Ταξιδια

Η Φολέγανδρος του Παύλου Θ. Κάγιου

Όσο κρατάει ένας αναστεναγμός

ΤΕΥΧΟΣ 490
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Φολέγανδρος: Ο Παύλος Θ. Κάγιος γράφει για το αγαπημένο του νησί στην Athens Voice

Πάει ένας χρόνος που η ζωή μου ήρθε τούμπα. «Απέδειξε τι αξίζεις, μην ξεχάσεις τα όνειρά σου, ή τώρα ή ποτέ», ένιωσα να λέει στην ψυχή μου ο άνθρωπος-ορόσημο στη ζωή μου που χάθηκε σε εκείνο το τροχαίο, ενώ εγώ που ’μουν συνοδηγός σώθηκα. Ας είναι καλά οι φίλοι που μου συμπαραστάθηκαν μέχρι να συνέλθω, μα το νιώθω: τα χρόνια της αθωότητας τελείωσαν.

«Ο έρωτας με έρωτα γιατρεύεται» λένε οι φίλοι και με αγάπη με σέρνουν πέρα-δώθε να γνωρίσω νέα πρόσωπα και ετοιμάζουν διακοπές στη Φολέγανδρο… Και φτάνει στη ζωή μου η Άννα… Αυτή έρχεται από ένα ζωντανό χωρισμό. Μετά από ένα χρόνο είναι η πρώτη φορά που το βλέμμα του άλλου δεν μου μοιάζει γυάλινο και το άγγιγμα δεν με καίει σαν να πιάνω κολόνα πάγου…

«Τώρα που υπάρχει και η Άννα δεν έχεις κανένα λόγο να αρνείσαι να ’ρθεις μαζί μας στη Φολέγανδρο» μου λένε οι φίλοι και κλείνουν καράβι, δωμάτια. Και ξεκινάμε…

Αντικρίζοντας από το καράβι τη Φολέγανδρο –ή Πολύκανδρος–, που είναι μεταξύ Μήλου και Σίκινου, θαμπώνομαι από το πράσινο χρώμα των βράχων της και μάταια ψάχνει το μάτι μου να δει μια σκιά, ένα δέντρο, όλα καίγονται στο αιγαιοπελαγίτικο φως του Αυγούστου – «έτσι δεν θα ’χεις να κρυφτείς πουθενά» ακούω μέσα μου… Αφήνουμε το αδιάφορο Καραβοστάσι, το λιμάνι, μα όσο πλησιάζουμε τη Χώρα και το βενετσιάνικο Κάστρο κάτω από το οποίο είναι τα δωμάτια που θα μείνουμε, ξεκινούν μουσικές μέσα μου και η ομορφιά είναι τόση που έρχεται στα χείλια μου ο στίχος «κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα…».

«Όπου κι αν ταξιδεύσουμε ας έχουμε τη μνήμη σημαία» μου λέει η ανάσα της Άννας, σαν να διαβάζει τις σκέψεις μου, και μου σφίγγει το χέρι… Πάμε για μπάνιο στην Αγκάλη, την πιο «οικογενειακή» παραλία. Το απόγευμα περπατάμε στα σοκάκια της Χώρας και ξαφνιάζομαι ευχάριστα που πολλά απ’ αυτά σε απεγκλωβίζουν βγάζοντάς σε στις πλατείες, κάτι που δεν το βλέπεις συχνά σε αιγαιοπελαγίτικα νησιά, ενώ στην Πιάτσα το κέφι σε ξημερώνει...

Το βράδυ κάνουμε έρωτα με την Άννα, μα ο νους μου μένει ακόμα στο χτες, στα παλιά... Την άλλη μέρα πάμε στα Βορινά με την πράσινη πέτρα. Τη μεθεπόμενη στα Φηρά με τους γυμνιστές – «και στον Γαλίφο κάνουν γυμνισμό» λέει ένας φίλος. Τις επόμενες μέρες συνεχίζουμε στο Λειδαβάκι, στα Σεριφιώτικα, στον Άγιο Νικόλαο, στο Λατινάκι, στον Βιτσέντζο. Κι ένα απόγευμα ανεβαίνουμε στα παραδοσιακά Άνω Μεριά που κάθε σπίτι είναι ένας μικρός κηπευτικός παράδεισος κι όλοι ενθουσιάζονται με τον κρασάτο κόκορα και το γλυκό καρπουζένια.

Προς το τέλος των διακοπών παίρνουμε το καϊκάκι και φτάνουμε στο Κάτεργο, μένω άναυδος και μονολογώ: «Εδώ θέλω να μείνω»! Τέτοια νερά, τέτοια άμμο, τέτοια κάψα και τέτοια απόκοσμη ομορφιά σπάνια αντικρίζεις. Μετά από τρεις μέρες οι φίλοι φεύγουν. Εγώ και η Άννα «ξεχνιόμαστε» στο Κάτεργο…

Κι όσο καίγομαι στο Κάτεργο, όλο και πιο πολύ νιώθω πως η ζωή κρατάει όσο η πρωινή δροσιά στα φύλλα των δέντρων. Και ο έρωτας; Πόσο κρατάει; Όσο ένας αναστεναγμός;


* Ο Παύλος Θ. Κάγιος είναι συγγραφέας. Τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη (το τελευταίο του μυθιστόρημα «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ» κυκλοφόρησε το 2013).