Πολεις

Δεν πάω πουθενά, πουθενά, πουθενά (εδώ θα μείνω)

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση


ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ

Ακόμα δεν φτάσαμε ούτε στα μέσα του Μάρτη, αλλά εκεί οι άλλοι: «Κι εσύ, Κυριάκο, δεν πας διακοπές;» «Εγώ; Μπα, όχι, δεν πάω». «Αλήθεια;!» «Έεε… ναι». «Μα, πώς γίνεται; Τι έχεις; ΤΙ ΣΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ, ΚΥΡΙΑΚΕ, ΠΟΥ ΕΧΕΙΣ ΜΠΛΕΞΕΙ;»

Well, δεν ξέρω πια. Παλιά έλεγα απλά πως δεν μου αρέσει να πηγαίνω διακοπές με τον ίδιο τρόπο που δεν μου αρέσουν οι μπάμιες και οι αχινοί, δεν μου αρέσει η θάλασσα με όλο αυτό τον κόσμο, τους μπαμπάδες με την κοιλιά και το τάνγκα, τις μαμάδες, τις θείες, τους μπαρμπάδες, τα αγοράκια, τα κοριτσάκια, κάτι παπάδες με τα άμφια σηκωμένα στα γόνατα, κάτι τύπους που πουλάνε άμμο με λουκουμά, κάτι μπιτς-μπαρ με μουσική (με μουσική! λολ), όπως επίσης βέβαια ότι μισώ τον ήλιο πάνω στο κεφάλι μου, το ξεβόλεμα, τον ιδρώτα, τη βρομιά, τα φύκια, τις μέδουσες, τον καρχαρία, όλο αυτό το πράγμα που μοιάζει με παράσταση του Καραγκιόζη ή με ταινία τού ’60 με τη Μάρθα Καραγιάννη και τον Βουτσά. Δηλαδή, όλα αυτά έγιναν ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΣΕΛΗΝΩΣΗ. Πήγαμε στο φεγγάρι όμως έκτοτε, για όνομα του Θεού, δεν μπορούμε να συζητάμε ακόμα για διακοπές, δεν είμαστε άρρωστοι. Δεν έχουμε φθίση ή το χτικιό. Δεν έχουμε οστρακιά. Δεν κατεβήκαμε από την Πίνδο στην Αθήνα να μην αντέχουμε τις πολυκατοικίες. Δεν φοράμε τσαρούχια από γουρουνοτόμαρο. Δεν είχε ζώα ο πατέρας μας. Δεν είμαστε ο Χανς Κάστορπ ούτε ο Κάφκα. Φτάνει λίγο.

Τέλος πάντων, ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ. Δεν τα λέω αυτά φυσικά, πάει καιρός τώρα που δεν τα λέω (ο κόσμος παίρνουν ένα περίεργο ύφος, ένα ύφος ύποπτο, όταν τούς λες την αλήθεια), όπως επίσης δεν λέω ότι δεν μπορώ να αποχωριστώ το σπίτι μου γιατί το σπίτι μου είμαι εγώ, ενώ ταυτόχρονα είναι και ο προσωπικός μου θάλαμος αποσυμπίεσης, σαν αυτόν που είχε ο Νταρθ Βέιντερ, το κουκούλι μου, το μέρος που έφτιαξα για να με σώνει από τον κόσμο και τους ανθρώπους, ιδία δε τον όχλο, τους πολλούς, τις απεχθείς μάζες, είναι το ιερό μου άλσος, ένα καταφύγιο, το μέρος όπου μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, όπως το θέλω, με ή χωρίς επιτυχία δεν έχει την παραμικρή σημασία, είναι εδώ που θα διαβάσω, που θα δω σινεμά και τηλεόραση και βιντεάκια με την Ντέμπι Χάρι, το μέρος όπου δεν θα ακούω θορύβους, δυνατούς ήχους, χείλια να ρουφάνε καφέδες και νουντλς, νύχια να γρατζουνάνε τον μαυροπίνακα, μηχανάκια να μαρσάρουν, αμάξια να κάνουν τετακέ, ανθρώπους να γελάνε λες και είναι όλα τόσο καλά στον κόσμο που έχουν τρελαθεί ΤΕΛΕΙΩΣ και θέλουν να μας το δείξουν μπας και δεν τους φαίνεται (σας φαίνεται από το βλέμμα και από το πώς ανοιγοκλείνετε τα δάχτυλα όταν μιλάτε στο κινητό), είναι ο κήπος μου, η προσωπική μου Εδέμ και το μέρος όπου ζει η γάτα μου: το Σπίτι μου.

Όπως ΕΠΙΣΗΣ δεν λέω ότι στο σπίτι μου έχω και όλα αυτά που απέκτησα, όλα αυτά που έχω, που είναι δικά μου, πράγματα που θέλω να έχω δίπλα μου και μαζί μου ανά πάσα στιγμή, πράγματα που δεν γίνεται να τα πάρεις στην παραλία ή στα Τζουμέρκα ή στην Κουάλα Λουμπούρ, είναι βιβλία, είναι μια συλλογή με παλιά, παραδοσιακά μαχαίρια, είναι τα κατσαρολικά μου και οι κουτάλες μου, είναι τα κόμικς και οι κορνιζαρισμένες αφίσες, είναι το συρτάρι με τα μπλοκ και τα στιλό και τα μολύβια και τις γόμες και τις ξύστρες, είναι τα διακοσμητικά αγαλματάκια, τα κουκλάκια και τα μεταλλιάκια. Δεν κατάλαβα — δεν ΚΑΤΑΛΑΒΑ: να τ’ αφήσω όλα αυτά για να πάω να δω έναν χάλκινο Βούδα να ξαπλώνει ή για να κάθομαι σε ένα παραδοσιακό ΤΑΒΕΡΝΑΚΗ στην ξέρω γω Ανάφη και να βλέπω απέναντί μου μια παραδοσιακή οικογένεια πεντακοσίων κιλών σύνολο που ψηφίζει Βελόπουλο, Κωνσταντοπούλου, Νατσιό, Βαρουφάκη, ΣΠΑΡΤΗΑΤΑΙς, Πούτιν, να τρώει κουτσομούρα γόνο και χταπόδι; Θα πήγαινα διακοπές αν μπορούσα να δω το αντίθετο — εγώ είμαι με το χταπόδι, και στον πόλεμο με την αρκούδα θα είμαι με την αρκούδα. (Ψέματα, δεν θα είμαι με την αρκούδα, αλλά πιάνετε το νόημα. Όμως ΕΙΜΑΙ με το χταπόδι). Το σπίτι μου είναι ο εαυτός λίγο πιο πολύ από ό,τι ΕΓΩ είμαι ο εαυτός μου, και είναι σίγουρο και σαφές ότι το αγαπώ πιο πολύ από όσο αγαπώ εμένα.

Δεν έχεις ανάγκη από διακοπές: από εσένα έχεις ανάγκη.

Και ΦΥΣΙΚΑ δεν θα πω ότι, νά, ξέρεις, είναι εκεί που δουλεύω, εκεί όπου κάθομαι και γράφω, εκεί όπου κάθομαι και Κάνω Πράγματα. Και βγαίνει το μεροκάματο. Σιγά μην το πω, είναι σαν να τους λέω, Ξέρεις, έχω πόδια και περπατάω, ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΠΙΣΤΕΨΕΙΣ, ΜΠΡΑ; Ούτε ποτέ θα τους πω ότι δεν είναι δυνατόν, όχι να δουλέψω, αλλά ούτε να σκεφτώ σε ένα περιβάλλον όπου το πιο σημαντικό θέμα είναι πού υπάρχει το πιο καλό ψάρι-γλώσσα-για-τα-παιδιά και το πιο καλά αναδευμένο νεγκρόνι — με ανώμαλους δεν μιλάω, άντε γεια. «Αχ πάμε πεντακόσια χιλιομετράκια είναι δε μπορείς να φανταστείς ένα ηλιοβασίλεμα απέναντι φαίνεται το βουνό μελιτζανοσαλάτα μούρλια και κάτι σουπιές γιαχνί θα τρελαθείς λέμε και ωραία μουσική μπουζουκάκι». Τίποτε από αυτά δεν θα πω, είναι περισσότερο από αυταπόδεικτα, πώς το λένε, είναι αξιωματικές αλήθειες. Δεν χρειάζεται να είσαι του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ για να νιώθεις και να ξέρεις πως αυτά που μπορείς να τα κάνεις στο σπίτι σου είναι φύσει αδύνατον να τα κάνεις οπουδήποτε αλλού — ακόμα κι αν μπορείς: γιατί δεν θέλεις να τα κάνεις. (Και δεν θα σε καλέσουν στον τάδε πύργο και στην τάδε ηθική φάρμα να γράψεις βιβλίο τον Ιούλιο, μην ανησυχείς, δεν είσαι της παρέας τους, είσαι persona non grata γι’ αυτούς, ή ούτε καν persona εδώ που τα λέμε).

Δεν λέω ΤΙΠΟΤΕ τέτοιο, καιρό τώρα. Δεν έχει καμία σημασία. Απλώς καμιά φορά σκέφτομαι να αντιστρέψω την ερώτηση (όχι στον κόσμο που πάει διακοπές — σ’ αυτούς που με ρωτάνε με ΤΡΟΜΟ γιατί δεν πάω εγώ): Γιατί ρε ήρωα έχεις τέτοια φούρια για να φύγεις από το σπίτι σου; Τι τρέχει; Είδες μικρός τον πατέρα σου με τα σώβρακα; Κάτι άλλαξε μέσα σου; Ταρακουνήθηκε το είναι σου; Αφού ΔΕΝ σου συμβαίνει τίποτε καλό εκεί που πας, και το ξέρεις. Γιατί το κάνεις; Για να βοηθήσεις την οικονομία; Για να κινείται το χρήμα; Οκέι, το ακούω. (Εδώ τούς τσιμπάς το μαγουλάκι). Αλλά κατά τα άλλα, βάλε μια σκούπα, τακτοποίησε λιγάκι, βάλε κι ένα πλυντήριο, άπλωσε, και κάτσε με μια φάντα να δεις λίγο τηλεόραση να στρώσει το στομάχι σου. Δεν έχεις ανάγκη από διακοπές: από εσένα έχεις ανάγκη. Κι αν δεν σε βρίσκεις εδώ μία, δεν θα σε βρεις εκεί εκατό.

Αλλά πραγματικά δεν με νοιάζει.

* * *

SURFIN BIRD

Κάθε εβδομάδα, η Σαπφώ Καρδιακού γράφει στο Ημερολόγιο για ένα ή δύο πράγματα από όσα διαβάζει, βλέπει, ακούει και μαθαίνει στο ίντερνετ. Πράγματα… διαφορετικά. Καλή ανάγνωση!

Σας έχει τύχει να γίνετε μάρτυρες σε ατύχημα; Ή να περπατάτε και δίπλα σας να σκοντάψει κάποιος; Μήπως μπερδευτήκατε στα κορδόνια σας στον δρόμο ή χάσατε ένα σκαλί και ξαπλώσατε φαρδιά-πλατιά στο πεζοδρόμιο; Σαν μάρτυρες, πώς αντιδράσατε; Συνεχίσατε τον δρόμο σας ή σταθήκατε περιμένοντας τη συνέχεια; Αν εσείς ήσασταν το θύμα, πόσοι περαστικοί συγκεντρώθηκαν γύρω σας κάνοντας… απολύτως τίποτα;

Στην αγγλική γλώσσα το φαινόμενο των παρατηρητών στα ατυχήματα λέγεται rubbernecking: όσοι σταματούν ή επιβραδύνουν γύρω από τον τόπο ενός ατυχήματος εκτείνουν τον λαιμό τους σαν να ήταν λαστιχένιος για να δουν τι συμβαίνει.

Όταν βλέπουμε μία καταστροφή είτε μπροστά μας είτε στην τηλεόραση ή σε κάποιο βιβλίο, λέει η κλινική ψυχολογία, τα δεδομένα καταγράφονται στην περιοχή του εγκεφάλου που ευθύνεται για τα συναισθήματα, το ένστικτο επιβίωσης και τη μνήμη, ενεργοποιώντας τον μετωπιαίο λοβό όπου γίνεται ανάλυση και ερμηνεία. Ας πούμε ότι ο εγκέφαλος αξιολογεί την κατάσταση ώστε να κρίνει αν πρέπει να αντιδράσει και με ποιον τρόπο. Αφού ενεργοποιείται το ένστικτο της επιβίωσης, μας δημιουργείται η ανάγκη να αναζητήσουμε τι προκάλεσε το συμβάν και πώς εξελίχθηκε, δηλαδή σχηματίζουμε έναν προστατευτικό μηχανισμό απέναντι σε παρόμοιους κινδύνους. Μόλις, λοιπόν, καθησυχάσουμε τον εαυτό μας μπροστά στην ενδεχόμενη απειλή —άλλωστε, δεν κινδυνεύουμε από ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, ούτε θα μας βλάψει ένα συναρπαστικό βιβλίο· εκτός αν βλέπουμε απειλές παντού σαν συντηρητικοί Ρεπουμπλικανοί στις ΗΠΑ—, νιώθουμε ασφαλείς να ξεκινήσουμε την αντιμετώπιση των φόβων μας απέναντι στον θάνατο και στον πόνο.

«Όλα αυτά γιατί κάποιος κύριος έχασε την ισορροπία του στις κυλιόμενες σκάλες;» θα ρωτήσετε; «Τόσος κάματος τού μυαλού μετά από ένα καλό θρίλερ;» Και όμως...

Στην εποχή μας δεν είναι απαραίτητο να βγούμε από το σπίτι ή να καταπονήσουμε τον λαιμό μας για τα παραπάνω· κάνουμε ανετότατο rubbernecking μπροστά στις οθόνες μας βλέποντας true crime. Σχεδόν κάθε μηνιαίο Top 10 τού ελληνικού Netflix περιλαμβάνει εκπομπές αληθινών εγκλημάτων. Δημοσκόπηση από το YouGov το 2024 έδειξε ότι το 57% των ερωτηθέντων Αμερικανών καταναλώνει true crime περιεχόμενο — και η πλειοψηφία επιβεβαιώνει την επιστήμη: συμφωνούν πως το είδος αυτό συμβάλλει στην επαγρύπνηση και στην επίγνωση.

Έχουν γραφτεί πολλά για το φαινόμενο Τσαρλς Μάνσον - Χέλτερ Σκέλτερ που προκάλεσε πανικό στις δυτικές κοινωνίες τής δεκαετίας τού 1960 και μετέπειτα. O Τύπος τής εποχής αγκάλιασε την ευκαιρία που του δόθηκε από τις φρικιαστικές δολοφονίες αθώων πολιτών και καταπιάστηκε με την κατασκευή ενός μύθου ικανού να επηρεάζει την ποπ κουλτούρα ακόμη και μέχρι τις μέρες μας. Ανάμεσα στα γραπτά βρίσκεται και το βιβλίο του ρεπόρτερ Τομ Ο’ Νιλ, Chaos | Charles Manson, the CIA, and the Secret History of the Sixties, το οποίο διασκεύασε σε ντοκιμαντέρ ο βραβευμένος σκηνοθέτης Έρολ Μόρις για το Netflix.

Μέσα σε μόλις μιάμιση ώρα οι δημιουργοί ανατρέχουν στα γεγονότα που έφεραν τον Μάνσον στο προσκήνιο, στις θεωρίες της εποχής και στην επιρροή του ίδιου προς τους ακολούθους του. Στο Χάος: Υπόθεση Μάνσον αναθεωρείται η επίσημη εκδοχή της υπόθεσης, με τεκμήριο υπομνήματα από τις ομοσπονδιακές Αρχές των ΗΠΑ. Με την έρευνά του, ο Ο’ Νιλ εντόπισε αδικαιολόγητα κενά και παραλείψεις στις διαδικασίες της αστυνομίας, ενώ εξαρχής δεν πείστηκε από τη συλλογική πεποίθηση που σκιαγραφούσε τον Μάνσον σαν ευφυή και σατανικό ιθύνοντα νου. Ο Μάνσον και εκείνοι που εκμεταλλεύτηκε και παρέσυρε στην υποτιθέμενη σέχτα του τοποθετούνται σε ρεαλιστικό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, σαν υποχείρια ενός σκοτεινού κυβερνητικού σχεδίου.

Αν σας συναρπάζουν οι θεωρίες συνωμοσίας ή χαλαρώνετε ανασκαλεύοντας εγκλήματα τού παρελθόντος, και οι λέξεις MKUltra και COINTELPRO δεν σας είναι άγνωστες, ε, μην καθυστερείτε! Πατήστε ▶

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα, «Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα» (μετάφραση Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος, Εκδόσεις Carnívora)

Αν σε κάτι συμφωνούν πάνω απ’ όλα όσοι βαθμολογούν με 5 αστεράκια το «Αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα» στο Goodreads, είναι ότι το κάνουν με μισή καρδιά. Και το κάνουν με μισή καρδιά, γιατί με 5 αστεράκια βαθμολογούμε συνήθως βιβλία ωραία, καλογραμμένα, που μας έκαναν να περάσουμε μερικές μέρες στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Αλλά το βιβλίο αυτό είναι κάτι άλλο: είναι κάτι αλλιώτικο, κάτι διαφορετικό, κάτι γραμμένο σχεδόν με αίμα, και με αγωνία, και με πείσμα, και με θυμό — και κυρίως: με αγάπη. Είναι κάτι παραπάνω, ή κάτι παραπέρα από ένα ακόμα βιβλίο. Η πρόζα του, παρά ταύτα είναι πράγματι πανέμορφη, ναι. Διαβάζεται μονορούφι. Αλλά γράφει μια αναγνώστρια: «Δεν νομίζω ότι έχω καν το δικαίωμα να το βαθμολογήσω. Πώς βαθμολογείται μια ζωή; Πώς αξιολογείται μια τόσο προσωπική εμπειρία;» Προσοχή: η καρδιά σας θα πονέσει, θα νιώσετε πως μπαίνετε στο πετσί της αφηγήτριας, και στο πετσί της αδελφής της, ότι είστε και εσείς εκεί. Τουλάχιστον οι γυναίκες. Η καρδιά σας θα πονέσει, αλλά με την καλή έννοια. Σπουδαία δουλειά, ένα βιβλίο που αξίζει και με το παραπάνω όλες τις διακρίσεις που ήδη έλαβε: ένα ντοκουμενταρισμένο βιβλίο για την έμφυλη βία, τις γυναικοκτονίες, τη δικαιοσύνη, και τη μνήμη. Επίσης: ιδανικό για λέσχες ανάγνωσης, καθώς θα γίνει αφορμή για μεγάλες και εις βάθος συζητήσεις. Αλλά και για όσους έχουν κόρες. Ή μήπως και γιους;… Σε κάθε περίπτωση, να προσεχθεί ιδιαίτερα.

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

Η Λιλιάνα, που πέρασε μόνη της την εμπειρία της άμβλωσης στα τέλη του 1988, ήταν τυχερή. Ένας γιατρός την έκανε να αισθανθεί χάλια, αλλά δεν τη σκότωσε. Μπορώ να τη διακρίνω τώρα, αποδώ, γεμάτη αγωνία, να ρωτά διακριτικά, να αναζητά πληροφορίες που δεν είναι ποτέ διαθέσιμες. Να την, κατεβαίνει τις σκάλες του μετρό και μετά περπατά στα στενά, πάντοτε γεμάτα ρωγμές πεζοδρόμια του Ναουκάλπαν, μιας περιοχής της εργατικής τάξης στην Πολιτεία του Μεξικού, βορειοανατολικά της πρωτεύουσας, ενώ προσπαθεί να εντοπίσει έναν αριθμό σ’ αυτούς τους τοίχους, ανάμεσα στις πολύχρωμες αφίσες και διαφημίσεις. Θέλω να πάω κοντά της, να μπω μαζί της στο σκοτεινό, υγρό δωμάτιο όπου τη ρωτούν ξανά και ξανά αν είναι σίγουρη. «Είμαι», λέει σιγανά, κι εγώ της πιάνω το χέρι και της αγκαλιάζω τους ώμους. Δεν είσαι μόνη, Λίλι. Είμαι εδώ μαζί σου. Τώρα και για πάντα. Εγώ σε στηρίζω εντελώς κι απόλυτα, με όλη μου την καρδιά. Όπως εσύ με έχεις ακούσει όλα αυτά τα χρόνια, με αποδέχεσαι και με αγαπάς όπως είμαι, έτσι σ’ αγαπώ κι εγώ, χωρίς να σε κρίνω. Είμαι εδώ για σένα. Θέλω να είσαι σίγουρη γι’ αυτό, να το γνωρίζεις καλά. Είμαι εδώ μαζί σου, εντελώς σύμφωνη με την απόφασή σου.

  • Διαβάζουμε στο σάιτ τού εκδοτικού:

18 Οκτωβρίου 2019. Η Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα ταξιδεύει από το Τέξας στην Πόλη του Μεξικού, αναζητώντας έναν παλιό, ανεξιχνίαστο ποινικό φάκελο. «Ονομάζομαι Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα», γράφει στο αίτημά της προς τον γενικό εισαγγελέα, «και σας γράφω ως συγγενής της Λιλιάνα Ριβέρα Γκάρσα, η οποία δολοφονήθηκε στις 16 Ιουλίου 1990». Έχουν περάσει είκοσι εννέα χρόνια. Είκοσι εννέα χρόνια, τρεις μήνες και δύο μέρες από τη γυναικοκτονία της Λιλιάνα, όταν η Κριστίνα, εμπνευσμένη από τα φεμινιστικά κινήματα σε όλο τον κόσμο και εξοργισμένη από την παγκόσμια επιδημία γυναικοκτονίας και συντροφικής βίας, ξεκινά την πορεία της προς τη δικαιοσύνη. Το «Αήττητο Καλοκαίρι της Λιλιάνα», το βιβλίο που κέρδισε το Βραβείο Pulitzer 2024, Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία, είναι ο απολογισμός –και το αποτέλεσμα– αυτής της αποστολής.

Η Ριβέρα Γκάρσα ιχνηλατεί την ιστορία της αδερφής της μέσα από χειρόγραφες επιστολές, αστυνομικές αναφορές, σχολικά τετράδια, ημερολόγια και συνεντεύξεις με αγαπημένα πρόσωπα της Λιλιάνα, απεικονίζοντας τα πάντα: από τον πρώιμο έρωτα της με έναν γοητευτικό αλλά κτητικό και ευέξαπτο άντρα, μέχρι εκείνο το συνταρακτικό τελευταίο καλοκαίρι του 1990, όταν αγάπησε, σκέφτηκε και ταξίδεψε πιο ελεύθερα από ποτέ. Μέσα από αυτά τα ντοκουμέντα γνωρίζουμε τη Λιλιάνα, μια λαμπερή, ταλαντούχα, στοργική, φιλόδοξη και εκπληκτικά ελπιδοφόρα νεαρή γυναίκα, που χρησιμοποιεί τη γλώσσα και τη λογοτεχνία παθιασμένα και αντισυμβατικά, καθώς, για την Κριστίνα, «Η Λιλιάνα ήταν η πραγματική συγγραφέας της οικογένειας». Παράλληλα, μέσα από τα ίδια ντοκουμέντα και συναρμόζοντας ποιητικότητα με αντικειμενική παράθεση στοιχείων και μαρτυριών, η Ριβέρα Γκάρσα αντιμετωπίζει το τραύμα της απώλειας, εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο αυτή η τραγωδία συνεχίζει να διαμορφώνει ποια είναι –και για τι παλεύει– σήμερα και δημιουργεί ένα μοναδικό και συναρπαστικό βιβλίο.

Με μια γραφή τόσο προσωπική όσο και πολιτική, το «Αήττητο Καλοκαίρι της Λιλιάνα» αποτελεί φόρο τιμής στη Λιλιάνα και σε κάθε γυναίκα που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τα σημάδια ενός βίαιου άντρα, αλλά και ένα ηχηρό κάλεσμα να διεκδικήσουμε μια άλλη, ίση, δίκαιη και ασφαλή πραγματικότητα.

  • Νά και ένα μικρό βιογραφικό της συγγραφέως:

Η Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα (Ματαμόρος, 1964), πολυβραβευμένη συγγραφέας και ακαδημαϊκός, είναι σήμερα διευθύντρια του διδακτορικού προγράμματος δημιουργικής γραφής στα ισπανικά στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον. Η ανατρεπτική αφήγηση της δολοφονίας της αδελφής της, που συνδυάζει στοιχεία απομνημονευμάτων, φεμινιστικής δημοσιογραφικής έρευνας και ποιητικής βιογραφίας, κέρδισε το βραβείο Pulitzer 2024 στην κατηγορία Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία και ήταν φιναλίστ για τα National Book Awards 2023. Το 2020 έλαβε την υποτροφία MacArthur, ενώ έχει τιμηθεί και με το βραβείο Sor Juana Inés de la Cruz.

Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.