Πολεις

Situationists: Πώς να βιώσουμε την πόλη μας πιο ενεργά

Όταν βομβαρδιζόμαστε από εικόνες, δεν υπάρχει χώρος για ονειροπόληση

Ελένη Χελιώτη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ιστορία του κινήματος Situationists International, μιας ομάδας αφιερωμένης στο να βιώνουμε περισσότερο τις πόλεις μας

Θυμάστε πώς είναι να ανακαλύπτεις τη μαγεία μιας πόλης για πρώτη φορά; Θυμάστε τους θορύβους, τις μυρωδιές, τα φώτα που αναβοσβήνουν και τα παλλόμενα πλήθη; Ή θυμάστε κυρίως πόλεις μέσω της οθόνης του τηλεφώνου σας;

Το 1967, ο Γάλλος φιλόσοφος και σκηνοθέτης Γκυ Ντεμπόρ (Guy Debord) δημοσιοποίησε την ανάγκη να απομακρυνθούμε από το να ζούμε τη ζωή μας ως περαστικοί που συνεχώς δελεάζονται από τη δύναμη των εικόνων. Σήμερα, μπορεί να το δούμε αυτό σε ένα νεαρό άτομο το οποίο πάει από το ένα TikTok στο άλλο – απηχώντας πως οι εικόνες κρατούν την προσοχή μας. Αλλά φαίνεται ότι ούτε οι ενήλικες αντιστέκονται σε αυτή την εμπειρία του window-shopping.

Ο Debord σημειώνει ότι έχουμε την τάση να παρατηρούμε παρά να συμμετέχουμε, και αυτό είναι εις βάρος μας. Η συνεχής κατανάλωση εικόνας δεν αφήνει χώρο για κάτι απρογραμμάτιστο – όπως την ονειροπόληση για να σπάσει το μοτίβο μιας διατεταγμένης ζωής.

Ο Debord ήταν μέλος μιας ομάδας που ονομαζόταν Situationist International, αφιερωμένη σε νέους τρόπους με τους οποίους μπορούσαμε να σκεφτούμε και να βιώσουμε τις πόλεις μας. Η ομάδα αυτή υπήρξε ενεργή για περίπου 15 χρόνια, και τα μέλη της πίστευαν ότι θα έπρεπε να βιώνουμε τις πόλεις μας ως μια πράξη αντίστασης, σε άμεση αντίθεση με τις καπιταλιστικές δομές (με κίνητρο το κέρδος) που απαιτούν την προσοχή και την παραγωγικότητά μας κάθε ώρα και στιγμή. Η ομάδα αυτή επηρέασε πολύ και το κίνημα του Μάη '68.

Περισσότερα από 50 χρόνια από τη διάλυσή της, η φιλοσοφία των Situationists μάς υποδεικνύει μια συνεχή ανάγκη να συντονιστούμε – μέσω των σκέψεων και των αισθήσεών μας – με τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Θα μπορούσαμε να τους θεωρήσουμε ως πρώιμους οικολογικούς πολεμιστές. Και μέσω της καλύτερης κατανόησης της φιλοσοφίας τους, μπορούμε να αναπτύξουμε μια κανούργια σχέση με τις πόλεις μας σήμερα.

Κατανόηση της «κατάστασης»

Το κίνημα Situationist International δημιουργήθηκε το 1957 στο Cosio di Arroscia της Ιταλίας και δραστηριοποιήθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Έφερε κοντά ριζοσπάστες καλλιτέχνες εμπνευσμένους από τον αυθορμητισμό, τον πειραματισμό, τη διανόηση, τη διαμαρτυρία και τον ηδονισμό. Κεντρικά πρόσωπα ήταν ο Δανός καλλιτέχνης Asger Jorn, η Γαλλίδα μυθιστοριογράφος Michèle Bernstein και ο Ιταλός μουσικός και συνθέτης Walter Olmo.

Οι Situationists παρακινήθηκαν από μια φιλελεύθερη μορφή μαρξισμού που αντιστεκόταν στον μαζικό καταναλωτισμό. Ένας από τους πρώτους όρους της ομάδας ήταν ο «ενιαίος αστικισμός», ο οποίος προσπάθησε να ενώσει την πρωτοποριακή (avant-garde) τέχνη με την κριτική της μαζικής παραγωγής και της τεχνολογίας. Απέρριψαν τη συμβατική έμφαση που δίνει η «αστικοποίηση» στη λειτουργία, και αντίθετα θεωρούσαν την τέχνη και το περιβάλλον ως άρρηκτα αλληλένδετα.

Στην εξέγερσή τους ενάντια στην εισβολή της κατανάλωσης, οι Situationists πρότειναν μια στροφή προς την καλλιτεχνικά εμπνευσμένη ατομικότητα και δημιουργικότητα.

H φιλοσοφία των Situationists

Σταθείτε στα πόδια σας και σκεφτείτε

Σύμφωνα με το Situationist Manifesto του 1960, θα πρέπει όλοι να είμαστε καλλιτέχνες των δικών μας «καταστάσεων», δημιουργώντας ανεξάρτητες ταυτότητες καθώς στεκόμαστε στα πόδια μας. Πίστευαν ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί, εν μέρει, μέσω της «ψυχογεωγραφίας»: η ιδέα ότι οι γεωγραφικές τοποθεσίες ασκούν μια μοναδική ψυχολογική επίδραση πάνω μας.

Για παράδειγμα, όταν περπατάτε σε έναν δρόμο, η αρχιτεκτονική γύρω σας μπορεί να είναι σκόπιμα σχεδιασμένη για να ενθαρρύνει ένα συγκεκριμένο είδος εμπειρίας. Διασχίζοντας μια ζωντανή πλατεία της πόλης ένα ηλιόλουστο πρωινό προκαλεί χαρά και ένα αίσθημα σύνδεσης με τους άλλους. Συνήθως σε μία τέτοια πλατεία λαμβάνει χώρα επίσης μια δημόσια εκδήλωση.

Οι Situationists έδιναν επίσης αξία στην «περιπλάνηση» (dérive στα γαλλικά). Αυτό παραπέμπει σε μια απρογραμμάτιστη διαδρομή που κάνουμε με τα πόδια μέσα σε ένα αστικό τοπίο. Ενώ περιπλανιόμαστε άσκοπα, επαναπροσδιορίζουμε ακούσια τους παραδοσιακούς κανόνες που επιβάλλονται από ιδιωτικούς ή δημόσιους ιδιοκτήτες γης και κατασκευαστές ακινήτων. Επιτρέπουμε στον εαυτό μας να «συναντήσει» κάτι απροσδόκητο και, με αυτόν τον τρόπο, απελευθερωνόμαστε από τα δεσμά της καθημερινότητας.

O Stephen Dobson, του CQ University of Australia, και οι συνάδελφοί του, διεξήγαγαν μια έρευνα, όπου θεωρούν τις πόλεις ως μέρη στα οποία το «να χάνεσαι» σημαίνει να εκθέσεις τον εαυτό σου στην ανακάλυψη του νέου και του αυτονόητου.

Φτιάξτε το δικό σας μονοπάτι

Κατανοώντας τους Situationists – κοιτάζοντας, δηλαδή, μακριά από τα τηλέφωνά μας και αφήνοντας τους εαυτούς μας να χαθούμε – μπορούμε να ανακαλύψουμε ξανά τις πόλεις μας. Μπορούμε να τις δούμε ακριβώς όπως είναι κάτω από όλα αυτά που τις «καλύπτουν». Πώς μπορούμε να «ανακτήσουμε» την εικόνα και να την κάνουμε να λειτουργήσει για εμάς;

Η πρακτική της προσθήκης γεωγραφικών ετικετών (geo-tagging) σε εικόνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η κοινή χρήση της τοποθεσίας μας με άλλους, θα μπορούσε να θεωρηθεί κοντά στο πνεύμα των Situationists, ισχυρίζεται ο Dobson. Αν και συχνά αντιμετωπίζεται με ισχυρισμούς για υπερβολικό τουρισμό (ειδικά όσον αφορά ειδυλλιακές ή προστατευμένες τοποθεσίες), η γεωγραφική σήμανση θα μπορούσε να μας εμπνεύσει να αναζητήσουμε ενεργά νέα μέρη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτιστικά σεβόμενη συμμετοχή καθώς βιώνουμε τον τόπο αυτό στην πραγματικότητα, και όχι μόνο μέσω εικόνων.

Έπειτα, υπάρχουν μοναδικές προσωπικές και αναρχικές μορφές αντίστασης, στις οποίες μπορούμε να μάθουμε για τον κόσμο γύρω μας, συνυφαίνοντας τους εαυτούς μας με τις ιστορίες μας. Με αυτόν τον τρόπο προσφέρουμε ένα νέο νόημα σε ένα ιστορικό μήνυμα και έναν νέο σκοπό. Οι Situationists ονόμασαν αυτή τη διαδικασία détournement.

O Dobson παραθέτει εδώ το παράδειγμα ενός κουτιού από μπισκότα που κληρονόμησε από τον παππού του, το οποίο ήταν γεμάτο ασπρόμαυρες φωτογραφίες που θεωρεί ότι τραβήχτηκαν τη δεκαετία του 1960. Οι φωτογραφίες αυτές απεικόνιζαν πάρκα και άγρια ​​ζωή, ίσως ακόμη και από το ίδιο πάρκο, και διάφορα αστικά τοπία του Λονδίνου με ανθρώπους, δρόμους και κτίρια.

Ο ίδιος πέρασε πολλές ώρες περιπλανώμενος στους δρόμους του Λονδίνου για να εντοπίσει τα ακριβή μέρη που τραβήχτηκαν αυτές οι εικόνες. Έκανε έτσι μια αντιπαράθεση του παρελθόντος με το παρόν και βίωνε τη συνέχεια και την αλλαγή στους «διαλόγους» που είχε με τον παππού μου. Με αυτόν τον τρόπο, χρησιμοποίησε εικόνες για να εντείνει, αντί να αντικαταστήσει, την εμπειρία του υλικού κόσμου που βίωνε.

Οι αστικές καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις (art installations) μπορούν επίσης να είναι παραδείγματα του détournment, καθώς μας κάνουν να ξανασκεφτούμε τις καθημερινές μας αντιλήψεις. Το «Forgotten Songs» του Michael Hill είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ένα «κουβούκλιο» από άδεια κλουβιά πουλιών θυμίζει τα τραγούδια 50 διαφορετικών πουλιών που ακούγονταν κάποτε στο κέντρο του Σίδνεϊ, αλλά τα οποία τώρα έχουν χαθεί λόγω της απομάκρυνσης των οικοτόπων ως αποτέλεσμα της αστικής ανάπτυξης.

Όπως θα έλεγε ο Γάλλος φιλόσοφος της avant-garde Gaston Bachelard, όταν βομβαρδιζόμαστε από εικόνες, δεν υπάρχει χώρος για ονειροπόληση. Ίσως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να «κρύψετε» το τηλέφωνό σας και να ακολουθήσετε τα βήματα των Situationists.