Πολεις

Το ημερολόγιο της Πέμπτης | 31.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

«Για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα. Αυτό που, άπαξ και το ’βρισκε κανείς, ξεκαθάριζαν και όλα τα υπόλοιπα». Ακούγεται εύκολο, ή τέλος πάντων όχι ακατόρθωτο. Δεν είναι. Δεν είναι. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ. Και δεν είναι, γιατί δεν υπάρχουν μεγάλα θέματα που μπορούμε να πιάσουμε: τα μεγάλα θέματα είναι πολύ πιο μεγάλα από τα δάχτυλά μας. Ναι; Ναι. Είναι. Εκτός κι αν πούμε, κλείνοντας το μάτι στον καθρέφτη και κλέβοντας εν γνώσει μας —αμάρτημα μικρότερης βαρύτητας με τη λογοκλοπή, μην αγχώνεστε—, πως όλα τα θέματα είναι μεγάλα. Ας το δούμε έτσι λοιπόν. Και δεν εννοώ τα γνωστά θέματα, τα βασικά, τα αρχετυπικά —έρως, θάνατος, μαθητεία-ενηλικίωση, αναζήτηση, ταξίδι επιστροφής στην πατρίδα κ.τ.π.—, αλλά όλα. Όπως δεν υπάρχουν «καλά», «κακά» και «έτσι κι έτσι» πουλιά: όλα τα πετεινά του ουρανού είναι μια χαρά· όλα τους είναι του καλού Θεούλη. Ας μείνουμε σ’ αυτό λοιπόν, και ας τα λέμε όλα μεγάλα. Κερδίζουμε πολύ χρόνο έτσι. Δε βαριέσαι.

Μία παράφραση, για να ξεμπερδεύουμε και με δαύτη: «Για να γράψεις ένα ΜΕΣΑΙΟ βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα ΜΕΣΑΙΟ θέμα». Αλλά τα μεσαία βιβλία είναι για τα βιβλία ό,τι οι χλιαροί άνθρωποι για την ηθική υπό το βλέμμα (νά Τον πάλι) του Θεού της Αποκαλύψεως: απορριπτέα. «Οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός· ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου». Οπότε, ΟΧΙ στα μεσαία θέματα, ΟΧΙ στα χλιαρά βιβλία.

Και τέλος: «Για να γράψεις ένα μικρό βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μικρό θέμα». Α, ναι — αυτό μάς ταιριάζει καλύτερα. Μικρά βιβλία —ναι αμέ, γιατί όχι— και μικρά θέματα. Όχι μεγαλαυχίες, όχι αλαζονείες και καυχησιές, όχι κομπασμοί και θέατρο. Πόσο βαρετά είναι όλα αυτά. Ω Θε μου! Μπορείς ν’ αρχίσεις να τρως τα δάχτυλα των ποδιών σου από πλήξη μπροστά στις καλοσιδερωμένες σελίδες τους. Μπορείς να τις σκίσεις, να τις βάλεις στο στόμα σου και να τις μασήσεις. Και να τις καταπιείς. Δεν μπορώ να φανταστώ χειρότερο πράγμα από ένα κοντό βιβλίο σε σώμα ψηλού.

Μικρά βιβλία λοιπόν, ναι — και μικρά θέματα. Μικρά βιβλία. Στο μέτρο του ανθρώπου. Στα μέτρα μας.

Μόνο που και τα μικρά βιβλία θέλουν ό,τι και όλα τα άλλα: μια ιδέα, έναν τόπο και τον χάρτη του, έναν καλά μελετημένο ήρωα, έναν καλά μελετημένο και σχεδιασμένο εχθρό/ανταγωνιστή, ένα μάτσο καλά μελετημένους δευτερεύοντες χαρακτήρες, μία πλοκή, μια-δυο υποπλοκές, μία αρχή, μία μέση και ένα τέλος (μ’ αυτή τη σειρά, παρακαλώ), κάμποσα fucking turning points, και ίσως μία γάτα. Ή έναν σκύλο. Οι σκύλοι γενικά είναι καλοί. Μπορείς να εμπιστευτείς έναν σκύλο. Να γείρεις επάνω του. Να αναπνεύσεις τη γούνα του, που συχνά μυρίζει βροχή. Και να κλείσεις τα μάτια.

Ναι, οι σκύλοι είναι καλοί. Ίσως… ίσως πάω έτσι κι εγώ. Ή ίσως να το έχω κάνει ήδη. Ποιος μπορεί να ξέρει.

Στρέφω το βλέμμα προς το μέρος των τριών τους, και χαμογελάω. Τα σκυλάκια μας με κοιτάνε με απορία, , γέρνοντας το κεφάλι προς την ίδια μεριά και τα τρία: τι να εννοώ τάχα; Ούτε εγώ ξέρω, τους λέω. Έχω ηττηθεί.

Πιο εκεί, με κοιτάει και η γάτα μου. Χαμογελάει, σαν να κρέμεται η ουρά ενός ποντικού από το στόμα της. Μπορεί και να κρέμεται, πράγματι. Ή να μην είναι ουρά ποντικού.

«Κάποια στιγμή μού πέρασε από το μυαλό ότι τα κάνατε όλα αυτά γιατί ήσασταν με το μέρος του», της είπα. «Δικοί του σύμμαχοι, κι όχι δικοί μας. Κι ότι μάς οδηγήσατε στην καταστροφή και στον θάνατο». Ή, κι αν δεν της το είπα, ίσως το σκέφτηκα.

Είναι μια σκέψη που περνά συχνά-πυκνά από το μυαλό μου αυτή. Κι όπως οι περισσότερες, έρχεται έτσι, ουρανοκατέβατα. Στο μεγαλύτερο μέρος του μυαλού μας άρχοντας είναι ο εαυτός μας, και όχι εμείς. Ή ούτε καν αυτός. Πόσο περίεργο.

Ας είναι.

* * *

Είμαστε αφηγήσεις, σκέφτομαι. Αφηγήσεις και αναμνήσεις αφηγήσεων. Και η συνεκτική μας ουσία είναι τα βιβλία. Και τυχαίνει να μας ταλαιπωρούν όλους. Και να πασχίζουμε βέβαια να τα γράψουμε. Να κυνηγάμε φάλαινες. Δυο συμβουλές:

Γράψε τη σύνοψη της ιστορίας σου ως εξής (συμπλήρωσε τα κενά):

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ______________________. Κάθε μέρα, ______________. Μια μέρα όμως, ____________________________. Εξαιτίας αυτού, ______________________________. Και εξαιτίας αυτού, _____________________________________. Μέχρι που _____________________________________.

Επίσης: Να αγαπάς την απλότητα. Να μη γράφεις άσχετα πράγματα. Να μη γράφεις αυτονόητα πράγματα. Αν δύο χαρακτήρες αλληλοσυμπληρώνονται ή έχουν πολλά κοινά, κάν’ τους έναν. Κόβε από παντού. Κόψε κι άλλο. Βάλε τους ήρωές σου να αντιμετωπίσουν καταστάσεις που δεν τους είναι οικείες. Βάλε τους ήρωές σου να αντιμετωπίσουν καταστάσεις που δεν είναι σε εσένα οικείες. Γράψε το τέλος της ιστορίας σου αμέσως μετά την αρχή της. Πάντα γράφουμε τη μέση της ιστορίας μας στο τέλος. Η βασική ιδέα του βιβλίου σου πρέπει να χωράει σε ένα ποστ-ιτ. Και μάλιστα όχι γραμμένη με ψείρες. Αν δεν χωράει, δεν είναι μια καλή ιδέα. Γράψε μικρά βιβλία με μικρά θέματα. Αυτά είναι τα μεγάλα βιβλία που πρέπει να γράψεις.

Και μην ξεχνάς: βάλε κάπου και έναν σκύλο.

