Ταξιδια

Η Αντίπαρος του Γιώργου Γερανίου

Περπατούσα αργά με τους ώμους χαλαρούς. Μόνο το γέλιο μου ακουγόταν δυνατά. Κι είχα γελάσει τόσο πολύ τότε...

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 444
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιώργος Γερανίου γράφει στην ATHENS VOICE για την Αντίπαρο.

Αντίπαρος 2008, 8-14 Αυγούστου

Το 2008 βρέθηκα στην Αντίπαρο με τον Μάρκο και άλλους 10-15. Ούτε θυμάμαι ποιοι ήταν οι άλλοι. Κάθε μέρα έφευγε κάποιος και ένας άλλος έπαιρνε τη θέση του σε ένα από τα δωμάτια του Πατέλη (Pandrosos). Νομίζω ο Μάρκος είχε κλείσει όλα τα δωμάτιά του για 7 μέρες. Οι άνθρωποι που έρχονταν ήταν και το μόνο που άλλαζε αυτές τις 7 μέρες. Κατά τ’ άλλα, ζούσαμε τη Μέρα της Μαρμότας.

Ξυπνούσαμε, ανοίγαμε το παράθυρο που είχε θέα στην Πάρο και στο σταχτί γάιδαρο που βρισκόταν στο χωράφι μπροστά μας, μονίμως σκυμμένος να μασουλάει κάτι. Είχαμε διακοσμήσει το δωμάτιο με τρεις αφίσες. Μία του Ριβάλντο στην ΑΕΚ, μία από την πρεμιέρα του Giagonan και μία της ταινίας «Η ιστορία της καμήλας που δάκρυσε».

Αφού περνούσαμε από τη Μαργαρίτα για πρωινό (καφέ, μπανάνα/γάλα/μέλι, κανένα σάντουιτς, ομελέτα...) και αφού η ώρα είχε πάει 12-1, παίρναμε το δρόμο για την Ψαραλυκή Β, μπροστά από το τελευταίο αρμυρίκι, ακριβώς πριν αρχίσουν τα βραχάκια. Η Ψαραλυκή της Αντιπάρου είναι η καλύτερη παραλία για παιδιά και ιδανική για τεμπέληδες σαν και εμάς. Περπατάς στη θάλασσα για καμιά 500αριά μέτρα και ακόμα το νερό σού φτάνει στα γόνατα. Το 2006, μας είπαν, μετά από ένα μεγάλο χιονιά στα Βαλκάνια, η Ψαραλυκή για ένα μήνα είχε γεμίσει κύκνους που είχαν βρει καταφύγιο εκεί. Και τι δεν θα ’δινα να έβλεπα αυτό το θέαμα.

Εκεί καθόμασταν μέχρι τις 8 το βράδυ (με διαλείμματα στο «Time Marine» για νερό ή καμιά φρουτοσαλάτα). Μας έπαιρνε ο ύπνος κάτω από τον ήλιο και καιγόμασταν μόνο από τη μία πλευρά. Σαν ηλίθιοι φυσικά που ήμασταν, τα αντηλιακά τις περισσότερες φορές τα αφήναμε στο δωμάτιο. Bάζαμε ο ένας στον άλλο τραγούδια στο ipod (Wiston Tong, John Foxx, Endgames), μιλούσαμε με τις ώρες για μουσική, γράφαμε βλακείες στην άμμο, μπαίναμε και καθόμασταν σαν τις γιαγιάδες στα ρηχά με τις ώρες και ο Μάρκος (για να μην είμαστε συνέχεια μονότονοι και μιλάμε για μουσική) άρχιζε να μιλάει για το δεσποτάτο του Μυστρά και για τους Φράγκους στην Ελλάδα (όχι την οικογένειά του). Ήταν η πετριά που είχε φάει εκείνη την περίοδο.

Αφού είχαμε μουλιάσει και κοκκινίσει σαν αστακοί, ξεκινούσαμε για τον «Παύλο» ή την «Κληματαριά» για φαγητό. Μετά στο δωμάτιο. Αν είχαμε όρεξη για βόλτα πηγαίναμε για κανένα ποτό στο «Sunset» ή στην πλατεία, αλλιώς ύπνο. Υπήρχαν βέβαια και οι υπόλοιποι 10-15 που ακολουθούσαν κι αυτοί, αλλά δεν τους θυμάμαι καθόλου. Ήταν οι πρώτες και τελευταίες διακοπές στη ζωή μου που ήμουν τόσο χαλαρός. Περπατούσα αργά με τους ώμους χαλαρούς. Μόνο το γέλιο μου ακουγόταν δυνατά. Κι είχα γελάσει τόσο πολύ τότε...


Γιώργος Γερανίου είναι φωτογράφος και συνιδιοκτήτης της Undo Records