Ταξιδια

Η Λέρος του Αλέξανδρου Μασσαβέτα

«Όσοι ανήκουμε στο κοινό αυτό ευχόμαστε το νησί να διατηρήσει την ιδιοσυγκρασία του»

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 836
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας αποκαλύπτει για τα δυο πράγματα που διέσωσαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Λέρου

Αν αυτό που σε φτιάχνει είναι οι αχανείς αμμουδιές, τα κατάμεστα μπαρ, τα «κοσμικά» μέρη, το ξεφάντωμα μέχρι πρωΐας, μην πας στη Λέρο. Δεν θα σου αρέσει. Είναι ένα νησί με πολλές χάρες και έναν αέρα οικειότητας που απευθύνεται σε ένα ιδιαίτερο κοινό παραθεριστών. Μαγεμένοι, Έλληνες και ξένοι επιστρέφουν κάθε χρόνο. Όσοι ανήκουμε στο κοινό αυτό ευχόμαστε το νησί να διατηρήσει την ιδιοσυγκρασία του.

Τη Λέρο την έσωσαν δύο πράγματα: ότι δεν έχει τις απέραντες αμμουδιές, που γεμίζουν ομπρέλες και beach bars, αλλά πολλούς μικρούς κολπίσκους. Παράλληλα, η κακή φήμη που της «κόλλησε» η επί δεκαετίες παρουσία του ψυχιατρείου τρόμαζε τους αμύητους και τους κρατούσε μακριά. Τόσο το καλύτερο. Η Λέρος γλίτωσε τον μαζικό τουρισμό και όλα όσα φέρνει – τη βαβούρα, τους «influencers», τους νεόπλουτους, την ξέφρενη δόμηση.

ⓒ Αnastasia Dimitriadi/Unsplash

Ελάχιστα γνώριζα για το νησί πριν το πρωτογνωρίσω. Είχα ακούσει φυσικά για το ψυχιατρείο, αλλά και για το Λακκί (Portolago), μοναδική πόλη του ιταλικού «ρασιοναλισμού» στην ανατολική Μεσόγειο. Φτάνοντας με το καταμαράν από την Πάτμο, νυσταγμένος και κακόκεφος από το πρωινό ξύπνημα, δεν ήξερα τι να περιμένω.

Ένα από τα πιο ειδυλλιακά τοπία του Αιγαίου ξετυλίχθηκε μπροστά μου, στο πρωινό φως. Σε πρώτο πλάνο, το λιμάνι της Αγίας Μαρίνας, και πίσω του ο λόφος με το κάστρο των Κομνηνών στην κορυφή και τον οικισμό του Πλατάνου –την ιστορική «χώρα»– στην πλαγιά. Τα σπίτια εδώ, κύβοι νησιώτικης αρχιτεκτονικής, είναι, κατά τη δωδεκανησιακή παράδοση, χρωματική πανδαισία: άλλα είναι βαμμένα λευκά, άλλα σε τολμηρούς τόνους της ώχρας και του κεραμιδί. Κατά μήκος του κόλπου, ως το βάθος του ορίζοντα, ο ένας οικισμός διαδέχεται τον άλλον, ενώ στην ακτογραμμή στοιχίζονται αρμυρίκια και ευκάλυπτοι. Με το που πάτησα στην προβλήτα, η Λέρος άρχισε να με καταπίνει. Το ίδιο συνέβη με πολλούς, που, όπως εγώ, επιστρέφουν τακτικά.

Το νησί είναι γεμάτο λόφους και κόλπους. Έτσι, σε όποιο σχεδόν σημείο και να πας, βλέπεις τη θάλασσα. Οι λόφοι γεμάτοι εκπλήξεις – ξωκκλήσια, πύργοι, αλλά και πολυβολεία και οχυρωματικά έργα των Ιταλών και των Γερμανών: ολόκληρη η Λέρος είναι ανοικτό μουσείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για το μέγεθός της, φιλοξενεί μια εκπληκτική αρχιτεκτονική ποικιλία. Αναπάντεχη η προσθήκη, δίπλα στα νησιώτικα και τα νεοκλασικά, τα κτίσματατων Ιταλών, στον μοντερινισμό του Μεσοπολέμου. Το τοπίο στο Λακκί, όλο τολμηρές ευθείες και καμπύλες και γήινα χρώματα, θυμίζει πίνακα του Ντε Κίρικο.

Οι παραλίες, μικροί κολπίσκοι, είναι οι περισσότερες με βότσαλα. Σε πολλά σημεία βουτάς στα κρυστάλλινα νερά από πλατφόρμες, πάνω στα βράχια. Κάποια νυχτερινή ζωή υφίσταται, αλλά είναι παρεΐστικη, χωρίς βαβούρα. Εκεί που το νησί ξεχωρίζει, είναι στην κουζίνα και δη στα θαλασσινά. Δίπλα στις παραδοσιακές ταβέρνες ξεπήδησε ο Μύλος, εστιατόριο δημιουργικής κουζίνας, ένα από τα καλύτερα σε ολόκληρο το Αιγαίο.

Κότερα φέρνουν επισκέπτες από την Πάτμο και άλλα νησιά για «γαστρονομικό προσκύνημα» στον Μύλο. Κατά τα λοιπά, τα σοκάκια στην Αγία Μαρίνα, τον Πλάτανο, το Λακκί είναι ήσυχα, οι παραλίες συνήθως δεν έχουν πολύ κόσμο (μόνη εξαίρεση οι δύο πρώτες εβδομάδες του Αυγούστου) και τα πάντα θυμίζουν μια Ελλάδα παγωμένη στον χρόνο. Μακάρι να μείνουν έτσι και, όσοι αγαπήσαμε τη Λέρο, να επιστρέφουμε κάθε φορά γοητευμένοι…

ⓒAnastasia Dimitriadi/Unsplash

* Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Η Τρίτη Ρώμη» κυκλοφορεί από τις εκδ. Πατάκης.