Πολεις

Το ημερολόγιο της Πέμπτης | 10.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Σκέφτομαι ότι πρέπει να γράψω μια ιστορία που θα διαδραματίζεται —πού αλλού— μέσα στα όρια του χώρου που επισκεπτόμαστε καθημερινά, τρεις φορές την ημέρα, κάθε μέρα, αλλά το μόνο που έχω βρει μέχρι τώρα είναι αυτό: ο χώρος. Δεν έχω καμία ιδέα για το βιβλίο (η ιδέα είναι το άλφα και το ωμέγα, πού πάω χωρίς ιδέα, γιατί το κάνω αυτό;…), δεν έχω κανέναν ήρωα (ή, έστω, κανέναν ήρωα εκτός από εμένα), και δεν έχω βέβαια καμία πλοκή, πόσο μάλλον μία δομημένη πλοκή, μια περίληψη με αρχή, μέση και τέλος (σ’ αυτή τη σειρά). Παρ’ όλα αυτά επιμένω, σαν τον τρυποκάρυδο που χτυπάει άδικα έναν πεθαμένο κορμό, να το θέλω. Είναι μια αίσθηση μέσα στην κοιλιά σου, κάπως σαν του ερωτευμένου εφήβου. Κάτι σαν την αραχνοαίσθηση αλλά για βιβλία αντί για κακούς.

Τώρα που λέω για κακούς. Είπα ξανά πως, πέραν εμού —θα είμαι ο κεντρικός ήρωας, είναι πιο εύκολο έτσι—, χρειάζομαι τουλάχιστον άλλους τέσσερις: έναν φίλο ή σύμμαχο, έναν sidekick δηλαδή· έναν σοφό, ή οδηγό, ή δάσκαλο, έναν μέντορα· έναν απατεώνα/κατεργάρη/μπαγαπόντη/τζόκερ/γελωτοποιό, τον απαραίτητο trickster· και έναν ανταγωνιστή, έναν κακό: έναν villain. Άπαξ και δεν έχω την ιδέα, που κανονικά όλα αρχίζουν από αυτήν, πρέπει τουλάχιστον να βρω αυτούς. Ίσως μετά γεννηθεί κι αυτή.

Οι ιδέες για τα βιβλία συνήθως γεννιούνται από τα άλλα βιβλία (και από καθετί, εδώ που τα λέμε), αλλά οι ιδέες για τους ήρωες γεννιούνται από τους κανονικούς ανθρώπους. Πρέπει να βγω έξω για να τους ψάξω. Τους θυμάμαι, και αναπόφευκτα θα είναι κάποιοι από τους γνωστούς και τους γείτονες, αλλά μια επανάληψη δεν είναι ποτέ άσχημη. Πρέπει να βγω έξω. Τα πράγματα είναι απλά, δεν χρειάζεται να είσαι ο Μάρλοου για να καταλάβεις πού πρέπει να ψάξεις.

Ντύνω δύο από τα σκυλάκια μας, αυτά που κάνουν μεγαλύτερες αποστάσεις —ο άλλος αρκείται με μια βόλτα μέχρι δίπλα, στο σιντριβάνι—, φοράω τη βερμούδα μου και ένα μπλουζάκι με το καρτούν ενός ζόμπι σταμπαρισμένο επάνω του, βάζω και τις σαγιονάρες μου, χτυπάω δέκα φορές την τσέπη μου για να σιγουρευτώ ότι πήρα τα κλειδιά (συν μία ακόμα αφού κλείσω πίσω μου την πόρτα — δώρον άδωρον), καλώ το ασανσέρ και τραβάω μια βαθιά ρουφηξιά από τον ατμιστή μου.

