Τεχνολογια - Επιστημη

Chicory: A Colorful Tale - Τι είναι ένα ποιητικό videogame;

Το παιχνίδι που ψαρεύει αντίστροφα

Γιώργος Δρίτσας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Chicory: A Colorful Tale»: Πώς μπορούν να λειτουργούν «ποιητικά» οι μηχανισμοί και τα συστήματα ενός videogame;

To «Chicory: Α Colorful Tale» είναι ένα φιλοσοφικό πορτρέτο της δημιουργικής διαδικασίας συμπιεσμένο σε ένα υβρίδιο videogame-play space-software art και φέρνει στην επιφάνεια τον πιο ψυχαναγκαστικό και τον πιο απελευθερωμένο εαυτό μου ταυτοχρόνως. Αυτό το videogame ψαρεύει αντίστροφα. Το παραμυθένιο του παρουσιαστικό είναι ένα δόλωμα που επιπλέει στην επιφάνεια, και το καλάμι βρίσκεται πολύ βαθιά, στον πάτο του ωκεανού. Αν είναι σημαντικό για σένα να εκφράζεσαι, αν έχεις μια επίμονη δημιουργική φαγούρα, τότε το «Chicory» είναι φτιαγμένο για σένα.

Με τρομοκρατεί η ιδέα του να ορίσω την ποίηση, ώστε να ορίσω το «ποιητικό videogame», οπότε θα κάνω μια μεγάλη παράκαμψη και θα περιοριστούμε σε επιμέρους ζητήματα. Όταν μιλάμε για ποιητικά videogames– και δεν έχουμε πολλά – ας μην περιοριζόμαστε σε videogamesπου περιέχουν ποίηση. Ας μιλήσουμε, καλύτερα, για videogamesπου παρουσιάζουν μάλλον ποιητικές λειτουργίες και διαχείρισης της φόρμας τους με ποιητικές προθέσεις.

Για να μη μπλεχτούμε, πάμε πίσω στο σχολείο. Μαθαίναμε, έστω απλουστευτικά, για τις δύο λειτουργίες της γλώσσας: την κυριολεκτική (ή δηλωτική) και την «ποιητική» (ή μεταφορική/συνυποδηλωτική). Εν προκειμένω μας ενδιαφέρει η μεταφορά, ως θεμελιώδες εργαλείο της ποιητικής. Κι εμείς, μια μεταφορά έχουμε κατά νου εξάλλου. Τη μεταφορά του νοήματος της μεταφοράς, από το ένα μέσο στο άλλο. Από τη γλώσσα στη γλώσσα του videogame. Δύο θεμελιώδη στοιχεία στη γλώσσα των videogames, στο ιδιαίτερο σύστημα δομών με το οποίο επικοινωνούν, είναι οι μηχανισμοί και τα συστήματα. Μηχανισμός μπορεί να είναι η δυνατότητα του παίκτη να κάνει άλματα, να πυροβολεί ή και να κάνει κουβέντα με τους χαρακτήρες. Τα πράγματα δεν είναι και τελείως ξεκάθαρα, αλλά γενικώς μηχανισμούς τείνουμε να αποκαλούμε λειτουργίες που έχει στη διάθεσή του ο παίκτης. Θα λέγαμε ότι σύστημα είναι ένα σύμπλεγμα μηχανισμών που αλληλοτροφοδοτούνται γεννώντας δυναμικές. Παραδείγματος χάριν, το να πυροβολείς είναι μηχανισμός, όπως και το χάνεις «ζωή» όταν σε πυροβολούν, να καλύπτεσαι και να κερδίζεις πόντους σκοτώνοντας εχθρούς. Όλο αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ένα σύστημα μάχης. Πώς μπορούν, λοιπόν, οι μηχανισμοί και τα συστήματα να λειτουργούν μεταφορικά;

