Πολεις

Το ημερολόγιο της Τετάρτης | 30.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Δεν ξέρω. Μοιάζει μάλλον με την περίσσεια νερού που συσσωρεύεται σε μια υπόγεια φλέβα πιέζοντας το έδαφος τόσο πολύ που εντέλει προκαλεί ρωγμάτωση στο χώμα ή στον βράχο διαπερνώντας τα και σπάζοντάς τα, για να εκτοξευτεί με βοή και αντάρα στον χώρο, σαν νερό από σπασμένο πυροσβεστικό κρουνό στη Νέα Υόρκη σε splash page από κόμικς της δεκαετίας τού ’70. Ή σαν το βιαστικό μάγμα που κοχλάζει και συστρέφεται σπειροειδώς μέσα στον κρατήρα του ηφαιστείου, λίγο πριν τιναχτεί στον αέρα καίγοντάς τον. Σαν πίδακας αερίου σε θερμοπηγή, που θριαμβολογώντας ξαφνιάζει τον πεζοπόρο. Σαν μπουρίνι που στην καρδιά του φυσούν χίλιοι αέρηδες. Η πελώρια ΑΝΑΓΚΗ που γεννήθηκε μέσα μου τα ξημερώματα της Τετάρτης ξεπερνούσε ακόμα και τις κορυφώσεις εκείνου του στερητικού συνδρόμου που με είχε διπλώσει στα δύο δυο μέρες πριν, στο αβάσταχτο ρεπό μου, κάνοντάς με να βογκάω πεσμένος στο πάτωμα, ανάμεσα από όλες εκείνες τις κούτες και τα σκορπισμένα ένα γύρω εφόδια. Όμως ΑΥΤΟ εδώ ήταν κάτι που δεν μπορούσες να το αντιμετωπίσεις εκλιπαρώντας κάποιον φιλεύσπλαχνο θεό να το κάνει να περάσει, ή σφίγγοντας υπομονετικά τα δόντια και τα μάτια έχοντας το μάγουλό σου στις σανίδες του πατώματος και μια σκυλίσια μουσούδα να ξεφυσάει στο αυτί σου αναστατωμένη και έντρομη, θέλοντας να ρουφήξει όλο το κακό από μέσα σου. Όχι. Αυτό εδώ… ήταν κάτι οριστικά ΕΠΕΙΓΟΝ. Δεν μπορούσες να του αντισταθείς. Δεν γινόταν. Έπρεπε να ετοιμαστείς και να βγεις ΤΩΡΑ. Δεν ήταν σφάχτης από τη στέρηση της φύλαξης. Ήταν κάλεσμα. Ήταν το κάλεσμα του λύκου για επιφυλακή και επίθεση. Ήταν συναγερμός.

Ο Ένοικος ξυπνούσε.

Έτρεξα στο μπάνιο με τα μάτια μου δακρυσμένα από τον πόνο και έβαψα τα μάγουλα και το μέτωπό μου όπως έπρεπε να τα βάψω. Φόρεσα διπλές κάλτσες, μία σκελέα και το παντελόνι μου, και από πάνω μία εφαρμοστή  φανέλα, μια τεχνική μπλούζα και ένα χακί φούτερ με κουκούλα. Ντύσιμο για ορεινή επιβίωση. Έδεσα τις μπότες μου, φόρεσα το τζάκετ μου, το έσφιξα στη μέση δένοντας κόμπο τα κορδόνια, και πήρα όλα μου τα όπλα. Έβαλα το κράνος μου στο κεφάλι, το ασφάλισα καλά, άναψα το φως ανθρακωρύχου που είχα προσαρμόσει επάνω του, και πέρασα την αξίνα μου στην πλάτη. Στάθηκα για μια στιγμή με τα πόδια ανοιχτά και ζύγισα στα χέρια μου το μπαστούνι του μπέισμπολ. Δεν ήξερα αν τα είχα πάρει όλα, ή τι πολύ βασικό μού διέφευγε εκείνη τη στιγμή. Όμως δεν είχα άλλα χρονικά περιθώρια. Ο πόνος στο σώμα μου είχε μειωθεί αισθητά, από τη στιγμή που άρχισα να ετοιμάζομαι και για τα πέντε λεπτά που πέρασαν από τότε, αλλά ήξερα πως έπρεπε να κατρακυλήσω από τις σκάλες έτσι και ήθελα να φτάσω στην ώρα μου για να προλάβω κάτι, οτιδήποτε. Όχι για να σώσω την παρτίδα. Αυτή δεν σωζόταν με τίποτε: ήμασταν καταδικασμένοι — κι εγώ, και οι σύντροφοί μου, και όλοι οι άλλοι. Αλλά για να προλάβω, έστω, να πολεμήσω. Κυρίως: ελπίζοντας να προλάβω να δω τον εχθρό μου. Γιατί αυτό ήταν που μ’ έκαιγε κυρίως. Το πρόσωπό του. Όχι τόσο η ουσία, όσο η μορφή του άλλου. Έπρεπε να δω πώς έμοιαζε αυτό που μισούσα.

Ένα νιαουρητό με σταμάτησε στην εξώπορτα, τη στιγμή που τράβαγα τον σύρτη. Θεέ μου. Η γάτα μας. Το όπλο μας. Αυτή που ήξερε τι συνέβαινε, αυτή που μας είχε ειδοποιήσει, αυτή που λαχταρούσε να βυθίσει τα νύχια της σε ό,τι είχε ο Ένοικος για σάρκα. Έτρεξα προς το μέρος της και την άρπαξα από το πάτωμα ζητώντας της συγγνώμη. Της πέρασα με δυο κινήσεις το περιστήθιο —ήξερα πια να το βάζω πολύ πιο εύκολα από όσο στην αρχή, ενώ και εκείνη με βοηθούσε όσο μπορούσε—, προσάρμοσα τον οδηγό, τύλιξα την άλλη άκρη στην παλάμη μου, την πήρα πάλι αγκαλιά με το ένα χέρι και, χτυπώντας την τσέπη μου για να δω αν είχα πάρει τα κλειδιά μου, πράγμα που ξεπερνούσε οποιαδήποτε ειρωνεία μπορούσα να σκεφτώ —δεν θα ξαναγυρνούσα σ’ αυτό το σπίτι—, έσκυψα στα σκυλάκια μας που είχαν έρθει κοντά μου καταλαβαίνοντας πως κάτι τελεσίδικο συνέβαινε, κάτι που μας ξεπερνούσε όλους, τους είπα ότι τα λάτρευα, τα χάιδεψα στο κεφάλι, έκλεισα την πόρτα μπροστά από τα θλιμμένα τους μάτια με έναν ήχο που ακούστηκε στα αυτιά μου σαν καρφί όταν μπήγεται σε φέρετρο, και άρχισα να κατεβαίνω δυο-δυο και τρία-τρία τα σκαλιά. Είναι εκατόν πέντε από τον πέμπτο ώς το ισόγειο. Τα μετρώ σχεδόν κάθε φορά.

* * *

Ήταν όλοι εκεί. Και η δική μου ομάδα, και οι άλλοι εφτά. Ίσως πάλι ήμασταν και περισσότεροι. Δεν ξέρω. Ίσως ήμασταν είκοσι, ή και τριάντα. Δεν ξέρω, δεν μπορούσα να ξέρω, γιατί είχα το βλέμμα μου καρφωμένο στο Σπίτι, και στους τοίχους του που τους ένιωθα να πάλλονται και να δονούν τη νύχτα. Αλλά ήξερα πως ήμασταν όλοι. Γιατί δεν μπορούσες να αντισταθείς σε εκείνο το κάλεσμα. Απλώς… δεν γινόταν. Ήταν η ώρα μας αυτή, η δική μας στιγμή: το τέλος του ονείρου που μας είχε φέρει ώς εδώ. Το ξέραμε όλοι καλά, και το ήξερε βέβαια και το Σπίτι. Ήξερε πως ήμασταν εκεί, και ετοιμαζόταν να μας υποδεχτεί, και να μας φάει. Και αμέσως μετά να μας ξεχάσει. Και δεν μας ένοιαζε.

Στράφηκα προς το στενό στα δεξιά, καθώς ένιωσα δύο από τους φύλακες να έρχονται προς το μέρος μου. Ήταν εκείνοι. Οι δυο πιο κοντινοί μου άνθρωποι εδώ και μερικές ημέρες. Ο άντρας με την πορτοκαλί γάτα, το χακί πουλόβερ με τα πέτσινα μπαλώματα στους αγκώνες και το γιαπωνέζικο σπαθί στην πλάτη, και η γυναίκα με το γκρίζο τζιν και το δερμάτινο μπουφάν, με τα κοντά, σχεδόν κάτασπρα μαλλιά, τα μάτια που ήταν χωμένα σε δύο μεγάλους μαύρους κύκλους, και το τσεκούρι στα χέρια. Μια λεπτή, νεαρή γάτα την ακολουθούσε πειθήνια, δεμένη με το λουρί της. Η ψηλή νεαρή κοπέλα με το λευκό σαν νεκροκεφαλή πρόσωπο, την ολόσωμη φόρμα και τις στρατιωτικές επιγονατίδες και επαγκωνίδες, ζωσμένη πάντα τις δύο δερμάτινες λωρίδες της με τα αιχμηρά αντικείμενα, και ο θηριώδης άντρας με το ξυρισμένο κεφάλι, το περιποιημένο μούσι, τα γυαλιά ηλίου, το βαμμένο κόκκινο στόμα και το σφυρί στα χοντρά δάχτυλά του, έρχονταν από πίσω τους ανέκφραστοι σαν να τους γεννούσε βήμα το βήμα η νύχτα, με τις σκούρες γάτες τους να τους ακολουθούν κι αυτές, σαν πιτσιλιές από σκιά. Το ζευγάρι των λογιστών με το ηλεκτρικό πριόνι και τη βαλλίστρα ξεκολλούσαν κι αυτοί, μόλις, από τον τοίχο τής απέναντι πολυκατοικίας και έρχονταν προς το μέρος μας με πιο αποφασιστικά βήματα απ’ ό,τι θα περίμενε ίσως κανείς κρίνοντας από το παρουσιαστικό τους. Τα μάτια τους ήταν παγωμένα και σκληρά, σαν το βλέμμα που είχαν οι γάτες τους. Πλησιάσαμε και οι εφτά ο ένας τον άλλο και κοιταχτήκαμε. Κουνήσαμε καταφατικά το κεφάλι. Δεν χρειαζόταν να πούμε κάτι. Νομίζω πως όλο αυτό ήταν περισσότερο κάτι σαν αποχαιρετισμός. Αποχαιρετιστήκαμε λοιπόν.

Μια άλλη ομάδα μάς έκανε να στραφούμε προς το μέρος τους. Κινούνταν ήδη προς το Σπίτι, αποφασισμένοι. Κοιταχτήκαμε πάλι μεταξύ μας. Το πρόσωπό μου άρχισε να σπαρταράει, σαν να προφήτευα έναν σεισμό, η μια κατάρα που θα ’πεφτε άδικα σε κάποιον και στη σπορά του. Με ένα ακόμα νεύμα ανάμεσά μας, τους ακολουθήσαμε. Σταθήκαμε λίγο πίσω τους, όταν ο κοντός άντρας που προπορευόταν, κρατώντας μια βαριοπούλα, τσάκισε με ένα χτύπημα το πόμολο της πόρτας μαζί με την κλειδαριά της. Το Σπίτι βόγκηξε, και σαν να αναρίγησε ολόκληρο. Ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας, η λαμπερή, σχεδόν ολόγιομη σελήνη —αύριο θα είχαμε πανσέληνο— αρπάχτηκε μέσα σε μια στιγμή από ένα μαύρο σύννεφο και κρύφτηκε μέσα του, σαν ψάρι που χάνεται κάτω από ένα χταπόδι. Η πόλη βούρκωσε, και μια υγρασία βαριά σαν λάδι έκατσε επάνω μας. Η πρώτη ομάδα χώθηκε μέσα από την ανοιχτή πια πόρτα. Πίσω από τη δική μου ομάδα, συνωστίζονταν και όλοι οι υπόλοιποι. We few. We happy few. Και οι γάτες μας άρχισαν να ρονρονίζουν όλες μαζί, και εκείνο το κοινό τους γουργούρισμα που σκέπασε κάθε άλλο ήχο, και σχεδόν κάθε άλλη κίνηση, έσφιξε το στομάχι μου. Η γυναίκα με τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια ήρθε κοντά μου. Το τσεκούρι έτρεμε στα χέρια της. Θα βρισκόμασταν κάπου έξω, υποτίθεται, σήμερα ή αύριο, ή κάποια μέρα τώρα κοντά. Για να τα συζητήσουμε όλα αυτά. Ή για να μην τα συζητήσουμε. Την κοίταξα. Το βλέμμα της καθρέφτισε το πρόσωπό μου, αλλά είχε σκοτάδι και δεν είδα τίποτε. Και έπειτα, την αμέσως επόμενη στιγμή, ήταν η σειρά μας να μπούμε στο Σπίτι. Προχωρήσαμε προς την ορθάνοιχτη πόρτα. Και μπήκαμε.

Ω, τι μαύρο, τι εβένινο μεγαλείο.

* * *

Πρώτα έφυγαν οι γάτες μας. Τα λουριά έλιωσαν, οι οδηγοί μάς έκαψαν τα χέρια, και τα περιστήθια ενώθηκαν μεταξύ τους — όπως και οι ίδιες οι γάτες, χτυπώντας η μια πάνω στην άλλη σε μία έκρηξη διαπλεκόμενων ιστών, λευκών δοντιών και γούνας. Τώρα είναι μόνο μία —αν τέλος πάντων δεν με γελούν τα μάτια μου—, ένα αρπακτικό μεγάλο σαν ταύρος, με δεκάδες κεφάλια και δεκάδες ουρές, και χίλια νύχια στα εκατό της πόδια. Αλυχτάει στο βάθος του κενού χώρου, του άχωρου χώρου, θριαμβεύοντας επί των θυμάτων της. Τώρα υπάρχει μόνο ένας κυνηγός, και είναι αυτή, και ουρλιάζει νικηφόρα σκίζοντας, σκοτώνοντας, και απολαμβάνοντας το αίμα.

Μόνο που ξέρουμε πως τα θηράματά της είναι του κόσμου τούτου, ταπεινά και ασήμαντα παρότι θανατηφόρα, και όχι ο Μέγας Θηρευτής που ψάχνουμε εμείς. Και που ίσως ήδη να ακούμε πίσω από τις οιμωγές του πόνου. Μοιάζει —αυτή η φωνή του, αν είναι φωνή αυτό, αν είναι ήχος— με κάτι φτιαγμένο από σπασμένο χαλίκι και ανακατεμένο με παράσιτα μακρινού ραδιοφώνου, με λαχάνιασμα φυσερού σε χαλκουργείο και με ξεψύχισμα μυγών, κι όλα αυτά περασμένα μέσα από μια γυάλινη μηχανή του κιμά. Έρπει στον αέρα και γλιστρά στ’ αυτιά μας —αυτή η φωνή του, αν είναι δική του— και στέκεται εκεί, γαντζωμένη με μικρά δαχτυλάκια και βεντούζες, ένας ήχος ακατανόητος, μιαρός, και τόσο αφύσικα ξένος που σου ανεβάζει μια ξινίλα στον λαιμό και σ’ τον καίει. Ένα πλοκάμι της φωνής χτυπά επάνω σε έναν τοίχο μπροστά μου, και η ηχώ του επιστρέφει σε μένα και με χαστουκίζει στο πρόσωπο. Τραβάω από την πλάτη μου την αξίνα φτύνοντας με αηδία, και δεν ξέρω γιατί αλλά αρχίζω και σκάβω μανιακά τον τοίχο, σαν χρυσοθήρας σε κάποιο μυθικό Ελντοράντο. Ο τοίχος πέφτει, και ένα σύννεφο σκόνης με σκεπάζει, ψηλός σαν σκιά νέφους. Κάτι κρύβεται όμως μέσα της, μέσα στην πυκνή σκόνη που κατακάθεται στο πάτωμα, και με αγγίζει. Τα δάχτυλά της —αν αυτά είναι δάχτυλα— χαϊδεύουν την κοιλιά μου πάνω από τη στολή της χειμερινής επιβίωσης και αρπάζουν ένα κουμπί, και θέλω να τιναχτώ προς τα πίσω κι ας πέσω με την πλάτη, δεν με νοιάζει, αρκεί να μη με αγγίζει. Μα δεν μπορώ. Μένω ακίνητος εκεί και…

Κάτι σφυρίζει δίπλα από το αυτί μου και χώνεται μέσα σ’ αυτό —ό,τι κι αν είναι αυτό— που με ακουμπά, ανοίγοντάς το στα δύο. Είναι ένα τσεκούρι. Ένα τσεκούρι που έχω ξαναδεί, και που το ξέρω καλά. Πριν ανοίξει τελείως, το πράγμα εκείνο βγάζει μια τσιρίδα. Όμως ξοπίσω του —αν και τουλάχιστον αυτό πάει, πάει, διαλύθηκε, δεν άγγιξε τη σάρκα μου, δεν μπήκε μέσα μου— πολλά άλλα τέτοια το ακολουθούν. Ίσως πέντε. Ίσως δέκα. Μπορεί και εκατό. Είναι νυχτερίδες, αλλά είναι και ποντίκια, με κάτι βδελυρά ανθρωπόμορφο να διαφαίνεται επάνω τους, μεγάλα σαν μικρά σκυλιά. Θα μας πνίξουν έτσι και τα αφήσουμε. Ο άντρας με το μούσι και το βαμμένο στόμα περνά ανάμεσά μας αμίλητος, με μια βάναυση αλαφράδα στο βήμα, και πιάνει δουλειά με το σφυρί του. Ένας βρυχηθμός αλυσοπρίονου που παίρνει μπρος ακούγεται από κάπου πίσω και αριστερά μου, και αμέσως μετά ήχοι σάρκας που σκίζεται και υγρών βάλτου που πετάγονται παντού σκεπάζοντας με κάτι βλεννώδες τα πάντα — είμαι ήδη γεμάτος, και στάζω. Ένας από εκείνους τους τρομώδεις εφιάλτες με αρπάζει από τον λαιμό και ανοίγει το στόμα του για να με καταπιεί —είναι δυσανάλογα μεγάλο σχετικά με το συνολικό μέγεθός του, μα θα το υποδεχτώ με χαρά, έχω άλλωστε κάνει ήδη το χρέος μου, δεν υποχώρησα, πολέμησα, ψέματα;—, όταν ένα βέλος το διαπερνά, ανοίγοντας στα δύο το πίσω μέρος του κεφαλιού του και συνεχίζοντας τη φονική πορεία του μέσα στο σκοτάδι της χαίνουσας τρύπας πίσω από τον τοίχο. Κάτι λεπτό και αδύνατο που κρατά μαχαίρια, στιλέτα και σουβλιά αρχίζει να χορεύει μπροστά μας και να κόβει πράγματα που είναι καλό να κοπούν. Άρα είμαστε όλοι εδώ, ή σχεδόν. Ωραία, ωραία, πόσο όμορφο είναι αυτό. We few. We happy few. Στρέφομαι πίσω μου και βλέπω τη λογίστρια να οπλίζει ξανά τη βαλλίστρα της, και τον άντρα που πρώτος είχε πιάσει το μπράτσο μου τις προάλλες, συγκρατώντας με, να χτυπά με την κατάνα του κάτι μεγάλο, μυώδες και λεπτό σαν ένα μάτσο καλάμια, που η κορυφή του, σαν πολλά μπαλόνια ηλίου κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, χάνεται στο σκοτάδι του δωματίου — αν είναι δωμάτιο τούτο εδώ.  

Κι έπειτα… έπειτα προχωρώ κι άλλο, κάνω ίσως δύο, ίσως τρία βήματα, και το πάτωμα κάτω από τα πόδια μου υποχωρεί, και πέφτω, και όλα τελειώνουν μέσα σε ένα κοφτό λαχάνιασμα, και κάτι με χτυπά με βία σε όλο μου το σώμα, και είμαι στο πέτρινο υπόγειο, και ξέρω —κι ας μην ξέρω πώς, και από πού, και γιατί— πως ο εφιάλτης κατοικεί ακριβώς εδώ.

Ίσως έχω σπάσει ένα κόκαλο, ίσως και περισσότερα, αλλά πρέπει να το δω. Στο χέρι μου κρατώ το πιστόλι των φωτοβολίδων, κι ενώ το ακούω να μου μιλά και να μου απευθύνεται με το όνομά μου με μια φωνή που στάζει άγριο μέλι, πατάω τη σκανδάλη, και όλα γίνονται λευκά, λευκά με το λευκό του φωσφόρου.

Ω, τι μαύρο, τι εβένινο μεγαλείο.