Σίγουρα δεν θα πω σε κανέναν από τους γνωστούς που θα δανειστώ τη μορφή, τον χαρακτήρα, το όνομα, τα σουσούμια τους, τα ελαττώματά τους, τα χαρακτηριστικά τους, τις ιδιοτροπίες τους, τα πιστεύω τους, τα παρατσούκλια τους, ότι τους έκλεψα. Δεν λέγονται αυτά. Δεν το έχω πει ποτέ. Είναι κάπως σαν να γυρνάς στο σπίτι σου από διακοπές ή από το σινεμά, και να το βρίσκεις άνω-κάτω από τους κλέφτες. Καλύτερα να μην το μάθεις ποτέ. Παλιά είχα χτίσει ένα ολόκληρο βιβλίο πάνω σε έναν φίλο μου, εξαίσια εφευρετικό ψεύτη —ανάμεσα σε άλλες ιδιότητες: ήταν και πολύ καλός καπνιστής, όπως κι εγώ—, με πρωταγωνιστή έναν όμοιό του αλλά υψωμένο στον κύβο, έναν πραγματικό καλλιτέχνη του ψέματος: ήταν ένας παθολογικός και τρομερά υπερβολικός ψεύτης ο πρωταγωνιστής του βιβλίου μου, ένας τερατολόγος, ένας Μινχάουζεν, με τη διαφορά ότι τα ψέματά του, ή τα παρεπόμενα των φανταστικών ιστοριών που του άρεσε να αφηγείται γύρω από το τραπέζι, σε ωραίες υπόγειες ταβέρνες ή σε αυλές καπηλειών, γίνονταν αλήθεια λίγο καιρό αφότου τα ξεστόμιζε. Ήταν ένας πραγματικός καλλιτέχνης, ναι, και τα έργα τέχνης που σκαρφιζόταν έρχονταν από μια σχισμή της πραγματικότητας στη ζωή, αποβάλλοντας αμέσως τον πλακούντα τους: έπαιρναν σάρκα και οστά, και πλέον διασάλευαν αυτό που λέμε αλήθεια. Όχι απλώς δεν του το είπα, καθώς θα ήταν ντροπή μεγάλη και για τους δυο μας, αλλά στη συνέχεια πέρασα χρόνια ολόκληρα με τον φόβο ότι, αφού ο ίδιος δεν το είχε καταλάβει —οι πραγματικοί ψεύτες πιστεύουν πρώτοι αυτοί τα ψέματά τους—, κάποιος πιο διορατικός θα του το μαρτυρούσε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν συνέβη ποτέ. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή το βιβλίο δεν πούλησε πολύ. Ή ίσως επειδή όλοι οι άλλοι κοινοί μας γνωστοί είτε πίστευαν τις ιστορίες του, είτε δεν τους ένοιαζε να μην τις πιστέψουν ή να τις αμφισβητήσουν. Άλλωστε, τι σημασία έχει; Καμία. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα το πω βέβαια σε κανέναν. Και κανείς τους, φυσικά, δεν θα μάθει για το βιβλίο, αν εκδοθεί ποτέ, και αν γραφτεί ποτέ. Αλλά πρώτα πρέπει να τους βρω. Να τους διαλέξω.

