανάκαμψη με την κατακόρυφη ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου).

Στην πραγματικότητα, η τεχνολογική εξειδίκευση των θέσεων εργασίας λόγω της ανάγκης εκτέλεσης καθηκόντων με τη χρήση υπολογιστών και την αξιοποίηση γνώσεων ΤΠΕ κατέστη στενά συνυφασμένη με τα χαρακτηριστικά που έπρεπε να διαθέτει το απασχολούμενο ανθρώπινο δυναμικό: Όσο υψηλότερη η ανάγκη τεχνολογικής εξειδίκευσης, τόσο αντίστοιχα ψηλή η ένταση των σχετικών δεξιοτήτων και των εκπαιδευτικών προσόντων των εργαζόμενων στους σχετικούς επαγγελματικούς κλάδους, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να υπερτερούν σημαντικά των αποφοίτων χαμηλότερων εκπαιδευτικών βαθμίδων, αλλά και η ζήτηση για τριτοβάθμια εκπαίδευση να σημειώνει παγκοσμίως και επί σειρά ετών διαρκή άνοδο.

Και τούτο διότι η αυτοματοποίηση της εργασίας με τον επαναστατικό τρόπο που την εισήγαγαν και την καθιέρωσαν οι υπολογιστές και οι ΤΠΕ πριν από μερικές δεκαετίες όχι μόνο δεν υποτίμησε την αξία των πτυχίων, αλλά αντιθέτως έθεσε ως επιτακτική ανάγκη την πλαισίωσή τους από επιπρόσθετους εκπαιδευτικούς τίτλους (πολύ-ειδίκευση), δομές συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης και διά βίου μάθησης, σε συνδυασμό με την απόκτηση ή επικαιροποίηση δεξιοτήτων ψηφιακού γραμματισμού. Συνέβαλε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην έκρηξη της Οικονομίας της Γνώσης, δημιουργώντας μια διαρκώς τροφοδοτούμενη δεξαμενή εξαιρετικά καταρτισμένου εργατικού δυναμικού, προς ενίσχυση όχι μόνο της γκάμας υπαλληλικών ειδικοτήτων και της επιλεκτικής ευχέρειας των εργοδοτών, αλλά και της ωφέλειας των ίδιων των εργαζομένων, ιδωμένης από την οπτική γωνία της Θεωρίας του Ανθρώπινου Κεφαλαίου, που (ορθά) αντιλαμβάνεται την εκπαίδευση ως επένδυση που οδηγεί σε υψηλότερους μισθούς και καλύτερες ευκαιρίες-συνθήκες απασχόλησης.

Σύμφωνα, μάλιστα, με προκαταρκτικές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (COM[2008] 868 final – «New Skills for New Jobs: Anticipating and Matching Labour Market and Skills Needs»), την περίοδο 2006-2020 οι θέσεις εργασίας που θα απαιτούσαν υψηλό μορφωτικό επίπεδο θα σημείωναν αύξηση από 25,1% σε 31,3%, με αντίστοιχη μείωση των θέσεων εργασίας χαμηλού μορφωτικού επιπέδου από 26,2% σε 18,5%. Δηλαδή, το εντελώς αντίθετο από αυτό που μας λέει η έρευνα της Microsoft, αναλύοντας την επίδραση της ΤΝ στο σημερινό εργασιακό περιβάλλον και αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι οι εργοδότες αντλούν πλέον ικανοποίηση από την τεχνολογική υπεροχή της ΤΝ στο πεδίο όχι απλώς της αυτοματοποίησης της εργασίας, αλλά, επιπλέον, της παραγωγικής διαδικασίας του ίδιου του προϊοντικού αποτελέσματός της, διά της ικανότητας της ΤΝ να εμπλέκεται σε δραστηριότητες που κανονικά απαιτούν ανθρώπινη κρίση και εμπειρία και να μπορεί να υποκαθιστά, έτσι, εργαζόμενους υψηλού μορφωτικού υπόβαθρου.

Πράγματι, εάν λάβει την κατάλληλη εντολή (prompt) από τον χρήστη, η ΤΝ είναι σε θέση να παράγει ολοκληρωμένα, δομημένα και αρκετά πειστικά δημιουργήματα σε πολλούς τομείς: Για παράδειγμα, να συντάξει ένα δικόγραφο ή ένα συμβατικό κείμενο χωρίς κατ’ ανάγκη ο εντολέας να είναι δικηγόρος, να σχεδιάσει έναν πίνακα χωρίς να είναι ζωγράφος, να συνθέσει ένα τραγούδι χωρίς να είναι καλλιτέχνης, να κατασκευάσει ένα λογισμικό χωρίς να είναι προγραμματιστής, να ετοιμάσει ένα σχέδιο διδασκαλίας χωρίς να είναι καθηγητής, ακόμα και να δώσει μια συμβουλή υγείας χωρίς να είναι γιατρός.

Όχι η ΤΝ να κάνει τη βασική δουλειά, αλλά να συνεπικουρήσει με τις αδιαμφισβήτητες δυνατότητές της στην τελειοποίηση του ανθρωπίνως παραχθέντος αποτελέσματος

Στα παραπάνω ενδεικτικά παραδείγματα, όμως, η ενδεδειγμένη χρήση της ΤΝ ως χρήσιμου συμπληρώματος και όχι ως ανεπιθύμητου υποκατάστατου της ανθρώπινης εργασίας και δημιουργικότητας θα αντανακλούσε, φερ’ ειπείν, στη θεμιτή επιδίωξη ενός δικηγόρου, που είναι ο ίδιος συντάκτης του δικογράφου ή της σύμβασης, να λάβει υποδείξεις σχετικά με νομολογία, την εφαρμοστέα νομοθεσία ή την ενδεχόμενη ύπαρξη καταχρηστικών όρων, ενός ζωγράφου, που έχει ολοκληρώσει το εικαστικό του δημιούργημα, να δεχτεί προτάσεις εναλλακτικών χρωματισμών, ενός καθηγητή, που έχει ετοιμάσει τη διδασκαλία για τους μαθητές του, να ζητήσει βοήθεια στη συμπλήρωσή της με βιβλιογραφικές πηγές ή στη διαμόρφωσή της ως power point παρουσίασης, ενός προγραμματιστή, που ολοκλήρωσε τον σχεδιασμό κώδικα για ένα νέο λογισμικό, να του υποδειχθούν πιθανά bugs και broken links προς επιδιόρθωση πριν τεθεί σε παραγωγική λειτουργία, ή ενός γιατρού που βρίσκεται σε διαδικασία διάγνωσης ενός ασθενούς να ενημερωθεί για νέες διαγνωστικές μεθόδους και πρωτοποριακές θεραπευτικές προσεγγίσεις της πάθησής του. Κοντολογίς, όχι η ΤΝ να κάνει τη βασική δουλειά, αλλά να συνεπικουρήσει με τις αδιαμφισβήτητες δυνατότητές της στην τελειοποίηση του ανθρωπίνως παραχθέντος αποτελέσματος.

Ενδέχεται τελικά τα ερευνητικά συμπεράσματα της Microsoft ενός δυστοπικού, θεωρώ, μέλλοντος να μην επαληθευτούν πλήρως στην πορεία, αλλά εάν προς τα παρόν τα λάβουμε τοις μετρητοίς, προκύπτει έντονος και σοβαρός προβληματισμός αναφορικά με την απώτερη σκοπιμότητα των πανεπιστημιακών σπουδών, που συνιστούν υπολογίσιμη επένδυση του εκπαιδευόμενου σε χρόνο και χρήμα. Για ποιο λόγο ένας εργοδότης να προσλάβει τρεις υπαλλήλους και όχι μόνο έναν, αφού η δουλειά των άλλων δύο θα μπορεί να διεκπεραιώνεται με πολύ χαμηλό ή καθόλου κόστος από την ΤΝ; Και γιατί οι νέοι να επιλέξουν την κοπιαστική οδό των πανεπιστημιακών σπουδών για το μέλλον τους, ξέροντας ότι η ζήτηση του παραπάνω εργοδότη σε υπαλλήλους τριτοβάθμιας μόρφωσης θα έχει πέσει κατά 65% και ότι η χρονοβόρα και κοστοβόρα εκπαιδευτική τους επένδυση πιθανώς να μην έχει το αναμενόμενο αντίκρισμα (return);

Μια ενδεχόμενη, για τους ανωτέρω λόγους, συρρίκνωση της ζήτησης για πανεπιστημιακές σπουδές μακροπρόθεσμα, εκτός του να θεωρηθεί οπισθοχώρηση από τη σημαντική κατάκτηση της Οικονομίας της Γνώσης, θα καταστήσει επισφαλή και τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν τα πανεπιστήμια στην παραγωγή νέας γνώσης, τόσο μέσω της έρευνας όσο και μέσω της διδασκαλίας, ενώ θα συμβάλει επίσης στη διόγκωση ενός πολυπληθούς, αλλά χαμηλών προσόντων εργατικού δυναμικού, που θα γεμίζει βοηθητικά κενά μιας αγοράς εργασίας, η οποία στην ανώτερη στοιβάδα της θα είναι κατειλημμένη από την απρόσωπη ΤΝ.

Όλοι αυτοί οι φόβοι –υπαρκτοί για μερικούς, υπερβολικοί για άλλους– μπορούν να αντιμετωπιστούν, εάν αντιληφθούμε εγκαίρως τον ρόλο της ΤΝ όχι ως αποκλειστικού παραγωγού του τελικού προϊόντος τής –υπό κανονικές συνθήκες– ανθρώπινης εργασίας, αλλά ως μέσου βελτίωσης της οργάνωσης, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητάς της· όχι ως αυτοδιαχειριζόμενου παντογνώστη με στοιχεία συντριπτικής και αμάχητης ανωτερότητας, αλλά ως συνεργατικού εργαλείου ενίσχυσης της εργασίας, όπου ο άνθρωπος θα συμπληρώνεται, αλλά την ίδια στιγμή θα έχει τον πρώτο λόγο και θα καθοδηγεί· όχι ως τοτέμ μιας σύγχρονης τεχνολογικής λατρείας, αλλά ως ψηφιακή δεξιότητα (όπως οι υπολογιστές και οι ΤΠΕ), την οποία θα μπορούν να αποκτούν οι εργαζόμενοι συμπληρωματικά των βασικών σπουδών τους και να την εξελίσσουν εν κινήσει μέσω ευέλικτων επιμορφωτικών προγραμμάτων, προκειμένου να γίνονται καλύτεροι και πιο ανταγωνιστικοί, να διεκδικούν υψηλότερες αμοιβές και να αξιοποιούν τις νέες ευκαιρίες σε καινοτόμους τομείς που πάντα επιφυλάσσει η καλοδεχούμενη και φύσει μη ανακοπτόμενη τεχνολογική πρόοδος.