Πολεις

Από το Ντεπώ ξεκίνησα: Βόλτα στην ιστορική συνοικία της Ανατολικής Θεσσαλονίκης

Η πάλαι ποτέ «συνοικία των εξοχών», το τραμ και το αβέβαιο μέλλον της περιοχής
Μπάμπης Καλογιάννης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ντεπώ: Η ιστορική συνοικία της Ανατολικής Θεσσαλονίκης μέσα από το ένδοξο παρελθόν, τα στέκια και τις ευκαιρίες αξιοποίησής της

«Επόμενη Στάση 25ης Μαρτίου» ανακοινώνεται από το μεγάφωνο του Μετρό Θεσσαλονίκης. Μια νέα συνθήκη που περίμεναν πολλά χρόνια οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής και που βελτίωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό την καθημερινότητά τους. Κατηφορίζοντας από εκεί στην Πλατεία Μηνά Πατρικίου συναντάμε το «Πάρκο της Κρήτης», σημείο συνάντησης μικρών και μεγάλων για δεκαετίες, με τα παγκάκια του να έχουν φιλοξενήσει τα πρώτα χτυποκάρδια, τις «αταξίες» και άλλες έντονες στιγμές των περισσοτέρων από αυτούς. Λίγο πιο δίπλα, δεν είναι λίγοι αυτοί που θυμούνται τα πρώτα τους «λέι απ» στο γήπεδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ στα γύρω στενά υπάρχουν ακόμα έντονες οι αναμνήσεις από τα βίντεο κλαμπ που πλέον αποτελούν παρελθόν στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Κάπως έτσι ξεκινάει η περιήγηση στο Ντεπώ (ή Ντεπό κατά προτίμηση), τη συνοικία της ανατολικής πλευράς της Θεσσαλονίκης με το πλέον ξεχωριστό και ιστορικό αξιακό φορτίο για την πόλη.

Το «Ωραίον Ντεπώ» για τους Θεσσαλονικείς, την είσοδο ουσιαστικά στον αστικό ιστό (και στον Δήμο καθαυτόν) για όσους έρχονται από το αεροδρόμιο και γενικά από τα ανατολικά. Κατηφορίζοντας προς τη Βασιλίσσης Όλγας που αποτελεί την κεντρική οδική αρτηρία της περιοχής, συναντάμε τον δρόμο με το πλέον «βαρύ» ίσως ιστορικά όνομα για το Ντεπώ, αυτό του Γεωργίου Βαφόπουλου. Σε ακτίνα μισού χιλιομέτρου, προς τα νότια και ανατολικά του σημείου εκτείνεται μια περιοχή της οποία τα κτίρια αποτελούν σύμβολα ενός πολύ μεγάλου μέρους της Θεσσαλονίκης του 19ου αιώνα, αν όχι του μεγαλύτερου. Τα «διατηρητέα» του Ντεπώ περικλείουν τις σημαντικότερες αναφορές της παλιάς πόλης και στέκουν μέχρι σήμερα ως τεκμήρια της ιστορικής της μνήμης.

Tο ιστορικό αποτύπωμα της περιοχής Ντεπώ για τη Θεσσαλονίκη

Για πολλές δεκαετίες, η περιοχή του Ντεπώ ήταν το τέλος της διαδρομής για το τραμ της πόλης. Εκεί βρισκόταν και το αμαξοστάσιο των συρμών, στον ιστορικό χώρο της «Εταιρείας Τροχιοδρόμων και Ηλεκτροφωτισμού Θεσσαλονίκης». Το τραμ ήταν η πρώτη ουσιαστική προσπάθεια για ένωση του δυτικού τμήματος της πόλης με το ανατολικό, ενώ η σπουδαιότητα του αμαξοστασίου - για εκείνα ειδικά τα χρόνια - στάθηκε αφορμή μέχρι και για τη νέα ονομασία της περιοχής. Το «Ντεπώ» αποτελεί ουσιαστικά δάνειο από τη γαλλική γλώσσα και τη λέξη "dépôt" που σημαίνει αποθήκη. Οι εγκαταστάσεις του αμαξοστασίου κατασκευάστηκαν από τον σπουδαίο Ιταλό αρχιτέκτονα Πιέρρο Αριγκόνι, υπεύθυνο για πολλά ιστορικά κτίρια της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων τα Νοσοκομεία Ιπποκράτειο και Λοιμωδών, αλλά και το κτίριο του Παλιού Σιδηροδρομικού Σταθμού που βομβαρδίστηκε το 1944. Ο Αριγκόνι έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην πόλη, μέχρι και τη δολοφονία του τον Φεβρουάριο του 1940 από κλέφτες που εισέβαλαν στο σπίτι του. Ο τάφος του βρίσκεται μέχρι και σήμερα στο τοπικό Κοιμητήριο των Καθολικών.

