Ταξιδια

Η Ίος του ποιητή Γιώργου Χρονά

Είδα τη γυμνή από δέντρα και πράσινο Ίο να μου χαμογελά.

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 444
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιώργος Χρονάς γράφει στην ATHENS VOICE για την Ίο.

Η γυμνή μου Ίος.
Τα πρώτα νησιά που γνώρισα ήταν η Αίγινα και ο Πόρος. Η Αίγινα μου φάνηκε να πλέει στα αβαθή. Και ο Πόρος σε υψηλή θερμότητα στα νερά της θάλασσας. Ήταν οι πρώτες, παιδικές μου εκδρομές, μετά το μάθημα της γεωγραφίας στο σχολείο. Το 1993 γνώρισα την Ίο. Ο Μιχάλης και η Μαρία με περίμεναν. Κοιμήθηκα σ’ ένα δωμάτιο ψηλά στο λόφο δίπλα στους ανεμόμυλους. Ο νυχτερινός άγριος άνεμος παρέσερνε τα πάντα σαν καλοκαιρινή θύελλα. Το πρωί μού μίλησαν για τον άνεμο που δροσίζει τις Κυκλάδες. Κι όταν σταματήσει, σημαίνει καύσωνας, νερό, ιδρώτας, ζάλη.

Είδα κολυμπητές να κολυμπούν στα αβαθή και άλλους να νικούν το κύμα. Τα σώματά τους λάμπανε. Τους είδα να φιλιούνται στην αρμύρα, στα νερά της θάλασσας, κι άλλους να διαπληκτίζονται για ανοησίες. Ζεύγη που δεν πρόλαβαν να συνεννοηθούν. Μητέρες που δεν πρόλαβαν να απογαλακτίσουν τον δεκαεξή γιο τους.

n

O Γιώργος Χρονάς στα πρώτα του μπάνια.

Πήγα σ’ όλες τις παραλίες. Έμαθα τα ονόματά τους. Μου μίλησαν για οικόπεδα βουλευτών και πλουσίων. Είδα όλες τις φυλές του κόσμου. Λευκούς Σουηδούς και Βρετανούς. Ιταλούς και Ισπανούς. Γάλλους και Αυστριακούς. Έλληνες από τα Γιάννενα και τη Θεσσαλονίκη. Από τα Χανιά και τη Σπάρτη... Ερχόντουσαν για να ρουφήξουν ήλιο και φως. Ένα δαιμονικό φως. Που όλα τα εξουθενώνει. Και νύχτες γεμάτες αλκοόλ και δυνατά αισθήματα. Μελέτησα τη μέθη τους, όπως και τα σκαλιά για να ανέβω να αγοράσω τις εφημερίδες που έφερνε το μεσημεριανό καράβι.

Είδα να κολυμπούν σε πισίνες, δίπλα στα καφέ. Να λιάζονται κρατώντας βιβλία της αλλοδαπής, εγχώριας σκέψης για τους Έλληνες αναγνώστες. Αντηλιακά δίπλα σε προφυλακτικά και αναψυκτικά με ενισχυμένες τις απαγορευμένες δόσεις. Δύναμη μέσα από την ασθένεια της υπερβολής. Της νέας μοντέρνας ζωής. Κι είδα τη γυμνή από δέντρα και πράσινο Ίο να μου χαμογελά. Να μου κλείνει το μάτι για τον παράδεισο που τρέφει η φαντασία. Ο Νίκος Καζαντζάκης. Κι έμαθα για τον Παύλο Σιδηρόπουλο, που την αγαπούσε, σαν σπάνια μουσική, που ακούει τις νύχτες, όταν έπεφτε σε ύπνο, για να ξεχάσει την παραμύθα - ηρωίνη.

Ύπνε, αδελφέ του θανάτου, δώσε παρηγοριά στα χείλη του Παύλου, που στέγνωσαν στην κάψα του καλοκαιριού, στη γυμνή μας Ίο.


Γιώργος Χρονάς είναι ποιητής, εκδότης του περιοδικού «Οδός Πανός»