Πολεις

Αποστολή στις Σέρρες

Η μυθολογία του Σαββατόβραδου, οι ήρωες της πόλης, οι επιθυμίες που κοχλάζουν. Ψαγμένος οδηγός για τις Σέρρες

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 520
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το περασμένο Σαββατοκύριακο βρέθηκα στα Σσσέρρρααας. Έγραψα επίτηδες την πόλη έτσι, τραβηγμένα, με γοητεύουν το τοπικό αξάν και η βαριά προφορά που άκουγα να μιλούν κάποιοι άνθρωποι στους δρόμους. Παχιά εκφορά, ανυπόκριτα χέβι μέταλ, χωρίς προσπάθεια επιτήδευσης και μελωδικού στρογγυλέματος, κατά πώς κάνουν στη Θεσσαλονίκη: ξέρω πολλούς στην Αριστοτέλους που καταβάλλουν προσπάθεια να κόβουν τα πολλά λου από το λάμδα, ώστε να περνούν για πρωτευουσιάνοι.

Μία ώρα δρόμος από τη Θεσσαλονίκη, παρατημένο οδικό δίκτυο, λακκούβες γκουμούτσες και χωράφια πλημμυρισμένα από τις βροχές του Μάρτη, φτάσαμε! Πρώτος καφές στου «Μέρλιν του μάγου», φάτσα κάρτα με την κεντρική πλατεία Ελευθερίας, μπαράκι παλιό, ανοιχτό μέρα νύχτα, δίπλα του το μυθικό «Φώτο Κλικ» των Ζήση και Νίκου Μανδηλιώτη. Αν κάποτε ανοίξουν τα αρχεία τους, θα παρελάσει όλη η μάκρο- και μίκρο- ιστορία του τόπου, γάμοι, βαφτίσια, τοπία, πολιτικές συγκεντρώσεις, άρτοι πολιτισμού και θεάματα που είτε γέννησε είτε παρέλασαν από την πόλη. Κολλητά τους το ζαχαροπλαστείο του «Ρούμπου», όπου δεν έρχεσαι για να παραγγείλεις πασταφλόρες και μιλφέιγ –έλεος!–, ο διάσημος ακανές Λαϊλιά είναι το φόρτε του, Σσσέρρρααας είσαι είπαμε. Κι ένα τσικ παραδίπλα, ο «Σταύρος», που κότσαρε στην πινακίδα του και το ταγκ «εσπρέσο μπαρ», όντως εξαιρετικά τα χαρμάνια του, αλλά μια ζωή θα τον θυμάμαι για τη μόκα του, παγωτό, σαντιγί, αμύγδαλα και ρανίσματα καφέ, που ανακατεύοντάς τα μου έφυγε η ψυχή και γύρισα πίσω στη δεκαετία του ’80, που η μόκα ήταν η πριγκιποπούλα των εν καφέ συνευρέσεων.

image

«Ορίζουμε και αναγνωρίζουμε και λειτουργούμε αμεσολάβητη, πανανθρώπινη και θεανθρώπινη δημοκρατία χωρίς βία, δίχως προνόμια και διακρίσεις. Οι πλούσιοι και οι πτωχοί παύουν να υπάρχουν ως τέτοιοι. Γινόμαστε όλοι κανονικοί, ελεύθερα συνεργαζόμενοι πολίτες. Ισότιμα πρόσωπα». Ο Απόστολος Μπόικος, ιδρυτής της εφημερίδας «Δημοκρατική Κουλτούρα» και ιδρυτής του κινήματος της Αμεσολάβητης Δημοκρατίας - Για μια Ελεύθερη Γη, είναι πασίγνωστος στην πόλη, μορφή ελευθεριακή και ιδιάζουσα, αγορεύει επί του πάρκου. Αναλύει ενώπιον ολιγομελούς, είναι αλήθεια, κοινού την κατάργηση της ταξικής και εξαρτημένης ανθρωπότητας και τη μετάβαση στην ενωμένη και ελεύθερη οικουμένη. Δεν υπάρχει όμως Σερραίος που να μην αγαπά το ρομαντικό αυτόν επαναστάτη, που, όταν κέρδισε δύο φορές το λαχείο, μοίρασε τα κέρδη του με τη μέθοδο «γιάμα» διασκορπίζοντας τα χρήματα προς το λαό. Τόλμα, λοιπόν, να ειρωνευτείς ή να γελάσεις.

image

Τσιμπάω κι ένα σνακ από το διάσημο τυροπιτάδικο «Ρεκόρ» με τις εξαίσιες σφολιάτες και συνεχίζω να περιφέρομαι μετά των ξεναγών μου στην κοινωνική ζωή της πόλης. Τα Σάββατα το μεσημέρι στην ελληνική επαρχία όλοι είναι έξω για καφέ και ψώνια, όμως νυν υπέρ πάντων η «τζιουρτζούνα», που λέμε κι εμείς οι Θρακιώτες, κουβέντες δηλαδή χωρίς αρχή, μέση και τέλος, συζητήσεις που εμπεριέχουν τα πάντα, μέχρι οι ομηγύρεις να το στρέψουν για το μεσημεριανό τραπέζι.

Random play: είναι η Αραμπατζή πιο δυναμική βουλευτής από τον Κώστα Καραμανλή Jr και τι ακριβώς έγινε στην Έκθεση Τουρισμού στο Βουκουρέστι, όπου συμμετείχε και ο Δήμος; Θα έρθουν δηλαδή Ρουμάνοι το καλοκαίρι για διακοπές ή τζάμπα το έξοδο; Ακούω ως περιστασιακός ταξιδευτής, δεν έχω άποψη, απλώς καταγράφω. Όμως στην ταβέρνα «Ανάποδο Ρολόι», στον Άγιο Ιωάννη όπου μας πάνε για φαγητό, όχι απλώς έχω άποψη αλλά και υπερθεματίζω τα μπερεκέτια της. Τηγανητό κρατσανιστό κοτόπουλο που με κάνει να κλαίω. «Μπόμπες», ντόπια τυριά δηλαδή στο σαχανάκι, και «Καπάκια», όπως λένε το κρέας από την άκρη των μπουτιών του γουρουνιού, ευωδιαστές μελιτζάνες και κολοκυθάκια με τζατζίκι, χαίρε, στρυμωνικέ κάμπε και Σταμάτη γίγαντα -όνομα και πράμα- με τα ωραία σου. Ενώ έξω γίνεται του νερού και του πλημμυρισμένου δρόμου το πατιρντί, τα όμβρια ύδατα κυριολεκτικά μεταμορφώνουν την πόλη σε σκηνικό χολιγουντιανής ταινίας καταστροφής.

Ξεμυτίζουμε όμως μετά την απογευματινή σίεστα άφοβοι και αποφασισμένοι, υγρή και κρύα η νύχτα, πρώτα ποτά στο «Δεκαεννιά», μπαράκι σαν μινιατούρα, λιλιπούτειο, χαζεύω από το τζάμι τους ανθρώπους. Μεγάλωσα κι εγώ σε επαρχία, γνωρίζω από πρώτο χέρι τη μυθολογία του Σαββατόβραδου, τις επιθυμίες που κοχλάζουν, την αίσθηση πως κάτι συνταρακτικό πρέπει να συμβεί, αλλιώς η Κυριακή θα είναι μουρτζούφλα. Η «Αίγλη», άλλο meeting point, είναι γεμάτη αφίσες για το stand up comedy live του Διογένη Δασκάλου, άξιο τέκνο της πόλης που μεγαλουργεί στας Σαλονίκας, αλλά δεν την ξεχνάει τη ρίζα του. Γι’ αυτό και η ρίζα του δεν τον ξεχνά! Συμβαίνει να είναι και ο ξεναγός μου σε αυτό το ταξίδι-αστραπή, τζα, ξέχασα να σας το πω στην αρχή. Σιγά μην τα ανακάλυπτα όλα μόνος μου, θέλεις ειδικό, γνώστη για την επαρχία, μόνος σου και στα ξεκούδουνα δεν θα νιώσεις ούτε θα απολαύσεις τίποτα. Αλλάξαμε μπάρα, μετακομίσαμε στην «Cantina Social», πάντα στην οδό Χατζηιακώβου, όπου χτυπά η καρδιά του σερραϊκού nightlife, μάνα μου κάτι κιθάρες! Καιρό είχα να ακούσω καθαρό ροκενρόλι, Gun Club και Lux Interior, Goat και Thee Graveman, και Velvet Underground, ναι, μα τους χίλιους Jesus (and Mary Chain), Velvet Underground. Αυτά που ψάχνω στη Θεσσαλονίκη με κόπο και ξεποδάριασμα τα βρήκα εδώ, στην και γαμώ τις «Καντίνες». Μπράβο, ορέ Σερραιόπουλα, God speed you!

Πέφτω για ύπνο παρέα με την αλλαγή ώρας, ήμουν Σσσέρρρααας, έξω κάνει κρύο, πέρασα όμως μαγικά, είδα μια πόλη ανθρώπινη και γλυκιά, ζορισμένη από την κρίση, εν αναμονή, αλλά με τους συνεκτικούς αρμούς ανάμεσα στους ανθρώπους να σώζουν την παρτίδα. Μικροκοινότητες που αγκαλιάζονται και πορεύονται με ελπίδα. Βαριά βλέφαρα, αλλά ήταν αδύνατον να τη χάσω την κυρία Στέλλα στην τοπική τιβί Δίκτυο. Πρώην ασφαλίστρια που το γύρισε σε ιέρεια του θεάματος. Συνεντεύξεις και μυστικά για αδυνάτισμα, κρεατοπαραγωγοί και συμβουλές για σχέσεις που θα οδηγήσουν σε γάμο, τηλεοπτική εμπειρία μυσταγωγικής καλτ τηλεόρασης.

image

Αναχώρηση για Θεσσαλονίκη νωρίς το επόμενο πρωί. Με δειλό ήλιο που προλόγισε επιτέλους το τέλος αυτού του ανυπόφορου χειμώνα. Θα ξανάρθω για περισσότερους ακματζάδες, που στην ντοπιολαλιά τους θα πει «κόνδορας». Χαιρετίζω πρόσκαιρα επομένως.