Πέρα όμως από το τέλος της διαδρομής του τραμ, το Ντεπώ υπήρξε η συνοικία των εύπορων Θεσσαλονικέων της εποχής, γνωστή τότε και ως συνοικία των «Εξοχών». Οι ίδιοι τους συνήθιζαν να ονομάζουν τη γειτονιά τους «Χαμιδιέ», όνομα με το οποίο ήταν γνωστός ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που διέμενε στην περιοχή. Η διαδρομή του τραμ σταμάτησε οριστικά το 1957, ωστόσο υπάρχουν πολλά κτίρια και σημεία στο Ντεπώ που παραπέμπουν ακόμα σε αυτή την μακρινή πλέον εποχή, χαρακτηριστικά αρχοντικά που χρονολογούνται από τις αρχές του 20ου αιώνα. Κατοικίες με αυλές, διατηρητέα κτίρια, πλήθος από πάρκα με λουλούδια και δέντρα, εκείνα δηλαδή τα κλασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια αστική περιοχή ως «κέντρο - απόκεντρο».

Τα διατηρητέα κτίρια του Ντεπώ και τα σημεία αναφοράς

Είναι αυτά ακριβώς τα κτίρια που δίνουν στη συνοικία τον ξεχωριστό χαρακτήρα της, αυτόν του ιδιαίτερου συνδυασμού της παλιάς πόλης με το σύγχρονο αστικό τοπίο και τους αντίστοιχους ρυθμούς. Κτίρια που κρύβουν δεκαετίες ιστορίας της Θεσσαλονίκης, από την εποχή που ήταν μια πολύ διαφορετική πόλη τόσο οικιστικά, όσο και σε επίπεδο πληθυσμιακής διαμόρφωσης. Στο Ντεπώ, οι βίλες της Belle Époque συνυπάρχουν με τη σύγχρονη πυκνοκατοικημένη δόμηση, ενώ τα διατηρητέα κτίρια αποτελούν μέχρι και σήμερα πόλο έλξης για τους Θεσσαλονικείς, αλλά και σημεία αναφοράς για τους κατοίκους της περιοχής.

Αμαξοστάσιο:

Με τις αποθήκες του τραμ να αποτελούν το φυσικό τέλος της Θεσσαλονίκης εκείνα τα χρόνια, το αμαξοστάσιο έδωσε ουσιαστικά στην περιοχή το όνομά της. Η επιγραφή του λεωφορείου νο.30 «Τριανδρία - Αποθήκη» κάνει εδώ και δεκαετίες τους κατοίκους - ειδικά τους πιο νεαρούς - να αναρωτιούνται ποια είναι η επίμαχη περιοχή. Λίγο πιο δίπλα στη γωνία με την Οδό Νέστορος Τύπα, το «Βοτανικό Μονοπάτι της Σοφούλη» περιμένει κατά καιρούς την εθελοντική πρωτοβουλία ώστε να καθαρίζεται επαρκώς. 68 χρόνια μετά το τέλος του τραμ, ο χώρος «φωνάζει» μέχρι και σήμερα για την ελάχιστη αξιοποίησή του.

Συνοικία Ουζιέλ:

Το στολίδι του Ντεπώ, μια πανέμορφη συστάδα από μονοκατοικίες που παραπέμπει ευθέως στην παλιά Θεσσαλονίκη που γνωρίζουμε μονάχα μέσω την ιστορικών αφηγήσεων. Χρονολογείται από την εποχή της ανασυγκρότησης της πόλης το 1926 και εργολάβος υπήρξε ο Δαυίδ Ουζιέλ, μέτοχος της Εταιρείας Τροχιοδρόμων της Θεσσαλονίκης. Τα δε σχέδια ήταν του μηχανικού Ζακ Μωσσέ, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με ιδιαίτερα σημαντικά κτίρια όπως το Ολύμπιον Μέγαρον στην Πλατεία Αριστοτέλους κ.α. Ο οργανωμένος αυτός μίνι οικισμός έχει κρατήσει αναλλοίωτη την εμφάνιση του ανά τα χρόνια, θυμίζοντας πραγματικά «εξοχή», σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το κέντρο. Από τα μέσα της δεκαετίας του 80 έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέος από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο:

Ιστορικό σημείο συνάντησης των παιδιών της περιοχής, πήρε το όνομά του από τον ευεργέτη του και λόγιο της εποχής, ποιητή και συγγραφέα Γιώργο Βαφόπουλο. Το έργο του Βαφόπουλου είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό της Θεσσαλονίκης πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ το 1979 διέθεσε μαζί με την δεύτερη σύζυγό του Αναστασία Γερακοπούλου την περιουσία τους για την ανέγερση του Πνευματικού Κέντρου. Μέσα από ώρες διαβάσματος, μελέτης αλλά και παιχνιδιού για τα παιδιά, καθώς και με τη χαρακτηριστική πλούσια βιβλιοθήκη του, το «Βαφοπούλειο» είναι ένα κτίριο ταυτισμένο όσο λίγα με την περιοχή.

Βίλλα Αλλατίνη:

Ένα ακόμα στολίδι της πάλαι ποτέ περιοχής των Εξοχών, η Βίλλα Αλλατίνη κατασκευάστηκε το 1895 σε σχέδια του έτερου σπουδαίου αρχιτέκτονα της ιστορίας της πόλης, Βιταλιάνο Ποζέλι. Ήταν η εξοχική κατοικία του ιταλοεβραϊκής καταγωγής Καρόλου Αλλατίνη, μέλος μιας μεγάλης γενιάς που άφησε το στίγμα της στην πόλη κατά τον 19ο αιώνα, μέσω κυρίως του εμπορικού οίκου Αλλατίνη - Μοδιάνο. Από το 1979 χαρακτηρίζεται ως διατηρητέα και στεγάζει έκτοτε τη Νομαρχία Θεσσαλονίκης (νυν Περιφερειακή Ενότητα).

Βίλλα Μπιάνκα:

Ένα ιδιαίτερα όμορφο και καλαίσθητο διατηρητέο κτίριο της περιοχής, η Βίλλα ή «Κάζα Μπιάνκα» βρίσκεται στη συμβολή της Βασ. Όλγας με τη Θεμιστοκλέους Σοφούλη και από το 2013 στεγάζει τη Δημοτική Πινακοθήκη. Με περισσότερο από έναν αιώνα ιστορίας, η Βίλλα Μπιάνκα είναι ένα ακόμα έργο του Πιέρρο Αριγκόνι. Μεταξύ άλλων, χρησιμοποιήθηκε το 1941 ως κατοικία του Ιταλού προξένου της εποχής, ενώ αποτελεί κλασικό δείγμα της αρχιτεκτονικής τάσης του Εκλεκτικισμού.

Βίλλα Μορντώχ:

Στη συμβολή των Οδών Βασιλίσσης Όλγας και 25ης Μαρτίου, η Βίλλα Μορντώχ αποτελεί ένα άτυπο σύνορο του Ντεπώ με τις παρακείμενες συνοικίες. Κτίριο του 1905, αποτελεί έργο του σπουδαίου για τη Θεσσαλονίκη αρχιτέκτονα και επιφανούς Χαλκιδικιώτη, Ξενοφώντα Παιονίδη. Άλλο ένα δείγμα της τάσης του Εκλεκτικισμού, η Βίλλα Μορντώχ αποτελεί μια δροσερή όαση για τους κατοίκους της περιοχής και δεν είναι λίγοι οι νεαροί που συχνά έδιναν ραντεβού με τον παππού και τη γιαγιά στο προαύλιο του κτιρίου. Εδώ και πολλά χρόνια, η Βίλλα φιλοξενεί τις υπηρεσίες του Ε' Δημοτικού Διαμερίσματος.

Τα στέκια του Ντεπώ

Μέσα στα χρόνια το Ντεπώ απέκτησε τη δική του ζωή και φήμη μέσα από τα ξεχωριστά του στέκια, όπου οι παρέες δημιουργούσαν τις δικές τους ιστορίες και μικροεπαναστάσεις. Τα παιδιά του 14ου, του 19ου και του 21ου Γυμνασίου και Λυκείου Θεσσαλονίκης έχουν συνδέσει σε μεγάλο βαθμό τις αναμνήσεις τους με αυτά τα μέρη, με τις ιστορίες από τις δεκαετίες του 80 και του 90 στα πέριξ της Βασιλίσσης Όλγας να αποτελούν θέμα συζήτησης μέχρι και σήμερα. Ποιος δεν έχει πιει έναν καφέ στο Αρχέγονο και στον Ιάνθο και ποιος δεν έχει κάτσει για μεζέδες στο «Ωραίον Ντεπώ», κατά την τελευταία δεκαετία; Αντίστοιχα, ποιος δεν έχει κάνει στάση στον Τερκενλή της ανατολικής άκρης της πόλης για ένα τσουρέκι και φυσικά ποιος δεν έχει δοκιμάσει τα σουτζουκάκια του «Κρόνου», γεύση που σου μένει αξέχαστη χρόνια μετά. Η συμβολή της Βασ. Όλγας με τη Βαφοπούλου ήταν ανέκαθεν ένας γευστικός παράδεισος για τους Θεσσαλονικείς, με τη γαστρονομική εμπειρία να κλείνει συνήθως στο ζαχαροπλαστείο «Ελληνικόν», το οποίο δεσπόζει στην περιοχή για περισσότερα από 80 χρόνια. Λίγο πιο κάτω τέλος ήταν το χαρακτηριστικό σημείο όπου πολύς κόσμος έκανε τις πρώτες «βιβλιότσαρκες» του στη «Μυθιστορία» και γρατζούνισε τις πρώτες του κιθάρες στο "Wire & Wood".

Από το Ντεπώ περνά όλα αυτά τα χρόνια και η πλειοψηφία των φίλων του μπάσκετ, ώστε να κατηφορίσει προς το Ποσειδώνιο Κολυμβητήριο και τις μπασκέτες του, πόλο έλξης εδώ και πολλές δεκαετίες, ιδίως από την εποχή της παντοκρατορίας της πόλης στο μπάσκετ κι έπειτα. Δίπλα ακριβώς από το Κολυμβητήριο δεσπόζει από τις αρχές τις χιλιετίας το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ένα σύγχρονο και διεθνών προδιαγραφών πολιτιστικό και συνεδριακό κέντρο, αντάξιο της ιστορίας της πόλης. Πρόσφατα τέλος, η "Laika" αποτελεί το νέο πολύ όμορφο στέκι της περιοχής, απέναντι ακριβώς από ένα εκ των ιστορικότερων κτιρίων της πόλης, των Μύλων Αλλατίνη. Μέρη και αναμνήσεις που καταδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο το χαρακτήρα του Ντεπώ, ως το πλέον χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα συνδυασμού παλιάς και νέας Θεσσαλονίκης. Αν και είναι αλήθεια πως για τον προσδιορισμό «νέα» δεν έχουν γίνει όλα τα απαραίτητα και καθόλα πρακτικά βήματα.

Η αξιοποίηση του αμαξοστασίου

Οι απόψεις διίστανται. Πολλές δεκαετίες ύστερα από την παύση του τραμ, ο χώρος του παλιού αμαξοστασίου δε φαίνεται να συγκινεί ιδιαίτερα τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς της πόλης, ως προς τις δυνητικές χρήσεις και ευκαιρίες ευρύτερης εκμετάλλευσής του. Από την άλλη, δεν είναι λίγοι και οι κάτοικοι που θεωρούν πως μια λογική «εμπορικού κέντρου» θα είναι επιβλαβής για την ευρύτερη περιοχή του Ντεπώ, αλλοιώνοντας σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα και την ιστορική κληρονομιά της.

Η κα Πολυξένη (Τζένη) Αδάμ-Βελένη είναι αρχαιολόγος, θεατρολόγος, επίτιμη γενική διευθύντρια αρχαιοτήτων και πολιτιστικής κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και συγγραφέας του μυθιστορήματος «Το ζαρκάδι του Ολύμπου» (Εκδ. Καστανιώτη 2024). Είναι επίσης γεννημένη και μεγαλωμένη στο Ντεπώ. Η κα Βελένη θα πει χαρακτηριστικά για το θέμα στην Athens Voice:

«Το αμαξοστάσιο παραμένει μια ανεκμετάλλευτη έκταση που φιλοξενεί, εκτός από ένα και μοναδικό βαγόνι τράμ, μια πλειάδα διατηρητέων κτιρίων όπου λειτουργούσαν τα γραφεία της Εταιρείας των τραμ μέχρι το 1957 και που ξηλώθηκε από τον τότε υπουργό Δημοσίων Έργων Κων. Καραμανλή. Σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον οικοδομικό σύνολο, σε ερειπιώδη κατάσταση σήμερα, θα μπορούσαν να αποδοθούν στο προσεχές μέλλον διάφορες ωφέλιμες χρήσεις όπως π.χ. να δοθούν σε χειροτέχνες οι οποίοι θα κατασκευάζουν και θα πωλούν τα προϊόντα τους, να δοθούν σε καλλιτεχνικές ομάδες για να αναπτυχθούν διάφορες σχολές οι οποίες θα παράγουν και σχετικές εκδηλώσεις, να δημιουργηθούν χώροι δημιουργικής απασχόλησης παιδιών και νέων, να γίνει ένας υπαίθριος κινηματογράφος, ένα λυόμενο ανοικτό θεατράκι, μια μουσική σκηνή για νεανικά συγκροτήματα και πολλά-πολλά άλλα τα οποία μπορούν να προκύψουν από μία σοβαρή μελέτη αναστήλωσής, ανάδειξης και βιωσιμότητας του μοναδικού αυτού συγκροτήματος σε συνδυασμό και συναξιοποίηση με τα γύρω στην περιοχή διατηρητέα κτίρια».

Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται και οι απόψεις του κου Γιώργη Γερόλυμπου, αρχιτέκτονα και φωτογράφου που πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην οδό Βαφοπούλου. Ο κος Γερόλυμπος μίλησε για το δικό του Ντεπώ, καταθέτοντας μια ουσιαστική πρόταση για την αξιοποίηση του χώρου του αμαξοστασίου και μέσα από την αρχιτεκτονική ματιά του.

«Μεγάλωσα στην οδό Νικολαΐδη, σημερινή Βαφοπούλου, τη δεκαετία του '80. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από παλιές μεγάλες κατοικίες που εκτείνονταν από τη Λασκαράτου έως τη Σοφούλη. Το δικό μας σπίτι χτίστηκε τη δεκαετία του '30 σε ρυθμό Bauhaus, όντας ένα από τα πρώτα της πόλης. Στην πορεία των ετών και όσο μεγάλωνα η γειτονιά άλλαξε αρκετά κρατώντας, όμως, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της: όσο κι αν χτίστηκαν νέες πολυκατοικίες παρέμεινε καταπράσινη με σκιά από τα πελώρια πλατάνια της, γεμάτη κόσμο με τις υπέροχες ταβέρνες στην αρχή και στο τέλος του δρόμου.

Το Ντεπώ, από τη Νομαρχία έως τη Μαρτίου παραμένει μια ιστορική γειτονιά της Θεσσαλονίκης αποτελώντας την πρώτη επέκταση της πόλης εκτός των τειχών της. Μέσα στον ιστό των λίγων δρόμων της διατηρούνται ακόμα ίχνη της εντυπωσιακής ιστορίας της με τη μορφή εγκαταλειμένων κτιρίων του βιομηχανικού παρελθόντος της. Ανάμεσα σε αυτά, η Αλλατίνη, και το παλιό αμαξοστάσιο του τραμ, χώροι αφημένοι στην παρακμή τους.

Είναι εξαιρετικά λυπηρό, χώροι αυτής της ιστορικής σημασίας για την πόλη και τη γειτονιά του Ντεπώ να παραμένουν ερειπωμένοι και χωρίς λειτουργία. Ειδικά στην περίπτωση του αμαξοστασίου του τραμ, που έχει περιέλθει στην περιουσία και ευθύνη του Δήμου Θεσσαλονίκης, οι δυνατότητες είναι ανεξάντλητες. Έχοντας ταξιδέψει και εργαστεί σε αρκετές πόλεις του δυτικού κόσμου έχω παρακολουθήσει πως χώροι αντίστοιχων χαρακτηριστικών και ποιότητας, αποκαθίστανται και αποκτούν νέες χρήσεις που τους μετατρέπουν σε σημαντικά σημεία ενδιαφέροντος της γειτονιάς. Οι αποκαταστάσεις αυτές βασίζονται στη θεωρία των μεικτών χρήσεων όπως αυτές διατυπώθηκαν από την Jane Jacobs που υποστηρίζει ότι ένας τέτοιος χώρος, για να είναι βιώσιμος, οφείλει να έχει χρήσεις διαφορετικών χαρακτηριστικών και ωραρίων: στο αμαξοστάστιο του τραμ, θα μπορούσαν να συνυπάρξουν χρήσεις αναψυχής, εξυπηρέτησης των δημοτών, μικροί χώροι συναντήσεων για ενοικίαση σε ομάδες και μικρές επιχειρήσεις, στούντιο για ηχογράφιση μουσικής ή σκηνή παραστάσεων. Δίπλα σε μια καντίνα, θα μπορούσε να υπάρχει ένα ΚΕΠ ή ένα δημοτικό κατάστημα ενώ παραδίπλα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς χώρους μικρών συναυλιών και ερασιτεχνικών παραστάσεων. Με λίγα λόγια ένας χώρος που θα έχει ζωή τόσο το πρωί όσο και το βράδυ, όπως εκείνος ο υπέροχος Μύλος στην άλλη πλευρά της πόλης που οι παλιότεροι θυμόμαστε με νοσταλγία».

Μέσα από την πλούσια ιστορία και την ακόμα μεγαλύτερη προοπτική του, το Ντεπώ σήμερα συμβολίζει πολλά περισσότερα από το ανατολικό άκρο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Αποτελεί μια γέφυρα με το παρελθόν, φέρει βαρύ ιστορικό φορτίο και κυρίως μπορεί κάλλιστα κατά τα φαινόμενα να μετατραπεί σε ένα πολυποίκιλο πολιτιστικό ενδιαίτημα, μια κοιτίδα η οποία θα προσελκύει κόσμο από ολόκληρη την πόλη και όχι μόνο. Eίναι μια συνοικία ταυτισμένη με την πολιτιστική και όχι μόνο κληρονομιά της Θεσσαλονίκης, ζωντανό κομμάτι της ιστορίας μιας πόλης, το οποίο έχει όλα τα εχέγγυα να γίνει επίκεντρο της καινούργιας εποχής της. Είναι το πολυτραγουδισμένο Ντεπώ της Ρένας Κουμιώτη («Απ' το Ντεπώ ξεκίνησα»), του Νίκου Καββαδία και του Θάνου Μικρούτσικου («μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπώ») και των Ξύλινων Σπαθιών («τις φωτιές στα Ντεπώ τη φωτιά στο λιμάνι»). Η γειτονιά μας.

Με πληροφορίες από: Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Ελευθερίου Κορδελιού& Βερτίσκου, «Το ζαρκάδι του Ολύμπου», Πολυξένη Βελένη - Εκδόσεις Καστανιώτη.