Όταν πατάω το κατάλληλο κουμπί, «λέω» στο παιχνίδι ότι πηδάω ή ότι έχω την πρόθεση να πηδήξω. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή είναι η «δηλωτική» λειτουργία του μηχανισμού. Εκφράζεται κάτι κυριολεκτικό και αποτυπώνεται στο παιχνίδι. Το παιχνίδι «αντιλαμβάνεται» την καταδήλωσή μου – μέσω του μηχανισμού – αλλά η συνυποδήλωσή του είναι αντιληπτή μόνο από μένα. Κατά μία έννοια, καθρεφτίζεται πίσω σε μένα από το παιχνίδι. Ο ρόλος του στο σχηματισμό της μεταφοράς είναι ότι παρέχει το νοηματικό οικοσύστημα. Η ρητή του αφήγηση, οι εικόνες και οι ήχοι του πλαισιώνουν σαν ένα μεταφορικό δίκτυο τη δράση μου, ώστε γεννιέται η δυνατότητα να την ερμηνεύσω μεταφορικά. Αν σκαρφαλώνω, σε ένα υποθετικό videogame, το συνολικό στήσιμο της εμπειρίας και της αφήγησης μπορεί να «συνηγορεί» πως το «σκαρφάλωμα» είναι μια κεντρική μεταφορική έννοια στο παιχνίδι. Αν το σκαρφάλωμα είναι και κεντρικός μηχανισμός, έχει τοποθετηθεί στην κατάλληλη θέση για να αποτελέσει και κύρια μεταφορά.

Στο «Chicory: A Colorful Tale», μπορούμε να ζωγραφίζουμε την οθόνη ελεύθερα. Στην αρχή του παιχνιδιού, ο κόσμος είναι ένας λευκός καμβάς. Κουνώντας το δεξί μοχλό (αν παίζεις με χειριστήριο) χειρίζεσαι ένα κέρσορα-πινέλο με δυνατότητες παρόμοιες με αυτές που θα έβρισκες σε ένα απλό πρόγραμμα ζωγραφικής. Μπορείς να βάψεις τα πάντα ή και τίποτα, όσον αφορά στο περιβάλλον. Το βάψιμο είναι, όμως, βασικός μηχανισμός που λύνει και διάφορες προκλήσεις-puzzles. Υπάρχει, λοιπόν, αυτό το δίπολο μέσα σε αυτόν τον κεντρικό μηχανισμό, της Αποστολής της Τέχνης και της Έκφρασης μέσω αυτής. Της ευθύνης και της ελευθερίας, που ψάχνουν μια ισορροπία μέσω του πινέλου.

Η περιπέτεια ξεκινά με κατά λάθος πλαστοπροσωπία, όταν η πρωταγωνίστρια («ο/η» δηλαδή, γιατί δεν προσδιορίζεται το φύλο, αλλά εγώ ένιωθα πως είναι «η») σηκώνει Το Πινέλο, το εργαλείο ενός Wielder. Ο Wielder είναι πάντα ένας και μοναδικός και ο τίτλος κληροδοτείται από δάσκαλο σε μαθητή. Το να είσαι Wielder σημαίνει να είσαι η απόλυτη εικαστική αυθεντία, ένας ζωντανός θρύλος που καθορίζει με τα ίδια του τα χέρια την αισθητική κατεύθυνση της περιόδου του. Φανταστείτε έναν κόσμο όπου πάντα υπάρχει ένα μόνο κυρίαρχο και ολοκληρωτικά προσωποκεντρικό καλλιτεχνικό ρεύμα, ώσπου να το διαδεχτεί το επόμενο. Το πρόβλημα είναι ότι η πρωταγωνίστρια ούτε δάσκαλο είχε, ούτε τέχνη. Είχε δηλαδή, την τέχνη της φασίνας, ως επιστάτρια του Wielder Tower. Η «Chicory», η επίσημη Wielder, είναι άφαντη και μαζί της φαίνεται να έχει εξαφανιστεί και κάθε ίχνος χρώματος από τον κόσμο. Με το Πινέλο στα χέρια και ένα ολόκληρο open world για καμβά ξεκινάει η ταραχώδης καλλιτεχνική σας περιπέτεια.

Ενώ έπαιζα με το game και το πινέλο του, ο Γιάννης (φίλος μου και κριτικός videogames) έκανε ένα σχόλιο αναφερόμενος στον ίδιο του τον ψυχαναγκασμό. Καθώς δημιουργούσα τα αυθαίρετα σύνορα μεταξύ κίτρινου και μωβ σχεδόν ακριβώς στο κέντρο της οθόνης μου, είπε, μέσες άκρες, πως «αν έπαιζε αυτός δε θα μπορούσε με τίποτα να το αφήσει έτσι λίγο στραβό». Πρόσθεσε ότι θα τον «είχε τρελάνει» και αφιέρωσα μια στιγμή νεκρικής σιγής στη συνειδητοποίηση πως μάλλον δεν υπέρβαλε. Εμένα από την άλλη δε με ένοιαζε καθόλου που το αποτέλεσμα δεν ήταν συμμετρικό. Όχι ότι δεν υπέφερα με το δικό μου μοναδικά παράλογο τρόπο. Την ίδια στιγμή σκεφτόμουν ότι, εφόσον η παλέτα χρωμάτων που έχεις σε κάθε περιοχή - η οποία αλλάζει κάποιες φορές αυτόματα- είναι προεπιλεγμένη από αληθινούς καλλιτέχνες και όχι από απερίσκεπτους ερασιτέχνες σαν εμένα, και εφόσον επέλεξαν επίσης τη σύνθεση των αντικειμένων κάθε «οθόνης», υπάρχει ένα κρυμμένο μεταπαιχνίδι, ένα παιχνίδι εντός του παιχνιδιού που πρέπει να κατακτήσω.

Το ταλέντο είναι ένα δίκοπο μαχαίρι και η μία του όψη κόβει πάντα αυτόν που το κρατάει. Ένας άλλος φίλος μου άνοιξε ένα ενδιαφέρον θέμα ενώ παίζαμε «Chicory» στον καναπέ μου. Δηλαδή, όταν λέω παίζαμε εννοώ ότι εγώ έπαιζα, και όταν λέω ότι έπαιζα εννοώ ότι ζωγράφιζα το φόντο του αρχικού μενού για μισή ώρα. Ο φίλος μου, ο οποίος ζωγραφίζει φανταστικά στην πραγματικότητα, μου εξηγούσε πως καμιά φορά βρίσκει ενοχλητικό το κομπλιμέντο περί ταλέντου. «Το ταλέντο είναι σημαντικό, αλλά από μόνο του δεν κάνει τίποτα», γκρίνιαξε.

Μοιράστηκε μαζί μου τη θλίψη του για το γεγονός ότι σπάνια αναγνωρίζεται ο κόπος και ο χρόνος που καταβάλλει για να πετύχει ένα αποτέλεσμα με το οποίο αισθάνεται ικανοποιημένος. Ακόμα λιγότερης αναγνώρισης χαίρει ο χρόνος που αφιερώνουμε να σκεφτόμαστε σχετικά με αυτά που φτιάχνουμε. Είναι κάτι σαν ψευδοαδράνεια. Σαν τη φαινομενική αδράνεια της μαγιάς που φουσκώνει για να γίνει το ψωμί. Κάπως σαν τη δική μου ψευδοαδράνεια εκείνη τη στιγμή, στο «Chicory». Στον άξονα της προόδου, φαινομενικά, δεν κάνω απολύτως τίποτα.

Το πρόβλημα με την ιδέα του ταλέντου είναι ότι πολλές φορές απεικονίζεται σαν μια ιδιότητα που παρακάμπτει τη δυσκολία. Κάπως έτσι το ταλέντο κλέβει την αναγνώριση από τον ιδιοκτήτη του. Γεννιέται αντιληπτικά ένα παράλληλο άτομο, στο οποίο αποδίδονται οι τιμές για κάτι που δεν έκανε, και χαίρει εκτίμησης ακριβώς επειδή δεν ίδρωσε για να πετύχει. Γίνεται επίσης ένα φαντασιακό άτομο που υπερβαίνει το ίδιο του δοχείο και ρίχνει τη σκιά του στους πάντες. Υπό αυτή την έννοια, χωρίς να αμφισβητώ την ειλικρινή πρόθεση πίσω από όλα αυτά τα κομπλιμέντα, ασυνείδητα αποτελούν υπεκφυγές και κενές συναλλαγές. Όλως τυχαίως στα αγγλικά χρησιμοποιούμε το ρήμα «pay» για τα κομπλιμέντα, ενδεχομένως γιατί αισθανόμαστε ότι κοστίζουν. Κοστίζουν γιατί αντιστοιχούν σε μια παραχώρηση εδάφους. Επαινώντας το ταλέντο γλιτώνουμε τα έξοδα: ο Σπύρος ζωγραφίζει καλύτερα από μένα αλλά χαίρω πολύ, αν είχα κι εγώ ταλέντο θα ζωγράφιζα εξίσου καλά, συνεπώς παραμένουμε ίσοι.

Αποδίδω αυτές τις συζητήσεις και τους προβληματισμούς σε μια προτροπή του «Chicory», την οποία πετυχαίνει με τους ποιητικούς του μηχανισμούς. Δεν «πλάθει» μεταφορές, αλλά μάλλον είναι ένας μεταφορικός χώρος, ένα πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργήσεις νοήματα.