Τεχνολογια - Επιστημη

Το όραμα του ανθρώπου για αθανασία: H περίπτωση των έργων και της πράξης

Κοινωνίες χωρίς ελευθερία και ανθρώπινες υπάρξεις χωρίς ευκαιρίες για δημιουργικότητα θα πρέπει να είναι, σήμερα, έννοιες α-νόητες

Σέργιος Θεοδωρίδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η αθανασία και ο προβληματισμός για το τι είναι αυτό για το οποίο αξίζει να ζούμε

Στη μνήμη του Διονύση Σιμόπουλου

Από τις μελέτες των ανθρωπολόγων φαίνεται ότι η πίστη στη μετά θάνατον ζωή ήταν διαδεδομένη και στους πρωτόγονους πολιτισμούς. Αυτό που άλλαξε στην πορεία των αιώνων ήταν η φύση της αθανασίας, όπως αυτή σταδιακά ενσωματωνόταν στις διάφορες θρησκείες, και συνδέθηκε με την ανταμοιβή για τις πράξεις μας στον κόσμο τούτο. Η μετά θάνατον ζωή παίζει σημαίνοντα ρόλο και στη φιλοσοφία. Να θυμηθούμε ότι ο Immanuel Kant θεωρεί την αθανασία ως απαραίτητη προϋπόθεση της ηθικής. Ακόμη κι αν οι άνθρωποι ζουν σύμφωνα με τις αρχές που επιβάλει η ηθική, το γεγονός αυτό από μόνο του δεν εγγυάται ευτυχία στον άνθρωπο. Ο μόνος τρόπος να αισθανθεί ευτυχής ο άνθρωπος είναι η πίστη σε μία μετά θάνατον ζωή.

Όπως, όμως, μας θυμίζει η Hanna Arendt, η αθανασία της ατομικής ζωής δεν ήταν πάντα μια κύρια συνιστώσα του θρησκευτικού-φιλοσοφικού αφηγήματος. Στην αρχαία Ελλάδα της κλασικής περιόδου, η θνητότητα των ανθρώπων, σε αντιδιαστολή με την αθανασία των Θεών και την αέναη κυκλικότητα της Φύσης, αντισταθμιζόταν από τη δυνατότητα, το καθήκον και το δυνητικό μεγαλείο να παράγουν έργα και πράξεις που θα υπερέβαιναν τη διάρκεια της βιολογική ζωής και θα έμοιαζαν να είναι αθάνατα. Σε αντίθεση με τα χρήσιμα και τα αναγκαία για την επιβίωση, που είναι φθαρτά και λήγουν μαζί με τη βιολογική ζωή, ο ελεύθερος άνθρωπος μέσα από τη δημιουργία έργων και πράξεων έχει τη δυνατότητα αθανασίας. Η δημιουργία είναι ταυτόσημη με τη γέννηση. Η κατάρα των δούλων δεν ήταν, μόνο, ότι δεν ήταν ελεύθεροι, αλλά ότι αποβίωναν αθέατοι και στερούνταν τη δυνατότητα να αφήσουν κάποιο ίχνος ότι υπήρξαν.

Στην κλασική Ελλάδα, η πράξη του πολιτικού, ο πολιτικός βίος κατά τον Αριστοτέλη, έδινε τη δυνατότητα κάτι από μας να γίνει μόνιμο. Στη νεότερη εποχή, επήλθε απώλεια αυτής της διάστασης της αθανασίας. Η πράξη και η δημιουργικότητα έχασαν τη διάσταση του μεγαλείου της διάρκειας για τις επόμενες γενιές, έχασαν το νόημα της πνευματικότητας και της εξελικτικής συνέχειας της κουλτούρας και του πολιτισμού, έγιναν ανταλλάξιμες, μετατράπηκαν σε μετρήσιμα μεγέθη και αντικειμενοποιήθηκαν σε ισοδύναμο χρήματος.

Τα πάντα προσαρμόζονται στις διαστάσεις που επιβάλει ο χρονικός ορίζοντας μιας γενιάς, πολλές φορές και λιγότερο. Η έννοια του μόνιμου, του αιώνιου, του μη φθαρτού εξαφανίστηκε και ως εκ τούτου χάθηκε και η έννοια και η αίσθηση της αθανασίας μέσα από τη διακριτή και συνειδητή προσφορά –διά της πράξεως– προς τις επόμενες γενιές, ως χρέος όπως απαιτεί η βιωσιμότητα του είδους, όχι μόνο στη βιολογική αλλά και στην πολιτιστική του διάσταση.

Το κύριο αξιακό αφήγημα, που διατρέχει τις μαζικές κοινωνίες της νεωτερικής και μετανεωτερικής εποχής, είναι αυτό της αέναης συσσώρευσης κεφαλαίου. Βέβαια, η συσσώρευση κεφαλαίου δεν αποκλείει τη δημιουργία σταθερών και μόνιμων δομών σ’ έναν κοινό κόσμο. Έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα που οδήγησαν σε αθανασία. Ο πλούτος, δηλαδή, «δραπέτευσε» από την ιδιωτική σφαίρα και οδήγησε στη δημιουργία κοινού αγαθού με μονιμότητα. Η διαδικασία, όμως, της αέναης συσσώρευσης έχει και την άλλη της πλευρά. Θέτει ως προαπαιτούμενο έναν κόσμο όπου κάθε τι είναι προς κατανάλωση, κάθε αγαθό γίνεται μέρος ενός πιο διευρυμένου κύκλου ζωής, που γεννά και φθείρει. Το κάθε τι γίνεται μέσο για κάποιον άλλον σκοπό σε μια ατέρμονη διαδικασία μέσου και σκοπού. Η διαδικασία αυτή δεν εξαντλείται στα χρηστικά αντικείμενα αλλά εγκιβωτίζει τον ίδιο τον άνθρωπο και τη φύση.

Η εμβύθιση, όμως, σε μια τέτοια ατέρμονη διαδικασία οδηγεί σε απώλεια νοήματος. Οι κοινωνίες της νεωτερικής εποχής εξαντλούν την ανθρώπινη δραστηριότητα και δημιουργικότητα στην οικονομική διάσταση, στο χρήσιμο, στο ωφέλιμο, στο μετρήσιμο. Το αξιακό σύστημα που πλαισιώνει μια τέτοια κοινωνία οδηγεί σε μια δημόσια σφαίρα καταναλωτών, όπου κυριαρχεί η επίδειξη και ο υλικός ανταγωνισμός. Μια τέτοια δημόσια σφαίρα αποκλείει εξ’ ορισμού την έννοια της αθανασίας και βάζει στη θέση της την έννοια της ματαιοδοξίας. Το ιδεώδες ταυτίζεται με το φθαρτό και το εφήμερο. Όλο και περισσότερα πληθυσμιακά στρώματα αποκτούν την αίσθηση ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά αναλώσιμες και ανταλλάξιμες με χρήμα πραγματώσεις. Και η αίσθηση αυτή οξύνεται με τα βιώματα που απορρέουν από τις έντονες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Ανισότητες που δεν είναι, απλώς, πρόσκαιρες παθογένειες αλλά ενδημικές σε μια τέτοια ατέρμονη διαδικασία μέσου-σκοπού. Η αίσθηση της μονιμότητας χάνεται, το άγχος της ανασφάλειας ριζώνει μέσα τους, η πρόσληψη του εγώ ως κοινωνικής αποτυχίας διευρύνεται και νομοτελειακά οδηγεί στην καταρράκωση των συναισθημάτων της περηφάνειας, της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού. Ο κόσμος χάνει το νόημά του.

Τα στρώματα αυτά βιώνουν τον αποκλεισμό από την ευκαιρία να αναδείξουν και να προσφέρουν τη δική τους δημιουργικότητα, να πραγματοποιήσουν τις δικές τους δυνατότητες κι επιθυμίες.  Ό,τι δηλαδή χαρακτήριζε τους δούλους της αρχαιότητας, τηρουμένων, βέβαια, των αναλογιών. Τα στρώματα, δηλαδή, αυτά δεν αλλοτριώνονται, μόνο, από τον κόσμο αλλά και από την ίδια τους την ύπαρξη. Στη μεταμοντέρνα, όμως, εποχή, τα πλατιά αυτά στρώματα γνωρίζουν αυτό που δεν γνώριζαν τότε οι δούλοι. Η κατάσταση των δούλων ήταν δεδομένη. Ήταν η φυσική κατάσταση κατά τον Seneca. Σήμερα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όσοι βιώνουν την περιθωριοποίηση γνωρίζουν– και αυτό οφείλεται στην ίδια την ιδεολογία του Διαφωτισμού που διαποτίζει τη νεωτερική εποχή– ότι τα πράγματα δεν πρέπει να είναι έτσι. Αυτό που, τώρα, γνωρίζουν και νιώθουν είναι ότι η κατάστασή τους δεν οφείλεται σε κακοτυχία αλλά σε αδικία. Η αποδοχή της ερμηνείας της κακοτυχίας, συνήθως, οδηγεί σε στωϊκότητα. Αντιθέτως, η ερμηνεία της αδικίας οδηγεί, συνήθως, σε συναισθήματα μίσους, διχάζει τις κοινωνίες και απειλεί την κοινωνική συνοχή και την ίδια τη Δημοκρατία.

Εάν η Δημοκρατία δεν έχει μεταλλαχθεί σε πρόσχημα επιβολής εξουσίας, αλλά διατηρεί, ακόμη, την αξιακή της υπόσταση, όπως  την οραματίστηκαν και τη νοηματοδότησαν οι φωτεινοί πατέρες του Διαφωτισμού, η αθανασία, μέσα από τη μονιμότητα που θα προβάλει από τις πράξεις και τα έργα, πρέπει να επανέλθει ως το νέο ζητούμενο. Μια αθανασία που θα αναδύεται από τη μονιμότητα της ύπαρξης ενός πολιτικού, ηθικού, πνευματικού και αισθητικού πλαισίου, αυτού δηλαδή που αποκαλούμε κουλτούρα, και το οποίο θα εμπνέει ως κοινή αξία Ζωής και θα κατευθύνει τις εξελίξεις. Αυτή θα εγγυάται την κοινωνική συνοχή και το κοινό όραμα που κρατάει τις κοινωνίες συνεκτικά δεμένες. Η μονιμότητα και η αθανασία θα αναβλύζει μέσα από αξίες που αναβαθμίζουν τον Άνθρωπο από απλό μέσο για συσσώρευση πλούτου σε υποκείμενο της ιστορίας.

Το εναλλακτικό σενάριο θα είναι αυτό της φοβικής αναδίπλωσης της κοινωνίας και της αναζήτησης της χαμένης ταυτότητας μέσα από ακραία λαϊκίστικα ιδεολογήματα που ευαγγελίζονται διάφορα μη-πολιτικά αυταρχικά μορφώματα. Και ο έλεγχος, τότε, δεν θα επιβάλλεται, μόνο, από μία εξουσιαστική αρχή αλλά και από μια παράλληλη απρόσωπη τεχνοοικονομική γραφειοκρατία όπου, μέσα από τον ιστό που αυτή θα απλώνει, το άτομο θα αυτό-εξουσιάζεται και θα αυτο-υποδουλώνεται στο πλαίσιο μιας κοινωνίας της εξάντλησης, των επιδόσεων, της κατανάλωσης και της εθιστικής «απόδρασης» στους κόσμους του metaverse.

Στο γύρισμα του αιώνα και στην αυγή της νέας εποχής, έχοντας φωτογραφήσει τις αρχές του σύμπαντος, έχοντας αποκωδικοποιήσει το DNA, έχοντας αντιμετωπίσει πληθώρα ασθενειών και την παιδική θνησιμότητα, έχοντας παράγει τεράστιο πλούτο και περιορίσει την πείνα και τη φτώχεια– και που θα μπορούσε, εν δυνάμει, να εγγυηθεί μια αξιοπρεπή ζωή για όλους,– έχοντας ιστορική επίγνωση του τι σημαίνει πόλεμος και καταστροφή, τι σημαίνει ολοκληρωτισμός-αποικιοκρατία-εκμετάλλευση-ρατσισμός, είναι η στιγμή να αναστοχαστούμε και να προβληματιστούμε για το τι είναι αυτό για το οποίο αξίζει να ζούμε. Αυτό το ερώτημα να αποτελέσει το αρχιμήδειο σημείο από το οποίο να φωτίσουμε τον κόσμο μας, να τον επενδύσουμε με νέες σημασίες  και να ανακαλύψουμε νέες δυνατότητες. Έξω από αυτό το πλαίσιο, κάθε συζήτηση για βιολογική-υπολογιστική αθανασία στερείται νοήματος. Κοινωνίες χωρίς ελευθερία και ανθρώπινες υπάρξεις χωρίς ευκαιρίες για δημιουργικότητα θα πρέπει να είναι, σήμερα, έννοιες α-νόητες.