Ταξιδια

Νέα Υόρκη: Η πόλη που γράφει την ιστορία της πάνω σου

Τι είναι αυτό που καθιστά αυτή την πόλη μοναδική περίπτωση;
Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 905
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Νέα Υόρκη: Ένα ταξίδι στο «Μεγάλο Μήλο», οι άνθρωποι και οι κοινότητές της - Η κουλτούρα της πόλης που δεν «κοιμάται» ποτέ

Η μητρόπολη ως κορυφαίο επίτευγμα του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και της ψηφιοποίησης. Η υφή του χωροχρόνου.

Σε μία εποχή που οι μεγάλες πόλεις αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις – τον υπερτουρισμό, τη στεγαστική κρίση και τα Airbnb, τον «εξευγενισμό» (gentrification), την εξαϋλωση του παρελθόντος τους, την κλιματική κρίση – είναι χρήσιμο να δούμε λίγο την περίπτωση της Νέας Υόρκης.

Είναι στην φύση της πόλης να σου επιτρέπει να υπάρξεις, να αναπτυχθείς, να ψάξεις και να ανακαλύψεις το διαφορετικό, το καλύτερο, το αλλόκοτο, το ανώτερο, το ξένο∙ και, μέσα σε αυτά, πτυχές του εαυτού σου που δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν. Aυτήν την ενέργεια πρέπει να την βρεις εσύ∙ το πώς θα βιώσεις την πόλη εξαρτάται από το τι θα δώσεις εσύ σε αυτήν. Οι περισσότερες πόλεις λειτουργούν σαν καμβάδες πάνω στους οποίους θα γράψεις τη δική σου ιστορία. Υπάρχει όμως μία πόλη που λειτουργεί υπό άλλους όρους.

Η Νέα Υόρκη ασκεί μία αυθύπαρκτη ισχύ∙ γράφει εκείνη την ιστορία της πάνω σου. Δεν της ασκείς εσύ επιρροή∙ αυτή ασκεί σε εσένα. Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι για να την νιώσεις∙ απλώς να βρεθείς και να λειτουργήσεις μέσα της. Η πόλη αυτή έχει ανεξάρτητη βούληση, υπόσταση.

Τι είναι αυτό που καθιστά τη Νέα Υόρκη μοναδική περίπτωση;

Ασφαλώς σε ένα πρώτο επίπεδο υπάρχει ένα επικών διαστάσεων αστικό τοπίο: οι μεγάλες λεωφόροι και οι ουρανοξύστες που δημιουργούν αστικά φαράγγια∙ το Empire State Building και το Chrysler στo Midtown∙ η έδρα του ΟΗΕ και το μεγάλο αστικό πείραμα του Stuyvesant Town στα ανατολικά∙ το One World Trade Center, η Wall Street και τα αστραφτερά κτίρια του Financial District στο νότιο άκρο∙ το απέραντο Central Park στα βόρεια, και το μακρόστενο, υπερυψωμένο πάρκο στις παλιές γραμμές του μετρό, το High Line, στα δυτικά∙ τα σπουδαία μουσεία – το MoMa, το Metropolitan, το Guggenheim και το Whitney∙ οι βιβλιοθήκες και τα παλαιοβιβλιοπωλεία∙ οι άπειρες πλατείες στις γειτονιές∙ τα μιούζικαλ και οι θεατρικές παραστάσεις στο Broadway και εκτός.

Όλα αυτά δημιουργούν έναν εντυπωσιακό καμβά, ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό πλαίσιο του οποίου η κλίμακα και η τρισδιάστατη ορθογώνια γεωμετρία καθορίζουν την κίνηση σου και διευρύνουν τους ορίζοντές σου. Η Νέα Υόρκη μας προσκαλεί να κοιτάξουμε ψηλά.

Όλα αυτά όμως θα ήταν ένα άδειο κέλυφος – ένα αστικό κουφάρι, παρόμοιο με τόσα άλλα αστικά κουφάρια ανά τον κόσμο – χωρίς ένα κρίσιμο βαθύτερο επίπεδο: τις κοινότητες των ανθρώπων της Νέας Υόρκης. Όχι τους τουρίστες ή τους περαστικούς – αν και όλοι αυτοί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης – αλλά τις κοινότητες που ρίζωσαν και αναπτύχθηκαν εκεί. Η μαγιά αυτής της πόλης είναι οι χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες που κατέφτασαν μέσω του Ellis Island – του Νησιού της Ελπίδας – στη Γη της Επαγγελίας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά και πιο μετά: Ολλανδοί, Ιρλανδοί, Ιταλοί, Έλληνες, Εβραίοι, Πολωνοί, Γερμανοί, Κινέζοι, Βιετναμέζοι, Πορτορικανοί, και φυσικά οι Αφροαμερικανοί και άλλοι λατινοαμερικανοί που είτε βρίσκονταν ήδη εκεί, είτε μετανάστευσαν από τον Νότο.