Βγαίνουμε στον δρόμο. Σήμερα έχει πάλι ένα αεράκι. Ελπίζω να κρατήσει και να μην είναι ψεύτικο πάλι, όπως χθες. Κοιτάζω απέναντι. Ο συνονόματος φίλος μου που δουλεύει στην ταβέρνα δεν φαίνεται κάπου. Ίσως είναι μέσα βέβαια. Μοιάζει πολύ πιθανό να είναι αυτός ένας από τους τέσσερις, προφανώς ο sidekick. Αλλά ίσως και όχι. Ίσως πάρω από αυτόν μόνο κάποια του χαρακτηριστικά. Θα δω. Είναι νωρίς ακόμη. Προχωράμε προς τα δεξιά, παρατηρώντας τα πάντα και μυρίζοντας τα πάντα. Έχω μια αποστολή αυτή τη φορά, δεν τα βγάζω απλώς έξω σαν οδηγός τους, κάνω ό,τι κι αυτά: συγκεντρώνω την προσοχή μου στα πάντα. Είναι κάτι που χαρακτηρίζει τα σκυλιά αυτό: όταν κάνουν κάτι, το κάνουν με όλο τους το είναι. Είτε αυτό το κάτι είναι μια παλιά μυρωδιά που τους τράβηξε την προσοχή, είτε το παιχνίδι τους με ένα λούτρινο κουκλάκι, είτε η χαρά και ο ενθουσιασμός τους όταν γυρίζεις από τη δουλειά σου. Δίνουν στα πάντα, πάντοτε, όλο τους τον εαυτό. Πολύ σπάνια συμβαίνει σε εμάς κάτι τέτοιο. Δεν είναι ένα από τα γνωρίσματά μας. Κρατάμε πολλές άμυνες και πολλές πισινές, στα πάντα, σε ό,τι κι αν μας συμβεί. Παρατηρούμε, από κάπου ψηλά, από ένα θεωρείο, τον εαυτό μας να χαίρεται ή να στενοχωριέται ή να περπατά ή να κολυμπά ή να διαβάζει ή να βλέπει ένα έργο ή να κάνει σεξ. Είμαστε πολλοί, μέσα μας. Αλλά όχι τα σκυλιά. Οπότε βάζω τα δυνατά μου. Σήμερα θα τους παρατηρήσω όλους εξονυχιστικά, θα τους ακτινογραφήσω, και ανάμεσά τους θα διαλέξω κάποιους για να φτιάξω, σαν άλλος Φρανκενστάιν, τους τέσσερις ήρωές μου. Το όνομα από εδώ, το ύψος από εκεί, την ελιά στο μάγουλο από άλλον, τον χαρακτηριστικό τρόπο που ανασηκώνει τους ώμους από άλλον, τον φόβο του για τα αυτοκίνητα από άλλον. Φρανκενστάιν.

Για κάποιον λόγο, ω της ειρωνείας, οι δρόμοι είναι άδειοι. Ακόμη και τα μαγαζιά είναι κλειστά. Έστω, κάποια από αυτά. Γιατί; Δεν έχω ιδέα. Οι περαστικοί είναι λιγοστοί, και ανάμεσά τους κανένας που ξέρω, έστω και λίγο. Και είναι όλοι τους… πώς να το πω; Κανονικοί. Κανείς τους δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, κάτι που να ξεχωρίζει μέσα στα δέκα δευτερόλεπτα που θα περάσουν ώσπου να διασταυρωθούμε και να τους παρατηρήσω. Δεν μπορείς να κλέψεις κάτι από κάποιον που δεν έχει τίποτε να του κλέψεις. Ιδρώνω, παρά το αεράκι, που εδώ στον κάθετο με την παραλία δρόμο φυσάει πιο δυνατά. Είναι το άγχος. Σαν να περιμένεις στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου για μια εξέταση που σε απασχολεί καιρό τώρα, και όλο την ανέβαλλες. Δεν βλέπω κανέναν που να με ενδιαφέρει, κι ας έχω τεταμένη την προσοχή μου όπως οι σκύλοι.

Στη γωνία απέναντι από το καινούργιο ξενοδοχείο, είναι σκυμμένη μια γυναίκα και κάτι κάνει πίσω από ένα δέντρο· μια νεραντζιά. Η καρδιά μου χτυπάει. Την ξέρω, αλλά την είχα ξεχάσει. Τη βλέπω καιρό. Είναι αυτή που ταΐζει τις γάτες του τετραγώνου. Είναι και ένα ζευγάρι που τις ταΐζουν, αλλά η περιοχή ευθύνης τους είναι ο παραδίπλα δρόμος. Βλέπω αν περνάνε αυτοκίνητα, και διασχίζουμε γρήγορα τον δρόμο. Η καρδιά μου χτυπάει ακόμη πιο δυνατά. Τα δυο σκυλάκια μου πηγαίνουν κοντά της. Τη θυμούνται φυσικά. Και η γυναίκα πάντα τούς μιλάει καλά. Εκείνα βέβαια ξέρουν πως κουβαλάει τροφή. Για γάτες μεν, αλλά την τρώνε κι αυτήν. Γι’ αυτό την αγαπούν τόσο.

Τη χαιρετώ. Είναι πάντα γελαστή και έτοιμη να μιλήσει πολύ, να πει πολλά. Χαίρεται αυτό που κάνει, της γεμίζει τη μέρα και την κάνει να αισθάνεται χρήσιμη και υπεύθυνη. Προσωπικά, δεν θα μπορούσα να επωμιστώ τέτοιο καθήκον. Ήδη έχω το βάρος του δέντρου που ποτίζω κάθε πρωί.

Λοιπόν; αναρωτιέμαι. Είναι αυτή; Σίγουρα είναι, λέει μια φωνή μέσα μου πριν καλά-καλά ακούσω τη δική της. ΕΙΝΑΙ αυτή. Αλλά ποιος απ’ όλους τους ήρωες είναι; Ή, έστω: σε ποιον από όλους θα δανείσει ποια χαρακτηριστικά της; Πρέπει να το σκεφτώ καλά. Να σταθμίσω τα υπέρ και τα κατά. Να την αναλύσω διεξοδικά, χρησιμοποιώντας αυτά τα κόλπα των αρχαρίων με τις καρτέλες, και οπωσδήποτε να εκτυπώσω και να συμπληρώσω μερικές φόρμες χαρακτήρων. Αυτό θα κάνω, ναι. Πρώτη προτεραιότητα.

Με κοιτάζει κι εκείνη, ελαφρώς σκυφτή. Τη χαιρετώ. Ξέρω πως τώρα θα γελάσει με όλο της το πρόσωπο, θα σκύψει να χαϊδέψει τα σκυλάκια μου, θα πει τα καλύτερα για τις γάτες της, που ήδη οι ουρές τους φαίνονται πίσω από το δέντρο: τρώνε. Ωστόσο… δεν γελάει. Δεν φωτίζεται ολόκληρη, ως συνήθως. Ίσα-ίσα που το πρόσωπό της είναι σχεδόν μαύρο, το στόμα της μια χαρακιά, τα μάτια της δυο σκοτεινές σπηλιές, δυο μαύρα πηγάδια. Πισωπατάω με ένα μικρό βήμα και ξεροκαταπίνω. Κουνάω το κεφάλι κάνοντας ένα νόημα που μπορεί αν σημαίνει τα πάντα, και τραβάω από την άλλη μεριά τα σκυλάκια μου. Κατά λάθος, από την ταραχή μου, τα οδηγώ προς τα πίσω, προς το σπίτι μας. Με ακολουθούν, ωστόσο. Ταχύνω το βήμα, σε σημείο που και τα δυο τους ενοχλούνται. Γιατί δεν γέλασε αυτή η γυναίκα; Τι έπαθε; Τι μπορεί να είδε επάνω μου; Τι της συνέβη; Γιατί άλλαξε τόσο απότομα; Ποια είναι;

Δεν έχω απαντήσεις. Ξέρω όμως πως πια δεν μπορεί να είναι ούτε σύμμαχος, ούτε μέντορας φυσικά. Μόνο trickster, ίσως. Αλλά αλλόκοτος trickster. Σαν το Γκόλουμ. Ίσως όμως… ίσως όμως να είναι και ο κακός. Ίσως αυτή η καλή γυναίκα να είναι ο κακός του βιβλίου μου. Λες να τον βρήκα; Λες να είναι… αυτή;

Φτιάχνω έναν καφέ και κάθομαι στον υπολογιστή, ξέροντας πως πρέπει να δουλέψω. Και ξέροντας επίσης πως, μετά από αυτό που έγινε, δεν θα τα καταφέρω.

Λες να είναι αυτή;

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome