Πολεις

Χαλασμένο λικέρ

Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος ανακαλύπτει μια αμηχανία στην πόλη του

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 303
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τι μεγαλειώδη πορτρέτα, πόσο μελαγχολική αστική ποίηση! Οι φωτογραφίες του Ιβάν Μιχαήλοφ και του πρότζεκτ “Megapolis” στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης απαθανατίζουν νεαρούς Ρώσους που μετακόμισαν από τα προάστια ή μετανάστευσαν από τα χωριά τους στη Μόσχα. Η πόλη είναι ένα σύνολο από ταμειακές μηχανές, οδικούς φανοστάτες, νευρώσεις, όνειρα κι επιθυμίες, διατείνεται ο φωτογράφος. Οι νεαροί και οι νεαρές, τυλιγμένοι με κουβέρτες και παπλώματα, προφανώς σε διαμερίσματα χωρίς θέρμανση, ατενίζουν την πόλη έξω και από τα βλέμματά τους υποθέτεις ποιοι είναι αυτοί που τα κατάφεραν και ποιοι όχι. 

Μία μέρα πριν, στα Λουτρά Παράδεισος και πάντα στο πλαίσιο της PhotoBiennale 2010, τα κάδρα εγκαταλειμμένων σπιτιών κι αρχοντικών από τα Μαστιχοχώρια της Χίου μοιάζουν με οπτικοποιημένο σάουντρακ ενός λαϊκού πολιτισμού που χάθηκε και πλέον περιβάλλεται από ambient σκόνη. Θολοποτάμι, Μελέκικο, Κάμπος, Καταρράκτης, Θυμιανά, Ελάτα, Νικολάκικο, Ζερβούδικο, Κοινή, Νεχώρι. Έρημοι πια τόποι όπου τρύπωσε η κάμερα του Στρατή Βογιατζή, για να ολοκληρωθεί το πρότζεκτ «Εσωτερικός κόσμος». 

Μόσχα, Μαστιχοχώρια και στη μέση η Θεσσαλονίκη, όπως την κουτσομπολεύουμε καθισμένοι στο “Blues Bar” της Ολύμπου, ένα κομβικό καφέ, σχεδόν σαν σύνορο βορρά που, αν το πάρεις προς τα πάνω, βγαίνεις στην Άνω Πόλη, και νότου που, αν το κατρακυλήσεις, πιάνεις κέντρο και θάλασσα. Στα πρωτοσέλιδα των τοπικών εφημερίδων το άγριο διπλό έγκλημα στο Χορτιάτη. Δύο πτώματα ασβεστωμένα και θαμμένα στο βουνό, ένα ανθρωποκυνηγητό που τελείωσε στην οδό Λαγκαδά με σύλληψη των δύο δολοφόνων, πρωτοπαλίκαρων της αρμένικης μαφίας, που, όπως γράφουν οι συντάκτες μεταφέροντας τα λόγια των ανώτερων κλιμακίων της αστυνομίας, ανακατατάσσει την ιεραρχία της. Φουσκωτοί, πρώην παλαιστές ελληνορωμαϊκής πάλης, ύποπτες καφετέριες – στέκια στην Πολίχνη και την Ευκαρπία, προστασία, εκβιασμοί, ένας άλλος κόσμος άγριος κι επικίνδυνος στη δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης, που μαθαίνεις γι’ αυτόν μόνο όταν ξεχειλίσει η βία και χυθεί αίμα. 

Παραδίπλα τα νέα για την προφυλάκιση του δημοτικού υπάλληλου Σαξώνη, πρωταγωνιστή της οικονομικής ατασθαλίας με τα εκατομμύρια που έκαναν φτερά από τα ταμεία του Δήμου Θεσσαλονίκης. Απειλεί με αποκαλύψεις, προειδοποιεί πως θα «πάρει» μαζί του, αν μιλήσει, ακόμα και αντιδημάρχους, οι οποίοι από το 1993, που πρωτοάρχισαν οι κομπίνες, συμμετείχαν στο παιχνίδι του. Ποιον νοιάζουν όλα αυτά πέρα από τους αμετανόητους οπαδούς του νουάρ, όπως την αφεντιά μου και καμιά δεκαριά ακόμη άλλους που γνωρίζω κι αντιλαμβάνονται το βορρά σαν ένα σκηνικό όπου εντός του καλοί και κακοί εναλλάσσονται στους ρόλους, τίποτα δεν είναι αυτό που δείχνει κι, αν ξύσεις την ταπετσαρία από τους τοίχους, θα βγεις σε στοές που κρύβουν ίντριγκα, βία και δολοπλοκία. Τι περιμένει ο Πέτρος Μαρτινίδης, αυτός ο εξαίρετος νουάρ στιλίστας συγγραφέας; Η Θεσσαλονίκη αυτών των ημερών παρέχει τεφαρίκι πρώτη ύλη για ένα επίκαιρο μυθιστόρημα.

Ζούμε μέσα σ’ ένα όνειρο που τρίζει

Τις μέρες της ευδαιμονίας του, οι οποίες, όπως πολύ εύστοχα παρατηρούσε ο τίτλος της ομώνυμης ταινίας, ήταν όντως μετρημένες, το ρεστοράν-μπαρ “Banquet” ήταν σύμβολο αστικής ευζωίας και στέκι upper class θαμώνων. Την τελευταία πενταετία, άλλωστε, στη Θεσσαλονίκη αυτή η φυλή προσέδωσε αίγλη και δάνεισε την εικόνα της σε πλειάδα εστιατορίων, όπως και τα γειτονικά από το κλειστό σήμερα “Banquet”, “Entryfish” και “Lorry M”, μεγαλειωδώς σφραγισμένα, ή τα παραλιακά “Parapoli” και “Pollock”. Οι πελάτες τους έπιναν κοκτέιλ, κάπνιζαν πούρα, δοκίμαζαν χειροποίητα λαζάνια, είχαν περισσότερο άγχος για τη δόση μπαλσάμικου στη ρόκα-παρμεζάνα τους παρά για τα ποσοστά αιθαλομίχλης που τους περικύκλωναν. Ένιωθαν αλλά και ήθελαν να δείχνουν ανώτεροι, όπως οι «συνάδελφοί» τους στην Αθήνα ή το Παρίσι. Η Θεσσαλονίκη δεν τα «σήκωσε» τελικά τέτοια κόνσεπτ. Ήταν πιο κοντά στις σελίδες από το “Less Than Zero” και το “Glamorama” του Μπρετ Ίστον Έλις, μόνο που αυτά ήταν συνταγές του προηγούμενου αιώνα.

Τις τελευταίες τρεις εβδομάδες η εικόνα του “Banquet” έγινε θρύψαλα, καθώς κάθε βράδυ δεκάδες διαδηλωτών έστεκαν απέναντί του δηλώνοντας συμπαράσταση στον απολυμένο υπάλληλο Βαγγέλη Κιτσώνη, που διεκδικούσε την επαναπρόσληψή του. Το σκηνικό ευμάρειας κατέρρευσε βίαια με την επέμβαση του συνδικαλισμού, οι γκουρμέ maniacs λάκισαν προς άλλα εναπομείναντα high chic βιλαέτια, το “Banquet” έπαιξε θέμα ακόμα και στο Mega, ημιθανές σύμβολο μιας εποχής που κάποιοι είδαν τη Θεσσαλονίκη σαν Μανχάταν, αλλά μας τελείωσε.

Μια αμηχανία διακρίνω στην πόλη, ένα μάζεμα, ένα σκιάξιμο, ένα κούμπωμα, κάτι στον αέρα εδώ και μήνες μου θυμίζει ατμόσφαιρα παρατεταμένης Μεγάλης Εβδομάδας, οι νύχτες μοιάζουν με το έρημο Βελιγράδι των 80s, τα μεσημέρια οι κεντρικές λεωφόροι δεν μποτιλιάρουν πια, στις πιάτσες τα ταξί κάνουν ουρές, μόνο στους τοίχους χαρτοπολτένιοι djs και προσκλήσεις για πάρτι ή συναυλίες βοούν για να τραβήξουν την προσοχή μας. Χρόνια είχα να δω τέτοιο μούδιασμα. 

*stefanostsitsopoulos@yahoo.gr