Πολεις

Γιώργος Ιωάννου: Θα είναι πάντα ο σκοπός που γύρω του χορεύουμε τα τσοπανόσκυλα 

Ο τρόπος που κατέγραψε τη Θεσσαλονίκη είναι «σχολή»

Στέφανος Τσιτσόπουλος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιώργος Ιωάννου / Δρόμοι, άνθρωποι, στιλ, ιδέες, τάσεις, γεύσεις, ήχοι, τέχνη και urban μητροπολιτικό πρόσημο. Μια καθημερινή ανταπόκριση με όλα τα νέα και σφραγίδα 100% Θεσσαλονίκη.

«Εγώ λέω αυτό που είδα εγώ προσθέτοντας ίσως αυτό που λένε οι άλλοι. Θέλω, πέρα από τα γεγονότα, να δώσω την ατμόσφαιρα μέσα από την οποία τα είδα… να δώσω τον εαυτό μου και τη νεότητά μου».

Από το 3ο Γενικό Γυμνάσιο Λύκειο Γιώργος Ιωάννου περνώ καθημερινά. Την ημέρα οδικώς, ανεβαίνω κοφτά αριστερά από την Ευαγγελίστρια, αφήνω στα δεξιά το άγαλμα του Βιζυηνού, φρουρού και πύλαρχου εισόδου για τις 40 Εκκλησιές και ευθυγραμμίζοντας το τιμόνι για Ολυμπιάδος, ύστερα το παίρνω δεξιά προς Άνω Πόλη. Από το 3ο Γενικό Γυμνάσιο Λύκειο Ιωάννου περνώ και στις νυχτερινές περιπατητικές μου. Κατηφορίζοντας από τα ψηλά για το κέντρο, τραβά το βλέμμα μου και με έλκει το ροζ υπερηλεκτρικά αλογονούχο χρώμα του Τ της Deutsche Telecom. Το ροζ του λούζει τον δρόμο και το εκπαιδευτήριο, με τις έντονες δέσμες να κρεπάρουν ως και το παραδιπλανό με το σχολείο απομεινάρι του Τείχους, συν το ανακαινισμένο οθωμανικό τεχνουργείο του Ισλαχανέ. 

Αυτό δεν είναι ακριβώς το σχολείο του, ο Ιωάννου πήγαινε στο παραδιπλανό που γκρεμίστηκε. Μια ανάσα από το παλιό και το καινούργιο απέχει το σπίτι του Κεμάλ, με τις αλλοεθνείς τουριστικές ουρές μετά την επίσκεψη να την πέφτουν για καφέ, λουκούμια και τσίπουρα στα παρακείμενα στέκια. Ή να φορτώνονται στα λεωφορεία που κάνουν ουρές στην Αγίου Δημητρίου και σμπαραλιάζουν κυκλοφοριακό και νεύρα, όμως βρε κάντε κι εσείς λιγάκι υπομονή στο όνομα του κοσμοπολιτισμού και της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, κάντε.

Η περιήγηση στην Αγίου Δημητρίου με γοητεύει εξίσου με τη μούχλα, τη σαπίλα πολυκατοικίλα, το Αλατζά Ιμαρέτ, την Αίγλη και τα φοιτητικά μαγέρικα της Κασσάνδρου. Όλο το πακέτο των αξιοθέατών της ξεδιπλώνεται καθημερινά: Ιερός Ναός, γριές και νέοι που σταυροκοπιούνται, γυράδικα, πιτσάδικα, ανθοπωλεία, ζαχαροπλαστεία και ξηροκαρπάδικα, κομπιουτεράδικα, ουρές ταξί, καφέ, urban hostels, μετανάστες που διαχέονται στα κάθετα στενά. Στενά που σαν ανθρώπινες αρτηρίες ενώνουν την Αγία Δημητρίου με το σώμα της Ολύμπου κι από εκεί άσφαλτος και άνθρωποι ξεχύνονται ολούρμο κατηφορικά για την άλλη, την πιο φαντεζί Θεσσαλονίκη. Τη Θεσσαλονίκη που έχει την Εγνατία και τους σταθμούς του μετρό σαν το όριο που χωρίζει τα μπουγατσατζίδικα από τη Θεσσαλονίκη των μπραντσάδικων και του τουριστικού μύθου. 

