Ταξιδια

Μέρες στο Μαρόκο

Ο Αχιλλέας Σωτηρέλλος επισκέπτεται την πιο ιστορική πόλη της χώρας

Αχιλλέας Σωτηρέλλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Απέχει αεροπορικώς μόλις λίγες ώρες από τις περισσότερες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις και ένα τσιγάρο δρόμο από τις νότιες ακτές της Ισπανίας, εντούτοις παραμένει μυστηριώδες, εξωτικό, εγκλωβισμένο ανάμεσα στην ένδοξη ανατολίτικη μυθολογία του και τα σύγχρονα αστικά στερεότυπα. Μια βόλτα κατά κει αρκεί ώστε η περιέργεια να μετατραπεί σε ανακάλυψη, από τις πόλεις με τις οποίες υπάρχει απευθείας αεροπορική σύνδεση επιλέγω την λιγότερο τουριστική και περισσότερο ιστορική. Το όνομα αυτής: Φες.

Ημέρα 1η

Άφιξη και πρώτες εντυπώσεις, ο διεθνής αερολιμένας θυμίζει αντίστοιχο νησιού άγονης γραμμής, στους τοίχους των δημοσίων υπηρεσιών του αεροδρομίου καμαρώνει η φωτογραφία του Βασιλιά, τις επόμενες ημέρες η φυσιογνωμία του θα με ακολουθεί παντού, τυπωμένη στα χαρτονομίσματα, κρεμασμένη στα κρεοπωλεία και τα μανάβικα, στους σταθμούς των τρένων και στα καφενεία, αλλά μέχρις εκεί, ο άνθρωπος δεν είναι Καντάφι ώστε η προσωπογραφία του να καταλαμβάνει θεόρατους τοίχους κτηρίων, και συν τοις άλλοις, εδώ που τα λέμε, είναι και ομορφόπαιδο…

Ο ταξιτζής, αφού μου απαγορεύσει ρητά να φορέσω τη ζώνη ασφαλείας- μη τη χαλάσω κιόλας-, με μεταφέρει στην παλιά πόλη όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο μου, δεξιά και αριστερά, καθ’ όλη τη διαδρομή, αντικρίζω γιαπιά και παραπήγματα να εναλλάσσονται με γκρουπ πολυτελών κατοικιών, τα κράσπεδα και τα πεζοδρόμια φαγωμένα, τα αυτοκίνητα παλιάς τεχνολογίας και ρυπογόνα. Μισή ώρα αργότερα φτάνουμε έξω από την πόλη της Μεντίνα (ή Fes El Bali), την πιο ιστορική πόλη της χώρας και την πιο άριστα διατηρημένη σε όλο τον αραβικό κόσμο, στα σοκάκια της δεν χωράει ούτε Smart που λέει ο λόγος. Αφού παζαρέψουμε κάνα-δυό λεπτά το αντίτιμο της κούρσας, καθώς και στο «γδύσιμο» υπάρχουν όρια, ανοίγω την πόρτα για να κατευθυνθώ προς το ξενοδοχείο, «όλο ευθεία» μου λέει, μόνο που το «όλο ευθεία» είναι μια κουβέντα, καθώς εδώ μιλάμε για τον μεγαλύτερο λαβύρινθο στον κόσμο, και το μεγαλύτερο παζάρι επίσης. Τα σοκάκια περιπλέκονται άναρχα, στα μικρομάγαζα απλώνονται όλων των ειδών οι πραμάτειες, οι ευωδιές των καρυκευμάτων σου τρυπάνε τη μύτη και αν ακούσεις κάποιον πίσω σου να φωνάζει υστερικά «belek, belek!» οφείλεις να κάνεις στην μπάντα προτού νιώσεις την ζεστή ανάσα κάποιου γαϊδουριού υπερφορτωμένου με ένα σωρό δέματα να σου χαϊδεύει το σβέρκο. Εικόνα βγαλμένη από τη Βίβλο. Το ξενοδοχείο φυσικά δεν υπάρχει περίπτωση να το βρω δέκα χρόνια να ψάχνω και έτσι ρωτάω έναν μαγαζάτορα που βάζει τον παραγιό του να με οδηγήσει εκ του ασφαλούς.

Ημέρα 2η

Πρωινό εγερτήριο έπειτα από έναν γλυκό ύπνο, σε ένα τέτοιο ξενοδοχείο δεν θα περίμενα κάτι λιγότερο, πρώην παλάτι μαυριτανικής αρχιτεκτονικής, άριστα ανακαινισμένο με απόλυτο σεβασμό στην ιστορία του. Μια πραγματική όαση σε σχέση με το χάος που το περιβάλει χωρίς ωστόσο να είναι η μοναδική. Στην αραβική γλώσσα τέτοιου είδους παραδοσιακά οικήματα ονομάζονται Ριάντ (Κήπος), τα δωμάτια είναι χτισμένα περιμετρικά γύρω από ένα αίθριο με σιντριβάνι και τα μπαλκόνια διακοσμημένα με ξυλόγλυπτες καμάρες. Στο καλαίσθητο λεύκωμα του διαβάζω ότι άνηκε σε έναν γιατρό, καθηγητή του τοπικού πανεπιστημίου τον 17ο αιώνα και υπέρμαχο των δικαιωμάτων των γυναικών.