* * *

Έκατσα και μάζεψα όλα αυτά τα πράγματα που παρήγγειλα με το ταχυδρομείο και τα είχα από δω κι από κει μέσα στο σαλόνι. Τα δίπλωσα προσεκτικά και τα έβαλα πίσω στα κουτιά τους. Και σφράγισα καλά τα κουτιά με κολλητική ταινία. Άφησα απέξω μόνο δυο-τρία πράγματα, που ίσως μού χρειαστούν. Δεν ξέρω. Θα δω. Θα φανεί.

Ανέβασα όλες τις κούτες στο πατάρι, αφού διευθέτησα λίγο το χάος εκεί πάνω. Μετά έκανα ένα καυτό ντους, άνοιξα το κλιματιστικό στο φουλ και ξάπλωσα γυμνός πάνω από τα σεντόνια, κοιτώντας το ταβάνι. Κράτησα μόνο το πιστόλι των φωτοβολίδων δίπλα μου, και ένα από τα μαχαίρια.

Και το ρόπαλο του μπέισμπολ.

* * *

Στο σιντριβάνι, κάτσαμε ένα εικοσάλεπτο με τον συνονόματό μου από την ταβέρνα απέναντι, στο διάλειμμά του ανάμεσα στα δυο σπαστά κομμάτια της βάρδιας του. Ίσως δουλέψουμε κάτι μαζί, είπαμε, κάποια στιγμή στο μέλλον. Έχει μια καλή ιδέα. Μπορεί και περισσότερες.

Όταν έφυγε για να ξαναπιάσει δουλειά, άρχισα να παρατηρώ τον κόσμο που στεκόταν γύρω από το σιντριβάνι και μιλούσε στο τηλέφωνο. Είχαν όλοι το ίδιο βλέμμα. Έκαναν, εκείνη τη στιγμή, το πιο σοβαρό πράγμα του κόσμου. Ο καθένας από μας είναι ανά πάσα στιγμή το κέντρο του σύμπαντος.

Πότισα το δέντρο μας, και του είπα ψιθυριστά εκείνα τα λόγια που έχει πια συνηθίσει να ακούει. Αν το δεις, έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε όγκο σε σχέση με τα συνομήλικά του στον δρόμο. Από το συχνό πότισμα; Από τις κουβέντες; Και από τα δύο; Και είναι αλήθεια, άραγε, αυτό;

Ο άστεγος ζωγράφος δεν ήταν στο πόστο του χθες το απόγευμα, ούτε το βράδυ που ξανακοίταξα. Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει καθώς περνούσα από εκεί και τις δυο φορές, και ντράπηκα λιγάκι. Τι ν’ απέγινε; Και πόσο φταίω εγώ για το τέλος του;

Η κυρία που ταΐζει τις γάτες στον πέρα κάθετο δρόμο μού χαμογέλασε. Κούνησα το κεφάλι, και δεν άφησα τα σκυλάκια μας να την πλησιάσουν. Το πρόσωπό της, πάντως, μου θύμισε και κάτι άλλο. Ίσως την έχω ξαναδεί στη ζωή μου, αλλιώτικα ντυμένη, και με δυο μαύρους κύκλους βαμμένους γύρω από τα μάτια της.

Το μπαρ στη γωνία θα κλείσει, μαθαίνω. Κρίμα. Τέλος εποχής. Αλλά η γειτονιά θα μείνει τελικά. Οι γειτονιές πεθαίνουν πάντα τελευταίες. Στο τέλος, όλες οι πόλεις μας θα είναι πόλεις-φαντάσματα. Κι έπειτα θ’ αρχίσουν πάλι όλα από την αρχή. Ίσως.

Θα έχει πανσέληνο απόψε.

 * * *

Έχει τόση ζέστη, και σήμερα. Ήταν ένας μήνας που τα ’καψε όλα. Ζούμε μια εποχή στην Κόλαση.

 * * *

Η πινακίδα ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ έφυγε από το Σπίτι.