Ασυζητητί και στις περιηγήσεις μου ανά την Αγίου Δημητρίου πάλι έρχεται στο μυαλό μου ο Γιώργος Ιωάννου. Ο τρόπος του πιο συγκεκριμένα. Η μέθοδός του μου έμαθε να περιπολώ με τις αισθήσεις σε εγρήγορση και να διαβάζω με κάθε λεπτομέρεια την πόλη. 

Δεν το κρύβω, η Θεσσαλονίκη σαν σκηνικό με θραυσματικές και αποσπασματικές εικόνες, μνήμες Βυζαντίου, οθωμανικές, Αρχαίας Ρώμης, προσφυγιάς και νεότερης αστικής εξέλιξης, έτσι όπως οι κακομούτσουνες πολυκατοικίες του ’60, του ’70 και του ’80 αντιμάχονται με εκλεκτικισμούς, νεοκλασικά, μπάουχαουζ και τα λοιπά αρχιτεκτονικά κλέη που συναντά ο διαβάτης όταν διασχίζει τη Φιλίππου, την Αγίας Σοφίας, τα πέριξ των πλατειών Αντιγονιδών και Διοικητηρίου, η Βενιζέλου, η Ίωνος Δραγούμη και το Μπιτ Παζάρ, η Θεσσαλονίκη των αντιφάσεων, η παλίμψηστη πόλη φτιαγμένη από επαρχιώτες φοιτητές, ερασμίτες, βέρους μπαγιάτηδες, πολυγεωγραφικούς ξένους, κυριλάτους αστούς και λαϊκεδελικά ανατολικοδυτικά παιδιά, εμπεδώθηκε μέσα μου σαν στιλ αφήγησης χάρη στις λογοτεχνίες του Ιωάννου. Χρωστώ στην πεζογραφική ποιητική ματιά του, που συγκροτείται από ένα δεσπόζων βλέμμα επί της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ενός τόπου που τον όρισαν και συνεχίζουν να τον φιλοτεχνούν παρελθόντα διάφορα, πολλά από τον χαρακτήρα των κειμένων μου. 

Γιώργος Ιωάννου © Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο

Πέρασαν, βέβαια, 40 χρόνια από τον θάνατό του και πολλές από τις ατμόσφαιρες της δικής του λαϊκής Θεσσαλονίκης έσβησαν, όμως εσαεί κάποιες άλλες παραμένουν ακόμα καρφιτσωμένες στο ταμπλό βιβάντ των δρόμων, έτοιμες να εξιστορηθούν και να ερμηνευθούν με τον «Ιωάννου» τρόπο θέασης, περιήγησης και αφήγησης. Η αφήγησή του ήταν συνδυαστική, ο λόγος του καταλογραφούσε οξεία παρατηρητικά το τώρα και ενθυμούμενος τα μπεστ οφ του χθες νοσταλγούσε ένα μέλλον που εντός του θα αντικαθρεφτιζόταν ρομαντικά το παρελθόν. Αυτό ήταν που με γοήτευε: Ανασυνθέτοντας το σήμερα με τεχνικές φαντασίας, αλήθειας, παιδικότητας, ρεαλισμού και ονειροπόλησης, το αισθηματικό αυτό φύρδην μίγδην του Ιωάννου, γινόταν για να αφυπνιστούν οι αισθήσεις και να μη στερεύει επουδενί η ανησυχία και η περιέργεια.

«Τις νύχτες ξανακάνεις τις παλιές διαδρομές. Περπατάς μόνος. Κανείς δεν μπορεί να σε ακολουθήσει μέσα στο στενοσόκακο της μνήμης σου» (Η Πρωτεύουσα των Προσφύγων).

Το Τουρκικό Προξενείο και σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στην Αποστόλου Παύλου

Η Θεσσαλονίκη ήταν και παραμένει μια πυρωμένη εστία συγκινησιακών φορτίσεων. Είτε όταν περπατώντας την έχω στο αριστερό μου χέρι τη Μεγάλου Αλεξάνδρου και με το δεξί θαρρείς και, αν κάνω μια έτσι, θα πιάσω τον Όλυμπο απέναντι από τη θάλασσα, είτε όταν φτάνοντας με τα πόδια από το Μέγαρο στο Ντεπώ, τραβώ αντίστροφα ξανά τη Βασιλίσσης Όλγας με φόρα προς το κέντρο. Οι ψαροκρεατικές στο Καπάνι, ο αέρας που τις νύχτες περνά συρίζοντας μέσα από τη Στοά Μοδιάνο, η υγρασία που νοτίζει τις ανθοδέσμες με τα τριαντάφυλλα στα Λουδουδάδικα, οι φασαίοι που βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους σε Τσιμισκή, Μητροπόλεως και Κορομηλά ντυμένοι λες και βγήκαν για να πάνε σε γκράντε κοσμική εκδήλωση (σε αντίθεση με αυτούς που βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους στις περιοχές από την Εγνατία και επάνω, που δεν σε νοιάζει τι θα βάλεις ή με ποιους θα ανταμώσεις), οι διάσπαρτες εκκλησιές, οι πεζόδρομοι με κάθε καρυδιάς καφέ, ποτό, μπέργκερ και αυγό στο σέρβις, όλα επεξεργασμένα με τη μέθοδο «Ιωάννου» οδηγούν σε αυτό που λέμε μοναδική ατμόσφαιρα Σαλούγκας. 

Τον αγαπώ πολύ τον Ιωάννου, αναπόφευκτα κάθε φορά που γράφω το Θεσσαλονίκη 24/7 Mixtape, η ούτως ή άλλως μετουσιωμένη μέσα μου μέθοδος της αφήγησής του για την πόλη ανιχνεύεται εντός της πλοκής μου. Του χρωστώ μεγάλο κομμάτι εκπαίδευσης του βλέμματός μου στη λαϊκή ανθρωπολογία της Ροτόντας, της Μελενίκου, της Κωνσταντινουπόλεως και του τρίγωνου Τούμπας, Πυλαίας, Χαριλάου (όλα αρχίζω χάρις στο μετρό και τα ξανακυαλάρω λάου λάου). Στις συνεχείς βαδιστικές περιδινήσεις μου στους 12 Απόστολους, στα αυτοκόλλητα με τα εκκλησιαστικά είδη της Χαλκέων παραδρομάκια, στα κόζια της Άνω Πόλης, παντού τον συναντώ καθημερινά σαν μια μνήμη γραφής ή έναν νέο Βαρδάρη, που δεν έχει καμιά σχέση με τον παλιό του.

«Και ύστερα η πλατεία όπου, όταν κάποτε συσπειρωμένος καταπλέεις, σου φαίνεται ζωηρή, ορεξάτη, πολύ επίγεια, με τα πολυόμματα οχήματα, τα ταξί, λεωφορεία, ιδιωτικά, που εσύ προτιμάς να μην τα κοιτάξεις, τις κρεμασμένες εφημερίδες που σου επιτρέπουν μια στάση και κάποια ανασύνταξη, τα λαϊκά σινεμά, όπου φωτεινές επιγραφές επιμένουν με φτηνά πια όσο και αχρείαστα τραβηχτικά κόλπα». Αιωνία του. 

Ο τίτλος του σημερινού Θεσσαλονίκη 24/7 Mixtape είναι «πειραγμένοι» κατά τι οι δύο πρώτοι στίχοι του ποιήματος του Γιώργου Ιωάννου «Στρατόπεδο Παύλου Μελά».