Από τη χαλαρωτική ησυχία βγαίνω στην πόλη και την οχλοβοή του παζαριού, κάθε λίγο και λιγάκι με προσεγγίζουν πιτσιρίκια και αλητάμπουρες προθυμοποιούμενοι να με ξεναγήσουν, να με πάνε στα «καλά» εστιατόρια (απ’ όπου παίρνουν προμήθεια), να μου δείξουν τα περίφημα βυρσοδεψία, να μου πουλήσουν «μαύρο» και γενικώς να μου σπάσουν τα νεύρα. Είναι οι λεγόμενοι «Faux guides» και το καλύτερο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να τους αγνοήσει, ακόμα ωστόσο και αν χρειαστεί να περάσουν δέκα με δεκαπέντε λεπτά για να ξεφορτωθείς τον πρώτο, δεν θα περάσουν παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να πάρει τη θέση του ο επόμενος, η περιπλάνηση στην παλιά πόλη είναι μια ολόκληρη περιπέτεια, οι αντοχές σου δοκιμάζονται, ο προσανατολισμός σου πάει περίπατο και τα αισθητήρια όργανα σου βομβαρδίζονται από ένα σωρό αντιμαχόμενα ερεθίσματα.

Στο δρόμο του γυρισμού, όλοι εκείνοι που βλαστημούσες την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκαν μετατρέπονται ξαφνικά στον πιο πολύτιμο σύμμαχο σου, αν ωστόσο δεν θες να υποβληθείς ξανά στην νιοστή επανάληψη του τετράπτυχου ξενάγηση-εστιατόριο-βυρσοδεψία-«μαύρο», προσπάθησε να διαλέξεις κάποιον προτού σε διαλέξει, με εξαίρεση τους επαγγελματίες κολαούζους οι υπόλοιποι ντόπιοι είναι εξυπηρετικότατοι, πιάνω κουβέντα με ένα Βερβέρο πιτσιρικά σε ένα καφενέ της συμφοράς και τελειώνοντας το τσάι μας με οδηγεί στο άψε σβήσε έξω από την πόρτα του ξενοδοχείου, του δίνω είκοσι ντίραμ, μου σφίγγει το χέρι και με αγκαλιάζει σφιχτά. Άλλωστε γνωρίζουμε και οι δυο ότι δεν είναι το αντίτιμο που μετράει αλλά η χειρονομία και η ένδειξη εμπιστοσύνης, κάτι βαθιά ριζωμένο στη φιλοσοφία των κατοίκων αυτής της χώρας όπως θα διαπιστώσω τις επόμενες μέρες.

Ημέρα 3η

Παρασκευή και μέρα προσευχής, τα πάντα κλειστά, να χαθώ πάλι στον λαβύρινθο και επιπλέον να μη δω και τίποτα δεν αξίζει, χαλάρωση στην ταράτσα του ξενοδοχείου κάτω από τον καυτό ήλιο, υπό τη φωνή του μουεζίνη που ξεχύνεται από τη ντουντούκα του μιναρέ. Ο Αλλάχ είναι μεγάλος…

Ημέρα 4η

Αλλαγή ξενοδοχείου και αλλαγή παραστάσεων, από την παλιά πόλη μεταφέρομαι στην καινούργια (Nouvelle ville) και από τον παραδοσιακό ξενώνα μου σε ένα αποστειρωμένο Ibis. Η πλειονότητα των ταξιδιωτικών οδηγών αφιερώνει όλη την ύλη του στη Μεντίνα και ξεμπερδεύει με την καινούργια πόλη με το σύνηθες επιμύθιο «δεν έχει ενδιαφέρον». Αγνοήστε τους, στις περισσότερες μεγάλες πόλεις του Μαρόκου το να μοιράσει κανείς τις μέρες του ανάμεσα στην παλιά και την καινούργια πόλη είναι επιβεβλημένο, όχι μόνο για τη γοητεία της αντίθεσης, αλλά και από σεβασμό στην ιστορικότητα τους. Κατά τα χρόνια της αποικιοκρατίας, οι καινούργιες πόλεις ήταν χτισμένες και κατοικούνταν αποκλειστικά από τους Γάλλους ενώ ο ντόπιος πλυθησμός ήταν στοιβαγμένος στους μαχαλάδες και ζούσε κυριολεκτικά, και με το συμπάθιο, σα τα ζώα. Μέχρι που στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα εξεγέρθηκαν, λυντσάρανε και κάμποσους στην πόλη Oujda και εν τέλει η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1956. Μια βόλτα στην καινούργια πόλη αποκαλύπτει δια γυμνού οφθαλμού τη Γαλλική επιρροή της, φαρδιοί και μεγάλοι δρόμοι, γεωμετρική ρυμοτομία, νεοκλασικά οικήματα (από αυτά που στην Αθήνα έχουν απομείνει κάνα-δυο κατεδαφιστέα) και μονοκατοικίες της δεκαετίας του σαράντα. Ο χρόνος δείχνει να σταμάτησε κάπου στη Belle epoque αφήνοντας πάνω στα κτήρια τα σημάδια της παραμέλησης (ξεκολλημένοι σοβάδες, προσόψεις στο χρώμα κιτρινισμένης περγαμηνής, σκουριασμένα κάγκελα) αλλά και της γοητείας του. Οι τέντες και οι πινακίδες στα καφενεία διατηρούν ακόμα τις μπιστρό γαλλικές επιγραφές τους και μια στάση για ξεκούραση και τσάι μέντα κρίνεται απαραίτητη.

Ημέρα 5η

Προτελευταία μέρα και αποφασίζω να πάρω το τρένο για τη γειτονική Μεκνές, ο σιδηροδρομικός σταθμός της Φές αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, χτισμένος σε παραδοσιακό ρυθμό, με την χαρακτηριστική πύλη στην πρόσοψη, υπερσύγχρονος, με γρανιτένιο δάπεδο σαν αίθουσα αεροδρομίου, πρόκειται ωστόσο για έργο «βιτρίνας» σε μια χώρα όπου η φτώχεια κυριαρχεί και ο αναλφαβητισμός αγγίζει το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Το τρένο καταφθάνει στην ώρα του και αναχωρεί με λίγα λεπτά καθυστέρηση, αν δεν έχεις επισκεφθεί σάουνα ή τα περίφημα χαμάμ είναι ευκαιρία να κάνεις ένα στην καμπίνα του, ευτυχώς η διαδρομή διαρκεί κάτι λιγότερο από μια ώρα και οι πόρτες καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμένουν ανοιχτές, το μόνο ωστόσο που θα καταφέρεις αν σταθείς κοντά τους (όχι και τόσο κοντά, μην πέσεις κιόλας) είναι να σε διαπεράσει ένα καυτό κύμα αέρα.

Ο ταξιδιωτικός οδηγός περιγράφει το Μεκνές με τα καλύτερα λόγια, τα καφενεία και τα μπαρ λέει είναι σχεδόν περισσότερα από το πληθυσμό του ενώ οι κάτοικοι του οι πιο χαλαροί και ευγενικοί σε ολόκληρη τη χώρα. Οι πρώτες μου εντυπώσεις δεν αργούν να επιβεβαιώσουν τα γραφόμενα. Περπατώντας στην παλιά πόλη, οπού τα σοκάκια είναι πλακοστρωμένα και φαρδύτερα από τα αντίστοιχα εκείνης του Φες και δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να χαθείς, οι ντόπιοι κοιτάνε τη δουλειά τους δίχως να γίνονται φορτικοί ή ενοχλητικοί. Στο δρόμο, στα εστιατόρια και τα καφέ ο ξένος αντιμετωπίζεται με έλλειψη καχυποψίας και γνήσια καλοσύνη. Περπατώντας γύρω από τα τείχη του βασιλικού παλατιού, μπαίνω σε μια στοά όπου στεγάζει το μουσείο της πόλης, τα εκθέματα λαογραφικής τέχνης δεν εμπλουτίζουν τις γνώσεις μου ούτε αποτελούν κάτι άξιο αναφοράς, μεγαλύτερη ατραξιόν μάλλον αποτελεί ο φύλακας που απολαμβάνει τον ύπνο του δικαίου σε μια ετοιμόρροπη καρέκλα με τις γυμνές πατούσες να στηρίζονται στον τοίχο…

Αναχώρηση

Ο κύκλος κλείνει όπως άνοιξε, σε ένα παλαιό μερσεντές ταξί καθ’ οδόν προς το αεροδρόμιο, αυτή τη φορά στο πίσω κάθισμα (ζώνη δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς). Το Μαρόκο μπορείς να το δεις από ένα σωρό οπτικές γωνίες, μπορείς να επιλέξεις να πάρεις αυτά που τα δυτικά στερεότυπα θα σου επιτρέψουν, ή πάλι να κρατήσεις τους ορίζοντες σου ανοιχτούς και τις κεραίες σου υψωμένες, είναι σίγουρο ότι θα αποκομίσεις περισσότερες παραστάσεις, θα συλλέξεις εντονότερες μυρωδιές, θα έρθεις πιο κοντά στους ανθρώπους και θα ισορροπήσεις με ευχαρίστηση ανάμεσα στον αδιόρατο μυστικισμό του και την αμφιλεγόμενη πραγματικότητα του.