Κανείς δεν θυμάται πως κρεμάστηκε ποτέ στο μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου, βέβαια. Κανείς δεν την είχε δει.

Στην πόρτα του εγκαταλειμμένου κτιρίου, είναι τοποθετημένη μια χοντρή αλυσίδα.

Ολοκαίνουργια.

* * *

Πέμπτη πρωί, χαράματα, τελευταία μέρα του Αυγούστου, και είμαι κουλουριασμένος πάνω στη μεγάλη πολυθρόνα, με έναν καφέ ήδη κρύο στα χέρια μου, πίσω από τα κατεβασμένα στόρια της μπαλκονόπορτας. Αφουγκράζομαι την καρδιά μου, αλλά δεν την ακούω. Καλό σημάδι, σκέφτομαι. Η καρδιά μου κουράστηκε να αναπηδά με όλα αυτά τα εκνευριστικά, ανούσια jump scares. Φτάνει. Το φυσιολογικό είναι να μην ακούμε την καρδιά μας. Το φυσιολογικό είναι να μην τη νιώθουμε.

Πίνω μια γουλιά από τον καφέ μου. Είναι πολύ πικρός.

Τελικά όλα ήταν πολύ πιο ταπεινά από όσο τα περιμέναμε, σκέφτομαι. Κάποιοι λένε —ή έτσι θέλουν να πιστεύουμε— πως όλο αυτό έγινε μόνο και μόνο για να ζήσει μερικά χρόνια παραπάνω ένας γέρος εδώ στη γειτονιά, χάρη στο φιλί που θα του έδινε το πλάσμα στο Σπίτι. Ήταν περιζήτητο —εννοώ το πλάσμα, αυτός ο βρικόλακας—, και έκανε αιώνες τώρα αυτή τη δουλειά. Ακούγονται φήμες για πολλά χρήματα που θα άλλαζαν χέρια, και για μερικά παιδιά που θα χάνονταν «ανεξήγητα». (Το ένα στα εφτά παιδιά που εξαφανίζεται δεν επιστρέφει ποτέ, άλλωστε. Και κάθε μέρα χάνεται κι ένα παιδί. Τα ξέρουμε αυτά). Τι θα γίνει τώρα; Μάλλον θα πεθάνει, υποθέτω. Ο γέρος. Θα το μάθουμε από το κηδειόχαρτο. Και το πλάσμα θα είναι ήδη στη σπηλιά του, ή όπου τέλος πάντων ζει η γενιά του. Ή όπου ζούσε: ίσως να είναι το τελευταίο, λένε.

Έκανε πάντως ό,τι μπορούσε για να σωθεί. Πώς γίνεται αυτό; Να μην έχεις κουραστεί πια μετά από τόσο καιρό; Μετά από τόσους και τόσους αιώνες; Από ένστικτο;

Δεν έχω ιδέα.

Έκανε ό,τι μπορούσε για να σωθεί. Και μας γέμισε εικόνες. Και μας γέμισε εχθρούς. Και ξεχασμένους φίλους. Και αίμα. Και λέξεις.

* * *

Ανοησίες. Πρέπει απλώς να ξαπλώσω λίγο. Να κοιμηθώ. Το κεφάλι μου… το μυαλό μου, είναι μπερδεμένο. Δεν ξέρω τι είναι αλήθεια και τι όχι. Το μόνο που ξέρω, και θυμάμαι καλά, είναι αυτό που είδα λίγες στιγμές αφότου εκτόξευσα τη φωτοβολίδα μου, όταν ο καταιονισμός του φωσφόρου κατάκατσε στο πάτωμα και τα μάτια μου μπορούσαν πάλι να δουν.

Το μόνο που θυμάμαι είναι εμένα, κουλουριασμένο στην πολυθρόνα μου, να δείχνω τα νύχια και τα δόντια μου στους εισβολείς.

Το μόνο που ξέρω είναι ότι ζούσαμε από πάντα στο Σπίτι.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome