Ταξιδια

Το Ζαγόρι είναι βουνό, ποτάμι, γεφύρι, ιστορία, παράδοση, γλέντι

Το Ζαγόρι είναι έρωτας με την πρώτη ματιά.

Νεκταρία Ζαγοριανάκου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ιστορία του Ζαγορίου, τα βουνά, τα γεφύρια, τα ποτάμια, οι μάστορες, η παράδοση, το γλέντι, τα πανηγύρια του.

Μια φορά κι έναν καιρό, στην περιοχή της Ηπείρου έφτασαν οι πρώτοι Έλληνες, οι Μολοσσοί. Ήταν νομάδες, έψαχναν έναν καλό τόπο γι’ αυτούς και τα κοπάδια τους. Αντίκρισαν τα μεγαλοπρεπή βουνά της Πίνδου και μαγεύτηκαν. Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στην Παροραία, στον τόπο δηλαδή «παρά το όρος». Έζησαν καλά. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν μέσα στα χρόνια πολλοί λαοί, όπως οι Σλάβοι, οι οποίοι άφησαν το στίγμα τους ονομάζοντάς τον τόπο μας Ζαγόρι.

Οι Βυζαντινοί μας έφτιαξαν εκκλησιές ξακουστές που η ομορφιά τους λάμπει μέχρι σήμερα, μετά ήρθαν οι Τούρκοι, βλέπεις όλοι το 'θέλαν το Ζαγόρι μας. Οι Ζαγορίσιοι τότε ενώθηκαν και φέρθηκαν έξυπνα. Ο Σινάν-πασάς μπορεί να νίκησε στη μάχη αλλά η αλήθεια είναι ότι εμείς κερδίσαμε. Συνθηκολογήσαμε με τον πασά κι εκείνος μας έδωσε «σουρούτια», προνόμια δηλαδή και από τότε Τούρκος στα χώματά μας δεν ξαναπάτησε χωρίς τη θέλησή μας και δεν αλλαξοπιστήσαμε. Είχαμε όμως και τ’ αγκάθι μας, το βοϊνίκο. Κάθε χρόνο έφευγαν τα παλικάρια μας για την Πόλη να πάνε υπηρέτες στ’ άλογα του Σουλτάνου. Άλλοι γυρνούσαν, άλλοι όχι. Εκεί το κλάμα της μάνας ήταν αβάσταχτο μα έκανε υπομονή, γιατί ο τόπος της είχε μεγαλύτερη σημασία και η δική θυσία της ήταν θυσία για όλους.

«Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη, που καβαλίκεψεν ο νιός και πίσω δεν εφάνη»... Πολλοί δε γύρισαν. Άλλοι έμειναν στην Πόλη, άλλοι στη Σμύρνη, στην Οδησσό, στην Αλεξάνδρεια. Μορφώθηκαν, δούλεψαν σκληρά, ασχολήθηκαν με το εμπόριο, πλούτισαν, έγιναν σημαντικοί άνθρωποι αλλά πάντα κουβαλούσαν μέσα τους το Ζαγόρι και τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Ο τόπος μας γνώρισε μέρες λαμπρές, οι άνθρωποί μας έστελναν χρήματα και φτιάχτηκαν σχολεία, δρόμοι, γεφύρια και το κυριότερο βοήθησαν στον αγώνα της απελευθέρωσης του τόπου μας. Έμειναν στην ιστορία. Βλέπεις, είναι διάσημοι οι Ηπειρώτες ευεργέτες...

 

Σαράντα έξι οικισμοί, χωρισμένοι στα τρία.  Δυτικό, Ανατολικό και Κεντρικό. Ο χωρισμός δεν είναι τυχαίος. Στηρίζεται στα διαφορετικά φυσικά όρια που δημιουργούνται από τα ποτάμια, τις χαράδρες και τα δάση.

Οι πόρτες των σπιτιών στο Ζαγόρι σε μεταφέρουν πίσω στον χρόνο, σε κάνουν να ζήσεις παλιές στιγμές.

«Ο νους πετάει και στέκεται σε γνώριμο σοκάκι στέκει
σ’ οξώπορτες βαριές σε γελαστά πεζούλια»

Δίλοφο / © Μενέλαος Συκοβέλης

Σου μιλούν, διηγούνται τη ζωή των ανθρώπων. Πρωταγωνιστούν στις στιγμές του αποχωρισμού, στον ξενιτεμό, στις στιγμές χαράς, όταν το νιόπαντρο ζευγάρι περνούσε το κατώφλι και η πεθερά έσπαγε το πιάτο να φύγει το κακό το μάτι, κι η νύφη πατούσε το σίδερο για να ’ναι σιδερένια. Κυρίως όμως αφηγούνται τις απλές καθημερινές στιγμές, που είναι όλη η ζωή.

Οι πόρτες διαχώριζαν την ιδιωτική από την κοινωνική ζωή. Σε κλειστές κοινωνίες όπως αυτές του Ζαγορίου το ήθος καθοριζόταν από ιδιαίτερα αυστηρούς κανόνες τους οποίους, όταν ο αφέντης του σπιτιού ήταν ξενιτεμένος, η Κυρά-μάνα, ή η μεγάλη αδελφή ή η νύφη αναλάμβαναν να διατηρήσουν. Η ιδιωτική τους ζωή ήταν αυστηρά μυστική και προ- φυλαγμένη, όπως συνήθιζαν να λένε: «Καθένας ξέρ’ τι κλιάει η πόρτα τ’»

Πόρτα στο Δίλοφο / © Μενέλαος Συκοβέλης

Το Ζαγόρι είναι βουνό, είναι χαράδρα, είναι ποτάμι. Οι κάτοικοι, έπρεπε να λύσουν προβλήματα καθημερινής επιβίωσης, επικοινωνίας και ανάπτυξης. Ξεκινά, κάπως έτσι η ιστορία των διάσημων γεφυριών του τόπου. Πολλά από τα γεφύρια του 18ου και 19ου αιώνα χτίστηκαν πάνω στα ερείπια παλιών γεφυριών.

Αρίστη / © Μενέλαος Συκοβέλης

Τα ηπειρώτικα μπουλούκια, οι άνθρωποι που κατασκεύαζαν τα πέτρινα γεφύρια, απέκτησαν γρήγορα μεγάλη φήμη και κύρος. Τους ονόμαζαν κιοπρουλίδες (κιοπρού, τούρκικη λέξη, σημαίνει γεφύρι). Είχαν δική τους γλώσσα επικοινωνίας, «τα κουδαρίτικα», έτσι ώστε να προφυλάσσουν την τέχνη τους. H ιεραρχία στην ομάδα ήταν ιερή, το μπουλούκι είχε αρχηγό, τον πρωτομάστορα (κάλφα), ο οποίος είχε μια σειρά από προνόμια αλλά και από βαριές ευθύνες, ακολουθούν οι μάστορες, οι πετράδες, οι μαραγκοί και τα τσιράκια, τα παιδιά που μάθαιναν την τέχνη.

Το γεφύρι, έπαιρνε το όνομά του, από τον χρηματοδότη της κατασκευής, ή της επισκευής του. Έτσι εξηγείται το ότι ορισμένα γεφύρια έχουν δύο ή και τρία ονόματα. Τα γεφύρια στο Ζαγόρι, είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθούν διότι η μορφολογία του εδάφους και η θέση τους ποικίλει από περιοχή σε περιοχή, επίσης δεν φτιάχτηκαν όλα από το ίδιο «μπουλούκι», με αποτέλεσμα το κάθε ένα να έχει το δικό του χαρακτήρα, ο οποίος πλάστηκε από τις ικανότητες και τη δεξιοτεχνία του πρωτομάστορα.

Ο τόπος αποτελεί φυτώριο σπουδαίων πρωτομαστόρων. Οικισμοί όπως η Πυρσόγιαννη, η Βούρμπιανη, τα Πράμαντα, οι Χουλιαράδες αποτελούν τον τόπο καταγωγής τους.

Η επιλογή της θέσης, η θεμελίωση και η κατασκευή του τόξου ήταν καθοριστικής σημασίας, εάν βρισκόταν ένας βράχος ως στήριγμα ή ένα σημείο που στενεύει το ποτάμι, η θέση θεωρούνταν ιδανική. Οι μαραγκοί κατασκεύαζαν τον ξυλότυπο και τις σκαλωσιές και στη συνέχεια το χτίσιμο του τόξου ξεκινούσε ταυτόχρονα και από τις δυο πλευρές. Τα υλικά κατασκευής προέρχονται από τη μητέρα φύση. Σχιστόλιθος, η πέτρινη ταυτότητα του τόπου, ασβέστη, ελαφρόπετρα, χώμα, νερό και ξερά χορτάρια, μαλλιά ζώων και ασπράδια αυγών, τα οποία αναμιγνύονταν και έφτιαχναν «το κουρασάνι».

Η ολοκλήρωση του χτισίματος γινόταν με την τοποθέτηση της κεντρικής πέτρας «της κλείδας» στην κορυφή του τόξου και ονομαζόταν έτσι διότι πραγματικά κλείδωνε την κατασκευή. Η σφικτή τοποθέτηση των λίθων του τόξου και της κλείδας, απαιτούσε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία, καλή γνώση του υλικού και της συνολικής κατασκευής, διότι η στατικότητα του κτίσματος βασιζόταν στη μεταβίβαση του βάρους, μέσω των ωθήσεων στις πλευρικές βάσεις των τόξων.

Τα γεφύρια είναι είτε πεδινά, είτε ορεινά. Έχουν ως κύριο γνώρισμά τους το τόξο, το οποίο προσδίδει σταθερότητα, χάρη κι ομορφιά τους. Συναντούμε μονότοξα, δίτοξα, τρίτοξα, ημικυκλικά ή οξυκόρυφα. Εκτός από τα βασικά τόξα υπάρχουν και μικρότερα τα οποία βοηθούν στη στατικότητα και στη λειτουργικότητα της συνολικής κατασκευής διότι επιτρέπουν τη γρήγορη διέλευση του νερού σε πλημμύρες. Τα μονότοξα γεφύρια κατασκευάζονταν σε σημεία όπου η απόσταση ανάμεσα στις δύο όχθες του ποταμού δεν ήταν μεγάλη και το έδαφος ήταν σταθερό. Αντίθετα, τα πολύτοξα γεφύρια τα συναντούμε σε σημεία όπου το πλάτος του ποταμού είναι μεγάλο. Το πλάτος του γεφυριού είναι λιγότερο από δυο μέτρα και το οδόστρωμά του χτίζεται με την τεχνική των καλντεριμιών, ακολουθώντας την καμπύλη του τόξου. Η τελική μορφή θυμίζει φυσική προέκταση του περιβάλλοντα χώρου, σαν να είναι η συνέχειά του. Δίπλα από το γεφύρι υπήρχε είτε μύλος, είτε χάνι, αυτό άλλωστε τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι ιδι- οκτήτες των μύλων έδιναν χρήματα για την συντήρηση ή ανακαίνισή τους και γι’ αυτό ορισμένα έχουν το όνομά τους.

Το φαράγγι του Βίκου είναι η ψυχή του Ζαγορίου. Είναι οι άνθρωποι που κατέθεσαν τα όνειρα τους στον τόπο, που έχτισαν τους οικισμούς, τα γεφύρια, τους νερόμυλους, τα μοναστήρια τους κατά μήκος του. Το φαράγγι, μια στενεύει και μια ανοίγει. Το τμήμα που εντυπωσιάζει πιο πολύ είναι ανάμεσα στα γεφύρια του Κόκκορου-Νούτσου και της Κλειδωνιάς. Το φαράγγι σχίζει το Ζαγόρι στα δυο. Εκτείνεται από τους οικισμούς Mο- νοδένδρι και Κουκούλι έως τον οικισμό Βίκος. Στο κάτω μέρος ρέει ένας χείμαρρος, ο οποίος στην έξοδο του φαραγγιού δίνει τη θέση του στον ποταμό Βοϊδομάτη. Νερό έχει συνήθως μόνο εποχιακά, ωστόσο η ορμή του έχει γεμίσει την κοίτη του με τεράστιους ογκόλιθους, λειασμένους και στρογγυλεμένους.

Πάπιγκο / © Μενέλαος Συκοβέλης

Ζαγόρι σημαίνει πλάτανος, σημαίνει μεσοχώρι, σημαίνει τραγούδι, σημαίνει χορός. Το μεσοχώρι, είναι το κέντρο του οικισμού, είναι η αφετηρία όλων, εκεί βρίσκεται η εκκλησία, το σχολείο, εκεί βρίσκεται και ο πλάτανος, εκεί ξεκινάει και το πανηγύρι που είναι το σημαντικότερο κοινωνικό γεγονός της ζωής των κατοίκων, που το προσμένουν με αγωνία όλο το χρόνο.

Το κυρίως πανηγύρι είναι βραδινό. Διοργανώνεται προς τιμή της γιορτής του πολιούχου αγίου της κεντρικής εκκλησίας του οικισμού ή των μεγάλων μοναστηριών. Η διάρκειά του ποικίλει από δυο έως τέσσερις μέρες. «Το ζιαφέτι», είναι γλέντι της ημέρας πρωινό ή βραδινό στο οποίο συμμετέχουν λίγα άτομα (25-30), με φαγητό, γίνεται είτε στην ονομαστική εορτή κάποιου είτε στη γιορτή αγίου έξω από την εκκλησία όπως π.χ. του προφήτη Ηλία στη Βίτσα ή του Αγίου Πνεύματος στους Νεγάδες, ή στο Τσεπέλοβο στον Άγιο Ιωάννη τον Ρογκοβό.

Τα όργανα της ορχήστρας είναι το κλαρίνο, το ντέφι, το βιολί και το λαούτο. Τα όργανα σε αντίθεση με τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας όπου συνήθως βρίσκονται σε εξέδρα, έξω από το χορό, στο Ζαγορίσιο γλέντι βρίσκονται στο κέντρο του χορού, διότι το κλαρίνο και ο πρώτο- χορευτής πρέπει να έχουν άμεση επαφή.

Το πανηγύρι είναι ιεροτελεστία. Το γλέντι ξεκινάει με τα τραγούδια της τάβλας (ακουστικά, καθιστικά τραγούδια, μοιρολόγια) και στη συνέχεια ακολουθεί ο χορός, ο Ζαγορίσιος. Τα τραγούδια διηγούνται τον έρωτα, το γάμο και την ξενιτιά.

Η μουσική ξεκινάει με οργανικά τραγούδια, όπως η Ποταμιά (συρτό), η φράσια, η γράβα, το Πάπιγκο. Τα πρώτα βράδια του πανηγυριού χορεύουν πρώτοι οι φιλοξενούμενοι, ενώ οι ντόπιοι χορεύουν τελευταίοι. Το χορό ανοίγουν οι ηλικιωμένοι, ως ένδειξη σεβασμού, ύστερα τα νεαρά άτομα, ακολουθούν οι γυναίκες και τέλος οι άντρες οι οποίοι έως εκείνη τη στιγμή παρακολουθούν το χορό και «κερνούν» χρήματα «στα όργανα». Όταν έρχεται η σειρά τους είναι αυτοί που έχουν τον έλεγχο του πανηγυριού, αυτό σημαίνει ότι το κλαρίνο πρέπει να παρακολουθεί και να καταλαβαίνει τις επιθυμίες του πρωτοχορευτή με βάση την αρχοντιά, την περηφάνια και φυσικά τα χρήματα που «ρίχνει» στα όργανα.

Πετρολούκας Χαλκιάς / Μενέλαος Συκοβέλης

Ο Ζαγορίσιος, είναι από τους πιο γνωστούς χορούς. Είναι αργός, στρωτός με κύριο στόχο να αναδειχθεί η γυναικεία ομορφιά και χάρη. Γνωστά τραγούδια είναι η Μπωλονάσενα, η Μπαζαρκάνα, η Αλεξάνδρα, οι κλέφτες, η Γενοβέφα (οργανικό), η Γράβα (οργανικό).

Οι ιστορίες του χορού και του γάμου αφθονούν. Πολλές φορές ενώ είχε ήδη γίνει το προξενιό ο γαμπρός πήγαινε να δει τη νύφη στο χορό, εκεί θα καταλάβαινε.

Οι άντρες χορεύουν τα συρτά, τη Φράσια (οργανικός χορός), τα χαβάδια. Τα συρτά χορεύονται ή προς το τέλος του γλεντιού ή το τελευταίο βράδυ του πανηγυριού, από τους γλεντζέδες. Επίσης χορεύουν τσάμικο, με Ζαγορίσιο βήμα, την Τριανταφυλλιά, την Καλονυχτιά, καθώς και αρκετά πωγωνίσια τραγούδια. Καθώς πλησιάζει η λήξη, ο κάθε οικισμός έχει το δικό του τρόπο αποχαιρετισμού, π.χ. στο Τσεπέλοβο, τα όργανα και ο κόσμος πηγαίνουν στη βρύση του Οικονόμου, εκεί συνεχίζουν το γλέντι, ρίχνουν ο ένας νερό στον άλλον, ώσπου να αποφασίσουν τα όργανα ότι έφτασε το τέλος για αυτή τη χρονιά, αποχαιρετίζονται λέγοντας: «του χρόνου να ‘μαστε καλά να ανταμωθούμε».

Ευτυχείτε, αγαπητοί.

Οι φωτογραφίες είναι του Μενέλαου Συκοβέλη