Η Νέα Υόρκη δεν είναι μόνον ούτε τα κτίρια της, αν και στα τούβλα, τις πέτρες και το τσιμέντο των κτιρίων της είναι αποτυπωμένες οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Δεν είναι ούτε μόνο τα άτομά της, αν και είναι το λίκνο της ελευθερίας του ατόμου. Πάνω απ’όλα, η Νέα Υόρκη είναι οι κοινότητές της: το πώς αυτές εμφανίζονται, μπλέκονται, δημιουργούν, ζυμώνονται, συγκρούονται, συνυπάρχουν, και εν τέλει δημιουργούν ένα σύνολο μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του. Η ιστορία αυτής της πόλης μοιάζει με ένα τεραστίων διαστάσεων πείραμα χημείας που ανά τα χρόνια εκλύει σπίθες, φλόγες, χρωματιστά νέφη και απίστευτη ενέργεια που φωτίζει τον υπόλοιπο πλανήτη.

Ίσως όλα αυτά να ακούγονται πολύ ρομαντικά, πολύ «αστραφτερά». Κάθε άλλο, όμως. Η ζωή στη Νέα Υόρκη ήταν πάντα και παραμένει πολύ, εξαιρετικά, ασύλληπτα σκληρή. Όχι με αφηρημένο τρόπο, αλλά με υλικό, σωματικό, στην καθημερινότητα. Η ιστορία της πόλης είναι μια ιστορία αέναης βιοπάλης των ανθρώπων της∙ μιας πεισματικής, σχεδόν ακατανόητης ανάγκης να επιβιώσουν, και να τα καταφέρουν εκεί.

Είναι η ιστορία όλων αυτών των προσφύγων και μεταναστών – και από την Ελλάδα – που διέλυσαν το σώμα τους πλένοντας πιάτα και τρίβοντας πατώματα για να τα βγάλουν πέρα. Είναι η ιστορία των εκκεντρικών καλλιτεχνών του Greenwich Village που έζησαν μέσα στη φτώχεια για να υπηρετήσουν την τέχνη τους, όπως ο Basquiat και η Debbie Harry, ή αυτών, όπως η φωτογράφος Vivian Maier και ο τραγουδιστής Klaus Nomi, που μεταβόλισαν την απόλυτη αστική μοναξιά σε τέχνη. Είναι η ιστορία του Stonewall Inn και της γκέι κοινότητας που στις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισε να προσβάλλεται από έναν ιό, στιγματίστηκε από την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ, εξορίστηκε στους περιθωριακούς χώρους του αστικού τοπίου – στις αποβάθρες και τις γέφυρες – και μετά αποδεκατίστηκε. Είναι η ιστορία των ανθρώπων που όταν πέθαιναν έναν μαρτυρικό θάνατο εντελώς μόνοι τους, ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματός πετούσε όλα τους τα υπάρχοντα στην άκρη του πεζοδρομίου για να μπει ο επόμενος.

Οι πιο αγαπημένες μου στιγμές και οι γωνιές στη Νέα Υόρκη, αυτές που διαμορφώνουν τη σωματική και φαντασιακή σχέση σου με μια πόλη, αυτές που σε κάνουν να νιώθεις την υφή του χωροχρόνου, δεν είναι σε λαμπερούς ουρανοξύστες ή στα ακριβά φαγάδικα, που άλλωστε θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε στον κόσμο, αλλά οι στιγμές και οι γωνιές που έρχεσαι σε επαφή με αυτή την ιστορία ανθρώπινης βιοπάλης, επιβίωσης και αστικής συνύπαρξης.

Το πιο συγκινητικό μουσείο της Νέας Υόρκης δεν είναι κάποιο φοβερό μοντερνιστικό κτίριο, αλλά το Tenement Museum στην παλιά εβραϊκή συνοικία του Lower East Side. Ανατριχιάζω ακόμα όταν θυμάμαι την επίσκεψη-ξενάγηση στο διατηρημένο κουφάρι ενός παλιού διαμερίσματος των αρχών του 20ου αιώνα, στα τρία δωμάτια του οποίου ολόκληρες οικογένειες έδιναν τον αγώνα για επιβίωση και προκοπή.

Το αγαπημένο μας στέκι και πιο ωραίο μπαράκι της Νέας Υόρκης δεν ήταν κάποιο φανταχτερό χιπστερομπάρ, αλλά το 55 Bar, ακριβώς δίπλα στο ιστορικό Stonewall Inn. To 55 Bar ήταν ένα μικρό, τετράγωνο υπόγειο με ένα άθλιο χαμηλό ταβάνι, βγαλμένο από κάποια δημόσια υπηρεσία του ελληνικού κράτους, και κάτι χριστουγεννιάτικα φωτάκια στο μπαρ∙ ένα μπαρ, όμως, που το είχε η ίδια οικογένεια από το 1919 όταν άνοιξε και στο οποίο κάθε μέρα είχε την καλύτερη ζωντανή τζαζ και μπλουζ μουσική στην Ανατολική Ακτή (μια φορά ο David Bowie χώθηκε ανάμεσα στους θαμώνες και διάλεξε τη μπάντα που θα χρησιμοποιούσε στο τελευταίο του άλμπουμ). Λέω «ήταν» επειδή το 55 Bar δυστυχώς έκλεισε για πάντα το 2022 εξαιτίας της πανδημίας.

Το πιο αγαπημένο κλαμπ της Νέας Υόρκης δεν ήταν κάποιο απ’τα μεγάλα δημοφιλή venues, αλλά μια μικρούλα, σχεδόν φτωχική ντισκοτέκ στο Alphabet City, το θρυλικό Pyramid, στο οποίο από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να εμφανίζονται οι καλλιτέχνες (π.χ. Andy Warhol) και να παίζουν οι μουσικοί (π.χ. Μαντόνα) που τότε δημιουργούσαν νέες κατευθύνσεις, νέες τάσεις, νέες γλώσσες και νέα είδη τέχνης που ξεπήδησαν απ’τα πεζοδρόμια του Μανχάταν και κατέκτησαν τον κόσμο. Το Pyramid δυστυχώς έκλεισε και αυτό τις πόρτες του το 2020 λόγω της πανδημίας.

Για να είμαστε ιστορικά και κοινωνιολογικά ακριβείς, η πανδημία ήταν απλώς η αφορμή. Ο κορωνοϊός έδωσε τη χαριστική βολή σε μικρομεσαίες και ανεξάρτητες επιχειρήσεις που ήδη ζορίζονταν λόγω των δομικών αλλαγών στη στέγαση (τιμές ενοικίων), στην οικονομία (ακρίβεια, κρίση και ανισότητες) και στην κατανάλωση που εκτοπίζουν τις παλαιότερες κοινότητες της πόλης για να κάνουν χώρο για τις καινούργιες. Αυτή ίσως, δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι η ιστορία των μεγάλων πόλεων. Μια ιστορία στην οποία, όσο μεγαλώνεις, πάντα θα βλέπεις αυτά που αγαπάς να πεθαίνουν.

Η Νέα Υορκη – όπως και πολλές άλλες πόλεις – αντιμετωπίζει την πρόκληση του «εξευγενισμού», της ακρίβειας και της στεγαστικής κρίσης που απειλούν τον πυρήνα της ύπαρξής της: τη μακροχρόνια συνύπαρξη και ζύμωση ποικιλόμορφων κοινοτήτων. Η Sarah Schulman ορίζει τον εξευγενισμό ως μια διαδικασία συμπαγούς αντικατάστασης: κοινοτήτες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, εθνικότητες, φυλές, σεξουαλικότητες, επαγγέλματα, γλώσσες και ιδεολογίες, αντικαθίστανται από πιο ομοιογενείς ομάδες. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η καταστροφή του κοινωνικού ιστού, των σχέσεων που τον υποστηρίζουν, και εν τέλει – μακροπρόθεσμα, τόσο μακροπρόθεσμα που να μην μπορούμε να το αντιληφθούμε – του πολιτισμού. Αντίδοτο σε αυτές τις πιέσεις είναι η διασφάλιση της μεικτής χρήσης των αστικών κέντρων και η αποφυγή μετατροπής τους σε τουριστικά/θεματικά πάρκα ή αποθήκες ξεπλυμμένου χρήματος των νεόπλουτων ολιγαρχών και του οργανωμένου εγκλήματος. Σε αυτές τις προκλήσεις θα προσέθετα τη μαζική αποκοινωνικοποίηση των ανθρώπων, ειδικά των νεότερων, που παρατηρούμε εξαιτίας της ψηφιοποίησης και της αποεπένδυσης στον δημόσιο χώρο, στις δημόσιες υπηρεσίες και στις υποδομές και τη μετατόπιση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε εικονικές πραγματικότητες.

Οι μητροπόλεις, μαζί με την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι οι σπουδαιότερες εφευρέσεις του ανθρώπινου πολιτισμού. Η Νέα Υόρκη ασκεί αυτή την επίδραση πάνω μας ακριβώς επειδή αποτελεί την κορυφαία στιγμή αυτού του πολιτισμού∙ αυτής της αέναης ανθρώπινης προσπάθειας για προκοπή, για ένα καλύτερο αύριο, για ελευθερία, όχι όμως μέσω της απομάκρυνσης από τα εγκόσμια, αλλά σε αλληλεπίδραση, συναγωνισμό και συγχρωτισμό με το Άλλο. Δεν υπάρχει πιο ευγενές πράγμα από τη συνύπαρξη – από την αναγνώριση στο Άλλο του δικαιώματός του να υπάρχει – και η Νέα Υόρκη επιτρέπει στον καθένα να είναι ο εαυτός του. Για όλους αυτούς ακριβώς τους λόγους την έπληξαν οι ισλαμιστές τρομοκράτες την 11η Σεπτεμβρίου πυροδοτώντας τη Νέα Παγκόσμια Αταξία. Η Νέα Υόρκη όμως συσπειρώθηκε και επανήλθε πιο δυνατή.

Και μέχρι κάποια άλλη πόλη να βρει το μυστικό αυτής της μαγικής χημείας συγχρωτισμού των κοινοτήτων και ελευθερίας του ατόμου, ή μέχρι να αποφασίσουμε ότι τελικά δεν μας ενδιαφέρει να δίνουμε τη μάχη της ζωής στον πραγματικό χώρο και χρόνο αλλά μόνο ή κυρίως μέσα από οθόνες, η Νέα Υόρκη θα παραμένει φάρος και καθρέφτης.

Την πρώτη φορά που έφτασα στο Μανχάταν και βγήκα από το μετρό ένιωσα μια αίσθηση απόλυτης οικειότητας και ηρεμίας, σαν να βρισκόμουν στο σπίτι μου. Μεγαλώσαμε όλοι με τηλεοπτικές σειρές και ταινίες, με βιβλία, ήχους και αναπαράστασεις αυτής της πόλης. Με τα Φιλαράκια και το Sex and the City και το Mad Men. Με τις ταινίες του Σκορσέζε και του Γούντυ Άλλεν. Η οικειότητα όμως δεν οφείλεται μόνο στις αναπαράστασεις αυτές, αλλά στην ουσία αυτής της πόλης. Ως αρχετυπική μητρόπολη, πόλη-μητέρα και μήτρα πολιτισμού, η Νέα Υόρκη ανήκει σε όλους μας: σε αυτούς που γεννήθηκαν και πέθαναν εκεί, σε αυτούς που έδωσαν τα πάντα για να φτάσουν και να προκόψουν εκεί, σε αυτούς που την επισκέφθηκαν και σε αυτούς που την ονειρεύτηκαν χωρίς να καταφέρουν ποτέ να την επισκεφθούν.

Πέντε βιβλία, μία μίνι σειρά και μια ταινία για τη Νέα Υόρκη

Τα βιβλία

  1. Sarah Schulman (2012), ‘The Gentrification of the Mind: Witness to a Lost Imagination’, University of California Press
  2. Olivia Laing (2016), ‘The Lonely City: Adventures in the Art of Being Alone’, Picador
  3. Jesse Rifkin (2023), ‘This Must Be the Place: Music, Community and Vanished Spaces in New York City’, Hanover Square Press
  4. Bill Hayes (2017), ‘Insomniac City’, Bloomsbury
  5. Jane Jacobs (1961), ‘The Death and Life of Great American Cities’, Random House

Η μίνι σειρά
Mike Nichols / Tony Kushner, Angels in America (2004), HBO

Η ταινία
Lin-Manuel Miranda / Jonathan Larson (2021), Tick, Tick… Boom!

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου